Διάχυτη χαρά
Τέτοια διάχυτη χαρά από εκλογικά αποτελέσματα είχαμε να νοιώσουμε από το δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015. Από το υπερήφανο 61% του ελληνικού λαού την πολιτική διαχείριση του οποίου η ηγεσία του ΚΚΕ την εκχώρησε στο ΣΥΡΙΖΑ υπερηφανευόμενο μάλιστα πως «δικαιώθηκε» η πρόβλεψη του επειδή τελικά ένα σοσιαλδημοκρατικό – τότε- κόμμα (ο ΣΥΡΙΖΑ) προσαρμόστηκε πλήρως στις επιταγές της τρόικα! (Λες και η συνολική εκχώρηση της διαχείρισης μιας πολιτικής μάχης στις ρεφορμιστικές δυνάμεις θα μπορούσε να είχε διαφορετική κατάληξη.)
Η χαρά λοιπόν είναι πολιτικά πολύχρωμη λαϊκή χαρά που διαρκεί (ακόμα).
Κι αυτό επειδή η ΝΔ ενισχυόταν αδιατάρακτα αν και όλα αυτά τα χρόνια πήρε εξαιρετικά επώδυνα μέτρα σε βάρος των αναγκών και δικαιωμάτων της νεολαίας και του λαού.
Το ίδιο συνεχίστηκε και στις πρώτες εκλογές του Οκτώβρη.
Στις δεύτερες όμως οι ανατροπές, ειδικά στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη και στη Θεσσαλία, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο φαινόμενο, δεν είναι ευκαταφρόνητες.
Η ήττα επίσης στις πέντε περιφέρειες των προτεινόμενων από την κυβέρνηση υποψηφίων από αιρετικούς νεοδημοκράτες δεν είναι να το παραβλέπεις. Αν μάλιστα πάρει κανείς υπόψη του πως όλα τούτα συμβαίνουν σε πολιτικές συνθήκες κατά τις οποίες το αστικό δικομματικό πολιτικό σύστημα είναι κουτσό στο ένα του ποδάρι λόγω της φθοροποιού κατάστασης και της εικόνας παρακμής στην οποία έχει περιπέσει ο ΣΥΡΙΖΑ τότε η πολιτική αυτή συμπεριφορά των λαϊκών δυνάμεων χρήζει προσοχής.
Το εκλογικό αποτέλεσμα της δεύτερης Κυριακής δεν συνιστά φυσικά ένα ιστορικό παράδοξο.
Συνιστά όμως μια σοβαρή διαταραχή του προκατασκευασμένου υπερφίαλου «λόγου» της μητσοτακικής ηγεσίας της ΝΔ.
Αλλά έως εκεί.
Πολιτική ρωγμή σε συνθήκες ιστορικών εξελίξεων και κρίσης εκπροσώπησης
Αν ψάξει κανείς θα δει πως σε συνδυασμό με τους «αντάρτες» στην ουσία η ΝΔ ενισχύθηκε. Οι «αντάρτες» κινούνται εντός των πολιτικών ορίων της.
Ενισχύθηκε με μια ορατή πλέον πολιτική ρωγμή που μπορεί να κλείσει υπέρ της ή να διευρυνθεί σε βάρος της, ανάλογα με τη παρέμβαση της Αριστεράς.
Στην πραγματικότητα, επειδή δεν υπάρχει ακόμη εκείνος ο πολιτικός λόγος που να αποκαλύπτει τα βαθύτερα γενεσιουργά αίτια της εφαρμοζόμενης κανιβαλικής πολιτικής της κυβέρνησης της ΝΔ και των απανταχού κυβερνώντων, να τα συνδυάζει με μια άμεση πολιτική φιλολαϊκής εξόδου που να ενώνει και να εμπνέει και ταυτόχρονα να τα συνοδεύει από το πολιτικό υποκείμενο που θα τον υλοποιήσει, οι λαϊκές δυνάμεις στράφηκαν εναντίον αυτού που σε πρώτο πλάνο ενσαρκώνει την αντιλαϊκή πολιτική που νοιώθει στο πετσί του, δηλαδή εναντίον της μητσοτακικής αυθαιρεσίας (π.χ. Αθήνα).
Αυτή η πολιτική πράξη παραμένει ακόμη στην επιφάνεια των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων (με ορισμένες εξαιρέσεις φυσικά).
Κι αυτό παρόλο που την τελευταία δεκαετία έχουν λάβει χώρα τέτοιας ποιότητας κοινωνικές, γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, τέτοιας έκτασης ιστορικού χαρακτήρα δομικές αλλαγές, ώστε στερεότυπα, αντιλήψεις και δεδομένα αναταράσσονται ή και ανατρέπονται.
Παρόλο που ισχυρές, στέρεες πολιτικές ταυτότητες που ίσχυαν την μεταπολιτευτική κυρίως περίοδο, ακόμη και ισχυρές οικογενειακές πολιτικές παραδόσεις, δίνουν τη θέση τους σε ρευστές συμπεριφορές αξιοπρόσεκτων τμημάτων του ελληνικού λαού, κάτι σαν κινούμενη πολιτική άμμος. Κινούμενη άμμος εντός όμως «της ερήμου», της αστικής πολιτικής, με ελάχιστες εξαιρέσεις να δραπετεύουν προς σύγχρονες αριστερές αναζητήσεις εργατικής πολιτικής και σύγχρονης κομμουνιστικής αναφοράς.
Αυτή η ρευστότητα επιδρά παντού. Ακόμη και στο ΚΚΕ εμφανίστηκαν φαινόμενα αποστοίχισης από το λευκό και άκυρο στη β’ Κυριακή.
Το επικαθορίζον ζήτημα αυτής της κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής αφορά όμως ιδιαιτέρως τα αστικά πολιτικά κόμματα που τα οδηγεί να πάλλονται ανάμεσα σε ένα πρωτοφανές ελάχιστο (π.χ. στο 4,5% το ΠΑΣΟΚ το 2015, ή στο 18% η ΝΔ το 2012) και σε ένα ολοένα και μειούμενο μέγιστο.
Στην πραγματικότητα πρόκειται περί κρίσης αντιπροσώπευσης μιας κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών και ελαχιστοποιημένων στρατηγικών στόχων.
Φυσικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης είναι η αποχή να αποκτά ιστορικά ανέκδοτα χαρακτηριστικά για την Ελλάδα με την πρωτοφανή συρρίκνωση της στις εκλογές της πρώτης αλλά και ειδικά της δεύτερης Κυριακής των εκλογών του Οκτώβρη του 2023.
Όταν η αποχή υπερβαίνει το 40, το 50% και φτάνει στο 70% τότε με ποιο δικαίωμα αντιμετωπίζουμε την αποχή ως κάτι συνηθισμένο που συμβαίνει λίγο πολύ πάντα; Εν προκειμένω για ποια αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία μιλάμε;
Για όλους αυτούς τους λόγους, εκείνο που συνιστά σε πρώτο επίπεδο τη λαϊκή χαρά για τα αποτελέσματα, ταυτόχρονα συνιστά και αποκαλύπτει την ανάγκη για ουσιαστικά θετικά άλματα στην πολιτική της μαχόμενης Αριστεράς.
Στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη η σοβαρή ενδυνάμωση των ενωτικών ψηφοδελτίων που στηρίχτηκαν και από τη νέα Αριστερά εργατικής στόχευσης και σύγχρονης κομμουνιστικής επαγγελίας, η νίκη στους πέντε μεγάλους Δήμους της χώρας που κέρδισε η Λαϊκή Συσπείρωση, συνθέτουν ένα κοινωνικό πάζλ φωτεινό, αισιόδοξο, αλλά και αντιφατικό, ατελές, αδύναμο ακόμη.
Βαρύνουσα σημασία για το εγχείρημα μας αποκτούν τα αποτελέσματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Η πολιτική πορεία που προωθήθηκε, η προώθηση δηλαδή της πολιτικής μιας προγραμματικής συγκέντρωσης δυνάμεων με αναγνωριζόμενο ως ηγεμόνα στην πράξη και όχι a priori τη σύγχρονη και υπό συγκρότηση επαναστατική Αριστερά και σύμμαχο τη μαχόμενη μεταρρυθμιστική αποτελεί μονόδορμο.
Ξανά το ιστορικό ζήτημα για τη σχέση μας με τη μεταρρυθμιστική Αριστερά
Στην επερχόμενη πολιτική διαδρομή αυτή το ζήτημα της σχέσης κομμάτων εργατικής αναφοράς και επαναστατικής στόχευσης με το ρεφορμιστικό ρεύμα θα τεθεί με τους αναδιαμορφωμένους πολιτικούς όρους.
Η μεταρρυθμιστική (ρεφορμιστική) Αριστερά εμφανίστηκε μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα με το ΠΑΣΟΚ.
Αλλά το ΠΑΣΟΚ γρήγορα μετατοπίστηκε από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία προς τα αστικά μεταλλαγμένα σοσιαλιστικά κόμματα, από το ΠΑΣΟΚ του ζιβάγκο στο ΠΑΣΟΚ της γραβάτας.
Στη θέση του εμφανίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Από το 2004 που εμφανίστηκε στην Ελλάδα, ως το 2015 – 16 πέρασαν δεν πέρασαν έντεκα χρόνια. Τόσα χρόνια χρειάστηκαν για να αρνηθεί οριστικά την Αριστερή του (ευρωκομουνιστική) καταγωγή και να περάσει στο χώρο των κλασσικών αρχηγικών αστικών κομμάτων.
Έχουν λοιπόν περάσει μόλις 6 χρόνια από τότε, από τις 8 Μάη του 2016, όταν ο Α. Τσίπρας, επέλεγε να κόψει κάθε γέφυρα με το αριστερό του παρελθόν.
«Το κόμμα πλέον απευθύνεται σε ευρύτερα ακροατήρια και όχι σε ένα αριστεροχώρι» τόνιζε στην τότε ομιλία του Μάη του 2016 στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ με πρωτάκουστη περιφρόνηση ο Τσίπρας ανεμίζοντας μάλιστα ως το νέο μανιφέστο το συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο των Κατρούγκαλου – Πετρόπουλου.
Τι κι αν «το γραφικό αριστεροχώρι» ήταν η σαφής και συγκεκριμένη μήτρα που του έδωσε την ευκαιρία να διεκδικήσει τον δήμο Αθηναίων, να αναλάβει τα ηνία του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν η βάση της πολιτικής του εκτόξευσης;
Η απόφαση είχε ληφθεί.
Τέτοια περιφρόνηση, τέτοια απαξίωση, της κοινωνικής και πολιτικής ελληνικής Αριστεράς («αριστεροχώρι»), προς τους πολυάριθμους ανώνυμους και επώνυμους αγωνιστές δεν είχε τολμήσει έως τότε ουδείς.
Ωστόσο αυτό πέρασε τότε στο ντούκου, ελάχιστοι προσλάμβαναν τα λεχθέντα με το πραγματικό τους πολιτικό νόημα. Στην πραγματικότητα δεν άκουγαν, ή μάλλον άκουγαν όχι τα λεχθέντα στο αληθινό τους νόημα αλλά μετασχηματισμένα σε αυτά που επιθυμούσαν να ακούσουν.
Με ανάλογο έντεχνο τρόπο όλα άλλαζαν.
Το πολιτικό σύνθημα – στόχος για «κυβέρνηση της Αριστεράς» που τέθηκε το 2012 και συνέτεινε στην εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ αντικαθίσταται τον Ιούλιο του 2014 – δυο μόλις χρόνια μετά- με το στόχο για «Κυβέρνηση που θα εκφράζει τη μαχόμενη κοινωνία, που θα διακρίνεται για την προσήλωσή της στο μεγάλο στόχο της κοινωνικής σωτηρίας.» («Real News», 24 Αυγούστου του 2014)
Η κυβέρνηση της Αριστεράς έγινε «κυβέρνηση σωτηρίας», αργότερα «προοδευτική κυβέρνηση».
Αλλά και πάλι ελάχιστοι προσλάμβαναν το πραγματικό, ελάχιστοι το αξιολόγησαν.
Οι περισσότεροι εξακολουθούσαν να μεταφράζουν το λεχθέν σε «κυβέρνηση της Αριστεράς», σε αυτό το επιθυμητό και όχι το πραγματικό.
Το ίδιο και με το στόχο «καμιά θυσία για το ευρώ» (σύνθημα που διευκόλυνε το λαϊκό κίνημα). Σε λίγο διάστημα αντικαθίσταται με το «πάση θυσία στο ευρώ και στην ΕΕ». Το ίδιο και με το «διάλυση του ΝΑΤΟ» που έδωσε (αργότερα) τη θέση του στην ψήφιση της διεύρυνσης του με Σουηδία – Φιλανδία.
Στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού και ακόμη μεγαλύτερο μέρος από το κοινωνικό «σώμα της Αριστεράς», μεταρρυθμιστικό και μη, ζούσε τότε (εκεί γύρω στο 12-17) σε μια κατάσταση ψευδαίσθησης, σε μια κατάσταση αυταπάτης. Η απότομη επιδείνωση της θέσης των λαϊκών στρωμάτων τα περιόριζε στην απαίτηση μόνο για την άμεση και όπως – όπως αναχαίτιση αυτής της πορείας, σε ένα είδος πανικόβλητης απαίτησης για εδώ και τώρα φρένο, μια ανάσα και βλέπουμε.
Αλλά οι ψευδαισθήσεις, οι αυταπάτες και ο πανικός δεν μπορούν να καθορίζουν την εργατική πολιτική.
Η ψευδαίσθηση, εξάλλου, δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από την ανακριβή αντίληψη αυτού που εκλαμβάνουμε ως αυτονόητα γνωστό και σωστό παρά τα μειωμένα πραγματικά δεδομένα και ερεθίσματα.
Η δε αυταπάτη είναι η ψευδής πεποίθηση που προέρχεται από φαντασιοπληξία, ψέμα, εξαπάτηση, συνοδευόμενες από την αδυναμία πρόσληψης του οπουδήποτε αντεπιχειρήματος και από μια απόλυτη πίστη – βεβαιότητα – προσκόλληση στο προφανώς αναληθές.
Έτσι ή αλλιώς όμως οι ψευδαισθήσεις και αυταπάτες αποτελούν μέρος της πραγματικότητας, συχνά καθορίζουν συμπεριφορές.
Οι άνθρωποι, όπως είναι λογικό, προτιμούν το βατό και όχι δύσβατο δρόμο της ζωής (εκτός και αν δεν μπορούν να πράξουν διαφορετικά).
Κι έτσι πίστεψαν (όπως και όσο πίστεψαν ) στο βατό δρόμο του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ.
Και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.