Σπάνια θα συναντούσες φοιτητή, σπουδαστή, υποψιασμένο ή εξεγερμένο νέο, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 έως το τέλος της δεκαετίας του ’80, που στο κοινότοπο δωμάτιό του να μη βρισκόταν κρεμασμένη μια αφίσα από το 1900. Ειδικά εκείνη με τους εξεγερμένους κολίγους.
Ακόμα και σήμερα αυτή η αφίσα εξακολουθεί να φιγουράρει ξεχασμένη σε παλιά ντουβάρια θυμίζοντας σε καμπόσους τη νιότη τους που ήταν άλλη και άλλα τους έλεγε.
25 του Απρίλη, το 1945. Η πρώτη μεταπολεμική ιταλική κυβέρνηση είναι γεγονός. Ο φασισμός έχει ηττηθεί και οι παρτιζάνοι, οι κομμουνιστές συνομολογούν και συμμετέχουν σ’ αυτή την κυβέρνηση. Αυτή η εξουσία που μοιράζεται- αν και ανισότιμα- στους νικητές του πολέμου, καλείται να χτίσει τη μεταπολεμική Ιταλία. Δεν τα καταφέρνει. Αρκείται στη διαχείριση των άμεσων πληγών του πολέμου και της έξωθεν βοήθειας. Η νέα κοινωνία που ονειρεύονται οι αντιστασιακοί φρενάρει, απωθείται στο απώτερο μέλλον, δεν αποτελεί αντικείμενο διεκδίκησης.
Ωστόσο Ιταλοί ακτήμονες και κολίγοι υποδεικνύουν αυθόρμητα έναν τρόπο φτιαξίματος αυτής της νέας κοινωνίας καταλαμβάνοντας αγροτικές εκτάσεις από τους τσιφλικάδες και στήνοντας αγροτικές κολεχτίβες. Αυτό το αυθόρμητο, επόμενο και λογικό είναι να είναι πεπερασμένο.
Είναι κάτι που συχνά ταλαιπωρεί τη σκέψη και τον προβληματισμό μας. Το σταμάτημα, η ανάσχεση της ιστορικής εξέλιξης, η «ανολοκλήρωτη επανάσταση», είναι μιά παρένθεση που σύντομα κλείνει ή ένα εγγενές, «άλυτο» πρόβλημα;
Γιατί π.χ. οι ένοπλοι ιταλοί παρτιζάνοι δεν ολοκληρώνουν το έργο τους;
Ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι, αυτό το «τρομερό παιδί» του ιταλικού σινεμά, σε μια επική ταινία έξι ωρών διάρκειας, μας δίνει τη δική του οπτική. Μια οπτική που απορρέει από την ιδιότητά του ως μεγαλοφυή δημιουργού, αλλά και ως ενεργού και δρώντος κομμουνιστή μέσα από τις γραμμές του τότε Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας.
Πρόθεσή του να φτιάξει ένα ιστορικό φιλμικό οδοιπορικό που ξεκινά στο λυκαυγές του 20ου αιώνα και λήγει στις 25 Απρίλη του 1945. Η αφήγησή του κλασικά μυθιστορηματική. Η παράλληλη ιστορία δύο οικογενειών. Τα μοντέλα δύο τάξεων του τσιφλικά και του κολίγου απ’ την άλλη. Που στο επίπεδο της αφήγησης εκπροσωπούνται από τη δεύτερη γενιά, το γιό του τσιφλικά και το νόθο γιό του κολίγα.
Οι δυο γιοί είναι επιστήθιοι φίλοι (γεννημένοι την ίδια μέρα) και παραμένουν φίλοι στη βάση του «φυσικού» δικαίου, μέχρι που ο νεαρός τσιφλικάς θα διαδεχτεί τον πατέρα του, οπότε το κληρονομικό δίκαιο θα καταβροχθίσει το παλαιωμένο «φυσικό».
Πέριξ αυτών των δύο βασικών προσώπων του φιλμ περιστρέφεται η ιστορία -ολάκερη η ιστορία του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.
Ο μαρξιστής Μπερτολούτσι λέει πως η «αταξική» φύση του ανθρώπου διχάζεται και συγκρούεται από κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, από την ίδια την καπιταλιστική φύση. Και ότι οριστική συμφιλίωση θα επέλθει με την οριστική εξαφάνιση του αφέντη – του κάθε τσιφλικά.
Απ’ αυτή την έννοια η ιδεολογική γραμμή της ταινίας είναι απλή, κατανοητή, αυτό που λέμε λαϊκή, εξ’ ου και η μεγάλη επίδρασή της πριν από σαράντα χρόνια.
Ήταν αισιόδοξος τότε ο Μπερτολούτσι, αισιοδοξία που διαχέεται στο φιλμ, ότι ο 20ος αιώνας θα έκλεινε με τον οριστικό «θάνατο» του αφεντικού. Ίσως να έκανε λάθος; Στους υπολογισμούς, ίσως ο 21ος να μας επιφυλάσσει την έκβαση αυτή σαν μια νέα κοσμογονία, σαν το 1900 που είναι μια κοσμογονία για το σινεμά.
Η κοσμογονία του 21ου οφείλει πρώτα να τιθασεύσει το «χάος» που υπάρχει στην αρχή της κάθε κοσμογονίας. Αυτό το «χάος» που πρώτα μορφοποιείται και κατόπιν διεκδικείται, η δράση που την μοιράζονται τα δρώντα κοινωνικοποιημένα υποκείμενα
Σ’ αυτό το επικό φιλμ το καλοκαίρι αντανακλά την παιδική και εφηβική ηλικία των ηρώων, το φθινόπωρο τη φασιστική περίοδο και η άνοιξη το τελευταίο μέρος της ταινίας. Είναι παράξενο, λες και τον χειμώνα να τον άφησε για τον 21ο, να τον κληροδότησε στη σημερινή γενιά. Είναι πολύ πιθανόν όμως η σημερινή γενιά να βγάλει τον «Μπερτολούτσι» της που στο σελιλόιντ θα εγγράψει την δική της άνοιξη και οι «κολίγοι» του 21ου να ξαναφτιάξουν κολεχτίβες δίχως να τους βαραίνει η ανάσχεση του 1945.
Η παραγωγή γι’ αυτό το επικό μεγαλούργημα της εξάωρης διάρκειας, κόστισε πολλά εκατομμύρια. Ο Μπερτολούτσι τα πήρε από τους Ευρωπαίους τραπεζίτες. Τα «πήρε» από τους «τσιφλικάδες» του καιρού του για να φτιάξει μιά ταινία καταφάνερα επαναστατική. Και όπως «απολογήθηκε» ο ίδιος, «η εκμετάλλευση των αντιφάσεων του καπιταλισμού» είπε, του το επέτρεψαν να το κάνει. Άξιζε άραγε να «εκμεταλλευτεί» τον καπιταλισμό για χάριν του σινεμά και της επανάστασης;
Μπερνάντο Μπερτολούτσι, το «τρομερό παιδί» που πέρασε στο πάνθεον των μεγάλων της τέχνης σήμερα 26 του Νοέμβρη.