Ο πόλεμος στην Ουκρανία συμπαρασύρει όλη την Ευρώπη, και όχι μόνο, σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι πολέμου και στρατιωτικοποίησης των κοινωνιών. Οι πολλαπλές συνέπειες αυτής της τάσης μπορούν να προβλεφθούν, αν και όχι σε όλο τους το μέγεθος, καθώς οι άρχουσες τάξεις των χωρών, άμεσα εμπλεκόμενων ή μη, σπεύδουν να αξιοποιήσουν την ευκαιρία για κάθε είδους κατοχυρώσεις. Πουλάνε κι αγοράζουν όπλα σε τεράστιες ποσότητες, αναδιαμορφώνουν τον παγκόσμιο χάρτη, υποτάσσουν τα αδύναμα μέρη, είτε της αστικής τάξης είτε των χωρών μελών του συνασπισμού της «δυτικής ειρήνης», δηλ. του πολέμου τους.
Ακόμη και η Κύπρος, η κυβέρνηση και κάποια τμήματα ασφαλώς του κεφαλαίου της, διεκδικεί ένταξη στο ΝΑΤΟ, προκαλώντας όχι μόνο ανατριχίλα στους γνωρίζοντες αλλά και στους έχοντες στοιχειώδη ιστορική μνήμη.
Καθότι η Κύπρος, όπως κι οι πέτρες ξέρουν στην Ελλάδα και στο νησί, υπήρξε θύμα της Νατοϊκής και αμερικάνικης πολιτικής – ο διχασμός της και η τουρκική εισβολή είναι προϊόν της συνωμοσίας Κίσιγκερ. Και ότι στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και στη Ρωσία εν συνεχεία βρήκε στήριξη, όχι για λόγους ιδεολογικούς ή συναισθηματικούς, αλλά ακριβώς λόγω των πολιτικών συσχετισμών, τους οποίους οι σημερινοί ιθύνοντες κάνουν πως αγνοούν.
Οπότε, είναι μια μάλλον κατάλληλη ευκαιρία να φρεσκάρουμε τη μνήμη σχετικά με τα δραματικά γεγονότα του 1974, που σήμαναν τη διχοτόμηση του νησιού και την έναρξη του νέου γύρου των εντάσεων, αυτή τη φορά για την υφαλοκρηπίδα και εν συνεχεία για τις ΑΟΖ, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δημιούργημα, εν πολλοίς, και αυτές της αμερικάνικης πολιτικής.
Πρώτης τάξεως ευκαιρία μνήμης και γνώσης δίνει το βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ένα σκοτεινό δωμάτιο» που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο. Με τον διευκρινιστικό υπότιτλο: «Ο Ιωαννίδης και η παγίδα της Κύπρου, τα πετρέλαια στο Αιγαίο, ο ρόλος των Αμερικανών».
Είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο-ντοκουμέντο καθώς αναπλάθει την εποχή, όλη την κατάσταση της εφταετούς χουντικής διακυβέρνησης, αλλά ιδιαίτερα εκείνους τους κρίσιμους μήνες του 74, όταν η χούντα του Ιωαννίδη παρέπεε μεταξύ του μεγαλοϊδεατισμού, της ανικανότητας και της πίστης στην αμερικάνικη πολιτική φιλία και εξάρτηση (μήπως οι χαρακτηρισμοί θυμίζουν κάτι;).
Θα αποδείξω τον ισχυρισμό παραθέτοντας κάποια αποσπάσματα.
Τον Αύγουστο ακόμη του 1974, όταν ήδη είχε έλθει και κυβερνούσε ο Καραμανλής στην Αθήνα, ο Κίσιγκερ ενημέρωνε τον πρόεδρο Φορντ:
«Αν οι Τούρκοι ξεφύγουν στην Κύπρο, ο Έλληνες θα απασφαλίσουν. Σίγουρα δεν θέλουμε έναν πόλεμο μεταξύ τους, αλλά αν συμβεί η Τουρκία είναι πιο σημαντική για εμάς και έχουν ένα πολιτικό σύστημα που θα μπορούσε να παραγάγει έναν Καντάφι… Μερικοί από τους συναδέλφους μου θέλουν να σταματήσουν τη βοήθεια προς την Τουρκία. Αυτό θα ήταν καταστροφή. Δεν υπάρχει κάποιος αμερικανικός λόγος για τον οποίο οι Τούρκοι δεν πρέπει να έχουν το ένα τρίτο της Κύπρου».
Εν συνεχεία, στις 14 Αυγούστου οι Τούρκοι άρχισαν να βομβαρδίζουν το νησί και να προελαύνουν, στη δεύτερη φάση της εισβολής. Απλή σύμπτωση!…
Το πόσο συντονισμένο ήταν το νατοϊκό σχέδιο πιστοποιεί και η αποκάλυψη πως
«Οι Αμερικανοί σε συνεργασία με τους Βρετανούς δημιούργησαν επίσης ένα κλίμα ανησυχίας στην ηγεσία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων γύρω από τις κινήσεις στρατιωτικών δυνάμεων στα βόρεια σύνορα της χώρας».
Η αμερικανική αυτή πολιτική συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας, με διαφοροποιήσεις που δεν αφορούν το πυρήνα τον οποίον περιέχει η άποψη Κίσιγκερ. Τα δυο αποσπάσματα μπορεί να φανούν χρήσιμο σε όσους επαναλαμβάνουν εδώ στην Ελλάδα και την Κύπρο την ίδια τακτική εξευμενισμού των Αμερικανών και νομίζουν πως αγοράζοντας πολεμικά αεροπλάνα (και τότε ο Ιωαννίδης βασιζόταν στη δύναμη που του εξασφάλιζαν τα αμερικανικά F-4 τα οποία όμως δεν πέταξαν ποτέ προς Κύπρο) θα αλλάξει το συσχετισμό και θα επιβάλλει την ισχύ της ελληνικής κυριαρχίας.
Από τότε ξεκινάει μια διένεξη που μένει εύφλεκτη μέχρι σήμερα και τροφοδοτεί νέους και νέους εξοπλισμούς.
«Οι Τούρκοι άνοιξαν ένα νέο μέτωπο στο Αιγαίο, προφανώς για αντιπερισπασμό, προκειμένου να αποτρέψουν μια ελληνική επιχείρηση. Από τις 20 Ιουλίου (1974) η Άγκυρα προσπάθησε να δημιουργήσει τετελεσμένα στον εναέριο χώρο του Αιγαίου κηρύσσοντας ως επικίνδυνες ζώνες περιοχές του ανατολικού Αιγαίου που ανήκαν στο FIR Αθηνών. Επρόκειτο για περιοχές που μέχρι τότε μόνο η Ελλάδα μπορούσε να επιβάλλει περιορισμούς… Ήταν όμως η πρώτη κίνηση αμφισβήτησης του εναέριου χώρου που ήλεγχε η Ελλάδα…»
Την εικόνα των ημερών εκείνων δίνουν μερικά ακόμη ντοκουμέντα που αποκαλύπτει ο Αλ. Παπαχελάς:
«… οι Συμμαχικοί Διοικηταί του ΝΑΤΟ δια των ημετέρων Μονίμων Αντιπροσώπων ως και ο πρέσβης Τάσκα (των ΗΠΑ) την πρωίαν της εισβολής συνέστησαν αυτοσυγκράτησιν και αποσόβησιν Ελληνοτουρκικής συρράξεως. Κατόπιν εντόνου παρεμβάσεων των Αμερικανών και η κυβέρνησις ετήρησεν ανάλογον πολιτικής προς αποφυγήν γενικοτέρας εμπλοκής» (Άκρως απόρρητη έκθεση του Αρχηγείου των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων μετά την πρώτη εισβολή).
«Στις 11 π.μ. ο Μπονάνος (σ.σ. αρχηγός ΓΕΕΘΑ τότε, ο οποίος όπως προκύπτει είχε απευθείας επικοινωνίας με τους Αμερικανούς) – παρουσία του αρχηγού της Αεροπορίας – έδωσε εντολή να απογειωθούν τα παλαιότερα αεροσκάφη F-84, για να χτυπήσουν την τουρκική αποβατική δύναμη που εκινείτο προς Κύπρο. Δύο φορές δόθηκε εντολή και ανακλήθηκε σε δύο λεπτά. Μυστήριο παραμένει ποιος έδωσε την εντολή ανάκλησης… Γεγονός είναι πως απόφαση ανήκε στον Μπονάνο, αλλά ότι μίλησε με κάποιον που δεν γνωρίζουμε έως σήμερα ποιος ήταν».
«Χωρίς αμφιβολία, πάντως, οι τρεις ώρες μεταξύ 11 π.μ. και 2 μ.μ. της 22ας Ιουλίου ήταν οι πλέον κρίσιμες στην εξέλιξη των πραγμάτων. Η Τουρκία μπόρεσε να αποβιβάσει μέσα σε αυτό το διάστημα τις αναγκαίες δυνάμεις για να προχωρήσει στον απεγκλωβισμό από το μικρό προγεφύρωμα και να καταλάβει την Κυρήνεια. Το γεγονός ότι η Αθήνα δεν έστειλε τελικά αεροσκάφη στην Κύπρο καθησύχασε πλέον τους Αμερικανούς και τους Τούρκους ότι η Ελλάδα δεν θα επέλεγε τον πόλεμο και ότι ο Ιωαννίδης είχε χάσει τον έλεγχο των κινήσεων».
Και μόνο από όσα παρατέθηκαν φαίνεται πως πρόκειται για ένα ενδιαφέρον και εν γένει αποκαλυπτικό βιβλίο. Το οποίο όμως, όπως θα περίμενε κανείς, φτάνει μέχρι ένα σημείο. Ο συγγραφέας, σήμερα διευθυντής της εφημερίδας «Καθημερινή», είναι γνωστός για τις θερμές σχέσεις (όπως και η εφημερίδα του άλλωστε) που έχει με τον αμερικανικό παράγοντα και όχι μόνο στα χρόνια προϋπηρεσίας του στις ΗΠΑ ως Έλληνας ανταποκριτής γεγονός που δεν ξεχνά στη συγγραφή του.
Ακολουθώντας την, κατά τ’ άλλα, πολύ ενδιαφέρουσα τη γραμμή της αμερικανικής ερευνητικής δημοσιογραφίας – όπου γίνεται μια σοβαρή και συστηματική έρευνα στα ντοκουμέντα, αλλά αποφεύγονται τα πολιτικά συμπεράσματα – ο Αλ. Παπαχελάς περιγράφει, αποκαλύπτει, παραθέτει αλλά τη διαπλοκή, την πολιτική συνεπαγωγή, τη συναρμολόγηση όλων αυτών σε ένα ενιαίο πολιτικό συμπέρασμα τα αποφεύγει με επιμέλεια. Τα πρόσωπα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο πρεσβευτής, ο Πρόεδρος Νίξον, οι ανίκανοι Έλληνες δικτάτορες ή και αξιωματικοί είναι η πηγή του κακού και όχι οι πολιτικές. Έτσι ώστε να μη γίνεται συσχετισμός με τις σημερινές επιβουλές.
Στην ουσία, με μια εμφάνιση αντικειμενικότητας, συσκοτίζονται περίτεχνα οι αιτίες και οι συνέπειες.
Ωστόσο, το βιβλίο θα ήταν χρήσιμο να το διαβάσουν στην Κύπρο (και όχι μόνο) και κυρίως όσοι σήμερα προωθούν την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ.
Ίσως να βοηθήσει τη μνήμη τους, αν αυτό φταίει!