Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο, και αναφερόμενο, σε όλους εκείνους που κόσμησαν (και κοσμούν) ποικιλοτρόπως τη ζωή μας. (Και τη σημαδεύουν. Και ξέρουμε όλοι καλά πως τα σημάδια έχουν μερίδιο οδύνης όταν αποτυπώνονται μέσα ή έξω σου, αλλά κυρίως έχουν μεγαλειώδη υπόσταση – σαν ανάκτορα στη μέση της ερήμου με νερά τρεχούμενα και ιερές τελετουργίες).
Σε εκείνους που συγκροτούν ό,τι ο Σαββόπουλος περιέγραψε μειοψηφίες («οι μειοψηφίες τάγματα ξυπόλητα, σκαρφαλώνουν μέσα σε σκοτάδια απόλυτα»).
Κοιτώντας τη ζωή από την απόσταση των τόσων δεκαετιών και των τόσων γεγονότων αισθάνομαι τη βαθειά ευγνωμοσύνη για όσα είδα και έμαθα, κυρίως για όσους είδα και έμαθα.
Μερικές φορές απορούσα και ακόμη απορώ. Πως τόσοι και τέτοιοι άνθρωποι, με ταλέντα ιδιαίτερα, με πεποιθήσεις, με συγκρότηση, με αίσθηση της πραγματικότητας και της ζωής, όχι κάποιοι μακρινοί αιθεροβάμονες αλλά κάτοικοι αυτής της γης, με τα καλά και τα κακά της, με τα καλά και τα κακά τους, πότε λάτρεις των άστρων και πότε λάτρεις του γκρεμού, πως όλοι αυτοί βγήκαν από το συρμό, δεν έμειναν να απολαμβάνουν και να αξιοποιούν ιδιωτικώς και ιδιοτελώς το ταλέντο, τη γνώση, τη δύναμη του νου τους, αλλά έμειναν σε εκείνο το μέρος των φτωχών, των αναγκεμένων, ενός δίκιου, άλλοτε ορατού και άλλοτε αόρατου, άλλοτε εφικτού και άλλοτε ανέφικτου. Πως δαπάνησαν χρόνους ζωής, δυνάμεις και αίμα, κάνοντας μεταγγίσεις.
Πως μέσα στις πυρπολούμενες πόλεις κράταγαν στις χούφτες τους σταγόνες δροσιάς, πως είχαν μια όαση μέσα τους για να απαγκιάζουν οι φίλοι, πως βλαστημούσαν το άδικο, γιατί δεν μπορούσαν να το καταστρέψουν…
Πως ερωτεύονταν αδιάκοπα μια ανατολή, μετέδιδαν τα χρώματα της ίριδας στον κόσμο, πως γίνονταν παρανάλωμα μιας επίμονης άρνησης να υπακούσουν.
Κι έτσι συχνά αγαναχτώ όταν ακούω (ή λέω) τη λέξη αυταπάτη, ψευδαισθήσεις, ματαιότητα, καθώς τίποτα δεν είναι ούτε αυταπάτη, ούτε ψευδαίσθηση, ούτε ματαιότητα. Πως αλλιώς θα ήταν η ζωή (και η δική μας και του κόσμου) χωρίς αυτές τις ιδέες, τις σκέψεις, τις συμμετοχές των παρόμοιων ανθρώπων, που μετά τις βάφτισαν επιτηδείως αυταπάτες – και οι πολιτικές τους εντάξεις δεν έχουν την πρωτεύουσα σημασία.
Σε έναν κόσμο ιδιοτέλειας και ατομισμού, όχι ως εξαιρέσεις αλλά ως δυνατότητα, προκύψανε εκείνοι που ανάλωσαν δύναμη, σκέψη και ζωή για να υπερασπιστούν κάτι περισσότερο, πολύ περισσότερο από τον εαυτό τους. Με κόστος τον εαυτό τους.
Θυμάσαι εκείνα τα παιδιά του Φλεβάρη του 1974, σχεδόν μόλις απογαλακτισμένα, από τα καλά σχολεία ή από τα επικίνδυνα γιαπιά, που βασανίστηκαν; Δεν ήθελαν να υποκύψουν. Πόση προσοδοφόρα καριέρα μπορεί να τους επιφύλασσε το μέλλον; Δεν την σκέφτονταν.
Κι αν είναι να απαριθμήσω τα περιστατικά δεν θα έχει τέλος. Κάθε ένας είναι μια ιστορία. Κάθε ιστορία είναι η ιστορία. Είναι ο τόπος, τα νερά και τα ρεύματα, οι σκέψεις και οι επιθυμίες της εποχής τους.
Δεν θέλω τους ανθρώπους φωτεινά παραδείγματα. Αυτό σημαίνει πως δεν ήσαν ανθρώπινοι. Θέλω την ιστορία φωτεινή και αστράπτουσα . Να λέει σε μας, σε άλλους, σε εκείνους που ακούνε, στα παιδιά, πως η ζωή δεν είναι ανοησία αλλά σπουδαιότητα, πως η ζωή όταν τη δίνεις είναι δύναμη για όλους, ακόμη και για κείνους που δεν το ξέρουν και δεν το εκτιμούν.
Κι αν δεν νίκησαν τι σημασία έχει; Η ζωή δε χαραμίστηκε, το αντίθετο. Τα σκοτάδια ακόμη αισθάνονται τη γενναιοδωρία τους.
Υ.Γ. Ρώτησα προχθές τη σερβιτόρα, σερβίρετε ακόμη εκείνη την ποικιλία; Όχι πια εδώ και τρία χρόνια, απάντησε. Και κατάλαβα έτσι πως πέρασαν τρία χρόνια απ’ όταν πήγα για τελευταία φορά με τον Κυριάκο(Κατζουράκη), εκεί που λαθραία έτρωγε το μεζέ και πίναμε τις μπύρες μας τα καλοκαίρια.
Και εν τω μεταξύ, στα τρία αυτά χρόνια πρόλαβαν να γίνουν αρκετές οι μνήμες μιας τελευταίας φοράς, με τον Γιώργο (Μανιάτη), τον Γιάννη (Νικολακόπουλο)…
Και τώρα την Κατερίνα (Θανοπούλου), που έγινε η αιτία αυτού του κειμένου («μοναχική και σπάνια γυρνάς μεσ’ τα Βαλκάνια ανέμους να θερίσεις»…).