Έχουν περάσει τρεις ημέρες κι ο κόμπος στο λαιμό δεν φεύγει. Και κάθε λέξη βγαίνει με κόπο. Προηγείται κάθε φορά ένας λυγμός.
Κι ωστόσο πρέπει να μιλήσουμε. Πρέπει. Όχι για να βρούμε ένα δίκιο που διεκδικούμε χρόνια τώρα. Όχι για να ξαναπούμε τις παλιές κατάρες, που δεν έπιασαν. Ούτε για να επαναφέρουμε τις διεκδικήσεις ζωής που δεν ικανοποιήθηκαν.
Αλλά γιατί η εικόνα, τα διαμελισμένα τρένα και τα απανθρακωμένα κορμιά είναι το τώρα μας. Είναι η οργή, η μνήμη και, δυστυχώς, το (κοντινό ελπίζω) μέλλον μας.
Σ’ αυτή την εικόνα είναι όλα. Είναι ο κόσμος μας που σκοτώνει. Που δολοφονεί τα παιδιά του. Είναι οι εργολάβοι των ζωών μας. Οι διαχειριστές της αβελτηρίας μας. Οι εκπορνευτές της καθημερινότητάς μας. Όλη η ιεραρχία των αρχών και των αξιών συμπυκνωμένη και με απίστευτη ένταση. Η ηθική συνείδηση της εποχής μας. Που δεν αφορά μονάχα τους πάνω, αν και πρωτίστως αυτούς.
Οι δολοφόνοι κάθονται σε επίσημες, αναπαυτικές και (σχεδόν) ασφαλείς καρέκλες. Εγώ συναλλάσσομαι, αυτός συναλλάσσεται, εμείς συναλλασσόμαστε, όπως έγραφε και για το άλλοτε ο Μ. Αναγνωστάκης. Ακούμε να μιλάνε γύρω μας για σφάλματα και παραλείψεις, για απουσία ενδιαφέροντος, για εργολάβους και μίζες, για πολιτικούς διεφθαρμένους, για δικαστές και δημοσιογράφους που είναι στο παιχνίδι. Καθένας άνθρωπος έχει να πει μια δική του ιστορία. Η οποία καταλήγει, στο: έτσι είναι ο κόσμος, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Κι ακόμη χειρότερα, κοίτα εσύ να τη βολέψεις.
Όχι, κάτι θα γίνει, θα δεις. Όχι, κάτι να κάνουμε όλοι. Όχι.
Έτσι μένουμε μόνοι να μηρυκάζουμε το ανέφικτο. Καθένας σε έναν κόσμο ατομικό και ξεχωριστό.
Αν υπάρχει μια παρηγοριά, η όποια, σε τέτοιες εποχές και σε τέτοια συμβάντα, είναι γιατί ίσως μπορεί να μας κάνουν να αισθανθούμε συλλογικά και να συναισθανθούμε τα μερίδα των ευθυνών. Των άλλων και τα δικά μας. Μας κάνουν να ξαναδούμε την εικόνα του καπιταλιστικού μας κόσμου όπως είναι. Ακριβώς όπως είναι. Χωρίς τα παραμορφωτικά γυαλιά της καθημερινότητας, της σκοπιμότητας, της δημοσιογραφικής και άλλης στρέβλωσης. Να βάλουμε τα παιδιά μας στην εικόνα αυτή. Ίσως να κατανοήσουμε πως το να παλεύεις για δίκαιες υποθέσεις δεν είναι δουλειά κάποιων ταγμένων, σχεδόν επαγγελματιών του είδους. Το να λες όλοι ίδιοι είναι και να μη διακρίνεις τις διαφορές, και να μην εκτιμάς και υποστηρίζεις την αναμέτρηση με το κακό, δεν είναι αντίσταση, αλλά συμμετοχή, έγκλημα δια παραλείψεως τελούμενο, που λένε τα ποινικά.
Δεν πρόκειται για το ανθρώπινο λάθος, είτε αυτό αφορά το σταθμάρχη της Λάρισας, είτε αφορά τον υπάλληλο του υπουργείου, είτε τον υπάλληλο υπουργό, είτε τον καθημερινό μας ωχαδελφισμό. Είναι ακριβώς όπως το είπε κάποιος, έλλειψη σχεδιασμού και πρόνοιας, που επιτρέπει το ανθρώπινο λάθος. Είναι η απουσία μας που επιτρέπει την παρουσία των άλλων.
Δεν είναι οι κυβερνήσεις των ανίκανων (και των ικανών που τους υποστηρίζουν), μόνο, είναι οι υποστήριξη των ανίκανων και η παράδοση σε αυτούς. Κι αυτοί ενθαρρυμένοι από την απουσία μας και από τους παρασκηνιακούς υποστηρικτές-εργολάβους (και παντός τύπου ολιγάρχες), νομίζουν πως έχουν εξουσιοδοτηθεί να δολοφονούν. Είναι η κανονικότητα της ζωής τους.
Δεν είναι η δική μας!
Δεν μπορεί να είναι η δική μας!
Σ’ αυτή την εικόνα, των απανθρακωμένων παιδιών μας και των λιωμένων βαγονιών, περιλαμβάνονται οι κυβερνήσεις, τα μνημόνια, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι δικαστές και οι δημοσιογράφοι της διαπλοκής (συνειδητής ή μη, τι σημασία έχει;), περιλαμβάνονται η αδράνεια και ο ατομισμός, περιλαμβάνεται ο καπιταλισμός που σκοτώνει τα παιδιά (το μέλλον μας) γιατί δεν μπορεί να επιβιώσει αλλιώς.
Αυτή τη φορά το έγκλημα έχει ονόματα, έχει αίτιους και έχει αποδείξεις. Τα τέρατα έχουν πρόσωπα και φωτογραφίζονται καθημερινά, σε πόζα κυρίαρχου.
Δεν είναι σύμβολα αυτά. Είναι κυριολεξίες!..