Είναι οι μέρες επετείου. Λέγονται, γράφονται, σκιτσάρονται τα πενήντα χρόνια της μεταπολίτευσης. Της δημοκρατίας, λένε.
Όλοι έχουν να πουν γι’ αυτό. Οι περισσότεροι από τους γνωστούς δημοσιολογούντες θέλουν να το ξορκίσουν. Έχουν τους (πολλούς) λόγους τους. Οι πολύ νέοι δεν ιδρώνουν ιδιαίτερα. Σχεδόν δεν ξέρουν τι είναι. Ή ξέρουν συγκεχυμένα. Μια ευχή; Μια κατάρα; Εκείνο που τους γέννησε ή εκείνο που τους βασάνισε;
Οι κατεστημένοι, αφού την καταράστηκαν τόσα χρόνια, κι αφού, θεωρούν, την κατέστησαν ακίνδυνη, θέλουν τώρα να την οικειοποιηθούν.
Στην ουσία, οι διαφορετικές σκέψεις και εκτιμήσεις τους συναιρούνται στο πως θα υποβαθμίσουν και υποτιμήσουν το στοιχείο της λαϊκής έγερσης – ως συνέχεια (και συνέπεια) της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973.
Συναινούν, να αφαιρέσουν από τη μεταπολίτευση το ριζοσπαστισμό και τη διεκδίκηση, την αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα, την αυτοπεποίθηση και τη συμμετοχή.
Δηλαδή, την ουσία και την ψυχή της. Γιατί η μεταπολίτευση είναι η εποχή που οι άνθρωποι πίστευαν πως η κατάσταση είναι στα χέρια τους και μπορούν να κάνουν, και έκαναν,πολλά πράγματα. Ακόμα και ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Αυτό το συναίσθημα ήταν η ενέργεια που κινούσε τις πράξεις τους. Αυτό ήταν κι εκείνο που τρόμαζε την εξουσία.
Όταν η ανιδιοτέλεια γινόταν στοιχείο της ζωής. Όχι όλων. Όμως πολλών. Και κυρίως εκείνων που δημιουργούσαν την πεποίθηση, αυτό το λεγόμενο γενικό πνεύμα. Όταν η αλληλεγγύη είναι τρόπος να σκέφτεσαι και να υπάρχεις. Είτε πρόκειται για τους απεργούς της ΜΑΔΕΜ-ΛΑΚΟ είτε για τους αγωνιζόμενους της Χιλής ή της Παλαιστίνης (από τότε). Τίποτα δεν είναι μακριά μας. Όλα μας αγγίζουν και μας αφορούν.
Αν ήθελα να ορίσω τη δεκαετία του 1970 (και του 80), θα το έλεγα το πνεύμα της συλλογικής δράσης και σκέψης.
Στην ουσία αυτό το πνεύμα εκείνο το οποίο θέλησε να συντρίψει το κυρίαρχο σύστημα. Με όλους τους τρόπους. Η διάχυση του ατομικού στο όνομα της ιδιωτικότητας, του προσώπου, έγινε κυριαρχία του ατομικισμού.
«Εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά» έλεγε προσφυώς ένα σύνθημα του «Ρήγα Φεραίου», απαντώντας στο σύνθημα των διαδηλώσεων «ένας είναι ο εχθρός ο ιμπεριαλισμός». Ορθώς επεσήμαινε έτσι την ανάγκη ενασχόλησης με τα προσωπικά προβλήματα, υπαρξιακά και άλλα, των νέων ανθρώπων.
Αλλά εν συνεχεία ξεχάστηκε πως εκτός από τη μοναξιά υπάρχει και ο ιμπεριαλισμός. Το άτομο έγινε αφετηρία και τέλος της αναζήτησης, χάνοντας τις κοινωνικές αιτίες και τις βλάβες του ιμπεριαλισμού.
Δεν θα επανέλθω εδώ στον τρόπο με τον οποίο υποβλήθηκαν τα ζητήματα ταυτότητας, που συχνά λειτούργησαν υπονομευτικά προς το συλλογικό, πολιτικό, κοινωνικό όραμα, ανεξάρτητα από την θέληση των υποστηρικτών τους – και παρά τις πολλαπλές θετικές σημασίες τους.
Ο νεοφιλελευθερισμός εν τέλει νίκησε και επέβαλε τη δική του αίσθηση της ζωής και της ατομικότητας – αυτό είναι το ουσιαστικό τέλος της μεταπολίτευσης και των αισθημάτων που ενέπνευσε.
Είναι η διαδιδόμενη πεποίθηση για την αναποτελεσματικότητας των αγώνων και των διεκδικήσεων, το παραλυτικό δόγμα πως ο καθένας ό,τι πετύχει θα το πετύχει μόνος του. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο, θα έλεγα ιδιαίτερης πραγματικής και συμβολικής σημασίας, το ότι οι συνέπειες του ατομισμού και του εγωτισμούεπιδρούν και στις αριστερές ομάδες και συσπειρώσεις.Κάθε ομάδα είναι ο εαυτός της και η απόλυτη αλήθεια της. Και σε κάθε ομάδα κυριαρχούν όχι μόνο ένα όχι τόσο αμιγές πλέον πνεύμα συλλογικότητας και κοινωνικής ευθύνης, αλλά, και μαζί μ’ αυτά, η ατομική επιβεβαίωση, δικαίωση, αλήθεια.
Οι συλλογικότητες δυσκολεύονται να λειτουργήσουν έτσι. Κι ωστόσο, αποτελούν τις δυνάμεις (νησίδες;) της αμφισβήτησης του καθιερωμένου, έμπρακτης προβολής ενός άλλου μοντέλου. Είναι η ελπίδες που παραμένουν ζωντανές σε εποχές κρίσης. Πολύ περισσότερο που το πνεύμα της μεταπολίτευσης δεν έχει εκπνεύσει. Σαν ένα φάντασμα στοιχειώνει ακόμη τις σκέψεις των κατεστημένων και μεταφέρει ανάσες δροσιάς σε εκείνους που αντιστέκονται.
Κι επειδή τα φαντάσματα δεν είναι πλάσματα της φαντασίας συνιστούν μια εν δυνάμει απειλή.
Εξ ου και οι τόσες κατάρες και οι αφορισμοί. Απεταξάμην το σατανά!…
Εξ ου και οι κάθε είδους ντερμπεντο-πρετεντέρηδες δεν χάνουν ευκαιρία. Όπως σε όλη αυτήν την ισραηλινή υστερία σχετικά με τα συνθήματα για λευτεριά στην Παλαιστίνη, τόσο στην Επίδαυρο όσο και γενικά. Είναι η επιδίωξη να ευτελιστεί η αλληλεγγύη. Σαν μια πράξη κάποιων, λίγων, κάπως σαλεμένων, κάπως εκτός εποχής, κάποιων μη κανονικών τέλος πάντων.
Αυτό είναι και το επιδιωκόμενο. Η ματαιότητα της συμμετοχής. Το ακριβώς αντίθετο της δημοκρατίας και της ιστορίας
«Αναρωτιέμαι τι νόημα έχει να πακετάρεις μια παράξενη σημαία, να κάνεις δυόμισι ώρες δρόμο, να τρέχεις στην Επίδαυρο, να ψάχνεις πάρκινγκ (ως φαίνεται δεν ξέρει από Επίδαυρο, γιατί πρόβλημα πάρκινγκ δεν υπάρχει) να δεις άλλες τρεις ώρες «Ορέστεια» για να φωνάξεις στο τέλος «Λευτεριά στην Παλαιστίνη», γράφει ο Πρετεντέρ
Και να μην παίρνεις ούτε ένα ευρώ γι’ αυτό, θα πρόσθετα.
(Κι αυτό πριν δει μερικές χιλιάδες ανθρώπους που πήγαν στο Παρίσι από όλη τη γη, να δουν τους Ολυμπιακούς αγώνες και στην τελετή έναρξης άπλωναν σημαίες τα Παλαιστίνης, αποδοκίμαζαν την αντιπροσωπεία του Ισραήλ επευφημούσαν της Παλαιστίνης και φώναζαν το ίδιο σύνθημα για τη λευτεριά της).
Οι εν λόγω αναρωτήσεις είναι ασφαλώς εύλογες για ανθρώπους που δεν πήγαν ποτέ κόντρα και που δεν σκέφτηκαν ποτέ καμιάν αλήθεια πέραν εκείνης του ατομικού τους συμφέροντος.
Το κόντρα δεν το διανοούνται. Είναι για τους σαλούς!
Δεν ξέρουν αυτή την άλλη όψη των πραγμάτων. Ίσως δεν την έμαθαν ποτέ, ίσως να την αρνήθηκαν κάνοντας καλύτερους υπολογισμούς και γι’ αυτό δεν θέλουν να υπάρχει…
Μισούν, όχι μόνο κατ’ εντολήν αλλά και από το βάθος της ψυχής τους εκείνους που δεν τους μοιάζουν. Που πακετάρουν μια σημαία και ταξιδεύουν στις Επιδαύρους ή στα Παρίσια για να φωνάξουν λευτεριά στην Παλαιστίνη. Την κάθε Παλαιστίνη.
Που υπενθυμίζουν πως η αλληλεγγύη και η ελπίδα παραμένουν ζωντανές. Σε πείσμα!