21.1 C
Athens
Σάββατο, 18 Οκτωβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Γιώργος Δελαστίκ, πέντε χρόνια – του Θανάση Σκαμνάκη

 

Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·

πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα

γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς

για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω

….

Μα πρέπει να μ’ αρμηνέψουν οι πεθαμένοι·

είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,

όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες το ποτήρι.

Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·

ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!

Ή, δεν τους βλέπεις;

Γιώργος Σεφέρης, Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγαπάνθους

Λοιπόν, όσο περνά ο καιρός οι μέρες τοποθετούν μικρές νάρκες κάτω από τη σκέψη μας, που σκάνε σε κάθε άγγιγμα του χρόνου. Υπονομεύουν το σύμπαν μας. Εκρήγνυνται χωρίς λάμψη. Ανεμίζουν συντρίμμια χωρίς μεγαλοπρέπεια. Είναι μια αλυσίδα συμβάντων που παρουσιάζονται ως παρελθόν αλλά ανήκουν στο μέλλον μας. Είναι οι φίλοι που δεν έχουν υπόσταση πλέον να τους κρίνεις, ούτε να καταναλώσεις μια ακόμη αγωνία.

Λοιπόν, όταν πλησιάζουν οι ορισμένες μέρες, μ’ αυτές μετριούνται πλέον τα τρέχοντα, σα να περίσσεψαν τα αναγκαία ή σα να έλλειψαν. Σα να χάνουν σημασία.

Θέλω να πω, οι απουσίες είναι τόσο παρούσες!

Αυτές οι μέρες δεν είναι μόνο του Πολυτεχνείου, τα βεγγαλικά και οι φλόγες της νεότητάς μας, και, εν τέλει, της ζωής μας. Είναι και ο Κώστας Τζιαντζής την 1η του Νοέμβρη, είναι κι ο Γιώργος Μανιάτης την ίδια 1η αλλά με 13 χρόνια απόσταση από το 2011, είναι κι ο Γιώργος Δελαστίκ αυτές ακριβώς τις ημέρες πριν πέντε χρόνια.

Κι αν είναι πολλά ή λίγα τα πέντε χρόνια δεν φαίνεται στην ποσότητα. Είναι η ουσία. Κάθε φορά, όταν μιλάμε για την Παλαιστίνη, για τον Τράμπ, για την Ουκρανία ή τη Βενεζουέλα, για τα Τέμπη και το στρατιωτικό νόμο στον Άγνωστο Στρατιώτη, ψάχνουμε τις σελίδες να δούμε τι λέει ο Γιώργος, τον αναζητάμε στο τηλέφωνο να μιλήσουμε ώστε να καταλάβουμε, και μένουμε με το κενό.

Κι όταν ερευνούμε αγωνιώντας απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα μιας εποχής που δεν λυπάται να βομβαρδίζει ανηλεώς όσα οικοδομήματα χτίζαμε μια ζωή για να στεγάσουμε τις ασφάλειες και τις ανασφάλειές μας, που δεν ελεεί την προσφυγιά μας.

Κι όταν αναζητούμε τους ορίζοντες του κομμουνιστικού μας ρεύματος, εκείνο που συγκροτήσαμε μαζί του, από τη δεκαετία του 70 μέχρι που η αρρώστια τον αποστράτευσε και ο θάνατος τον απέκοψε.

Όχι «αταλάντευτος» αλλά σταθερός.

Και τώρα τι θα γίνει, θα αφήσουμε αυτό το ρεύμα να χαθεί; Ρώτησε αγωνιωδώς, και υποβάλλοντας την απάντηση, όταν ξέραμε πια πως ο Κώστας Τζιαντζής είχε δρομολογήσει την τελική του έξοδο.

Μου είπε κάποια φορά, μιλώντας για έναν νεώτερο σύντροφό μας με τον οποίο συνεργαζόταν στενά: αυτός είναι σαν εμάς. Είχε πολύ ψηλά το «εμάς», αυτή τη μικρή ομάδα μας, της εμπιστοσύνης και ανιδιοτέλειας, και της προσφοράς.

Όπως ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα, Ο κ. Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο:

«Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την κάθε του προσφορά.

Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; ΄Α θυμηθεί λίγο λιγότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, σβήνει· ά θυμηθεί λίγο περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Εγώ τελείωσα· να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος άλλος από κει που τελείωσα εγώ. Είναι ώρες που έχω την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα, πως όλα είναι στη θέση τους, έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα. Η μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει. Μπορώ μάλιστα να φανταστώ την κίνηση, ζωντανή, σαν κάτι ανυποψίαστα καινούργιο. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα· ένα απειροελάχιστο εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει, μικραίνει χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί. Δεν ξέρω τι πρέπει να πω ή τι πρέπει να κάνω. Το εμπόδιο αυτό μου παρουσιάζεται σαν ένα κόμπος δάκρυ χωμένος σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά βουβή ώσπου να διαλυθεί. Κι έχω το ασήκωτο συναίσθημα πως ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα ’ναι αρκετή για να καταλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή μου. Και με καταδιώκει η σκέψη πως αν μ’ έκαιγαν ζωντανό αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινόταν τελευταία».

Πάλι καταφεύγω σε «παραμύθια και παραβολές»…

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ