Το λογοκριμένο έργο του Μάικ Έιλγουιτς αποτελείται από τέσσερα πάνελ που αφηγούνται τους αγώνες, τις θυσίες, τις ελπίδες και τις δυνατότητες της αμερικανικής εργατικής τάξης: το παρελθόν, το παρόν και το (μη καπιταλιστικό) μέλλον της.
Η περίπτωση λογοκρισίας που παρουσιάζουμε έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πρώτον, γιατί αποσιωπήθηκε ακόμα και από προοδευτικά ΜΜΕ και, δεύτερον, γιατί ασκήθηκε σε βάρος του Mike Alewitz, ενός καταξιωμένου αμερικανού εικαστικού καλλιτέχνη κι ενός εμβληματικού έργου του που επρόκειτο να αναρτηθεί στο Μουσείο της Πόλης της Νέας Υόρκης. Ο Έιλγουιτς είναι γνωστός για τις μεγάλες τοιχογραφίες του που ακολουθούν την παράδοση των τριών μεγάλων Μεξικανών «μουραλίστας» (Ριβέρα, Σικουέιρος και Ορόσκο).
Το λογοκριμένο αυτό έργο αποτελείται από τέσσερα πάνελ που αφηγούνται τους αγώνες, τις θυσίες και τις ελπίδες και τις δυνατότητες της αμερικανικής εργατικής τάξης: το παρελθόν, το παρόν και το (μη καπιταλιστικό) μέλλον της.
Στις αρχές του 2009 το Ίδρυμα Πάφιν (κάτι σαν το γνωστό μας Ίδρυμα Φορντ) ανέθεσε επισήμως στον Έιλγουιτς να φιλοτεχνήσει ένα έργο που θα κάλυπτε έναν ολόκληρο τοίχο και θα ήταν μόνιμο έκθεμα στο Μουσείο της Πόλης της Νέας Υόρκης του οποίου το ίδρυμα είναι χορηγός. Το έργο θα ήταν αφιερωμένο στην «ιστορία του κοινωνικού ακτιβισμού».
Η αμοιβή του καλλιτέχνη για περίπου πενταετή δουλειά θα ήταν μόνο 25.000 δολάρια, εκ των οποίων τελικά έλαβε 15.000, μια που η παραγγελία ακυρώθηκε επισήμως στα τέλη του 2014. Είχαν προηγηθεί εξωφρενικές παρεμβάσεις εκ μέρους της επιτροπής ανάθεσης του μουσείου, στις οποίες θ’ αναφερθούμε εκτενώς παρακάτω. Διόλου τυχαίος και ο τίτλος που επέλεξε ο Έιλγουιτς για το έργο του: «Η πόλη στο σταυροδρόμι της Ιστορίας». Πρόκειται για άμεση αναφορά στην περίφημη τοιχογραφία του Ντιέγκο Ριβέρα στο Ροκφέλερ Σέντερ, η οποία καταστράφηκε το 1934 κατ’ εντολή του αμερικανού μεγιστάνα (που ο ίδιος το είχε παραγγείλει). Εκείνο το μνημειώδες έργο είχε τίτλο «Ο άνθρωπος στο σταυροδρόμι». Τότε ο Ριβέρα τόλμησε να τοποθετήσει στο κέντρο της σύνθεσης τον Λένιν – κι αυτό στάθηκε η αφορμή της αποκαθήλωσης και καταστροφής του έργου.
Ομοίως το έργο του Έιλγουιτς το κατάπιε σήμερα το σκοτάδι, με τη διαφορά ότι το 1934 είχαν σηκωθεί και οι πέτρες, ενώ σήμερα μόνο λίγα χαλικάκια διαμαρτυρήθηκαν… Μια άλλη πηγή έμπνευσης του Έιλγουιτς ήταν ο περίφημος πίνακας του Ιερώνυμου Μπος «Ο κήπος των γήινων απολαύσεων» (1505). Όπως ο ίδιος εξηγεί, «ο Μπος δημιούργησε το αριστούργημά του στη χαραυγή του καπιταλισμού, προτού οι προοδευτικές πτυχές του νέου βάρβαρου οικονομικού συστήματος δώσουν στην επιστήμη και τη βιομηχανία την ευκαιρία να αναπτυχθούν. Ο Μπος έβλεπε με νοσταλγία το φεουδαρχικό παρελθόν και προειδοποιούσε με εφιαλτικές εικόνες για το μέλλον που έφερνε η απληστία του καπιταλισμού».
Τώρα, στο λυκόφως του καπιταλισμού, ο Έιλγουιτς διασκεύασε τον κήπο του Μπος ζωγραφίζοντας «έναν κήπο που είναι το πεδίο των κοινωνικών αγώνων μέσα στο οποίο έδεσαν όλοι οι καρποί της κοινωνικής προόδου». Ένα από τα πάνελ, με τίτλο «Η κόλαση της εκμετάλλευσης», περιγράφει τις κτηνωδίες του αμερικανικού καπιταλισμού: τη δουλεία, την εξόντωση των Ινδιάνων, την παιδική εργασία, το ρατσισμό, την καταπίεση των γυναικών. Ένα άλλο πάνελ, με τίτλο «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», εμπνέεται από το περίφημο Μνημείο της Τρίτης Διεθνούς του Βλαντίμιρ Τάτλιν, ένα οραματικό και μεγαλεπήβολο έργο των πρώτων χρόνων της Ρωσικής Επανάστασης το οποίο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Εδώ δύο ελικοειδείς α λα Τάτλιν κεκλιμένες σκαλωσιές οδηγούν σε έναν χρυσαφένιο ουρανό με κτήρια που αιωρούνται στον αέρα (όπως τα οραματιζόταν η σοβιετική πρωτοπορία) και δυο εργατικά χέρια που κρατούν ψωμί και τριαντάφυλλα. Στο κάτω μέρος βλέπουμε μια γκρίζα χωματερή με «τα όπλα όλου του κόσμου».
Στον διαδικτυακό τόπο www.redwedgemagazine.com μπορεί κανείς να διαβάσει όλο το χρονικό της ματαίωσης της έκθεσης του έργου, να βρει λινκ που παραπέμπουν σε περισσότερες πληροφορίες, κυρίως όμως να δει και να θαυμάσει στις λεπτομέρειές του το λογοκριμένο αυτό έργο. Στο ίδιο περιοδικό ο Έιλγουιτς αναπτύσσει τις απόψεις του για το αν είναι δυνατό στην εποχή μας να υπάρξει επαναστατική τέχνη, τουλάχιστον στον εικαστικό τομέα. Η απάντησή του είναι αισιόδοξη, όπως αισιόδοξες και χαρούμενες είναι και άλλες συνθέσεις του Έιλγουιτς: ιστορικά γειωμένες και επαναστατικά, καλλιτεχνικά απογειωμένες, φτερωτές.
Και μια λεπτομέρεια, διόλου άσχετη: το 1970 ο Μάικ Έιλγουιτς, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, στο Οχάιο, ήταν παρών στη δολοφονία των τεσσάρων φοιτητών από τα πυρά της Εθνοφυλακής. Ο ίδιος ήταν ο βασικός οργανωτής του μαζικού φοιτητικού αντιπολεμικού κινήματος που ακολούθησε. Επομένως δρουν και σήμερα άνθρωποι εκείνης της γενιάς που δεν μετάνιωσαν, δεν ξεπουλήθηκαν.
Δεν άντεχαν ούτε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ – Ζητούσαν εύπεπτη και ασφαλή κριτική
Η επιτροπή του Ιδρύματος Πάφιν, που ανέθεσε το έργο στον Έιλγουιτς, απαρτίζεται από γνωστά και προοδευτικά ονόματα της «τέχνης και του ακτιβισμού». Το κείμενο της ανάθεσης, όπως και οι μετέπειτα εκτιμήσεις της επιτροπής για το έργο, το οποίο είχε παρουσιαστεί με Πάουερ Πόιντ, βρίθει επαίνων για την υψηλή καλλιτεχνική αξία του έργου. Ωστόσο μετά τα εγκώμια ήρθαν τα παρατράγουδα και οι υποδείξεις που είχαν ακόμα και τεχνικό χαρακτήρα.
Ο Έιλγουιτς τόλμησε να τοποθετήσει στο κεντρικό πάνελ τον… Μάρτιν Λούθερ Κινγκ σε πρώτο πλάνο. Ε, όχι και πρώτο τραπέζι πίστα ο Κινγκ! του είπε περίπου η επιτροπή. Βάλ’ τον πιο πίσω, στη γαλαρία, μαζί με τον Τζον Λένον που αχνοφαίνεται στο βάθος. Στο πάνελ αυτό, που έχει τίτλο «Ακολουθούμε το λιγότερο πατημένο μονοπάτι», απεικονίζονται 30 αναγνωρίσιμα πρόσωπα του εργατικού, του γυναικείου, του αντιπολεμικού κινήματος, καθώς και του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Η επιτροπή του ζήτησε να περιλάβει στη σύνθεση και άλλους μη ζώντες Νεοϋορκέζους, κάποιοι από τους οποίους ήταν πασίγνωστοι ρατσιστές και πολεμοκάπηλοι!
Ο Έιλγουιτς αρνήθηκε. Και το τίμημα ήταν φέτος, στην εθνική αργία για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, να παραλάβει μια λακωνική επιστολή της διευθύντριας του μουσείου με την οποία απορρίπτει το έργο επειδή «δεν ικανοποιεί τα αισθητικά πρότυπα και τους σκοπούς του μουσείου». Γράφει ο Έιλγουιτς: «Η διευθύντρια του μουσείου και τα πλούσια φιλαράκια της θα δέχονταν μια τοιχογραφία για τον ακτιβισμό, αρκεί να ήταν μια ασφαλής, αποστειρωμένη, ξεδοντιασμένη ιστορία στα πρότυπα της κρατικής τηλεόρασης. Παιδάκια-σκλαβάκια που θα ξυπνάνε τον οίκτο μας. Υφαντουργίνες-ζωάκια που θα καίγονται στην πυρκαγιά του Τράιανγκλ. Αισθηματολογία αντί για αλληλεγγύη. Τίποτα που να αποκαλύπτει την ωμή πραγματικότητα πίσω από τη φιλανθρωπία θεσμών όπως το μουσείο».
Αυτή η πράξη λογοκρισίας πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, κάτι διόλου παράξενο αφού το Ίδρυμα Πάφιν είναι χορηγός ακόμα και προοδευτικών ΜΜΕ, π.χ. του Nation και του Democracy Now!, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Έιλγουιτς. Ελάχιστα ήταν τα άρθρα στον Τύπο, ούτε μια απλή αναφορά στο ραδιόφωνο και άκρα του τάφου σιωπή από τον κόσμο των εικαστικών καλλιτεχνών.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ με τίτλο: «Η πόλη στο σταυροδρόμι της ιστορίας» (και της λογοκρισίας).