Ας κάνουμε μια στάση. Τον κορονοϊό θα τον ξαναβρούμε, δε χανόμαστε, όπως και τις πολλαπλές οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και λοιπές συνέπειες του.
Αλλά είναι Πάσχα αδελφέ, έστω ημερολογιακά. Λείπουν βέβαια όσα το συναποτελούν, οι μυρωδιές, οι αισθήσεις, η ατμόσφαιρα, όμως εμείς ας προσποιηθούμε πως είναι όντως. Ας πούμε πως είναι ημέρες πένθους, οδύνης, κατάνυξης και ανάτασης. Το πένθος και την οδύνη και τη μοναξιά δεν είναι δύσκολο να τα αισθανθούμε. Για τα υπόλοιπα ας επιστρατεύσουμε τη φαντασία. Κυρίως για την ανάταση.
Ούτως ή άλλως, πιστεύουμε ή όχι σε Θεό, στα πάθη του και στην ανάστασή του, η τελετουργία, κυρίως η τελετουργία του αισθήματος (η οποία έχει ενσταλάξει μέσα στο βαθύτερο είναι μας) είναι μια ιεροτελεστία του ανθρώπου, η ιεροτελεστία της εν ευρεία εννοία άνοιξης.
Είναι τα δικά του πάθη, οι οδύνες, η επιδίωξη, μια προσδοκώμενη ανάταση και εν τέλει ανάσταση. Σαν όλες τις ιεροτελεστίες των θεών σε όλα τα είδη τους. Σαν τη φύση και τη ζωή.
Αυτή η τελετουργημένη μελαγχολία, που κάτω από την θλίψη της υποφώσκει το αίσθημα της αναγέννησης, είναι όμοια με τη μελαγχολία των παιδικών μας χρόνων, η οποία δεν ήταν δυνατό να μας καταβάλει, καθώς μπροστά υπήρχε η λύτρωση των προσδοκιών και του μέλλοντός μας.
Κοίταξε τη μελαγχολία των ξερών κλαριών αρχή Απρίλη. Δεν είναι παγωμένοι σκελετοί. Ακόμα κι όταν δεν το βλέπεις αισθάνεσαι πως μέσα τους ετοιμάζεται η έκρηξη. Όπως σε όλες τις προσδοκίες, το ξερό, το γκρίζο, το μελαγχολικό, ακόμα κι η απογοήτευση, ακόμα-ακόμα κι η αδράνεια κι η απελπισία, καλύπτει τους χυμούς που κυκλοφορούν αόρατοι ετοιμάζοντας τις εκρήξεις. Σαν τους ανθρώπους και σαν τις κοινωνίες τους.
Βέβαια οι εξουσιαστικές χριστιανικές Εκκλησίες, μετέτρεψαν τη ζωή σε μια οδύνη διαρκείας, καθώς ο άνθρωπος είναι προορισμένος να πονά και να υποφέρει σ’ όλη τη επίγεια και προσωρινή ζωή του για να βρει κάποτε στο μέλλον την αιώνια, που θα είναι τόσο πιο χαρούμενη όσο πιο δυστυχισμένη θα είναι η επίγεια. Δρόμος των δακρύων είναι ο βίος. Οι φτωχοί μάλιστα, ως πιο δακρυσμένοι, έχουν όλα τα φόντα να ευτυχίσουν στο πέρα μέλλον τους, το μεταθανάτιο.
Τη θέση του Άδωνη των Ελλήνων και των ανατολικών θρησκευτικών παγανιστικών παραδόσεων, ο οποίος πεθαίνει και αναγεννάται ως ομορφιά και ελπίδα της άνοιξης και της αναγέννησης, της διαρκούς ζωής, παίρνει ένα πένθος που διαρκεί όσο ο βίος, προσδοκώντας τον αναστημένον εαυτό στον μετά τον βίο βίο.
Όλη η εκκλησιαστική υμνογραφία συντείνει προς το πένθος. Το σύνολο του βίου συντείνει προς το θάνατο.
“Όποιος εφόρεσε το μακάριο και χαριτωμένο πένθος σαν νυφική διπλοϊδα (χιτώνα), αυτός εγνώρισε τον πνευματικό γέλωτα της ψυχής”, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος.
Πιο βαρύς είναι ο μελαγχολικός τόνος στη Δύση, στον καθολικισμό, πιο ανοιχτός στην Ανατολή, καθώς εδώ είναι πιο ανάλαφρη η ζωή, πιο ανοιχτός ο καιρός και ο ορίζοντας, ανοιχτοί οι άνθρωποι. Κι έτσι ενώ στη Δύση ο καθολικισμός προσηλώνεται στο θάνατο, η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης προτίμησε έναν χριστιανισμό επικεντρωμένο στο θαύμα.
“Ο Άγιος Φραγκίσκος λέει πως η μεγαλύτερη ευτυχία στη γη είναι όταν βρισκόμαστε ξυλιασμένοι και πεινασμένοι μέσα στη χιονοθύελλα και χτυπάμε την πόρτα ενός πύργου: δυνατή φωτιά τριζοβολάει στο τζάκι, στη σούβλα ψήνονται πετεινάρια. Τότε ο καστελάνος βγαίνει από τον πύργο και μας βλαστημάει και μας φωνάζει αλήτες και τιποτένιους. Και ξαμολώντας πάνω μας άγρια σκυλιά κλείνει με πάταγο την πόρτα.
Τότε, καθώς η θύελλα δυναμώνει κι εμείς βαδίζουμε στο άγνωστο ολοένα και πιο εξαντλημένοι, σκοντάφτοντας στο έδαφος που γλιστράει επικίνδυνα, τότε είναι η πιο τρανή ευτυχία”. Έτσι περιγράφει τον καθολικισμό ο Πολωνός Ταντέους Μιτσίνσκι στο μυθιστόρημα του Ο αιδεσιμότατος Φάουστ (εκδ. Καστανιώτη).
Προσοχή, όμως. Τίποτα δεν έχει μια όψη. Ακόμα και εντός του πένθους υπεισέρχεται μια χάρη και χαρά, το “μακάριο και χαριτωμένο” του Κλίμακος. Μεταξύ θεϊκού και ανθρώπινου οι Εκκλησίες κατανοούν, ή οι παραδόσεις και οι άνθρωποι επιβάλλουν, πως ο θρήνος δεν είναι το όριο και ο ορισμός του βίου. Δεν μπορεί να είναι. Συνεπώς δεν γίνεται παρά να ενσταλλάζει τη ζωή και την εξ αυτής πεποίθηση της αναγέννησης, όπως η φύση και όπως τα παιδιά.
Σ’ αυτόν τον διττό, διαλεκτικά συσχετισμένο, τόπο είναι η ανθρώπινη ανάγκη που κυριαρχεί. Η θρησκεία είναι η βύθιση στον πόνο και συνάμα η ανάγκη της παρηγοριάς και της προσδοκίας. Υπάρχει μια κοσμική σοφία ζωής στη μεταφυσική της πίστης.
Ο Θεός ως παρηγορία, η ανάγκη να αναθέσεις κάπου το βάρος της δύσκολης ζωής, να ελπίζεις σε κάτι καλύτερο, το όπιο του λαού, έτσι όπως το εννοούσε ο Μαρξ.
Με τον τρόπο αυτό το αγγίζει κι ο Νίκος Καρούζος:
“Έβαλες μέσα σου πένθος χαρωπό
κι όλα πια ζουν και λάμπουν”.
Ούτως ή άλλως, με θρησκευτική πίστη ή όχι, με μεταφυσική ή υλισμό, με θεό ή με λαό, οι άνθρωποι ασκούνται στο πένθος, στο μαρτύριο και στην ελπίδα. Γλεντούν, χορεύουν, πίνουν, ερωτεύονται, με μια θλίψη και μια χαρά ταυτόχρονα. Ακούνε τραγούδια μελαγχολικά και κάνουν κέφι. Μιλάνε με στίχους και λένε ιστορίες λυπημένες για να γιορτάσουν ζωντανούς και πεθαμένους. Μ’ ένα άχ σπάνε τον καημό στα δυό, να τον μοιράσουν. Κάνουν θρύλους τους λεβέντες, τα παλικάρια, τους ήρωες, τους πειρατές και μετατρέπουν αδιάκοπα το λυπημένο στοχασμό τους σε άνοιξη.
“Είναι πάντα μια γέννηση, – έλεγε ο Ξένος, –
κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δεν χάνεται…
Όλα δικά μας, – είπε ο Ξένος. – Όλα του κόσμου τούτου –
και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας,
χωρίς ο χώρος να στενεύει, χωρίς να βαραίνουμε –
συνεχίζουμε τη ζωή τους απ’ τις βαθειές στοές και τις έρημες ρίζες,
τη δική τους ζωή, τη δική μας ακέρια μες τον ήλιο”
(Γιάννης Ρίτσος, Όταν έρχεται ο ξένος)