Το κείμενο που ακολουθεί είναι εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Χλιουνάκη Ικάρια πτήση (εκδόσεις Τόπος).
1. Για το βιβλίο και τη σημασία του.
Η συμπλήρωση των 100 χρόνων από την προλεταριακή, σοσιαλιστική επανάσταση, αναμοχλεύει μια συζήτηση που ποτέ δεν σταμάτησε. Και η οποία εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια έχει δύο σκέλη, αλληλένδετα: Πρώτο, γιατί νίκησε. Δεύτερο, γιατί έχασε.
Φέρνει, συνεπώς, στο προσκήνιο μια σειρά αναζητήσεις σχετικά με τις συνθήκες και τους όρους που εκδηλώθηκε και νίκησε, τους όρους της εγκατάστασης μιας άλλου τύπου εξουσίας, και δυνητικά κοινωνίας, τις μεγάλες κατακτήσεις του σοβιετικού λαού, την πολλαπλή επίδραση της στον κόσμο, την πορεία του εκφυλισμού της και εν τέλει την ήττα της.
Το εγχείρημα αυτού του βιβλίου μοιάζει απλό. Ως προς τη σύλληψή του, τουλάχιστον. Αλλά διαβάζοντάς το ανακαλύπτεις πόσο δύσκολο εγχείρημα είναι και πόσο μεγάλος κόπος έχει καταβληθεί.
Διότι από χιλιάδες γεγονότα ο συγγραφέας πρέπει να επιλέξει. Και πρέπει να επιλέξει με σεβασμό στο γεγονός, που συνιστά από μόνο του ένα τεράστιο ιστορικό εγχείρημα, με σεβασμό στην ιστορική μνήμη, με σεβασμό στα πρόσωπα του δράματος, αλλά και ταυτόχρονα με την διάθεση να προβάλει τις σκοτεινές ή σκιερές όψεις, οι οποίες μπορούν καλύτερα να φωτίσουν τα όσο ακολούθησαν και την σημερινή κατάληξή τους.
Μιλώντας για τους πρωταγωνιστές, τους «τρωτούς» ανθρώπους, αποκαθιστά μια κανονική, δηλ. μη λατρευτική σχέση μαζί τους. Τώρα μπορούμε να τους δούμε καλύτερα και να τους κρίνουμε επίσης, χωρίς να κινδυνεύουμε από το ανάθεμα.
2. Το μέτρο είναι η χειραφέτηση του κοινωνικού ατόμου
Στο βιβλίο ερευνώνται οι βασικές αιτίες που οδήγησαν στην ήττα.
Από ποιά σκοπιά οφείλουμε να δούμε και να μετρήσουμε αυτό το τεράστιο εγχείρημα;
Από τη σκοπιά της πλήρους χειραφέτησης του κοινωνικού ατόμου. Αυτό, και όχι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ορίζουν τον σοσιαλισμό.
Κι όμως το σύνθημα: σοσιαλισμός ίσον εξηλεκτρισμός συν σοβιετική εξουσία, αντικατέστησε στα χρόνια που ακολούθησαν την βασική επιδίωξη, την κατάκτηση του βασιλείου της ελευθερίας.
Ακούγεται με δραματική ένταση το ερώτημα που έθεσε ο σπουδαίος Ούγγρος μαρξιστής Ίστβαν Μεσσάρος, σε άρθρο–ομιλία του το 1977 («Πολιτική εξουσία και διαφωνία στις μετεπαναστατικές κοινωνίες», Τετράδια μαρξισμού τ. 4 ):
«Ποιό θα ήταν το νόημα αυτής της χειραφέτησης αν τα άτομα που αποτελούν το προλεταριάτο παρέμεναν κυριαρχούμενα από το προλεταριάτο ως τάξη;
«Αυτή ακριβώς η αντίθεση ανάμεσα στην τάξη και το άτομο εντείνεται στον απόηχο της επανάστασης μέχρι το σημείο που μπορεί, λόγω της απουσίας κατάλληλων ρυθμιστικών δυνάμεων και μέτρων, να θέσει σε κίνδυνο την επιβίωση της ίδιας της δικτατορίας του προλεταριάτου και να επαναφέρει την κοινωνία στην προϋπάρχουσα κατάσταση.
Αυτό που παρατηρούμε όμως στο επίπεδο της πολιτικής ιδεολογίας και πρακτικής είναι η παραχάραξη της αναγκαίας προϋπόθεσης της ταξικής χειραφέτησης ως επαρκούς συνθήκης της πλήρους χειραφέτησης, που θεωρείται ότι εμποδίζεται μόνο από “επιβιώσεις του παρελθόντος”, ή την “επιβίωση του ταξικού εχθρού”…
«Η ιδεολογικοπολιτική αμηχανία δεν τρέφεται από τις σάρκες της αλλά μια αντικειμενική αντίφαση της κοινωνικοοικονομικής βάσης. Επειδή η “συνθήκη ύπαρξης των ξεχωριστών προλετάριων δηλαδή η εργασία” δεν καταργείται, όπως υποστήριζε ο Μαρξ ότι πρέπει να γίνεται, επειδή με άλλα λόγια, ο ιεραρχικός κοινωνικός καταμερισμός εργασίας παραμένει η θεμελιώδης ρυθμιστική δύναμη του κοινωνικού ανταγωνισμού – ο ανταγωνισμός, στερημένος από τη δικαιολόγηση του μέσα από την απαλλοτρίωσης της αντίθετης τάξης, εντείνεται, δημιουργώντας μια νέα μορφή αποξένωσης, ανάμεσα στα άτομα που αποτελούν την κοινωνία και την πολιτική εξουσία που ελέγχει τις αλληλεπιδράσεις τους… οπότε “το προλεταριάτο στρέφει τη δικτατορία του ενάντια στον εαυτό του” όπως λέει ο Λούκατς. ΄Η για να είμαστε πιο ακριβείς, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία του επί της κοινωνίας ως τάξη, το προλεταριάτο στρέφει τη δικτατορία του ενάντια σε όλα τα άτομα που αποτελούν την κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων των προλετάριων».
Τι έλεγε όμως ο Λούκατς το 1919 ακόμα:
«Είναι ξεκάθαρο ότι τα πιο καταπιεστικά φαινόμενα προλεταριακής εξουσίας – δηλ. η έλλειψη αγαθών, οι υψηλές τιμές τους κλπ – είναι τα επακόλουθα χαλάρωσης της πειθαρχίας στη εργασία και της πτώσης στην παραγωγή. [Συνεπώς] η βοήθεια έρχεται με δύο τρόπους. Είτε τα άτομα που συνιστούν το προλεταριάτο συνειδητοποιούν ότι μπορούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους μόνο αν επιφέρουν μια εθελοντική ενδυνάμωση της πειθαρχίας στην εργασία, και συνεπακόλουθα μια αύξηση της παραγωγής. Είτε, αν ειναι ανίκανοι για κάτι τέτοιο, να δημιουργήσουν θεσμούς που θα είναι ικανοί να επιφέρουν αυτή την αναγκαία κατάσταση. Στη δεύτερη περίπτωση, θα δημιουργήσουν ένα νομικό σύστημα μέσα από το οποίο το προλεταριάτο θα υποχρεώνει τα ξεχωριστά του μέλη, τους προλετάριους, να λειτουργούν με έναν τρόπο που θα αντιστοιχεί στα ταξικά τους συμφέροντα: το προλεταριάτο στρέφει τη δικτατορία του εναντίον του εαυτού του…
Αλλά δεν πρέπει κανείς να αγνοεί το γεγονός ότι αυτή η μέθοδος εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους για το μέλλον… [Το νομικό σύστημα] δεν θα μπορεί να καταργηθεί αυτομάτως από την ιστορική εξέλιξη. Η εξέλιξη, επομένως, θα προχωρούσε σε μια κατεύθυνση που θα έθετε σε κίνδυνο την εμφάνιση και την πραγματοποίηση του τελικού σκοπού. Γιατί το νομικό σύστημα που είναι αναγκασμένο να δημιουργήσει το προλεταριάτο με αυτό τον τρόπο, πρέπει να ανατραπεί – και ποιός ξέρει τι σπασμοί και τι τραυματισμοί θα προκληθούν από μια μετάβαση που οδηγεί από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας μέσα από μια τέτοια παράκαμψη…
Εξαρτάται από το προλεταριάτο αν θα ξεκινήσει η αληθινή ιστορία της ανθρωπότητας, δηλ. η εξουσία της ηθικής πάνω στους θεσμούς και τα οικονομικά».
Τι έλεγε ο Λένιν το 1918:
«Όλες αυτές οι συνδικαλιστικές ανοησίες για τους υποχρεωτικιούς διορισμούς των παραγωγών πρέπει να πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων. Το να συνεχίσουμε με αυτόν τον τρόπο θα σήμαινε ότι σπρώχνουμε παράμερα το Κόμμα και κάνουμε αδύνατη τη δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία”
«Η συνδικαλιστική ασθένεια πρέπει και θα θεραπευτεί»
Οι ανάγκες που προκάλεσαν οι σκληρές συνθήκες υποχρέωσαν τον πολιτικό Λένιν να στρέψει όλη την προσοχή και τις δυνάμεις στην υπεράσπιση της επανάστασης και την σωτηρία του λαού από την πείνα.
Σ’ αυτά τα λίγα πρώτα χρόνια έγιναν πάρα πολλά. Τόσο για να εδραιωθεί η επανάσταση όσο και για να εκτραπεί σημαντικά από το στόχο της “χειραφέτησης του κοινωνικού ατόμου”. Έτσι ώστε να δικαιωθεί η άποψη του Λούκατς πως η εξέλιξη θα προχωρούσε σε μια κατεύθυνση που θα έθετε σε κίνδυνο την εμφάνιση και πραγματοποίηση του τελικού σκοπού».
Ο Λένιν φαίνεται πως είχε συνείδηση αυτής της επικίνδυνης στροφής και το 1922-23 φρόντισε να προτείνει διορθωτικές κινήσεις. Ίσως να ήταν ανεπαρκείς. Πάντως ήταν ήδη αργά. Ο Λένιν άρρωστος και απομονωμένος δεν μπορούσε να παίξει ρόλο.
Οι εκκλήσεις του δεν φτάνουν στους παραλήπτες, αλλά και όταν φτάνουν το διαμορφούμενο νέο κράτος αμύνεται αποτελεσματικά, υπερασπιζόμενο τα συμφέροντα του τα οποία έχει αρχίσει να εδραιώνει.
Χαρακτηριστική είναι η σύγκρουση Λένιν–Στάλιν σχετικά με το Σύνταγμα της Σοβιετικής Ένωσης το 1922-23. Η άποψη του Λένιν στηρίζεται στο «ιδανικό», με τον κατάλληλο πολιτικό ρεαλισμό. Η πρόταση του Στάλιν μιλά για μια ισχυρή κεντρική εξουσία, τη μόνη ρεαλιστική λύση.
Η ΚΕ με μεγάλη πλειοψηφία ψήφισε την πρόταση του Στάλιν.
3. Οι κριτικές αποτιμήσεις
Δεν έχω σκοπό εδώ να κάνω κριτική στις κριτικές αποτιμήσεις. Μονάχα να σχολιάσω κάποια ζητήματα μεθόδου.
Συχνά, η κριτική εστιάζει στο ρόλο των προσώπων. Καταλήγοντας, κάποιες φορές και στη μεταφυσική: αν ζούσε ο Λένιν, για όλα φταίει ο αυταρχισμός του Στάλιν… κλπ.
Κι άλλες φορές, συχνότερα, στις αντικειμενικές δυσκολίες, στη δύναμη των περιστάσεων.
Χωρίς να υποτιμάμε και τα μεν και τις δε, νομίζω πως κάνουμε ένα κύκλο γύρω από την ουρά μας, όπου το αποτέλεσμα εκλαμβάνεται ως αιτία, και το αντίθετο. Ένας φαύλος κύκλος που πρέπει να σπάσει πηγαίνοντας, τολμώντας να πάμε, στην καρδιά των πραγμάτων.
Τα πρόσωπα έχουν ασφαλώς το δικό τους, καθόλου αμελητέο ρόλο, στην εξέλιξη των γεγονότων.
Και έχει, ασφαλώς, νόημα να μιλάμε για τα αντικειμενικά εμπόδια που υψώθηκαν στη νεαρή σοβιετική εξουσία και υποχρέωσαν στη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ, στη ΝΕΠ, στην ανάδειξη της δικτατορίας των διευθυντών, στην ταύτιση του κόμματος με το κράτος και τα συνδικάτα, στην αντικατάσταση της εργατικής τάξης ως διευθύνουσας δύναμης της κοινωνίας, από τους κρατικούς θεσμούς (όπου κατ’ ουσίαν το κράτος απορρόφησε το κόμμα και όχι το αντίθετο όπως προκύπτει και από σχετικές παρατηρήσεις του Λένιν).
Αλλά, εν τέλει, αυτά δεν μπορούν να απαντήσουν στα ερωτήματα για το πως εξελίχθηκε το σοβιετικό κράτος στην πορεία, όταν άρχισε να ξεπερνάει τα “αντικειμενικά” εμπόδια, τις εξωτερικές και τις εσωτερικές επιβουλές. Οι οποίες ποτέ δεν έπαψαν αλλά άλλαξαν χαρακτήρα και ποιότητα. Ποιό χαρακτήρα είχαν οι απαντήσεις του σοβιετικού κράτους;
Ήταν η διαλεκτική υλιστική αντίληψη που κυριάρχησε στη φιλοσοφία;
Ήταν η επαναστατική–σοσιαλιστική προοπτική που κυριάρχησε στην οικονομία;
Ήταν η προλεταριακή απελευθέρωση και αυτοδιεύθυνση που κυριάρχησε στην πολιτική και κοινωνική ζωή;
Ή μήπως, εν τέλει, η «δύναμη των περιστάσεων» έγινε «αναπόφευκτη αιτία» και «κανονιστική αξιολόγηση», όπως λέει ο Μεσσάρος, και οδήγησε στο να διαμορφωθεί η σοβιετική εμπειρία ως μοναδικό μοντέλο γενικής εφαρμογής, οπότε κάθε διαφορετική άποψη ή διαφωνία κατατασσόταν στην κατηγορία των αιρέσεων;
Ή μήπως το Κόμμα προσάρμοσε τη θεωρία στην διαμορφωμένη πραγματικότητα και τους υλικούς συσχετισμούς της;
4. Γιατί δεν βλέπαμε;
Δυστυχώς, έπρεπε να γίνει τόσο εκκωφαντική η ήττα για να την περιλάβουν όλοι οι αριστεροί – κομμουνιστές στις συζητήσεις τους. Μέχρι τότε, ήταν θέμα μικρών «αιρετικών» ομάδων και διανοουμένων.
Αυτό οφείλεται σε έναν ομαδικό αποπροσανατολισμό; Σε ένα πέπλο άγνοιας των πραγματικών συνθηκών; Σε μια εθελοτυφλία; Σε μια ελπίδα πως όλα θα διορθωθούν;
Πως γίνεται, λοιπόν, και οι μαρξιστές, οι κάτοχοι της μεθόδου για την ανάλυση της πραγματικότητας, βρέθηκαν σε τέτοια άγνοια;
Για να καταλάβουν πως συμβαίνει ένα γεγονός πρέπει να γκρεμιστεί το σύμπαν, να περάσουν καμιά εικοσαριά χρόνια και μετά να αναφωνήσουν “εύρηκα”.
Αυτό όμως δεν συνιστά μια μορφή κοινωνικής και πολιτικής καθυστέρησης;
Δηλαδή, η πλέον ρεαλιστική επιστημονική μέθοδος ανάλυσης της πραγματικότητας και της Ιστορίας δεν μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε αυτό που συντελείται, την ώρα που συντελείται ή έστω λίγο μετά;
Άρα κάτι στραβό υπάρχει.
(Και αν δεν αρθούν οι αιτίες που προκαλούσαν αυτήν την αδυναμία, θα επαναλαμβάνεται το ίδιο πρόβλημα).
Αλλά αντί να βιαστούμε να πετάξουμε στα σκουπίδια της ιστορίας τη μέθοδο, ας ασχοληθούμε περισσότερο με τη χρήση που της έγινε.
Ο μαρξισμός αποδυναμώθηκε, η φιλοσοφική σκέψη φτώχυνε κάτω από την “επίσημη” μοναδική ερμηνεία, υπαγορευμένη από την κάθε φορά πολιτική σκοπιμότητα. Και εκεί και εδώ.
Είναι ενδεικτική η δραματική επιστολή του μαρξιστή φιλόσοφου Έβαλντ Ιλιένκοφ προς την ΚΕ του ΚΚΣΕ στα τέλη τη δεκαετίας του 1960 (Μαρξιστική σκέψη, τ. 24):
«Πλήρης και απόλυτη ασυνέπεια στην αντίληψη του αντικειμένου της φιλοσοφίας, ως μιας ιδιαίτερης επιστήμης.
Στην πραγματικότητα ο όρος φιλοσοφία έχει για καιρό μετασχηματιστεί σε έναν όρο ο οποίος περιλαμβάνει ασχολίες που δεν έχω τίποτα κοινό ανάμεσά τους. Και για αρκετό καιρό δεν έχει πλέον να κάνει με την αντίληψη του Λένιν.
Η φιλοσοφία γίνεται απλά το άθροισμα των πιο γενικών συμπερασμάτων από τις φυσικές επιστήμες.
Στην καλύτερη περίπτωση επιδίδεται στην άκριτη γενίκευση, δηλ. μια επιπόλαιη, αφηρημένη περιγραφή, αυτού που υπάρχει.
Το τμήμα του Διαλεκτικού Υλισμού (το τμήμα του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας της ΕΣΣΔ με το χαμηλότερο αριθμό απασχολουμένων) δεν μπόρεσε να βρει ούτε έναν μεταξύ των αποφοίτων της σχολής που να μην είναι μόνο επαγγελματικά ικανός, αλλά επίσης να έχει εκφράσει την επιθυμία να εργαστεί στο πεδίο της υλιστικής διαλεκτικής.
Στα δέκα τελευταία χρόνια, ούτε ένας ειδικός για τον διαλεκτικό υλισμό δεν βγήκε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας.
Αν η σχολή συνεχίζει να αναπτύσσει τέτοιες φιλοσοφικές απόψεις (σημ. νεοθετικιστικές τις χαρακτηρίζει, στη βάση των μεθοδολογικών προβλημάτων της σύγχρονης επιστήμης) μπορεί να είμαστε βέβαιοι ότι μετά από 10-15 χρόνια δεν θα έχει μείνει κανείς στη χώρα που να ασχολείται με τη φιλοσοφία στη μαρξιστική και λενινιστική αντίληψή τους».
Πρόκειται ασφαλώς για την συνέπεια στις αλλαγές στο κοινωνικό επίπεδο, οι οποίες όρισαν τις αλλαγές στην πολιτική εξουσία. Η φιλοσοφία και ο μαρξισμός έγιναν βολικά εγχειρίδια με δεδομένες αλήθειες.
5. Η «δύναμη των περιστάσεων» και το ιδανικό
Αν η δύναμη των περιστάσεων είναι τόσο καταλυτική, μήπως δεν έχει νόημα να μιλάμε για το ιδανικό, για το σοσιαλισμό, για την κατάργηση της εργασίας, που έλεγε ο Μαρξ, για το βασίλειο της ελευθερίας και άλλα παρόμοια που φλόγισαν τους επαναστάτες του 1917;
«Αν οι μεταβατικές μορφές πολιτικής εξουσίας αρνούνται πεισματικά να δείξουν σημάδια “απονέκρωσης”, πως θα πρέπει να αξιολογήσει κανείς τις εμπλεκόμενες αντιφάσεις: ως την αποτυχία ενός “ουτοπικού” μαρξισμού ή ως εκδήλωση των αντικειμενικών ανταγωνισμών, η αποσαφήνιση των οποίων εμπίπτει στο πλαίσιο του αρχικού μαρξικού σχεδίου;» (Μεσσάρος).
Ο Μεσσάρος το θέτει με ακρίβεια:
«Δεν πρεπει να συναινέσουμε σε “όρους” που εξαλείφουν το ίδιο το ιδανικό και το μετατρέπουν στο αντίθετό του. Χωρίς να αγνοούμε τη “δύναμη των περιστάσεων”, αλλιώς θα ήταν σα να ζούμε στον κόσμο της φαντασίας, το ιδανικό εξακολουθεί να παραμένει έγκυρο ως ζωτικής σημασίας πυξίδα που εξασφαλιζει τη σωστή κατεύθυνση του ταξιδιού και ως απαραίτητο διορθωτικό μέσο προς την εξουσία της ανώτερης δύναμης που τείνει να πάρει τον έλεγχο, όσο απουσιάζουν τέτοια διορθωτικά μέτρα».
6. Η νέα ιστορική εποχή
Η συνείδηση αυτής της πραγματικότητας συγκροτεί και την ανάγκη ριζοσπαστικής, επαναστατικής προσέγγισης σήμερα.
Δεν είμαστε σε μια δύση του μεγάλου σχεδίου που ηττήθηκε. Είμαστε στην αυγή του νέου σχεδίου που μπορεί να νικήσει. Αλλά πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε βαθειά την εποχή και τον εαυτό μας.
Στο Κείμενο συμβολής για το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς αναφέρεται: «Οι κομμουνιστές της νέας εποχής δεν μπορεί να είναι τα υλικά κατεδαφίσεως του παρελθόντος, νοσταλγοί ενός ανύπαρκτου χαμένου “σοσιαλιστικού παραδείσου”. Είναι δημιουργήματα του επαναστατικού παρελθόντος και του απαιτητικού παρόντος, συνεπώς είναι εκείνοι που δημιουργούν τις προϋποθέσεις του μέλλοντος διεκδικώντας ολόκληρο τον κόσμο, ώστε το όνειρο της ανθρωπότητας για κοινωνική ισότητα, δικαιοσύνη και ουσιαστική ελευθερία να γίνει πράξη».
Η εποχή μας έχει κέρδος την τεράστια εμπειρία του Οκτώβρη.
Έχει ζημιά την αρνητική όψη αυτής της εμπειρίας. Την ήττα της.
Αλλά κυρίως για να γίνει πειστική η κάθε πρόταση πρέπει να ξαναγυρίσει στην διαλεκτική–υλιστική θεωρία και πράξη.
Το παράδειγμα είναι η σχέση του Λένιν με τον Μαρξ.
Ο Λένιν επεξεργάστηκε τη στρατηγική της επανάστασης “στον πιο αδύναμο κρίκο της αλυσίδας” μετατοπίζοντας την μαρξική πρόβλεψη για την ύπαρξη της υλικής βάσης (και άρα της ωρίμανσης της επανάστασης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες και όχι στην περιφέρεια) και, το πιο σημαντικό, υποστηρίζοντας (και με λόγια αλλά και με πράξεις: αυτές κρίνονται εδώ) πως η υλική βάση θα διαμορφωθεί υπό την δικτατορία του προλεταριάτου σε μια χώρα η οποία βρίσκεται σε ένα πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.
Πέραν των άλλων, εδώ θέλω να κρίνω την ιερόσυλη προσέγγιση του Μαρξ. Φαίνεται πως οι «συνεπείς μαρξιστές» της εποχής κατακεραύνωσαν τον Λένιν γιατί τόλμησε να παρ–ερμηνεύσει τον Μαρξ.
Δεν μπαίνω στη συζήτηση αν είχαν δίκιο ή άδικο. Λέω μόνον πως ο Λένιν τόλμησε να κάνει με τον Μαρξ ό,τι εμείς επί δεκαετίες τώρα δεν τολμούμενα κάνουμε με τον Μαρξ, τον Λένιν, αλλά ακόμα και με τον παραδεδομένο από της ακαδημίες επίσημο μαρξισμό–λενινισμό.
Αν μπορέσουμε όμως να σκεφτούμε με ανθρώπινα και όχι με λατρευτικά μεγέθη, θα μπορέσουμε και να κατανοήσουμε καλύτερα τη ρώσικη επανάσταση, και την πορεία της, και να εκτιμήσουμε τις μεγαλοφυείς προσωπικότητες και τις πράξεις τους όπως είναι. Να δούμε τις αναγκαίες πολιτικές προσεγγίσεις, του αναγκαίους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, τα σωστά της συγκεκριμένης στιγμής που θα ήταν λάθος τις επόμενες, αλλά και τα λάθη εκείνης της στιγμής. Οπότε, μέσω αυτης της γενικής ανθρωποποίησης γινόμαστε ικανοί να εκτιμήσουμε τις μετατοπίσεις και τις ανάγκες, επιστημονικές και πολιτικές, της εποχής μας.
Αυτό είναι το πιο κρίσιμο από όλα όσα λέμε.
Δηλαδή, ξανατίθεται το ερώτημα για το πόσο ικανοί είμαστε να επανεκκινήσουμε την μεγάλη περιπέτεια: να ερμηνεύσουμε τον κόσμο και να τον αλλάξουμε.
Τυπικό παράδειγμα είναι η θεωρία για τον ιμπεριαλισμό.
«Όπως η Ιστορία απέδειξε, η πορεία στον περασμένο αιώνα προς τον κομμουνισμό αντιστράφηκε, ηττήθηκε και εκφυλίστηκε. Όπως επίσης έδειξαν τα βασικά, τα διεθνή, τα αντικειμενικά, τελικά, χαρακτηριστικά των υποκειμενικών προσπαθειών για τον κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό στο συγκεκριμένο αυτό στάδιο, ούτε η εξάντληση και η αντιδραστική παρακμή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ούτε η ποιοτική ανάπτυξη της εργατικής τάξης, του εργατικού κινήματος και των νέων οικονομικο–κοινωνικών σχέσεων, ούτε οι συσχετισμοί ανάμεσα στην ανοδική δυναμική ανατροπής και στη δυναμική διατήρησης του συστήματος, ούτε η γενική ποιότητα των συνολικών αντιθέσεων ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής και εργασίας, είχαν φτάσει στο “ανώτατο επίπεδο” ωρίμανσης, επικράτησης και οριστικής και διεθνικής κυριαρχίας των σοσιαλιστικών–κομμουνιστικών σχέσεων και της αταξικής κοινωνικής συγκρότησης. Αν αυτά ίσχυαν η οπισθοχώρηση που συντελέστηκε τον περασμένο αιώνα με τις καταρρεύσεις των χωρών του “υπαρκτού” θα ήταν ανέφικτη». (Αλέκος Αναγνωστάκης: Προσφεύγοντας στον Ιμπεριαλισμό του Λένιν. Μιά σύγχρονη ματιά. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 24)
Το απόσπασμα αυτό συνιστά μια βασική λογική επισήμανση σχετικά με την αντιστροφή ως διαλεκτικό ενδεχόμενο.
Και ταυτόχρονα ξαναθέτει τα βασικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να απαντηθούν επιστημονικά, με διαλεκτικά–υλιστικά εργαλεία.
Διαφορετικά μπορεί να οδηγηθούμε (όπως επικρατεί σε πολλά κομμουνιστικά ρεύματα) σε μια αδιέξοδη επανάληψη ορολογίας, η οποία συνεπάγεται απουσία ουσιαστικής ιδεολογικής και πολιτικής επίδρασης και εν τέλει σε απουσία πολιτικής πράξης.
7. Ως επίλογος
«Και θα περάσουν χρόνια και οι άνθρωποι θα πουν: “Μετά από αυτούς τα πράγματα έγιναν καλύτερα, αλλά παρέμειναν άσχημα.” Κι όταν το πουν αυτό θα σημαίνει πως ήρθε ο καιρός να αναγεννηθεί ο τύπος αυτός, και θα ξαναγεννηθεί πολυπληθέστερος, σε ανώτερη εκδοχή, διότι τότε τα καλύτερα θα γίνουν περισσότερα και τα καλά θα γίνουν καλύτερα. Τότε η ιστορία θα επαναληφθεί με καινούργια μορφή. Και έτσι θα κυλήσουν τα πράγματα μέχρι οι άνθρωποι να πουν: “Ε, τώρα είμαστε καλά”, τότε πια θα εκλείψει αυτός ο ιδιαίτερος τύπος, διότι όλοι οι άνθρωποι θα ανήκουν σ’ αυτόν και δύσκολα θα μπορούν να καταλάβουν πως υπήρξε εποχή που θεωρούσαν τον τύπο τους κάτι ιδιαίτερο και δεν αντιπροσώπευε την κοινή ανθρώπινη φύση».
Νικολάι Τσερνισέφσκι, Τι να κάνουμε; (1863).