15 C
Athens
Κυριακή, 1 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Διεκδικώντας τον χαμένο χρόνο, του Θανάση Σκαμνάκη

 

Ας παίξουμε και πάλι με τον χρόνο.

 

 

Ας κάνουμε πως δεν καταλάβαμε ότι πέρασαν 45 χρόνια. Ας ξεπεράσουμε και τις χαίνουσες πληγές των τότε και των τώρα γεγονότων – τα χρώματα του παρελθόντος είναι πάντοτε δανεισμένα από το παρόν και από τις αποχρώσεις που έχει η ιδέα μας για το μέλλον, η εμπιστοσύνη ή η έλλειψή σε αυτό.

 

Ας παίξουμε και πάλι με τον χρόνο. Όπως παίζουν πάντα μαζί του οι πολέμιοί του. Κι όπως του εναντιώνονται για να μην υποκύψουν στη φθορά του.    

 

Και τι είναι 45 χρόνια; Μια ζωή έχει συνήθως πολύ περισσότερα, κι ας υπάρχουν άλλες που δεν τα πρόφθασαν. Κι όμως τα τωρινά 45 χρόνια δεν είναι η ίδια χρονική απόσταση με άλλοτε.

 

Ο εμπορευματοποιημένος χρόνος, χάνει διαρκώς το νόημα του. Ο νόμος του Μουρ λέει πως κάθε ενάμισο χρόνο διπλασιάζεται η υπολογιστική δυνατότητα των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Πριν προλάβεις να πάρεις ένα μηχάνημα έρχεται το επόμενο.

 

Οι πληροφορίες πολιορκούν τα μάτια, τα αυτιά και το μυαλό σε ρυθμούς που δεν προλαβαίνουν να αφομοιωθούν. Το εμπόρευμα είδηση ακολουθεί το νόμο του Μουρ σε πιο γρήγορο ρυθμό και σε άλλη κατεύθυνση. Πριν η είδηση ειπωθεί έχει παλιώσει. Η μία πάνω στην άλλη ώστε δεν μένει καμία.

 

Κάποια χρονιά, θα έχουν περάσει περίπου είκοσι χρόνια, στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής έρευνας μιλούσα με έναν βοσκό, σχετικά νέο, που όταν αρχίζει να ανοίγει ο καιρός ανεβάζει τα πρόβατα στη Φλέγγα, την κορυφή της Πίνδου, πάνω από τη Βάλια Κάλντα και τις πηγές του Ασπροπόταμου. Εκεί μένει μέχρι σχεδόν τα πρώτα χιόνια και σπανίως κατεβαίνει στο χωριό. Στις κορυφές ο χρόνος ακινητεί. Αλλά και όταν μετά κατεβαίνει στα πεδινά, και πάλι ζει, μαζί με τα αδέλφια του, απομονωμένος στις στάνες.

 

Καθώς λοιπόν πίναμε τα τσίπουρα και ερχόμαστε στην εξομολογητική φάση, άρχισε να μιλάει για τον παππού του, που ήταν κι αυτός βοσκός, που δούλευε για ένα Τούρκο αγά, ο οποίος κ.λπ. κ.λπ. Μέσα στο θολό τοπίο του τσίπουρου έβγαινε ένα ακόμα θολό τοπίο των γεγονότων. Πώς γίνεται ο παππούς του να δούλευε στον αγά, να πέρναγε από τη Σάμο στη Μικρά Ασία, να έκανε όλα αυτά που έκανε, όπως τα περιέγραφε σ’ εμένα ο εγγονός; Έκανα έναν σύντομο λογαριασμό. Άντε να γίνονταν αυτά το 1930-40, όχι πιο πριν. Δεν έβγαιναν οι ηλικίες.

 

Κι ωστόσο η περιγραφή ήταν ζωντανή, άμεση, όπως γίνεται με γεγονότα βιωμένα. Οπότε έκανα την ερώτηση: πότε συνέβαιναν όλα αυτά;     

 

Και με τον πιο φυσικό τόνο στον κόσμο, μου απαντά: «Πρέπει να έχουν γίνει πριν καμιά τρακοσαριά χρόνια, 6-8 γενιές πίσω». Κι έμεινα ξερός.

 

Τα τριακόσια χρόνια είναι ένας δικός μας χρόνος σύμφωνα με τον βοσκό. Τον μεταχειριζόμαστε σχεδόν σαν ενεστώτα. Αλλά τα σαράντα χρόνια για μένα είναι ήδη μια προηγούμενη ιστορική εποχή. Τα μεταχειρίζομαι σε αόριστο, πολύ παρελθοντικό αόριστο, ίσως και υπερσυντέλικο.  

 

Θέλω να πω πως ο καπιταλιστικός εποικισμός έχει φθείρει την ιδέα του χρόνου κατά τον ίδιο τρόπο που έφθειρε τις ανθρώπινες σχέσεις και αξίες και για τον ίδιο λόγο.

 

Ο χρόνος είναι χρήμα συνεπώς, όσο για τον χαμένο χρόνο δεν είναι έργο του Προυστ αλλά ανίερη βεβήλωση της καπιταλιστικής ιεραρχίας. Η καθημερινότητά μας, από παιδιά και απ’ όταν μπαίνουμε στο σχολείο είναι η μόνιμη προτροπή να μη χάνουμε τον χρόνο μας.

 

Κι έτσι έφερα στο συνειρμό την άποψη που παραθέτουν οι Μίκαελ Λέβι και Ρόμπερτ Σέιρ στο βιβλίο  τους Εξέγερση και μελαγχολία (Εναλλακτικές εκδόσεις):

 

«Κατά τον Jean Chesnaux, στις μέρες μας έχουμε περάσει σε μια νέα περίοδο: μέσα από μια αναστροφή, μια ανατροπή της σχέσης ανάμεσα στο οικονομικό και το κοινωνικό, όλος ο ιστός της κοινωνικής ζωής κυριεύθηκε από την οικονομία και αποσυντέθηκε.

Στη θέση του μπαίνει ένα καθολικό σύστημα, ένας πανταχού παρών παν-καπιταλισμός που καλύπτει όλες τις ηπείρους και όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής…

Η κοινωνική αποσύνθεση γίνεται φανερή στο επίπεδο του χώρου, με το ξερίζωμα των πληθυσμών, την επαναληπτική μονοτονία των χώρων κοινωνικής συναναστροφής, τον πολλαπλασιασμό των “αποεδαφικοποιημένων” συστημάτων (αποχωρισμένων από το φυσικό ή κοινωνικό περιβάλλον).

Μεταφράζεται επίσης, με τρόπο ιδιαίτερα επώδυνο, στο επίπεδο της χρονικότητας: ο σύγχρονος άνθρωπος, ζώντας αποκλειστικά το στιγμιαίο και το άμεσο , δεν γνωρίζει παρά ένα χρόνο καθαρά ποσοτικό, συμπιεσμένο μέσα στο παρόν που εξαφανίζει την έννοια της διάρκειας. Βρίσκεται κλεισμένος σε ένα διαρκές παρόν χωρίς παρελθόν ούτε μέλλον…

Η φρενίτις του στιγμιαίου, η έμμονη ιδέα του απαρχαιωμένου, η ψύχωση της ταχύτητας, εγκαθίστανται μαζί με τη νεωτερικότητα, οδηγώντας σε μια αντιπαράθεση, όλο και πιο έντονη, με τους βαθύτερους ρυθμούς της βιόσφαιρας και της ατμόσφαιρας».

 

 

Χάνουμε τον χρόνο πολλαπλώς. Φεύγει από τα χέρια μας. Μας τον κλέβουν και μας τον ξαναπαρουσιάζουν σε πακέτα αγωνίας, δεν προλαβαίνουμε! Δεν προλαβαίνουμε να μιλήσουμε, να φάμε, να σκεφτούμε. Ό,τι ο Τσάρλι Τσάπλιν έκανε με τις μηχανές στους «Μοντέρνους καιρούς», έκανε και ο Θανάσης Βέγγος μερικές δεκαετίες αργότερα που έτρεχε πάνω κάτω να προλάβει, και το κάνουν χιλιάδες νέοι άνθρωποι κάθε μέρα μέσω υπολογιστών και με υπολογιστές.

 

Όσο ο καπιταλισμός αναπτύσσει την τεχνολογία τόσο δεσμεύει χρόνο από την πραγματική ζωή των ανθρώπων, ιδιαίτερα των νέων.

 

Όταν θα φεύγει η κρίση (με σαθρή και αναιμική ανάπτυξη κατά τα λεγόμενα των προβλέψεων) δεν θα ξαναγυρίσει τον χρόνο. Ο χρόνος μας εποικήθηκε με διάθεση μονιμότητας.     

 

Η μάχη για την επανακατάκτηση του χρόνου γίνεται πλέον συστατικό στοιχείο της κάθε απελευθερωτικής προσπάθειας. Όχι στο όνομα του «κερδισμένου» αλλά με το αίτημα του «χαμένου» χρόνου.

 

Θέλω να πω για το δικαίωμα των ανθρώπων να «χάνουν» τον χρόνο τους κατά τον τρόπο που θέλουν και τους αρμόζει. Κατά τη φύση τους δηλαδή.  

 

 

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ