Παρατηρώντας το φαινόμενο του φασισμού κατά τον (ευρωπαϊκό) Μεσοπόλεμο βλέπουμε ότι κάνει την εμφάνιση του την περίοδο της μαζικής πολιτικής, γεννιέται δηλαδή σε χώρες που έχει κατακτηθεί το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, στις οποίες λειτουργούν πολιτικά κόμματα και διαμορφώνονται πολιτικές εκπροσωπήσεις.
Όπως αναφέρει και ο Νίκος Πουλαντζάς «ο φασισμός ως ένα μαζικό κίνημα που εναντιωνόταν στην αριστερά δεν θα μπορούσε να πραγματωθεί προτού το σύνολο των πολιτών αρχίσει να μετέχει στην πολιτική».(1) Η ιδεολογία, η συγκρότηση και οι πρακτικές τους διαφέρουν μεταξύ τους, έτσι ώστε δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει ένα «τυπικό» δείγμα φασιστικού κινήματος ή καθεστώτος. Οι διαφορές όμως αυτές, που απορρέουν από την ιδιαίτερη πραγματικότητα του κάθε κοινωνικού σχηματισμού στον οποίον αναπτύσσονται, δεν θα πρέπει να μας κάνει να παραβλέπουμε τα κοινά τους στοιχεία που επιτρέπουν την ένταξη τους σε ένα κοινό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα..
Σε μια Ευρώπη που μαστιζόταν από οικονομικές και πολιτικές κρίσεις, την μαζική ανεργία και την φτώχεια, σε συνδυασμό με την άνοδο των κινημάτων της αριστεράς η αδυναμία των παραδοσιακών συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων να εγγυηθούν την πολιτική σταθερότητα οδηγούσε όλο και συχνότερα στην αναζήτηση κυβερνητικών λύσεων που θα παρέκαμπταν το κοινοβούλιο και άρα την έκθεση στην λαϊκή ετυμηγορία. Στις δημοκρατίες αυτές τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα επί της ουσίας δεν είναι τίποτα περισσότερο από ενώσεις γηραιών πολιτικών αντρών, κοινοβουλευτικές ομάδες και τοπικά στελέχη που δεν διαθέτουν αξιόλογη κομματική βάση που να μπορεί μάλιστα και να κινητοποιείται.Έχουν δημιουργηθεί για να την πολιτική αντιπαράθεση στο κοινοβούλιο και όχι στο δρόμο. Αδυνατούν έτσι να προσεγγίσουν τα εκατομμύρια των ανέργων που θα δημιουργήσει η μεγάλη οικονομική κρίση και να ανταποκριθούν στις καθημερινές αγωνίες της επιβίωσης που βιώνουν.
Το πλεονέκτημα του φασισμού ήταν ότι διαθέτοντας την υποστήριξη ενός μαζικού κινήματος και παρουσιάζοντας μια ιδεολογία μαζών μπορούσε να πραγματοποιήσει βαθύτερες παρεμβάσεις και τομές, επεκτείνοντας την κρατική παρέμβαση σε τομείς που μέχρι τότε δεν υπόκειντο στον κρατικό σχεδιασμό. Σε αυτήν την διαδικασία η φασιστική ιδεολογία παίζει έναν κεντρικό ρόλο καθώς παρέχει συνοχή και κατεύθυνση στα αντιφατικά κοινωνικά στοιχεία που αποτελούν την συμμαχία που διαμορφώνει το φασιστικό μπλοκ.
Βέβαια ο φασισμός δεν προσπαθούσε να πείσει με επιχειρήματα αλλά απευθυνόταν στο συναίσθημα. Κέρδιζε οπαδούς προβάλλοντας τον ίδιο του τον εαυτό, την ίδια τη δυναμική του κινήματος του, την πίστη σε έναν συνειδητοποιημένο ηγέτη που ξέρει που πρέπει να πάνε τα πράγματα, εκμεταλλευόταν την επιθυμία του εξαθλιωμένου πληθυσμού για ξεκάθαρα συνθήματα και λύσεις. Δεν βασίζεται σε κάποιο περίπλοκο φιλοσοφικό σύστημα ούτε «εφευρίσκει» δικές του ιδέες αλλά ενσωματώνει και εξελίσσει προϋπάρχουσες αντιλήψεις, ιδίως όταν αυτές έχουν μαζική αποδοχή. Γενικά πάντως ο φασισμός, διατηρεί μια παράξενη σχέση με την ιδεολογία του. Από την μία παίζει κεντρικό ρόλο, ιδίως στην πολιτική του προπαγάνδα, από την άλλη όμως μπορεί να μετασχηματιστεί ή ακόμα και να παραβιαστεί εφόσον έτσι εξυπηρετούνται οι σκοποί του. Έτσι δεν έχει κανένα πρόβλημα να «δανειστεί» και στοιχεία ακόμα και από την ιδεολογία και την πρακτική της αριστεράς (όπως λχ τη γιορτή της Πρωτομαγιάς).
Από πολλές απόψεις έτσι ο φασισμός έρχεται περισσότερο ως συνέχεια παρά ως τομή της ευρύτερης ευρωπαϊκής κουλτούρας των τελευταίων αιώνων που απέδιδε την αυξανόμενη δύναμη του χρήματος και των όπλων σε φυλετικούς και βιολογικούς παράγοντες που καθορίζονταν από τους νόμους της φύσης.Ο 19ος αιώνας έχει να παρουσιάσει μια πλούσια βιβλιογραφία φυλετικών θεωριών και ρατσιστικών αντιλήψεων, οι οποίες κυρίαρχα εκπορεύονται από μη Γερμανούς στοχαστές, και οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν για την αιτιολόγηση της ιμπεριαλιστικής αποικιακής πολιτικής των μεγάλων και των ωμοτήτων που θα διαπραχθούν εις βάρος των γηγενών πληθυσμών. Η αντίληψη του εξωευρωπαϊκόυ κόσμου ως αποικίσιμου χώρου για τις βιολογικά ανώτερες ευρωπαϊκές φυλές και των γηγενών πληθυσμών ως φυλετικά και διανοητικά κατώτερων ήταν κοινή μεταξύ των αποικιακών δυνάμεων. Σαν συνέπεια εκατομμύρια άνθρωποι θα χάσουν την ζωή τους από την σκληρότητα ή απλά την αδιαφορία των αποικιοκρατών. Οι μαλθουσιανές θεωρίες για παράδειγμα συνέδεαν την φτώχεια με τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού και υποστήριζαν ότι το να μην παρεμβαίνει κανείς στους λιμούς που έπλητταν τις αποικίες (όπως την Ινδία) ήταν «αναγκαίο κακό» για να αντιμετωπιστεί το«φαινόμενο του υπερπληθυσμού».
Οι φυλετικές θεωρίες θα συνδεθούν με τον κοινωνικό δαρβινισμό, την πρόοδο της ιατρικής και της επιστήμης. Οι έρευνες του Λουί Παστέρ πάνω στα βακτήρια και του Γκρέγκορ Μέντελ πάνω στους μηχανισμούς της κληρονομικότητας, σε συνδυασμό με τις νέες ερμηνείες των θεωριών του Κάρολου Δαρβίνου και της εθνολογικές και γλωσσολογικές μελέτες σχετικά με την ινδοευρωπαϊκή φυλή θα γνωρίσουν μεγάλη δημοτικότητα και (πολλές φορές μέσω της διαστρέβλωσης τους) θα γίνουν η βάση του σύγχρονου ρατσισμού.
Πρωτοπόρο ρόλο στην διαμόρφωση των απαρχών της φυλετικής ιδεολογίας παίζουν Γάλλοι και Άγγλοι συγγραφείς. Μέσω της ανάπτυξης της θεωρίας του κοινωνικού δαρβινισμού η φυλή, που μέχρι τότε ήταν ένας μάλλον ουδέτερος όρος προσδιορισμού για κάθε ομάδα ζώων ή ανθρώπων αποκτά κατά τα τέλη του 19ου αιώνα έναν περισσότερο σαφή ορισμό σύμφωνο με τα κριτήρια της βιολογίας και της κληρονομικότητας. Ταυτόχρονα επιχειρείται η μεταφορά των αντιλήψεων γύρω από την ζωή και το θάνατο των ειδών και την επιβίωση των ικανότερων στο επίπεδο των κρατών και των κοινωνιών.
Γενική πεποίθηση των κοινωνικών δαρβινιστών ήταν ότι ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για την ειρήνη, η οποία αποτελούσε απλά μια αυταπάτη των αδύναμων και στην καλύτερη περίπτωση ένα μικρό διάλειμμα στον διαρκή αγώνα που έδιναν τα έθνη για την επιβίωση τους. Κοινωνικοί δαρβινιστές και φυλετικοί υγιεινιστές όπως ο Francis Galton, o Ernst Haeckel, oAlfredPloetz και ο Wilhelm Schallmaye rυποστήριζαν την ύπαρξη ανώτερων και κατώτερων φυλών, η επιμειξία των οποίων θα έπρεπε να αποφεύγεται καθώς η νόθευση της καθαρότητας της φυλής και του αίματος ήταν η αιτία της παρακμής των πολιτισμών.
Ένας από τους θεωρητικούς του πρώιμου επιστημονικού ρατσισμού υπήρξε και ο προπάτορας της θεωρίας περί «Άριας φυλής» ArthurdeGobineau,ο οποίος αμφισβητούσε ότι οι Ασιάτες και οι Αφρικανοί άνηκαν στην ίδια ανθρώπινη φυλή με τους λευκούς και ότι είχαν κοινούς προγόνους. Επηρεασμένος από το ινδικό σύστημα των καστών πίστευε στην ύπαρξη ανώτερων και κατώτερων φυλών, αλλά και κοινωνικών ομάδων τοποθετώντας την λευκή αριστοκρατία (της οποίας άλλωστε ήταν και μέλος) στην ανώτερη θέση του σχήματος του.Κατηγορούσε ακόμα την γαλλική επανάσταση και την τεχνολογική πρόοδο ότι κατέστρεψαν το ειδυλλιακό αγροτικό παρελθόν της Ευρώπης και ότι επέτρεπαν στους φτωχούς να γίνουν πλούσιοι με την εργασία και τις ικανότητες τους, κάτι το οποίο θεωρούσε πως ήταν απαράδεκτο.
Την ίδια εποχή οι πρόοδοι που σημειώνονται στον τομέα της εκτροφής ζώων και της βελτίωσης των χαρακτηριστικών τους μέσω της καθοδηγούμενης αναπαραγωγής οδηγούν πολλούς ευγονιστές, όπως τονFrancis Goldon,στο συμπέρασμα ότι παρόμοιες μέθοδοι μπορούσαν να εφαρμοστούν και στους ανθρώπους. Ο Goldon από το 1880 υποστήριζε ότι με την βοήθεια της επιστήμης μπορούσε να βελτιωθεί η ανθρώπινη φυλή, αν επιλέγονταν οι καλύτεροι για την αναπαραγωγή της.
Ένας άλλος ευγονιστής, ο Zorz Vastde Labouz, επεδίωκε με την χρήση της τεχνητής γονιμοποίησης να κατασκευάσει μια νέα ανθρωπότητα που θα ήταν αισθητικά και διανοητικά ανώτερη από την υπάρχουσα. Στα τέλη του 19ου αιώνα η φυλετική ανθρωπολογία και η ευγονική διδάσκονταν σε όλα τα δυτικά Πανεπιστήμια, ιδίως των αγγλοσαξονικών και σκανδιναβικών χωρών. Κάποιες μάλιστα από αυτές προχώρησαν και στην πρακτική εφαρμογή των θεωριών αυτών, προχωρώντας στην στείρωση των διανοητικά ασθενών.Το 1907 οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι οι πρώτες που θα εφαρμόσουν τέτοια μέτρα, ενώ την δεκαετία του ’20 η Ελβετία, η Νορβηγία η Σουηδία και η Δανία θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τέτοιες αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο από συντηρητικές αλλά και από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις.
Ο σύγχρονος αντισημιτισμός από την άλλη διαμορφώνεται μετά το 1850, σε μια εποχή που η βιομηχανική επανάσταση έχει ήδη επιφέρει βαθιές ανατροπές στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι νέες σχέσεις παραγωγής, η εργασία με τις μηχανές, οι μουντές βιομηχανικές πόλεις και οι συχνά άθλιες συνθήκες κατοικίας αυξάνουν την κοινωνική πίεση κάτω από την οποία ζουν τα κατώτερα στρώματα και προκαλούν μια απόρριψη του βιομηχανοποιημένου κόσμου. Χαρακτηριστικότερη έκφραση αυτών των φόβων αλλά και της αντίδρασης απέναντι στον μοντερνισμό γίνεται το μίσος για τους Εβραίους οι οποίοι ταυτίζονται με τον φιλελευθερισμό και την σοσιαλδημοκρατία, τον μαρξισμό και τον καπιταλισμό, την μασονία και τον πασιφισμό. Οι Εβραίοι, τόσο οι πλούσιοι και αφομοιωμένοι αστοί και διανοούμενοι, όσο και οι φτωχοί και περιθωριοποιημένοι μετανάστες από την ανατολική Ευρώπη, «έγιναν κατά κάποιο τρόπο το σύμβολο μιας βιομηχανικής Νεοτερικότητας των πόλεων που βίωναν σαν απώλεια των παραδοσιακών αξιών και σαν έλευση ενός κόσμου ανώνυμου, ψυχρού, ορθολογικού, χωρίς σημείου αναφοράς και τελικά απάνθρωπου».(2)
Σε αντίθεση με τους παλαιούς αποκλεισμούς που δικαιολογούνταν βάσει της θρησκείας οι νέες διακρίσεις αναζητείται να τεκμηριωθούν επιστημονικά. Η πεποίθηση ότι τα κοινωνικά φαινόμενα εδράζονται σε βιολογικούς νόμους οδηγεί στην υιοθέτηση ψευδό-επιστημονικών κριτηρίων περί της μη αναστρέψιμης φύσης. Ο Εβραίος στα μάτια αυτών των θεωριών «παραμένει Εβραίος ό, τι και να κάνει», βρίσκεται στο κατώτατο σκαλοπάτι στην σκάλα της ιεράρχησης της ανθρωπότητας και η ίδια του η ύπαρξη προξενεί μόνο δεινά. Βάση του μοντέρνου επιθετικού αντισημιτισμού θα αποτελέσει έτσι το αίτημα της επαναφοράς μιας φυλετικής τάξης που θα αντιστοιχούσε στην υποτιθέμενη φυσική ιεραρχία ανάμεσα στους λαούς, όπως το εκφράζει ο Lagarde.
Με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι αντιλήψεις αυτές θα γνωρίσουν μια δραματική κλιμάκωση. Η βία θα αναχθεί ως βασικός τρόπος επίλυσης των πολιτικών και προσωπικών διενέξεων. Θα καλλιεργεί επίσης σε πολλούς στρατιώτες μια βαθιά απέχθεια για την δημοκρατία και τους πολιτικούς, για όλους εκείνους τους άντρες που δεν είχαν πολεμήσει. Θα είναι ιδίως οι αγρότες και οι εργάτες γης οι οποίοι είχαν έτσι κι αλλιώς μικρή εμπλοκή με την πολιτική και για πρώτη ίσως φορά αποκτούσαν εθνική συνείδηση, που θα επηρεαστούν περισσότερο από τέτοιες αντιλήψεις.
Μετά την διάλυση και κατάρρευση των τεσσάρων μεγάλων αυτοκρατοριών (Γερμανία, Ρωσία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία) τα στενά πλαίσια προσδιορισμού του έθνους εντός των διάδοχων κρατών δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για την ύπαρξη πολυμορφίας και αποκλίσεων, κάτι που άφηνε εκτός του εθνικού κορμού ομάδες με διαφορετική πολιτιστική παράδοση και καταγωγή.Πέραν των Εβραίων αντικείμενο μίσους γίνονται και μια σειρά άλλων ομάδων που διαφοροποιούνται από τα κυρίαρχα πρότυπα. Οι τσιγγάνοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι διανοητικά και σωματικά ασθενείς και οι μετανάστες γίνονται παντού στόχος διακρίσεων και αποκλεισμών, καθώς οι κοινωνίες τους αντιλαμβάνονται ως«απειλή» για την συνοχή και την ευρωστία τους. Με αυτήν την έννοια η «ιατρικοποίηση» της διαφορετικότητας και η εφαρμογή των επιστημονικών ανακαλύψεων πάνω στα σώματα τέτοιων ανθρώπων δεν είναι ναζιστικό εφεύρημα, παρά το ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί η τρομακτική κλίμακα στην οποία οι ναζί εφάρμοσαν τις μεθόδους αυτές.
Υποσημειώσεις
1 Πουλαντζάς Νίκος: Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη διεθνής απέναντι στον φασισμό. Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος
2. TraversoEntzo: Οι ρίζες της ναζιστικής βίας. Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία. Αθήνα: εκδόσεις του εικοστού πρώτου 2013 σ. 166
Ενδεικτική βιβλιογραφία
BellP.M.H.: Τα αίτια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη. Αθήνα: εκδόσεις Πατάκη 2002
Ελιάς Νόρμπερτ: Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας. Δοκίμιο πάνω στην κατάρρευση του πολιτισμού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2015
HerfJeffrey: Αντιδραστικός μοντερνισμός, τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και στο Γ’ Ράιχ. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 1996
Hobsbawm Erik: The age of extremes. The short twentieth century 1914-1991. London: Abacus 1994
Hobsbawm Erik: Nations and Nationalism since 1780. Programme, Myth, Reality. Cambridge: Cambridge University Press 1990
FromErich: Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία. Ε’ Έκδοση. Αθήνα: εκδόσεις Μπουκουμάνη 1971
KershawIan: Ο Χίτλερ, οι Γερμανοί και η «τελική λύση». Αθήνα: εκδόσεις Πατάκη 2011
Λακού – Λαμπάρτ Φιλίπ, Νανσύ Ζαν – Λυκ: Ο μύθος του φασισμού. Αθήνα: εκδόσεις βιβλιοπωλείον τη Εστίας 2008
MazowerMark: Η αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη. Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2009
Ούβε Τιμ: Τι είναι πραγματικά φασισμός; Αθήνα: εκδόσεις Τροπή 2003
PaxtonO. Robert: Η ανατομία του φασισμού. Αθήνα: εκδόσεις Κέδρος 2006
Πουλαντζάς Νίκος: Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη διεθνής απέναντι στον φασισμό. Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, εκδόσεις Θεμέλιο 2004
Ράιχ Βίλχελμ: Η μαζική ψυχολογία του φασισμού. Αθήνα: εκδόσεις Μπουκουμάνη 1975
TraversoEntzo: Οι ρίζες της ναζιστικής βίας. Αθήνα: εκδόσεις του εικοστού πρώτου 2013