Το βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου, Πολ και Λόρα, Ζωγραφική εκ του Φυσικού, (εκδ. Τόπος, Αθήνα 2016) είναι ένα βιβλίο που ακόμη και αν θες να το προσπεράσεις δεν σε αφήνει. Δυο είναι οι κύριοι λόγοι γι’ αυτό. Ο πρώτος αφορά στην ίδια τη φυσιογνωμία του Λαφάργκ και της Λάουρα Μαρξ, των πρωταγωνιστών του έργου, δυο κορυφαίων μορφών της Α΄ και Β΄ Διεθνούς, που άφησαν ένα ισχυρό αποτύπωμα στο σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής. Ο δεύτερος συνδέεται με το γεγονός ότι ο Μαραγκόπουλος θεωρεί, όχι σφαλερά, τον Λαφάργκ σαν έναν ενσαρκωτή των αντιφάσεων στην πορεία του κινήματος, των προωθητικών στοιχείων και των αδυναμιών του, τότε και αργότερα. Το βιβλίο αποκτά έτσι το χαρακτήρα μιας κριτικής και αυτοκριτικής ματιάς στο ιστορικό παρελθόν, με τις ελπίδες, τις προσδοκίες αλλά και τις επώδυνες διαψεύσεις του, που έχει πολλά να μας πει για το ίδιο το σήμερα.
Γεννημένος στην Κούβα σε μια πλούσια γαλλοκρεολική οικογένεια, ο Λαφάργκ εγκαταστάθηκε το 1851 με την οικογένεια του στη Γαλλία και έλαβε μια αξιόλογη μόρφωση. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ιατρικής στο Παρίσι εντάχτηκε στο φοιτητικό κίνημα, και, προσανατολισμένος στις ιδέες του Προυντόν, προσχώρησε στη Διεθνή Ένωση των Εργατών (Α΄ Διεθνή), με αποτέλεσμα να αποβληθεί από όλα τα γαλλικά πανεπιστήμια. Ο Λαφάργκ ήρθε τότε, το 1865, στο Λονδίνο όπου έγινε ένας συχνός επισκέπτης στο σπίτι του Μαρξ και συνδέθηκε με τη δεύτερη κόρη του Λάουρα, την οποία και νυμφεύτηκε.
Στη συνέχεια, και ως τα 1872, ο Λαφάργκ ήταν ο εκπρόσωπος της Α΄ Διεθνούς στην Ισπανία, όπου συνεισέφερε στη δημιουργία ενός μαρξιστικού τμήματος, σε αντιπαράθεση με τους κυρίαρχους εκεί αναρχικούς. Στα 1873-82 έζησε στο Λονδίνο (η απώλεια και των τριών παιδιών του ζεύγους σε νεαρή ηλικία ήταν ένα γεγονός που σημάδευσε τη ζωή τους) και από το 1882 εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι. Εκεί βρήκε δουλειά σε μια ασφαλιστική εταιρεία και ταυτόχρονα έγινε ένας από τους ιδρυτές και ο κύριος θεωρητικός του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος. Ο Λαφάργκ φυλακίστηκε πολλές φορές, εκλέχτηκε στο κοινοβούλιο και ως το τέλος της ζωής του ήταν ενεργός στο κίνημα και τις διαμάχες της εποχής, ασκώντας μια επίμονη πολεμική στους ρεφορμιστές, στο πρόσωπο του Ζορές. Αυτή η πολεμική και η ευρύτερη συμβολή του στο κίνημα αποτυπώθηκε στην πλούσια αρθρογραφία του και σε μια σειρά μπροσούρες του, από τις οποίες πιο διάσημη είναι Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά (1880).
Η τελευταία σημαντική πράξη στη ζωή του ζεύγους Λαφάργκ ήταν η αυτοκτονία τους στις 25 Νοέμβρη 1911. Στην επιστολή που άφησε, εκ μέρους και της συζύγου του, αφού δικαιολογούσε τη χειρονομία τους με την απέχθεια για τη φθορά του χρόνου, ο Λαφάργκ ανέφερε: «Πεθαίνω με την υπέρτατη χαρά να γνωρίζω ότι σε κάποιο μελλοντικό χρόνο ο σκοπός στον οποίο έχω αφιερώσει σαρανταπέντε χρόνια θα θριαμβεύσει. Ζήτω ο κομμουνισμός! Ζήτω ο διεθνής σοσιαλισμός!»
Από μια πρώτη γνωριμία με τη ζωή και το έργο του θα συναγόταν ότι ο Λαφάργκ ήταν ένας από τους επιφανείς μαρξιστές του καιρού του, αλλά χωρίς κάτι το εξαιρετικά ιδιαίτερο· κατόπιν όλων, άλλοι μαρξιστές της ίδιας περιόδου, όπως ο Πλεχάνοφ, είχαν μεγαλύτερη συμβολή στην προώθηση του μαρξισμού. Όμως υπήρχε κάτι ιδιαίτερο στον Λαφάργκ, που έλειπε από τους περισσότερους μαρξιστές και ακτιβιστές του καιρού του, το ότι διακρινόταν (όπως και η σύζυγός του) από μια υγιή κριτική στάση όχι μόνο απέναντι στις αστικές και ρεφορμιστικές τάσεις αλλά και απέναντι στο ίδιο το κίνημα και την ορθοδοξία του, απέναντι στις καθιερωμένες και θεωρούμενες αδιαμφισβήτητες αλήθειες. Ο Λαφάργκ ήταν ένας σε αρκετό βαθμό ετερόδοξος μαρξιστής, ένας «αιρετικός».
Η αμφισβήτηση του Λαφάργκ δεν ήταν πάντα εύστοχη. Κατά καιρούς είχε υποστηρίξει λαθεμένες απόψεις, όπως η αμφισβήτησή του της σημασίας του προοδευτικού εθνικού κινήματος στην Ιταλία και την Ιρλανδία, μια άστοχη πολεμική του στον Ουγκώ, κ.ά. Αλλά σε άλλα θέματα, όπως στις κριτικές του στην κυρίαρχη αντίληψη στη Β΄ Διεθνή ότι ο σοσιαλισμός θα επερχόταν βαθμιαία, μέσα από εθνικοποιήσεις τομέων της οικονομίας, στην ταύτιση της εθνικοποίησης με τη σοσιαλιστική κοινωνικοποίηση, κ.ά., είχε δίκιο και βρισκόταν μπροστά από την εποχή του. Είναι δε εξίσου σημαντικό ότι ακόμη και όταν έσφαλλε δεν επέμενε ως το τέλος στο λάθος, δεν επινοούσε θεωρίες για να δικαιολογεί την απόσπαση από την πραγματικότητα, αλλά προχωρούσε στο επόμενο βήμα, με κάποιες αβαρίες αλλά και με σταθερή τη δέσμευσή του στην υπόθεση του κινήματος.
Αυτή η εσωτερική αντινομικότητα, η διαπάλη και η εγρήγορση, τοποθετείται συνειδητά από τον Μαραγκόπουλο στο κέντρο της εικόνας, ως το διακριτικό γνώρισμα του Λαφάργκ που τον καθιστά σημαντικό για την εποχή του αλλά και για το σήμερα. Καθώς δεν είναι δυνατό να συζητήσουμε εδώ ολόκληρο το βιβλίο, θα σταθούμε σε δυο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά επεισόδια.
Στο πρώτο, μια (επινοημένη) αναπόληση του ίδιου του Λαφάργκ σχετικά με τα πρώτα βήματά του, ο Μαραγκόπουλος βάζει τον Λαφάργκ να αντιπαραθέτει με οξύ τρόπο τον Προυντόν στους Μπλανκί και Μαρξ:
«Κάθε έντιμος άνθρωπος μπορεί να έχει κάποιες από τις ιδέες του Προυντόν, χωρίς να έχει διαβάσει μια γραμμή από το Τι είναι η ιδιοκτησία… Αλλά με τον Προυντόν δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξεις την κοινωνία. Να καταλάβεις κάτι από δαύτην (κι αυτό πάλι ως ένα σημείο) ναι, το μπορείς· να φαντασιώνεις γενικά μια διαφορετική κοινωνία (όχι απαραίτητα καλύτερη), ναι, το μπορείς· αλλά να την αλλάξεις, να την ανατρέψεις, ούτε γι’ αστείο δεν γίνεται με σημαία τον αλλοπρόσαλλο Προυντόν και τον μεταφυσικό μουτουαλισμό του…
Όμως ο Μπλανκί και ο Μαρξ ήταν άλλο πράγμα. Αυτοί δεν εξηγούσαν μόνο την αναγκαιότητα της επανάστασης. Πίστευαν και σε έκαναν και σένα να πιστεύεις, ότι η επανάσταση πρέπει να γίνει και θα γίνει αργά ή γρήγορα, ο κόσμος να χαλάσει. Ο καθένας τους, όμως, έβλεπε το κοινό όραμα πολύ διαφορετικά. Ο ένας πρότεινε την αργή, βασανιστικά μεθοδική οργάνωση των προλεταρίων, ο άλλος σχεδίαζε διαρκώς και σε κάθε στιγμή, την άμεση εξέγερση του λαού, το εδώ και τώρα. Κι εγώ στα νιάτα μου τρελαινόμουν με το εδώ και τώρα. Carpe diem. Και γι’ αυτό η ψυχή μου, εκείνο το χειμώνα που γνώρισα τον δόκτορα Μαρξ, σκίστηκε στα δύο» (σελ. 24).
Οπωσδήποτε ο Μαραγκόπουλος ανιχνεύει εδώ σωστά και με ακρίβεια το στίγμα των Προυντόν, Μπλανκί και Μαρξ και τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά τους. Και, όσο μπορούμε να κρίνουμε από τη βιογραφία της νιότης του Λαφάργκ και τα νεανικά κείμενά του, αποδίδει επίσης με πιστότητα την τότε άποψή του, που προέκρινε την μπλανκιστική αμεσότητα της δράσης, απέναντι στη θεμελιωμένη προσέγγιση του Μαρξ. Τα πράγματα γίνονται πιο συζητήσιμα όταν στη συνέχεια βάζει τον Λαφάργκ, στον ίδιο μονόλογο, να υπερασπίζει την τότε ιδέα του ότι τα έθνη είναι γενικά μια απάτη, ένα φύλλο συκής για τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Ο Λαφάργκ, ενθυμούμενος τους λόγους του στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς, επαναβεβαιώνει αυτή την άποψη:
«Τι σημαίνει έθνος. Τίποτε. Τι χρειάζεται αυτό το πράγμα στους προλετάριους που στριμώχνονται στις τρώγλες, στα ορυχεία και στα υφαντουργεία, στους κακομοίρηδες που δουλεύουν για τρεις κι εξήντα, στα σκελετωμένα παιδιά τους, στις φθισικές γυναίκες τους, στον πολύ τον κόσμο. Τι σημαίνει γι’ αυτούς. Τίποτε. Αυτή ήταν και είναι πάντα η θέση μου, δεν πάει να με λένε όσο θέλουν αναρχικό, προυντονιστή, κ.λπ…. Τα έθνη, όπως ακριβώς και οι θρησκείες, είναι μια απάτη χρήσιμη για το κεφάλαιο» (σελ. 24-25).
Είναι αμφίβολο αν ο Λαφάργκ θα προέβαινε μεταγενέστερα σε τέτοιες κατηγορηματικές διακηρύξεις, που απηχούν ένα προυντονικό πνεύμα: η ιδιοκτησία, τα έθνη, κοκ, είναι απάτες, όχι πραγματικά στάδια στην εξέλιξη των κοινωνιών, όπως πρέσβευε ο Μαρξ. Ωστόσο, αυτή η σχηματοποίηση είναι εν μέρει θεμιτή, καθώς μεταδίδει τη μια όψη των απόψεων του Λαφάργκ και άλλων «βιαστικών» ακτιβιστών της εποχής. Υπήρχε, άλλωστε, ένας όγκος εμπειρίας από τη μεριά των κάθε λογής αστών ψευδοδημοκρατών που φαινόταν να τις επιβεβαιώνει· ο Μαραγκόπουλος αναφέρεται, μέσα από το στόμα της Λάουρας, στις ψευδαισθήσεις που έτρεφαν ο Λαφάργκ και άλλοι για το ρόλο του Γαμβέτα, του Φαβρ και μερικών ακόμη από αυτούς, και την οδυνηρή διάψευσή τους (σελ. 130-131). Η άλλη, η κινητοποίηση όταν έμπαινε ζήτημα ενός πραγματικού αγώνα για τη δημοκρατία και ενάντια στην εθνική καταπίεση, βρίσκει επίσης τη θέση της στο βιβλίο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Λαφάργκ θα έβρισκε τον εαυτό του πιο κοντά στους ρεφορμιστές όπως ο Ζορές, οι οποίοι, έστω και με ένα λάθος σκεπτικό «ειρηνικού μετασχηματισμού» του καπιταλισμού, κινητοποιούνταν στην υπεράσπιση του Ντρέιφους, παρά στους δογματιστές όπως ο Γκεζντ, που από το γεγονός ότι δεν επρόκειτο για σοσιαλιστικά αιτήματα εξήγαγαν ένα άλλοθι για την απάθεια: «Για πρώτη φορά βρέθηκα τόσο κοντά, ποιος εγώ, στις θέσεις του Ζορές. Εγώ που κάποτε όρμησα να τον πνίξω κανονικά… Σοσιαλιστικό κόμμα που δεν αντιδρά αυτοκτονεί… Για πρώτη φορά αισθάνομαι… πώς να το πω… τόσο διαφορετικός. Απ’ όλους. Αλλάζει ο καιρός χωρίς εμάς» (σελ. 374).
Μέσα από αυτή την τυποποίηση των αντίθετων προσεγγίσεων και των διλημμάτων με τα οποία βρίσκονταν αντιμέτωποι οι αγωνιστές, η οποία διατρέχει όλη την αφήγηση, ο Μαραγκόπουλος οδηγεί στη γενικευμένη έκφρασή τους στο δεύτερο, κομβικό, επεισόδιο: τη συζήτηση ανάμεσα στον Λαφάργκ και τη Λάουρα λίγο πριν την αυτοκτονία τους, που θα σχολιάσουμε εδώ. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα που θέτει η τελευταία φράση, την αποτυχία των αγωνιστών να ακολουθήσουν τις εξελίξεις, να συμβαδίσουν με τη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Η Λάουρα θέτει το ζήτημα ορθά-κοφτά:
«Ερωτευόμαστε ιδέες… Άνθρωποι όπως εμείς λατρεύουν έως τυφλότητας τις ιδέες τους. Κι ο μπαμπάς ήταν έτσι. Κι ο Στρατηγός, φυσικά. Αγωνιζόμαστε έως θανάτου να πείσουμε για την ορθότητά τους, την αξία τους. Αγαπάμε τις ιδέες μας λες και είναι παιδιά μας, είμαστε έτοιμοι να σκοτωθούμε για δαύτες. Χρόνια τώρα. Με την πένα και με το ξίφος… Ναι θέλουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, δεν μας αρκεί να τον καταλαβαίνουμε, που έλεγε κι μπαμπάς. Όμως, πόσο μας απασχολεί στ’ αλήθεια η πραγματικότητα που θέλουμε ν’ αλλάξουμε, η χειροπιαστή πραγματικότητα» (σελ. 401).
Ακολουθεί μια ανταλλαγή με αφορμή την παρουσία δυο οικείων τους, αφοσιωμένων στις καθημερινές μέριμνες της ζωής, και ο διάλογος καταλήγει:
«Πολ: Κανείς δεν ξόδεψε τη ζωή του… κι αυτοί με τις δικές μας ιδέες, τις ίδιες ιδέες μάτωσαν, βασανίστηκαν αγωνίστηκαν, σκοτώθηκαν οι σύντροφοί τους, οι φίλοι τους, τα παιδιά τους, μ’ αυτές τις ιδέες έζησαν και θα ζήσουν, όσο τους μένει να ζήσουν ακόμα!
Λάουρα: Πάλι δεν με καταλαβαίνεις, Πολ… Η αλήθεια, η ξεκάθαρη, η κρυστάλλινη αλήθεια, καλέ μου, είναι ότι εμείς οι δύο είμαστε τόσο παραγεμισμένοι από ιδέες που δεν είμαστε παρά φαντάσματα αυτής της πραγματικότητας» (σελ. 402).
Ενώ ο Μαραγκόπουλος δίνει έμφαση στο ανοικτό, ευρύ πνεύμα του Λαφάργκ, δεν βρίσκει επαρκή έκφραση στο έργο, μια καίρια ποιότητά του: το ενδιαφέρον και η σταθερή αναφορά του στη γνώση, την επιστήμη, μέσα από την οποία διατηρούσε τελικά, παρ’ όλες τις αστοχίες, την επαφή με την πραγματικότητα. Δυο από τα τελευταία γραπτά του Λαφάργκ στα 1906, «Κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές» και «Ο οικονομικός ντετερμινισμός και οι φυσικές και μαθηματικές επιστήμες», παρέχουν επαρκή μαρτυρία γι’ αυτό. Στο δεύτερο ιδιαίτερα, μια πολεμική σε έναν από τους δογματικούς, μεταφυσικής νοοτροπίας μαρξιστές της περιόδου, τον Μπέλφορτ Μπαξ, ο Λαφάργκ δείχνει μια αξιοσημείωτη οικειότητα με τις ιδέες της μη-ευκλείδειας γεωμετρίας που είχαν διατυπωθεί μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και λίγοι τις έπαιρναν τότε στα σοβαρά:
«Ο επιφανής μαθηματικός Γκάους, ο οποίος, στο τέλος του 18ου αιώνα, προέβλεπε ήδη τη δυνατότητα μιας μη-ευκλείδειας γεωμετρίας, τόλμησε να μιλήσει γι’ αυτή μόνο σε ιδιωτικά γράμματα… Οι λύσεις της νέας γεωμετρίας, που ανατρέπουν όλες τις αποδεκτές ιδέες, είναι, σύμφωνα με τους μαθηματικούς, πιο απλές από καθαρά μαθηματική άποψη, από τις λύσεις της παλιάς γεωμετρίας. η οποία, ωστόσο, διατηρεί την πρακτική της χρησιμότητα, επειδή οι επιθεωρητές, μηχανικοί και αρχιτέκτονες, που λειτουργούν σε μικρές επιφάνειες, παραβλέπουν, όπως οι πρωτόγονοι καλλιεργητές, όλες τις ασήμαντες καμπύλες τους. Οι δημιουργοί της νέας γεωμετρίας, αντίθετα, λαμβάνουν υπόψη κάθε καμπυλότητα στο χώρο, όσο μικρή και αν είναι»[1].
Η βασική ιδέα που διατυπώνει εδώ ο Λαφάργκ, ότι οι μη ευκλείδειες γεωμετρίες δεν είναι απλές νοητικές κατασκευές, αλλά αντανακλούν την πραγματική καμπυλότητα του χώρου είχε καθιερωθεί μόλις το 1905 από τον Αϊνστάιν. Αυτό ακριβώς το ανοικτό πνεύμα του Λαφάργκ, όχι προς τις αστικές ιδέες, αλλά προς τη νέα γνώση, ακόμη και αν αυτή μοιάζει παράδοξη και αντίθετη στον υλισμό, αποτελεί ένα πυρηνικό διαλεκτικό στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Ο κριτικός τύπος που ενσάρκωσε ο Λαφάργκ ήταν βέβαια μια εξαίρεση όχι μόνο στο 19ο αλλά και στον 20ό αιώνα ως τις μέρες μας. Πέρα από τους ίδιους τους κλασικούς, λίγοι μαρξιστές, όπως ο Μέρινγκ, ο Λαμπριόλα, ο Ντίτσγκεν, και αργότερα η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ, ο Γκράμσι, ο Λούκατς, συγκαταλέγονται στο ίδιο πρότυπο. Ακόμη και διακεκριμένοι μαρξιστές όπως ο Κάουτσκι και ο Πλεχάνοφ, οι εκπρόσωποι της «μαρξιστικής ορθοδοξίας» στη Β΄ Διεθνή, απέτυχαν στην κρίσιμη στιγμή γιατί τους έλειπε ακριβώς αυτό το στοιχείο. Και μεταξύ των πρακτικών ακτιβιστών τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, με τη Λουίζ Μισέλ, κεντρική επίσης ηρωίδα στο βιβλίο του Μαραγκόπουλου, και τη Μάνα Τζόουνς να αποτελούν τιμητικές εξαιρέσεις.
Η σπανιότητα του τύπου του Λαφάργκ στην εποχή του δεν ήταν τυχαία. Συνδεόταν με την ανωριμότητα του εργατικού κινήματος, που βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα, αλλά και τη μορφωτική και πολιτιστική καθυστέρηση των εργατών. Αυτή η ανωριμότητα γεννούσε μεταξύ άλλων στις μάζες τις μεγάλες προσδοκίες για μια εύκολη και γρήγορη νίκη του σοσιαλισμού, αποκοιμίζοντας ανησυχίες, αμφιβολίες και αναζητήσεις. Αλλά και αργότερα, στον 20ό αιώνα, όταν ο κριτικός τύπος απέκτησε ευρύτερη διάδοση, ο σταλινισμός στρέβλωσε την ανάπτυξη, πισωγυρίζοντας το κίνημα στα πρότυπα του άκριτου δογματισμού και της τυφλής πίστης. Το αποτέλεσμα ήταν μια καθολική εξαλλαγή, φτάνοντας ως την απώλεια της ιστορικής προοπτικής και τη μετατροπή των μαρξιστικών, κομμουνιστικών αναφορών σε φύλλο συκής για την αλαζονεία των κάθε λογής αρχηγών, σταλινικών ή άλλων.
Ο Μαραγκόπουλος έχει ασφαλώς επίγνωση αυτού του πλέγματος προβλημάτων. Τον έχουν απασχολήσει και σε άλλα έργα του, όπως το Η Μανία με την Άνοιξη. Ο ίδιος, άλλωστε, έκανε τότε λόγο σε συνέντευξή του για «Tην αυτοκριτική μιας Aριστεράς που ουδέποτε έγινε, εφόσον, στην Eλλάδα τουλάχιστον, παραμένει εγκλωβισμένη στα μικροκομματικά της και άρα περιθωριακή, υποκριτική, συμβιβασμένη, μειονεκτική, μικροαστική του κερατά, ανίκανη να αισθανθεί τον σφύζοντα παλμό της ζωής»[2]. Σε αυτό το πλαίσιο, το Πολ και Λόρα αποτελεί μια συνέχιση της πρότερης προβληματικής του, που αποσκοπεί να φτάσει ως τις ρίζες της κακοδαιμονίας. Και αυτή η αναζήτηση έχει και μια προσωπική διάσταση, αφού στην προσωπικότητα του Λαφάργκ ο Μαραγκόπουλος ανιχνεύει εμφανώς τον πυρήνα της δικής του ύπαρξης (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μεταθέτει δικά του στοιχεία στον ήρωά του).
Αν θα θέλαμε να επισημάνουμε και μια «υφολογική αδυναμία» στο βιβλίο του Μαραγκόπουλου, είναι ίσως η υπερβολική έμφαση στη λεπτομέρεια, που θα αποθαρρύνει και θα «κουράσει» μερικούς αναγνώστες. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ωστόσο, δεν πρόκειται μόνο ή τόσο για αδυναμία. Αυτή η έμφαση πηγάζει από την αίσθησή του της σημασίας των λεπτομερειών, των αποχρώσεων, των οποίων η μη έγκαιρη σύλληψη και κατανόηση γίνεται στη συνέχεια πηγή μεγάλων λαθών και λοξοδρομήσεων στην πορεία του κινήματος.
Η αντίθεση ανάμεσα στη γραμμή του Άρη Βελουχιώτη –για να διαφωτίσουμε αυτό το σημείο με ένα κομβικό παράδειγμα από την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος– και σε εκείνη της ηγεσίας του ΚΚΕ στα 1945 είναι προφανής και κάθετη. Όπως το ίδιο προφανής είναι επίσης η ιστορική δικαίωση του Άρη και το γεγονός ότι, επιμένοντας στη γραμμή της Βάρκιζας, η ζαχαριαδική ηγεσία έπαιξε ένα προδοτικό, καταστροφικό ρόλο. Για να καταλάβουμε όμως τα αίτια αυτής της επιμονής και της ιστορικής χρεοκοπίας πρέπει να πάμε πίσω στη στρατηγική που καθόρισε ο Ζαχαριάδης στη δεκαετία του 1930, και αυτό το τελευταίο ζήτημα δεν είναι τόσο εμφανές ή αυτονόητο.
Όταν μετά την ανάληψη της ηγεσίας του ΚΚΕ το 1934 ο Ζαχαριάδης τόνισε τη σημασία των δημοκρατικών προβλημάτων, ως αφετηρίας της επανάστασης, αυτό δεν ήταν άστοχο. Η εαμική, αντιφασιστική αντίσταση ήταν μια ιδιόμορφη εκπλήρωση αυτού του σταδίου. Το λάθος του ήταν ότι τα συνέδεσε με τα φεουδαρχικά κατάλοιπα στην ελληνική οικονομία και το πολιτικό σύστημα, τα οποία τότε ήταν πλέον πολύ περιορισμένα. Στην πραγματικότητα, τα δημοκρατικά προβλήματα της περιόδου, τα ιδιώνυμα, οι συνεχείς δικτατορικές εκτροπές, κ.ά., ήταν νέα δημοκρατικά προβλήματα, τα οποία δημιουργούσε ο ίδιος ο καπιταλισμός και η στροφή της αστικής τάξης στην αντίδραση. Η εκτίμηση του Ζαχαριάδη εξέθρεφε ψευδαισθήσεις ότι τμήματα της αστικής τάξης μπορούσε να κρατήσουν μια προοδευτική στάση, συνεισφέροντας στη λύση των δημοκρατικών προβλημάτων, που δήθεν είχαν τη ρίζα τους στο φεουδαρχικό παρελθόν. Αυτό ευνόησε την υποταγή του κινήματος κατά την κατοχή στο αστικό μπλοκ και το βρετανικό παράγοντα, αλλά και την αγνόηση των πραγματικών, δυσμενών προθέσεων του Στάλιν απέναντι στο εαμικό κίνημα.
Από την άλλη μεριά, ο Πουλιόπουλος επίσης, ενώ κριτικάρισε σωστά τον υπερτονισμό των φεουδαρχικών καταλοίπων από τη ζαχαριαδική ηγεσία, απέτυχε στο κύριο σημείο. Η κριτική του, όπως εκφράστηκε στο Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;, ήταν τελικά άστοχη γιατί απέτυχε να εκτιμήσει τη σημασία των νέων δημοκρατικών προβλημάτων. Αντί να πει ότι τα προβλήματα αυτά ήταν τέτοια που απέκλειαν μια οποιαδήποτε ουσιώδη συμβολή μερίδων της αστικής τάξης στην επίλυσή τους, τα έβαλε στην άκρη, αντιπαραθέτοντας απλά τη δημοκρατική στη σοσιαλιστική επανάσταση.
Και οι δυο τάσεις λοξοδρόμησαν ουσιαστικά απέναντι στην πραγματικότητα και, στο βαθμό που αυτή η απόκλιση μεγεθύνθηκε και δεν διορθώθηκε στην πορεία, αποδείχτηκαν τελικά στείρες.
Η έμφαση του Μαραγκόπουλου στις λεπτομέρειες συνδέεται ασφαλώς με τη φροντίδα του για τεκμηρίωση και με την έμφασή του στο συναισθηματικό κόσμο των ηρώων, εστιασμένη στη γνήσια ανθρωπινότητα των πραγματικών επαναστατών. Μέσα από αυτήν όμως, ακόμη και αν όχι εντελώς συνειδητά, πετυχαίνει να δείξει την απουσία τέτοιων στοιχείων σκλήρυνσης στον Λαφάργκ και την Λάουρα Μαρξ, καθώς και υποκείμενού τους φανατισμού και της αυτομεγάλυνσης, που τόσο ταλαιπώρησαν το κίνημα.
Στο βιβλίο ο Μαραγκόπουλος αποδίδει κεντρική θέση στη γόνιμη ιδέα του Λαφάργκ για το δικαίωμα στη σχόλη, την «τεμπελιά», ως το σήμα-κατατεθέν της θεώρησής του, που παραγνωρίστηκε υπεροπτικά από τους άλλους μαρξιστές. Αυτό έχει βάση και είναι κατανοητό. Το όνομα του Λαφάργκ συνδέθηκε καθοριστικά με αυτή την ιδέα και η τοποθέτησή της στο κέντρο δίνει έναν άξονα γύρω από το οποίο πλέκει αρμονικά το επαναστατικό και το ερωτικό στοιχείο. Η ανάδειξη της συνύφανσής τους είναι άλλωστε μια κομβική διάσταση του έργου και μια ιδέα που δίνει έμφαση στην ανθρώπινη αυτοανάπτυξη δένει φυσικά με την προβληματική του συγγραφέα.
Θα μπορούσε όμως να αντιταχθεί ότι η ιδέα αυτή υπήρχε, όχι με την οξυμένη διατύπωση που της έδωσε ο Λαφάργκ, ήδη στον Μαρξ· ο τελευταίος τόνισε στο Κεφάλαιο ότι το βασίλειο της ελευθερίας ξεκινά από τον ελεύθερο χρόνο, με τη σημαντική προσθήκη ότι θεμελιώνεται στο βασίλειο της αναγκαιότητας. Κυρίως δε ότι κάθε τέτοια «μεγάλη ιδέα», όπως ήταν «η ωρίμανση των παραγωγικών δυνάμεων» στους Πλεχάνοφ και Κάουτσκι ή αργότερα η «διαρκής επανάσταση» στον Τρότσκι, κινδυνεύει να απολυτοποιηθεί και να μετατραπεί σε κενό τύπο· ένας κίνδυνος που συχνά δεν απέφυγαν οι μεγάλοι μαρξιστές.
Όχι κάποια μεγάλη ιδέα, αλλά η διαλεκτική αναφορά στην ολότητα και οι διαρκείς διορθώσεις είναι το κλειδί στην επαναστατική πράξη. Αλλά η διόρθωση προϋποθέτει πάντα μια εσωτερική εγρήγορση, την ετοιμότητα για αλλαγή που διέκρινε το ζεύγος Λαφάργκ· δεν μπορεί ποτέ να έρθει ακολουθώντας την πεπατημένη και επενδύοντας το συντηρητισμό και την αποστέωση με μαρξιστικές, κομμουνιστικές φράσεις.
Ο Μαραγκόπουλος μας ευαισθητοποιεί και μας κάνει κοινωνούς αυτής της αλήθειας. Σε αυτό βρίσκεται κατά τη γνώμη μας η κύρια αξία του Πολ και Λόρα.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.
[1] Paul Lafargue, «Economic Determinism and the Natural and Mathematical Sciences», https://www.marxists.org/archive/lafargue/1906/03/economic-determinism.htm.
[2] «Ερωτήσεις (απλές) – Απαντήσεις (αναλυτικές) για τη Μανία με την Άνοιξη», https://www.arisgrandmangr.com/obsession-with-spring-the-critics.html.