Η Νιότη (Youth στα αγγλικά, La Giovinezza στα ιταλικά) είναι μια ταινία για το χρόνο, τη φιλία, τον έρωτα / ή για την παρακμή, τον θάνατο, τον γερασμένο κόσμο της αστικής τάξης; Εμείς, από δύο ελαφρώς διαφορετικές οπτικές, βλέπουμε μάλλον το δεύτερο. Δύο σύντομα σχόλια λοιπόν για την ταινία του Πάολο Σορεντίνο που προβάλλεται στις αίθουσες από την προηγούμενη εβδομάδα.
1.
Στο πρώτο 5λεπτο της ταινίας, πάνω από μία άδεια ράμπα, η οποία μερικά πλάνα πριν μετέφερε, στη σειρά, γέρικα κορμιά που πηγαίνουν για το πρωινό τους σπα, εμφανίζεται το γράφημα της λέξης YOUTH. Αντίστοιχα λίγα λεπτά πριν το τέλος, το γράφημα της λέξης YOUTH εμφανίζεται πάνω από μια γηραλέα ορχήστρα που διευθύνει ο ακόμα πιο γηραλέος μαέστρος και συνθέτης του έργου που ακούμε. Η “Νιότη” στην ταινία του Σορεντίνο εμφανίζεται είτε ως κενό περιεχομένου, είτε ως επιθυμία για ζωή από μια γερουσία που δεν λέει να πεθάνει. Ενδιάμεσα, η χαλαρότητα με την οποία συνδέει τις σκηνές της, ο φορμαλισμός στο καδράρισμα, και στις κινήσεις της κάμερας, οι υπερβολές στην υποκριτική των ηθοποιών, αποκαλύπτουν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που είναι αυτός ο κόσμος της “υψηλής” κοινωνίας. Μια ψεύτικη κατασκευή που η ταινία ως μέρος αυτής της κατασκευής απολαμβάνει σε στιγμές να αποκαλύπτει της ραφές του/της και είναι αυτές ακριβώς οι στιγμές που φαίνονται είτε “χαμηλές” κοινωνικά, είτε αδύναμες κινηματογραφικά που στεφανώνουν το μεγαλείο του/της.
Στέφανος Μονδέλος – σκηνοθέτης
2.
Σαρκασμός και συμπάθεια. Αυτός είναι ο τίτλος που θα έβαζα αν έγραφα για τη νέα ταινία του Πάολο Σορεντίνο. Ακριβώς εκεί που μας είχε αφήσει στην προηγούμενη ταινία, μας συναντά. Στα βήματα του εκπληκτικού Τόνι Σερβίλο, ο υπέροχος Μάικλ Κέιν (γεν. 1933) σε μια μοναδική συνάντηση με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ (γεν. 1939). Παιδικοί έρωτες, γάμοι προβληματικοί, θέματα υγείας, καριέρες στο τέλος τους. Ό,τι θυμάται κανείς από τη ζωή. Μια ζωή άνετη και βαρετή. Και μια ,φιλία πιο πραγματική απ’ όλα τα άλλα. Το θέμα είναι ότι στο θέρετρο της Ελβετίας η ζωή μοιάζει με το θάνατο και η κίνηση με την ακινησία. Η νιότη κανείς δεν ξέρει τι είναι. Οι ήρωες όμως έχουν κάτι πολύ ανθρώπινο και ο σκηνοθέτης τούς αγαπά. Αυτό το δίπολο λοιπόν: σαρκασμός και συμπάθεια για τον γερασμένο κόσμο της αστικής τάξης. Στυλ και φόρμα που κάτι πάει να πει. Δεν το ολοκληρώνει όμως. Ετσι ο καθένας από μας κάτι μπορεί να συμπληρώνει ή να αφαιρεί.
Παναγιώτης Φραντζής – δημοσιογράφος