Οι δυτικές κοινωνίες δηλώνουν περήφανες για τα δημοκρατικά τους πολιτικά συστήματα και για το ότι επιτρέπουν στους πολίτες τους να εκφέρουν ελεύθερα την άποψη τους χωρίς να πρέπει να φοβούνται πως θα διωχθούν ή θα έχουν να αντιμετωπίσουν άλλου είδους συνέπειες. Στην πραγματικότητα βέβαια αυτή η ελευθερία του Λόγου περιορίζεται από διάφορους παράγοντες και κυρίαρχα από την οικονομική και κοινωνική ανισότητα. Αρκεί να σκεφτούμε πόση βαρύτητα έχει η άποψη ενός καθηγητή έναντι εκείνης μιας καθαρίστριας, εκείνη του κομματικού στελέχους έναντι εκείνης του «απλού» μέλους, αυτής του διευθυντή έναντι εκείνης του εργάτη, του βουλευτή έναντι αυτής του αγρότη.
Σε μια σειρά από χώρους επίσης το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση καταργείται ή περιορίζεται δραστικά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους χώρους εργασίας, αλλά όλο και περισσότερο και σε φαινομενικά δημόσιους, στην πραγματικότητα όμως ιδιωτικοποιημένους χώρους μέσα στα κέντρα των πόλεων. Θα ήταν άραγε ποτέ δυνατή μια κινητοποίηση στο «πάρκο Νιάρχος»; Ή τι γίνεται με την ελευθερία της έκφρασης στους σταθμούς του μετρό, όπου βλέπει κανείς αποκλειστικά διαφημίσεις και ανακοινώσεις της εταιρίας; Για να μην πιάσουμε το πώς τα ΜΜΕ περιορίζουν το διάλογο στην δημόσια σφαίρα, σταθεροποιώντας με αυτόν τον τρόπο την εξουσία της αστικής τάξης…
Ζούμε άλλωστε σε μια εποχή στην οποία οι κυβερνήσεις επιβάλλουν όλο και συχνότερα περιορισμούς στη ελευθερία του Λόγου επικαλούμενες συνήθως μια σειρά «απειλών», για την «ζωή της πόλης», την «κοινωνική ειρήνη», την «λειτουργία της αγοράς», τον «κίνδυνο επεισοδίων». Λες και οι διαμαρτυρίες και οι πολιτικές συγκεντρώσεις δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως οργανικό κομμάτι μιας κοινωνίας ή λες και οι κοινωνίες μας τον υπόλοιπο χρόνο είναι απαλλαγμένες από τη βία. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα διεθνώς αυτές οι απαγορεύσεις επιβάλλονται και στο όνομα των «δικαιωμάτων», της «προστασίας των μειονοτήτων» και της «διαφορετικότητας». Επειδή όμως πάντα θα πρέπει να υπάρχει ένας εχθρός, εσωτερικός ή εξωτερικός, πραγματικός ή φαντασιακός, κάποιος πρέπει με τη βοήθεια του Λόγου και να στιγματιστεί.
Ο χαρακτηρισμός του Ισλάμ ως «θρησκείας του μίσους» είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Πέρα από το γεγονός ότι τέτοιες απόψεις αγνοούν την ποικιλομορφία και την ετερογένεια μιας θρησκείας την οποία ακολουθούν 1,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι, όπως και του γεγονότος ότι οι μεγαλύτερες γενοκτονίες έχουν γίνει στο όνομα του χριστιανισμού (της «θρησκείας της αγάπης») τέτοιες αντιλήψεις έχουν φυσικά και πολιτικές απολήξεις. Η μετανάστευση από τις μουσουλμανικές χώρες εκλαμβάνεται έτσι ως απειλή για τις δυτικές κοινωνίες, μιας απειλής που πρέπει πάση θυσία να αντιμετωπιστεί.
Η «Ευρώπη» παρουσιάζεται όχι μόνο ως κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά ανώτερη (η «φυλή» δεν πουλάει πια τόσο πολύ) αλλά δίνεται και η ευκαιρία στη Δεξιά να εμφανιστεί ως υπερασπιστής δικαιωμάτων που παραδοσιακά συνδέονταν με την αριστερά και που η ίδια είχε εναντιωθεί στην υιοθέτηση τους. Στο όνομα λοιπόν των «δυτικών αξιών» επιβάλλονται απαγορεύσεις και περιορισμοί στην ένδυση και την θρησκευτική έκφραση των κοινοτήτων αυτών, που θεωρείται έτσι ότι πρέπει να έχουν λιγότερα δικαιώματα πάνω στο σώμα τους, όπως και παρουσίας στη δημόσια σφαίρα, από τον υπόλοιπο πληθυσμό, στο όνομα ακριβώς του κοσμοπολιτισμού. Στα πλαίσια αυτά επιστρατεύεται και το δικαίωμα στην προσβολή (όπως στην υπόθεση του Charlie Hebdo) ως συστατικού της ελευθερίας του Λόγου.
Δεν χρειάζεται νομίζω να θυμίσω ότι ο φονταμενταλισμός δεν είναι κυρίαρχα θρησκευτικό φαινόμενο αλλά γεννιέται ως αντίδραση στην αποικιοκρατία και τον δυτικό ιμπεριαλισμό, για να εργαλειοποιηθεί στη συνέχεια από αυτές ακριβώς τις δυνάμεις στην προσπάθεια ανάσχεσης της σοβιετικής επιρροής και της ανόδου της αριστεράς στις χώρες αυτές. Από την άλλη όσοι αντιτίθενται στην πολιτική του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων κατηγορούνται αμέσως για «αντισημιτισμό», χαρακτηρίζονται «αρνητές του Ολοκαυτώματος», «υποστηρικτές της τρομοκρατίας» κοκ.
Στα αμερικάνικα κολέγια έχουμε μια όλο και εντονότερη προσπάθεια για την χρήση ενός Λόγου απαλλαγμένου από ρατσιστικές, σεξιστικές και άλλου είδους εκφράσεις που θεωρείται ότι προσβάλουν τις μειονότητες. Οι καθηγητές καλούνται να συμπεριλάβουν «προειδοποιήσεις» στο υλικό τους, αν αυτό μπορεί να «τραυματίσει» ορισμένους από τους φοιτητές τους ή να δυσαρεστήσει μια συγκεκριμένη ομάδα. Αυτή η πολιτική λαμβάνει το χαρακτήρα ανοιχτής καταστολής, διώξεων και αποκλεισμών όσων θεωρείται ότι χρησιμοποιούν «απρεπή» Λόγο, με τους διοικητικούς υπαλλήλους των ιδρυμάτων να καλούνται να εφαρμόσουν τα πειθαρχικά μέτρα. Το πανεπιστήμιο στις Η.Π.Α άλλωστε είναι επιχείρηση και ο πελάτης θα πρέπει να απολαμβάνει το προϊόν που αγοράζει ως μια ευχάριστη εμπειρία.
Στην Ελλάδα, οι αλλεπάλληλες προσπάθειες αναδιάρθρωσης του δημόσιου πανεπιστημίου στοχεύουν και στον περιορισμό της ελευθερίας του Λόγου, προσπάθεια που παρουσιάζεται ως «αποκομματικοποίηση» των ιδρυμάτων, είναι όμως κάτι πολύ περισσότερο. Κατ’ αρχάς όταν μιλάμε για τις σχέσεις εντός του πανεπιστημίου θα πρέπει να ξεκινάμε με την παραδοχή ότι αυτές είναι εξαιρετικά άνισες. Οι καθηγητές, και ιδίως οι πρυτάνεις και οι πρόεδροι τμημάτων είναι κάτοχοι θέσεων εξουσίας, την οποία μάλιστα πολλές φορές χρησιμοποιούν για ίδιους σκοπούς. Ο τρόπος διοίκησης του πανεπιστημίου θέλει οι αποφάσεις να λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες χωρίς την συμμετοχή των φοιτητών, οι οποίοι αποτελούν την τεράστια πλειοψηφία της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Οι τελευταίοι αντιμετωπίζονται όχι ως ενήλικες πολίτες και μελλοντικοί επιστήμονες αλλά ως ά-λογα ανώριμοι έφηβοι, ως παθητικοί ακροατές που δυσκολεύονται να ακολουθήσουν την μεγαλοφυΐα του καθηγητή, μην έχοντας την ικανότητα να αντικρούσουν την άποψη του, γι αυτό και καλό θα ήταν να βγάλουν το σκασμό. Η εκπαίδευση βέβαια, και ειδικά η λεγόμενη «ανώτατη», είναι μια άβολη διαδικασία που αμφισβητεί κατεστημένες ιδεολογίες και κοινωνικά στερεότυπα. Επιπλέον η απουσία ελεύθερου Λόγου στέκεται εμπόδιο στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης, άρα και στην επιστημονική πρόοδο αλλά και αποκόβει ακόμα περισσότερο τα ιδρύματα από την κοινωνία που – υποτίθεται – καλούνται να υπηρετήσουν. Αυτοί που αρνούνται τον διάλογο και την αντιπαράθεση στην ουσία αρνούνται τον έλεγχο των πράξεων τους από την κοινωνία, και εννοώ την κοινωνία ως κοινωνία, ούτε την κυβέρνηση, την Βουλή ή την αγορά. Η απονέκρωση του διαλόγου είναι η επιβολή της σιωπής, της κυριαρχίας της απολυτότητας της κυρίαρχης άποψης.
Βέβαια καμιά κοινωνία δεν επέτρεπε να λέγονται τα πάντα, όμως το ζήτημα δεν είναι νομικό. Η ανεκτικότητα και ο αλληλοσεβασμός δεν είναι πράγματα που επιβάλλονται πειθαρχικά. Η καταστολή και οι απαγορεύσεις στο όνομα της «πολιτικής ορθότητας» στο μόνο που οδηγούν είναι στην ενίσχυση της κρατικής εξουσίας και την στροφή της κοινής γνώμης εναντίον αυτών που υποτίθεται ότι έρχονται να προστατέψουν. Η λύση δεν είναι στην ίδρυση μιας «αστυνομίας της σκέψης», οποιασδήποτε πολιτικής απόχρωσης: ο τρόπος επίλυσης των κοινωνικών αντιθέσεων είναι η εκδήλωση, όχι η καταστολή τους. Ποιο είναι λοιπόν εκείνο που επιτρέπεται να λέγεται; Μπορεί να γίνει ανεκτή η έκφραση σεξιστικών ή ρατσιστικών απόψεων; Η απάντηση είναι κατ αρχάς ναι, αν και νομίζω ότι θα πρέπει εδώ να κάνουμε πρώτα μια διάκριση, βλέποντας ποιο είναι εκείνο το άτομο που εκφέρει αυτόν τον Λόγο.
Η εκφορά τέτοιων απόψεων από μεμονωμένους ιδεολόγους, όσο φυσικά δεν προτρέπουν στην τέλεση αξιόποινων πράξεων, διαφέρει από εκείνον τον Λόγο που εκφέρεται από εκπροσώπους οργανωμένων ομάδων που προτρέπουν στην βία και σε πράξεις μίσους και εκφοβισμού. Και αυτό γιατί ο συγκεκριμένος Λόγος εντάσσεται σε ένα στρατηγικό σχέδιο κατάληψης της εξουσίας, με σκοπό την κατάργηση ή τον περιορισμό αυτών των δικαιωμάτων σε μια μικρή μειονότητα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν θέλουν να πείσουν αλλά να τρομοκρατήσουν, η γλώσσα τους είναι η γλώσσα της βίας. Αντίθετα σε μια απεργιακή περιφρούρηση ή μια φοιτητική κατάληψη το κυρίαρχο δεν είναι ούτε η βία ούτε διακυβεύεται η ελευθερία της έκφρασης όσων διαφωνούν. Διακυβεύεται η εξουσία ή μάλλον διακυβεύεται η εφαρμογή μιας απόφασης για κινητοποίηση που έχει ληφθεί έπειτα από διάλογο και ψηφοφορία, δηλαδή δημοκρατικών διαδικασιών στη βάση.
Η φιλελεύθερη ερμηνεία για το δικαίωμα στην ελευθερία του Λόγου αποτυγχάνει να εξηγήσει τον αντίκτυπο των δομών εξουσίας στην ελευθερία του Λόγου. Και αυτό γιατί σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζουν οι φιλελεύθεροι τα δικαιώματα δεν είναι αφηρημένες και καθολικές έννοιες αλλά έχουν μια υλική βάση, όντας ενσωματώσεις συγκεκριμένων κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Κατανοώντας αυτό ακριβώς η Ρόζα Λούξεμπουργκ διαφοροποιείται από τις σταλινικές και νεοσταλινικές αναλύσεις, οι οποίες σε όλες τους τις εκφάνσεις λανθασμένα υποστηρίζουν ότι ο Μαρξ δεν ενδιαφερόταν να υπερασπιστεί τα «αστικά» ατομικά δικαιώματα και την πολιτική δημοκρατία. Στην πραγματικότητα η πολιτική αντίληψη του Μαρξ ήταν βαθιά ριζωμένη στα ριζοσπαστικά δημοκρατικά κινήματα της εποχής του. Όπως διαβάζουμε και στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος ο ίδιος ήταν της άποψης πως το πρώτο βήμα για την εργατική επανάσταση είναι η ανύψωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάκτηση της δημοκρατίας.
Ως επί το πλείστον, οι αγώνες για δημοκρατικά δικαιώματα – όπως η ελευθερία του Λόγου, η κατάργηση της δουλείας, η καθολική ψηφοφορία, τα δικαιώματα των εργαζομένων και των γυναικών – ήρθαν μετά την αστική επανάσταση. Ήταν δημοκρατικές κατακτήσεις που κερδήθηκαν με λαϊκό αγώνα. Για ορισμένα αριστερά ρεύματα όμως η ελευθερία του Λόγου, όπως και οι άλλες δημοκρατικές ελευθερίες ταυτίζονται με την ελεύθερη αγορά, θεωρούνται ως ιδεολογικό προκάλυμμα για την υπεράσπιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας από την αστική τάξη. Στην πραγματικότητα, η καπιταλιστική αστική τάξη δεν ήταν ποτέ πραγματικά αφοσιωμένη στην ελευθερία του Λόγου και στις άλλες πολιτικές ελευθερίες, αποδεχόμενη με ευχαρίστηση μια μεγάλη ποικιλία αντιδημοκρατικών καθεστώτων, συμπεριλαμβανομένου του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ και του φασισμού. Σε τελευταία ανάλυση, η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής επιτρέπει στους καπιταλιστές να διατηρούν την κοινωνική και οικονομική εξουσία τους ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα.
Για τους υποτελείς ωστόσο η ελευθερία του Λόγου είναι μια κατάκτηση που θα πρέπει να την υπερασπιζόμαστε, και αυτό όχι μόνο επειδή ισχυροποιεί την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στον αγώνα τους για τη χειραφέτησή. Οι δημοκρατικές ελευθερίες και κατακτήσεις δεν είναι μόνο για την εργατική τάξη και τους φίλους της, είναι για όλη την κοινωνία. Μια αριστερά που δεν εμπνέεται, δεν υπερασπίζεται αλλά και δεν εφαρμόζει στην καθημερινότητα της αυτές τις αρχές είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Τα αυταρχικά «σοσιαλιστικά» και «απελευθερωτικά» πειράματα του παρελθόντος, όπου μια πρωτοπορία «φωτισμένων» διανοούμενων καλούνταν να «καθοδηγήσει» μια «αδαή» ακολουθία και να εφαρμόσει τον σοσιαλισμό «από τα πάνω» «προστατεύοντας» την «εργατική εξουσία» από τις «απειλές» οδήγησαν στην εγκαθίδρυση καθεστώτων ανελευθερίας και αστυνόμευσης, στην περιστολή αντί στην διεύρυνση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων έχουν αποτύχει και δεν μπορούν πια να εμπνεύσουν.
Ούτε μπορεί η πρακτική μας, η καθημερινή μας ζωή και ο τρόπος λειτουργίας των οργανώσεων μας, οι μορφές πάλης που επιλέγουμε, να αντιγράφει τον τρόπο λειτουργίας της την σημερινής κοινωνίας, όση «επιτυχία» και αν υπόσχονται τα συγκεντρωτικά και γραφειοκρατικά μοντέλα διοίκησης και λειτουργίας. Αντίθετα θα πρέπει να εμπνέονται και να είναι – έστω και θολές – αντανακλάσεις εκείνου που προτείνουμε ως μελλοντική κοινωνία της ελευθερίας, της ισότητας και της χειραφέτησης. Και αυτό σημαίνει όχι μόνο κριτική της «ηγεσίας» και πλατιά εσωτερική δημοκρατία εντός των κομμάτων, των οργανώσεων, των συνδικάτων και των συλλόγων. Σημαίνει και σεβασμό στο γεγονός ότι ένας εργάτης φυσικά και έχει το δικαίωμα να ταχθεί ενάντια σε μια απεργία, ένας φοιτητής κατά μιας κατάληψης, ένας κάτοικος υπέρ ενός έργου ανάπλασης, χωρίς να χαρακτηριστεί αμέσως ως τσιράκι του εργοδότη, οπαδός της κυβέρνησης, υπάλληλος του εργολάβου, πράκτορας της αστυνομίας κοκ. Ο κομμουνισμός, ως η κίνηση που καταργεί αιώνιες αλήθειες, θα πρέπει όχι μόνο να καταργήσει την άνιση πρόσβαση στην εξουσία που χαρακτηρίζει τις φιλελεύθερες καπιταλιστικές κοινωνίες και περιορίζει αυτά τα δικαιώματα αλλά να εξαφανίσει και ιεραρχίες και ανισότητες μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων.