«λείπουν οι χρήσιμοι άνθρωποι,
οι βλαβεροί είναι πολλοί,
οι μεταπράτες,
οι λαγουμιτζήδες…
Χαρακτήρες κομματιασμένοι, φοβισμένοι, υποταγμένοι, αγορασμένοι»
Μέρες, Γ. Σεφέρης, επίκαιρα λόγια στο ημερολόγιο του για την τότε πολιτική ηγεσία.
Πολιτικοί λαγουμιτζήδες
Είμαστε ήδη εντός μιας ιδιόμορφης και μακρόχρονης ιστορικής περιόδου αντιδραστικών πολιτικών γεγονότων και μαζικών εργατολαϊκών εκρήξεων με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Οι «μάζες» από ένστικτο, «μυρίζονται» το νέο τοπίο, αναγνωρίζουν το ζοφερό αύριο που ετοιμάζουν η EE, το ΔΝΤ, οι ιμπεριαλιστές, η ντόπια πλουτοκρατία και τα κόμματά της.
Γι’ αυτό και δεν προκαλούν έκπληξη – απλά επιβεβαιώνουν την πιο πάνω εκτίμηση – ακόμη και τα δημοσκοπικά τα αποτελέσματα πρόσφατης δημοσκόπησης (ETERON Μάρτιος 2023). Το δείγμα ήταν 4.182 άνδρες και γυναίκες άνω των 17 ετών.
• Το 87,2% τάσσεται υπέρ του κοινωνικού κράτους.
• Το 64,5% των πολιτών θεωρεί πως «Το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει περισσότερο στην ελληνική οικονομία για να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης».
• Να σημειωθεί πως ακόμη και στους οπαδούς της ΝΔ το ποσοστό ανέρχεται στο 45%!
• Ταυτόχρονα δε το 57,1% θεωρεί πως συγκεκριμένα οι ιδιωτικοποιήσεις είναι «κακό», (ανάμεσα τους το 19,2% των οπαδών της ΝΔ).
• Μόνο δε το 26,9% πιστεύει πως «oι ιδιωτικές επιχειρήσεις αποτελούν τον κύριο τρόπο για να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης».
• Η «έκπληξη» όμως είναι πως μόνο το 24,1% απαντά με σιγουριά πως ο καπιταλισμός είναι κάτι καλό!
Τα παραπάνω δείγματα – συμπεράσματα της δημοσκόπησης κονιορτοποιούν την άποψη περί του «ανώριμου λαού». Άποψη που περιρρέει στις ηγεσίες τόσο των αστικών όσο και των αριστερών κομμάτων. Άποψη βαθιά αντιδημοκρατική που υποδηλώνει υποτίμηση του λαού.
Η ηγεσία του πλήρως και οριστικά μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ αντί να κεντράρει προεκλογικά σε αυτά τα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που απασχολούν το λαό επιλέγει ως κεντρικό προεκλογικό μοτίβο τον αντιμητσοτακισμό, ορθότερα το δεξιό αντιμητσοτακισμό.
Χαρακτηρίζει το Μητσοτάκη καθεστώς. Αλλά το καθεστώς είναι το αλγεβρικό άθροισμα της κυβέρνησης, του στρατού, της δικαιοσύνης, της αστυνομίας, της βουλής, του τραπεζικού συστήματος.
Ο Μητσοτάκης είναι ένας νεοφιλελεύθερος πολιτικός και γι’ αυτό επικίνδυνος για τα λαϊκά συμφέροντα και δικαιώματα. Γιατί είναι ο νεοφιλελευθερισμός η βασική, η κύρια επιλογή της άρχουσας τάξης, ως μορφή και περιεχόμενο διαχείρισης της αστικής πολιτικής, του αστικού καθεστώτος.
Η ακροδεξιά και ο νεοφασισμός είναι οι «ροπαλοφόροι Ηρακλείς του στέμματος», το μέσο για τη διατίμηση του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη της εργατικής τάξης, η επιλογή μονοπωλίων που δεν μπορούν να συναγωνιστούν τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μεγαθήρια και γι’ αυτό αναζητούν τον κρατικό προστατευτισμό αντί του κοσμοπολιτισμού των κάθε λογής κυρίαρχων πολυεθνικών.
Εξ ου – γιατί αποτελούν δευτερεύον πολιτικό αστικό εργαλείο – και η πολιτική περιορισμού εντός προκαθορισμένων μικρομεσαίων και προβληματικών ορίων όχι μόνο της Χρυσής Αυγής αλλά και των «Ελλήνων» ( προσχεδιασμένη απόσχιση βουλευτών λίγες ημέρες προ των εκλογών) ώστε να περιοριστούν στον προκαθορισμένο ρόλο.
Όταν λοιπόν έχεις επιλέξει να υπηρετήσεις το καθεστώς, όταν το δείχνεις μάλιστα ποικιλοτρόπως (υπερψήφιση της εισόδου Νορβηγίας, Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, ταξίδι συμβολικής επαφής με το γερμανό καγκελάριο, μούγγα για το χρόνο εργασίας, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις και τα δημόσια αγαθά πλην των μη κερδοφόρων ιδιωτικοποιήσεων που διεθνώς επιστρέφονται στο κράτος κ.α.), ε, τότε αυτό που μένει είναι η φιλολογία για «το σάπιο καθεστώς Μητσοτάκη» οι ανούσιες, επικίνδυνες προσωποποιημένες αντιπαραθέσεις που καθηλώνουν, εκτρέπουν και παραμορφώνουν τη λαϊκή συνείδηση.
Φυσικά ο Μητσοτάκης παίρνει την πάσα και θέτει ως βασικό εκλογικό δίλημμα, ως δίλημμα των διλημμάτων Μητσοτάκης ή Τσίπρας, Τσίπρας ή Μητσοτάκης!
«Κρίμα να μην υπάρχουν άλλοι άνθρωποι πιο γενναίοι για ένα τέτοιο λαό, μας θυμίζει πάλι ο Σεφέρης στο επίκαιρο ημερολόγιο του.
Σε μια νέα εποχή με παλιά συνείδηση ακόμη;
Οι «μάζες» ως γνωστό γεννούν δεκάδες μορφές ενεργού δράσης, βρίσκουν και εφευρίσκουν εκατοντάδες εκφράσεις πρωτόβουλης αντίστασης, μηχανεύονται και σκαρφίζονται χιλιάδες τρόπους αντιμετώπισης των έκτακτων συνθηκών καθώς η ανάγκη που γεννά τη θέληση και την επιθυμία για αποτροπή της επίθεσης, για αλλαγή πολιτικής σε όφελος του λαού, για βελτίωση της ζωής του, είναι τρομερή.
Εξ ου και οι κατά κύματα αγώνες. Αγώνες που έδειξαν τη λαϊκή διάθεσή για πάλη, για θυσίες.
Ωστόσο οι αγώνες αυτοί – συνειδητοί και αυθόρμητοι μαζί – δεν συνοδεύονται από τη συνείδηση για τα αίτια της κατάστασής, για την τακτική, τις μορφές και τα μέσα εκπλήρωσης των στόχων τους, για το διπλό χαρακτήρα της εποχής – επαναστατικό και αντιδραστικό μαζί – για την ιστορική σύγκρουση που ωριμάζει, για τους στρατηγικούς σκοπούς.
Στην ουσία, οι λαϊκές δυνάμεις ζούμε και αγωνιζόμαστε σε μια νέα εποχή, σε μια νέα περίοδο, με τη συνείδηση και τις μορφές της παλιάς με κάποιες βελτιώσεις.
Οι «μάζες» ως γνωστό διαθέτουν πολιτικό αισθητήριο όχι όμως και πολιτική πυξίδα.
Γι’ αυτό και ενώ το λαϊκό κίνημα εμφανίζεται με τη μορφή της πλημμυρίδας, πότε το 2009, πότε από το 2010 ως το 2015, πότε με το δυστύχημα- δολοφονία των Τεμπών και πότε με τις πανελλαδικές απεργίες, και πότε δημοσκοπικά, μετά έρχεται η άμπωτη με όλα τα επακόλουθα.
Επομένως η θεωρία «ν’ αφήσουμε τον κόσμο να διαλέξει», η αντίληψη πως μόνο ο λαός θα σώσει το λαό δίχως την καθοριστική, την κρίσιμη, την αποφασιστική παρέμβαση της πολιτικής πρωτοπορίας, ισοδυναμεί με το να τον αφήσουμε, στην ύπνωση των MME, στα χέρια των παπάδων και των νεοσκοταδιστών, στα νύχια των εκμεταλλευτών του. Η δε χαρούμενη, «αριστερούτσικη θεωρία» ότι ο κόσμος έχει πάντα δίκιο είναι ιστορικά αδικαίωτη, πολιτικά μυωπική και ατελέσφορη.
Ο «κόσμος» έχει δίκιο μόνο όταν έχει στόχους χειραφέτησης, βλέπει καθαρά, οργανώνεται για τους στόχους του, εξεγείρεται. Αλλιώτικα γίνεται «κρέας στα κανόνια», θυσία στις αγορές, εξαγοράσιμη ύλη των εκμεταλλευτών, στρατός προθύμων.
Και γι’ αυτό το σκοπό πάντα – αλλά και ειδικά σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές – το λόγο έχουν οι πρωτοπόρες δυνάμεις.
Δυνάμεις που φαίνονται όμως αδύναμες ακόμη να ενώσουν, να προσανατολίσουν και να εμπνεύσουν, «να σηκώσουν λίγο ψηλότερα».
Η αντικειμενικά αναγκαία προσπάθεια που ξεκίνησε θα συνεχιστεί
Από την πλευρά της ελληνικής αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων – ερεισμάτων της, ειδικά μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η κατάσταση δείχνει μια εντεινόμενη επιθετικότητα, μια σκλήρυνση της γραμμής σαν συνέχεια της προηγούμενης στάσης της απέναντι στο εργατολαϊκό κίνημα (λιτότητα και καταστολή), αλλά κυρίως σαν προετοιμασία της συνολικής αντιδραστικής πλευράς ενόψει του τέλους των ειδικών μέτρων δανεισμού για το δημόσιο χρέος και της σχεδιαζόμενης συνταγματικής ανατροπής- αναθεώρησης.
Γι’ αυτό και καλλιεργεί, με όχημα τη Χρυσή Αυγή, ένα κλίμα παραβίασης εκ μέρους της ακόμη και της δικής της αστικής νομιμότητας για να βγάλει «εκτός νόμου» την ταξική πάλη.
Ειδικά τα γεγονότα γύρω από την συμμετοχή της ΧΑ στις επόμενες εκλογές, οι πρωτάκουστες και απροκάλυπτες κυβερνητικές επεμβάσεις στον πυρήνα της τρίτης αστικής θεσμικής εξουσίας, της Δικαστικής, αλλά και η ίδια η ακροδεξιάς κατεύθυνσης πολιτική ιδεολογία της πλειοψηφίας των μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου που επεμβαίνει αντιδραστικά και μικροκομματικά σε θεμελιώδη ζητήματα λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τη συνολική μετατόπιση δεξιότερα του πολιτικού συστήματος μέσα από ένα όργιο οπαδικών εκλογικών μεταγραφών, προδιαγράφει την επαύριον των πολιτικών εξελίξεων.
Ναι, η αστική τάξη φαίνεται και είναι πολύ πιο συνειδητή για τα καθήκοντά της.
Ωστόσο, βρίσκεται στη δύνη μιας πολύχρονης και βαθιάς πολιτικής κρίσης.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, στην ουσία η πολιτική διαχείριση του πολέμου και η οικονομική στασιμότητα, διαταράσσουν την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της επί της εργατικής τάξης, επί των μεσαίων στρωμάτων, ακόμη και επί τμημάτων της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης. Κι αυτό γιατί η μεσαία και μικρή αστική τάξη συνθλίβονται κάτω από το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους, που σημαίνει πέρασμα ενός μέρους των κερδών σε όφελος των ξένων πολυεθνικών και του τραπεζικού κεφαλαίου.
Για όλα αυτά και το μεταπολιτευτικό 85% των αστικών κομμάτων καθηλώνεται εδώ και χρόνια στο συνολικό 60 – 65% με επιμέρους μάλιστα χωριστά αστικά κόμματα.
Αλλά και στο ίδιο το εσωτερικό των αστικών κομμάτων εκδηλώνονται ισχυρότατες αντιθέσεις.
Και αυτή η αστάθεια θα συνεχίζεται μέχρι την τελική αναμέτρηση.
Όλα αυτά συνθέτουν την υλική, την πραγματική βάση για τη συνέχιση της προσπάθειας μας.
Μιας προσπάθειας που ξεκίνησε:
• κατά πρώτο με την Πρωτοβουλία Διαλόγου και Κοινής Δράσης για την άμεση, την τακτική πολιτική πρόταση,
• κατά δεύτερο με τη συνένωση, ως πρώτο βήμα σε μια «μεγάλη πορεία προς το μέτωπο», της ΑΡΑΝ με το Σύγχρονο κομμουνιστικό Σχέδιο όχι ως πολιτική αριθμητική πρόσθεση αλλά ως αλγεβρική πράξη που σκοπεύει σε μια νέα στρατηγική ποιότητα, και
• κατά τρίτο με τη συμβολή μας στην καθημερινή πράξη, στο τρέχον εργατολαϊκό κίνημα.
Η αντικειμενικά και ιστορικά αναγκαία αυτή προσπάθεια έφτασε ως ένα όριο επειδή ο βαθμός επάρκειας, συγκρότησης και αυτοτέλειας της σύγχρονης κομμουνιστικής στρατηγικής, της επαναστατικής τακτικής, των υποκειμένων τους και στα τρία επίπεδα, (Κόμμα, Μέτωπο, Κίνημα), οι δεσμοί μας με όλα τα βασικά τμήματα και κλάδους της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας, είναι ατελείς. Χρωματίζονται βασικά από την παλιά κατάσταση με παράλληλες λεπτές δέσμες νέων ιδεολογικών και πολιτικών αποχρώσεων. Επειδή η σύγχρονη χειραφετητική πολιτική βρίσκεται μεν σε γόνιμο αναστοχασμό, παραμένει όμως εν πολλοίς ατεκμηρίωτη παρά την εναρκτήριο ουσιαστική προγραμματική συζήτηση με καθαρή και συντροφική τοποθέτηση απόψεων και ρευμάτων.
Ο θεμέλιος λίθος, το πολύτιμο λάβαρο αυτού του εγχειρήματος είναι η προώθηση μιας νέας κομμουνιστικής πρότασης, αλλά και μιας ευρύτερης μετωπικής πολιτικής που μπορεί να εκφράσει τη σύγχρονη εργατική χειραφέτηση και κάθε παλιά ή νεότερη επαναστατική κριτική και πρακτική, από τη σκοπιά μιας επιτακτικής τομής μέσα στην αναντικατάστατη επαναστατική συνέχεια του μαρξιστικού κινήματος.
Η συνειδητοποίηση της κατάστασης και των ευθυνών όλων μας και η βαθιά και ουσιαστική ενίσχυση της ενότητας μας είναι αναγκαία και επιτακτική προϋπόθεση για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στους άμεσους σκληρούς αγώνες που έχουμε μπροστά μας, αλλά και στις βαθύτερες επαναστατικές δυνατότητες της νέας κατάστασης.
Μήπως αυτό δεν είναι άλλωστε, και το κεντρικό πρόβλημα του συνδυασμού της στρατηγικής με την τακτική;