
Όσο πιο πολύ χρειάζεται η αναζήτηση, τόσο πιο πολύ απαγκιάζουμε σε βεβαιότητες. Όσο πιο πολύ χρειαζόμαστε φως, τόσο πιο πολύ αναζητούμε το ημίφως.
Είναι μόνο (;) ένα απλό μουσικό παιχνίδι. Μια διάσημη ορχήστρα πρότεινε στους ακροατές να σχεδιάζουν σε λευκό χαρτί ό,τι αισθάνονται την ώρα που ακούνε έργα μεγάλων συνθετών.
Στα βαλς του Στράους, όπως έδειξαν τα πειράματα, ο αφοσιωμένος ακροατής χωρίς να το καταλαβαίνει χάραζε καμπύλες, ομαλές, ήρεμες. Σε άλλα χάραζε τετράγωνα, σε άλλα γωνίες. Όλοι σχεδόν οι ακροατές είχαν την ίδια αντίδραση.
Ένα απλό παιχνίδι, το οποίο από ψυχοκοινωνική άποψη έχει πολλές ακόμα όψεις και ισχυρές λεπτομέρειες για το πως ο ήχος και η ψυχή μας συνδέονται.
Και η ζωή μας, και η πραγματικότητα που ζούμε.
Καθώς δεν είναι η μουσική οι μόνοι ήχοι που μας ερεθίζουν. Αλλά κι όταν είναι μουσική δεν είναι η Καμεράτα.
Χιλιάδες ήχοι πολιορκούν τ’ αυτιά, αλλά κυρίως τα αισθήματά μας. Χιλιάδες κακόηχες ιδέες κυκλοφορούν και τις εισπράττουμε, καταλαβαίνοντας ή όχι.
Τι γραμμές θα φτιάξουμε στο χαρτί;
Στα σύγχρονα κόμικς και τις ταινίες του Χόλυγουντ με τους μηχανοποιημένους ήρωες κυριαρχούν οι οξείες γωνίες. Μη πρόσωπα συνήθως, με τερατώδεις προσωπίδες. Ακόμα και στα σκίτσα για παιδιά ή τα παιχνίδια. Μια γενικευμένη οξύτητα, σπουδή για αναμετρήσεις και κάθετους διαχωρισμούς.
Ο διαχωρισμός είναι εκείνο που μας ορίζει ως πρόσωπα. Τι ακριβώς είσαι; σε ρωτούν. Και απαντάς, δεν είμαι μ’ εκείνους. Κι αυτοί που είσαι τι λένε; Λένε πως οι άλλοι είναι λάθος.
Κι επειδή ορίζεσαι από τους άλλους έτσι, πρέπει να τους κατασκευάζεις ως εχθρούς. Πες μου ποιούς έχεις εχθρούς για να σου πω ποιός είσαι. Πρέπει να πείθεις πρώτα εσένα και μετά τους άλλους πως οι εχθροί αξίζει να είναι εχθροί (αν ακυρωθεί αυτός ο ορισμός η πεποίθηση καταρρέει).
Αυτό κατασκευάζει “τις συμμορίες” στα σχολεία που εξασκούνται στο μπούλινγκ ή τους συγκροτημένους πυρήνες των “θυρών” στα γήπεδα, που ζουν εξορμώντας εναντίον των ομολόγων της άλλης ομάδας, τις ομάδες, εσχάτως, των “ημακεδονίαεινελληνική”, που δεν ξέρουν, δεν ακούνε, δεν ενδιαφέρονται αρκεί να έχουν έναν αντίπαλο να εφορμούν εναντίον του.
Κι όσο υποχωρούν οι μεγάλοι ενοποιητικοί λόγοι, εργατικοί ή πολιτικοί αγώνες, μεγάλα σχέδια και πεποιθήσεις για το μέλλον, όσο μειώνεται η αυτοπεποίθηση και όσο εγκαθίσταται μια γενικευμένη ανασφάλεια, όσο αποσύρεται η πνοή ενός πνεύματος αλλαγής, προοπτικής, επιδίωξης, τόσο στο κενό του εγκαθίστανται τοξικά μικρά και ανίσχυρα πιστεύω, που για να ισχυροποιηθούν επιζητούν ομάδα, αλληλεγγύη και συσπείρωση, στοχοποίηση εχθρών ως σημείο συνένωσης και ύπαρξης, επιθετικές ενέργειες ως εκτόνωση της πίεσης και εκδήλωση της πεποίθησης…
Με μια τέτοια ατομικοποίηση της ζωής, οι μορφές συλλογικότητας είναι μια καταφυγή. Προσφέρουν μια αίσθηση κοινότητας και σχετικής βεβαιότητας, μη δε και ασφάλειας. Αλλά κι αυτό δεν γίνεται με τους όρους μιας συνολικής προσφοράς και αυτοθυσίας, αλλά πάλι με όρους ατομικούς, ως ένα εγώ που μπαίνει για να παραμείνει εγώ, δεν ενσωματώνεται και είναι έτοιμο να διαχωριστεί την πρώτη φορά που θα εκφραστεί μια δυσάρεστη κατάσταση.
Είναι το χαρακτηριστικό μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου όπου η δημιουργία και η αναζήτηση κρίνονται ως απειλητικές ενέργειες, καθώς πολλαπλασιάζουν την ανασφάλεια. Μια εποχή που νοιώθει αβέβαιη δεν μπορεί να υποδεχθεί επιστημονικές ανακαλύψεις, στο θετικό ή το θεωρητικό πεδίο, οι οποίες θέτουν εν αμφιβόλω παραδομένες πίστεις. Ο Δαρβίνος μας αναστατώνει ακόμα. Αν το έδαφος που πατάμε κουνιέται ακόμα από το σεισμό τι χρειάζεται ένας ακόμα κλονισμός; Ό,τι παράγει βεβαιότητα είναι καλοδεχούμενο. Ό,τι παράγει αμφιβολίες και αναζητήσεις εχθρικό.
Σα να έχεις την εντύπωση μιας γενικής άπνοιας, όπου, παρά τους ξαφνικούς ανεμοστροβίλους που σύντομα κοπάζουν, ο γενικός παλμός γίνεται όλο και πιο άκεφος.
«Συνέβαινε βλάκες να παίζουν τον ρόλο ηγέτη και μεγάλα τα ταλέντα ρόλο εκκεντρικού», όπως λέει ο Μούζιλ.
Μια εποχή με αδύναμο σφυγμό δεν μπορεί να διεκδικήσει υψηλές αθλητικές επιδόσεις.
Αν όμως αυτό ειναι το πνεύμα της εποχής, πώς μπορείς να ξεφύγεις;
Έτσι λοιπόν αυτά ορίζουν και τους δικούς μας πολιτικούς μικρόκοσμους, όπου, καθώς όλοι διακηρύσσουν το ίδιο μίσος προς τους ταξικούς εχθρούς, το διαφοροποιητικό μίσος είναι εκείνο προς τους κοντινούς.
Είναι διαμάχες συγγενών για το μερίδιο της ιστορικής κληρονομιάς, το οποίο όσο απαξιώνεται από τη διαχείριση των απογόνων τόσο γίνεται αντικείμενο σκληρής διεκδίκησης -“διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον”.
Είναι οργή εκδικήσεων, κρατημένων λογαριασμών, ερώτων που δεν απέδωσαν και ρόλων που δεν εξελίχθηκαν.
Κι έχω την εντύπωση πως όσο λιγοστεύουμε, τόσο πιο πολύ κοιτάζουμε στα δόντια – αντί στα μάτια – τους ανθρώπους που είναι μαζί μας, δίπλα μας, πιο πίσω ή πιο μπροστά μας (ακόμα χειρότερα το μπροστά μας), να δούμε τι είναι στραβό, ποιο ή ποια από τα δόντια αυτά κουνιούνται, εν έχει κάποιο σπάσει, προκειμένου να αποδείξουμε πως η δική μας κομμουνιστική οδοντοστοιχία είναι η καλύτερη, η αρτιότερη, η λιγότερο απειλούμενη από την τερηδόνα των οπορτουνισμών, από ουλίτιδες, περιοδοντίτηδες, πέτρα και, γενικώς, υπονομεύσεις.
Δικαιολογημένα ίσως, αν θέλουμε να επιλέξουμε μια παρηγορητική στάση, αλλά δυσάρεστα αν θέλουμε να είμαστε λίγο πιο αυστηροί και επικίνδυνα αν θέλουμε να γίνουμε ακριβείς.
Όσο πιο πολύ μας χρειάζεται η επιστήμη τόσο πιο πολύ καταφεύγουμε σε κομπογιανιτισμούς. Όσο πιο πολύ χρειάζεται η αναζήτηση, τόσο πιο πολύ απαγκιάζουμε σε βεβαιότητες. Όσο πιο πολύ χρειαζόμαστε φως, τόσο πιο πολύ αναζητούμε το ημίφως.
Με μια αγωνία να λάμπουμε οι ίδιοι και να αγνοούμε ό,τι φωτίζεται.
Κι όλα αυτά για ένα μουσικό παιχνίδι!…