Ίσως και να δυσκολεύομαι στην περιγραφή, στην εξήγηση με λόγια. Κάτι με τραβάει πίσω, με φιμώνει. Πολλές φορές πετάγομαι τη νύχτα απ’ το κρεβάτι ασθμαίνοντας. Σα να ‘μαι μπουζουριασμένος με ζουρλομανδύα και μ’ ένα καραβόπανο να σφίγγει τα χέρια μου.
Άλλοτε πάλι ξυπνώ από σκοπούς κλαψιάρικους και τρελούς, από στριγκλιές και διαπεραστικά χάχανα ανακατεμένα με μυστηριώδη λόγια. Από ζητωκραυγές εξωφρενικές που βροντούν ρυθμικά σαν αλυσίδες. Λες και είμαι ένας απ’ όλους αυτούς τους δαιμονισμένους, τους τιμωρημένους και τους κατάδικους…
Αλλά και τη μέρα, με το φως του ήλιου βλέπω συχνά τις αλυσίδες που αστράφτουν και να ‘ρχονται κατά πάνω μου. Τότε είναι που θέλω ν’ ασφαλίσω τις αμπάρες και να κλείσω τη φυλακή απ’ έξω.
Πώς να φορτωθώ ευθύνη για άλλους όταν είμαι φυλακισμένος;
Είναι φορές που στο προσωπικό μου άσυλο εισβάλλουν απρόσκλητοι δεσμοφύλακες που μυρίζουν λαιμητόμο. Εξομολογητές παπάδες που θέλουν να περιποιηθούν την υπακοή μου. Όψιμοι δικαστές με τσαλακωμένα λευκά περιλαίμια. Που με αφήνουν κάθε Κυριακή να αναπαύομαι και να κουβεντιάζω με τους φίλους μου.
Οι φίλοι μου καυχιούνται για τα κατορθώματά τους, τα παραλένε. Κάτι για γυναίκες όμορφες και θελκτικές στους νυχτερινούς περιπάτους, κάτι για εφόδους που έμειναν στη μέση, κάτι για φίλους που χάθηκαν, κάτι για νίκες που νικήθηκαν…. Εγώ απαντώ με μιαν άλλη γλώσσα, με μιαν εξοικειωμένη αργκό ομιλία που από καιρό έχει εισβάλλει στο προσωπικό μου άσυλο όλο ζωντάνια και φρικτή γραφικότητα. Θέλει να ερμηνεύσει τις πράξεις μου στους άλλους μα δεν τα καταφέρνει. Ξαναγυρίζει σε μένα τον υπόδικο μ’ ένα χαμόγελο εκδίκησης.
Ξανακοιμάμαι για να προσφύγω στο άσυλο του ονείρου, εκεί που οι δήμιοι δε μπορούν να εισβάλλουν. Τους ακούω που φωνάζουν απ’ έξω.
«Το κεφάλι του κλέφτη, το κεφάλι του κλέφτη». Το κεφάλι μου.
Ξαναβυθίζομαι στην αγκαλιά του Μορφέα και ονειρεύομαι το Πανεπιστήμιο. Το Πανεπιστήμιο που μελετά και διδάσκει, που συλλαμβάνει νοήματα, που συμβουλεύει για το έγκλημα. Το Πανεπιστήμιο που έλκει και απωθεί, που στενάζει από αόρατα χαλκεία και τραγούδια ασύλου και καταφυγής. Που περιθάλπει ψυχές και προετοιμάζει ιδανικούς αυτόχειρες.
Όπως και το δεύτερο Πανεπιστήμιο, εκείνο της ιδρωμένης φάμπρικας και του πεζοδρομίου που μ’ έμαθε λέξεις παράξενες, ακαλαίσθητες και βρωμερές. Λέξεις από πράξεις γεννημένες. Από πράξεις στιλέτα που με συμπονάνε.
«Δε θέλω συμπόνια» ουρλιάζω στον ύπνο μου.
«Αέρα θέλω. Μια ανάσα που να ‘ναι δική μου».
Τότε μου ‘ρχεται να γράψω ή να φωνάξω νοερά έναν ποιητή.
Μα γιατί να το κάνω; Και τι να γράψω;
Κλεισμένος μέσα στους τέσσερις γυμνούς τοίχους του ασύλου μου, που να βρω την έμπνευση; Αφού δε μπορώ να περπατήσω. Δε βλέπω ορίζοντα. Τι να γράψω, αφού δε μπορώ να κάνω τίποτα γ’ αυτόν τον κόσμο; Τι αξίζει να γραφτεί απ’ το ξεφυλλισμένο και άδειο μου μυαλό; Όταν όλα γύρω μου είναι μονότονα και ξεθωριασμένα, πως μπορώ να σταματήσω μέσα μου την καταιγίδα;
Οι εμμονές μου με βασανίζουν, όλο και πιο αποτρόπαιες, όλο και πιο αιμόφυρτες. Προσκυνώ και πάλι το άσυλό μου, είναι το μόνο που δε με εγκαταλείπει. Έχω πλούσιο υλικό, όμως μου τελειώνει το μελάνι. Το μελάνι που με πνίγει. Κολυμπάω μέσα του, νιώθω ασφαλής, περιφρουρεί το άσυλό μου.
Ξαναβγαίνω στη στεριά εκεί ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους και ψάχνω το ημερολόγιο. Εκεί που καταγράφω την ώρα, τα λεπτά και τα μαρτύρια. Όμως το άσυλο και πάλι με περιφρουρεί. Δεν με αφήνει να αγγίξω τους μαρτυρικούς λογισμούς μου που όλο και πληθαίνουν. Δεν με αφήνει να διενεργήσω τη διανοητική αυτοψία που θέλω.
Ενώ διψώ για μια ζωή ατόφια και αυθεντική, μια διαρκή αναμέτρηση, άοκνη δράση, με τη θέλησή μου πεισματωμένη να εφορμά στα κοσμικά κάστρα, την ίδια στιγμή ψάχνω καταφύγιο παρηγοριάς.
Εγκαταλείπω τον μονόφθαλμο πειρατή, τον επίδοξο πορθητή και αναζητώ προστασία, περιφρούρηση, το καταφύγιο του ασύλου μου. Εκείνο το λαγούμι με τη ζεστασιά της μήτρας μακριά απ’ το υπεροπτικό βλέμμα του ουρανού και τους στεναγμούς της γης.
Αυτό το άσυλο- το παρελθόν- είναι το τέλειο λημέρι μου, πάντα σ’ αυτό επιστρέφω, τινάζοντας από πάνω μου το παγωμένο παρόν και το αβέβαιο μέλλον. Αυτό το παρελθόν μου με κατέχει, που υπήρξε κάποτε παρόν, ένα παρόν που έφυγε μέσα στην ομίχλη, στις οιμωγές, στις προσευχές και στις κατάρες.
Απογοητευμένος και ερωτευμένος με το ριζικό μου μαραζώνω μες στις αόρατες αλυσίδες μου με σιωπηρή απόγνωση. Ποιός …Γκοντό να με σώσει και να με πάρει απ’ το χέρι τώρα που το πραγματικό με τυφλώνει; Όταν το μέλλον μου είναι το παρελθόν της φαντασίας μου;
Η αλήθεια είναι ότι το άσυλό μου με αφήνει να προσδοκώ το μέλλον με ρεμβασμό χωρίς να μπορώ να το αγγίξω. Έτσι άσπιλο και παρθένο που το νιώθω, αναρωτιέμαι, μήπως είναι ένα άλλο μέλλον. Μήπως είναι το μέλλον του μέλλοντος;
Έτσι δυναστεύομαι και πολιορκούμαι τώρα που η πλάστιγγα της δικαιοσύνης γέρνει πάνω μου. Τώρα που οι φωνές των δεσμοφυλάκων επανέρχονται.
«Το κεφάλι του κλέφτη, το κεφάλι του κλέφτη». Το κεφάλι μου.
Φαίνεται πως το άσυλό μου τελειώνει. Έχει γεράσει, έχει ξοφλήσει.
«Θέλω τη γκιλοτίνα, τη γκι-λο-τί-να», κραυγάζω.
«Τη γκιλοτίνα, γαμώ τους θεούς και δαίμονες».
«Οδηγήστε με εκεί. Επιτέλους, ν’ απαλλαγώ απ’ το άσυλο, να γράψω. Έστω και μια πράξη, την τελευταία».
Ο δεσμοφύλακας μου ανοίγει την πόρτα και βγαίνω απ’ το άσυλό μου. Βλέπω για πρώτη φορά τον ουρανό και τα ερωτευμένα ζευγάρια. Ο παπάς με το ευαγγέλιο ακολουθεί. Δεν πρόλαβε να με κοινωνήσει. Αναπνέω την ελευθερία της κόλασης. Ανεβαίνω στη γκιλοτίνα. Θα τα καταφέρω; Θα βρω το κουράγιο να γράψω, τώρα που πέρασα μέσα απ’ τα σίδερα και βγήκα στο ξέφωτο; Εδώ, κάτω απ’ τον οίστρο του πλήθους που παρακολουθεί, θα μπορέσω να καταργήσω το άσυλό μου;
Νιώθω μια καταχθόνια εγκαρδιότητα καθώς οι κραυγές του πλήθους με συντροφεύουν. Όμορφα κρουσταλλένια κορίτσια, μούσες αληθινές της κόλασης, ανάμεσα σε διονυσιακούς ακολούθους ζώνουν γύρω απ’ το ικρίωμα κυκλωτικούς χορούς. Όλες οι προσφυγές μου έχουν απορριφθεί καθώς βαδίζω τα ύστατα βήματα. Όλοι αυτοί οι άγνωστοι μου φαίνονται γνωστοί, όλοι αυτοί οι δαιμονισμένοι.
Ο παπάς με ακολουθεί. Βλέπω τα χείλη του που σαλεύουν, τα χέρια του που προσποιούνται το σταυρό, τα μάτια του που λάμπουν. Ο μαυροφορεμένος δήμιος με χαιρετά με μια βαθιά υπόκλιση. Ακόμα και ο πρύτανης του Πανεπιστημίου είναι εκεί.
«Είμαι ο νεκροπομπός», μου ψιθυρίζει.
«Εξ ονόματος όλων σε συλλυπούμαι».
«Το πτυχίο που σου έδωσα είναι το εισιτήριο. Μ’ αυτό θα διαβείς τον Αχέροντα».
«Κύριε καθηγητά, σας ευχαριστώ για τη θλίψη», καταφέρνω μόλις να του πω, καθώς ελεύθερη η λαίμαργη λεπίδα της γκιλοτίνας κατεβαίνει…….
«Όλα γύρω μου είναι φυλακή.
Η φυλακή μ’ όλες τις φόρμες της, με τη φόρμα την ανθρώπινη,
καθώς και με τη φόρμα των σιδερόφραχτων παραθυριών
και της αμπάρας.
Ο τοίχος αυτός είναι η πέτρινη φυλακή.
Η πόρτα αυτή είναι η ξύλινη φυλακή.
Ο δεσμοφύλακας αυτός, είναι η φυλακή
με σάρκα και οστά.
Η φυλακή, είναι ένα είδος φριχτού όντος,
τέλειο, αδιαίρετο, μισό σπίτι και μισός άνθρωπος.
Εγώ είμαι η λεία του.
Με σκεπάζει και με σφίγγει κάτω από τα φτερά της.
Με φυλακίζει με τα γρανιτένια ντουβάρια της.
Με κλειδώνει με τις σιδερένιες κλειδαριές της.
Με παραμονεύει με τα μάτια του δεσμοφύλακα».
Β. Ουγκώ, «Η τελευταία μέρα ενός καταδίκου».