Πίσω από το γερασμένο think tank
Μέσα του Ιούλη του 2020, καταμεσής της διπλής κρίσης, είδε το φως της δημοσιότητας μια μελέτη – πολιτική παρέμβαση διακοσίων δέκα σελίδων με τίτλο Covid – 19 Η μεγάλη επανεκκίνηση (Covid – 19 Der grosse Umbruch).
Η έκδοση δεν θα είχε ενδιαφέρον αν παράβλεπε κάποιος τους συγγραφείς της.
Ο ένας είναι ο οικονομολόγος Thierry Malleret (1961, Παρίσι), σύμβουλος γάλλων προέδρων και διευθύνων εταίρος του Monthly Barometer, ενός περιοδικού ανάλυσης που απευθύνεται σε παγκόσμιας εμβέλειας διευθύνοντες συμβούλους και ηγέτες. Ο άλλος είναι ο Κλάους Σβαμπ. Ο Σβάμπ είναι ο επικεφαλής του Νταβός. Το ίδιο το «Νταβός», στα πλαίσια του οποίου παραπέμπει η έκδοση, ανιχνεύει, προσδιορίζει και προσανατολίζει την γενική πολιτική στρατηγική των πλέον δυναμικών τμημάτων του αμερικάνικου και διεθνούς – δυτικού πρωτίστως – κεφαλαίου.
Πίσω από τον Σβαμπ, αυτόν τον 82χρονο καθηγητή, στέκει ο γηραιός Κίσινγκερ. Αυτό το γερασμένο think tank συμπυκνώνει σε εικόνα και ταυτόχρονα αποκαλύπτει σε επίπεδο συμβολισμού την κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει ο σύγχρονος παραγινωμένος καπιταλισμός.
Δεν μπορεί όμως κάποιος να μην σταθεί στην τόλμη με την όποια θέτουν τα ερωτήματα, στον ρεαλισμό με τον οποίο βλέπουν την πραγματικότητα των κοινωνιών της καθολικής αγοράς, στον περιρρέοντα φόβο μπροστά σε ενδεχόμενες κοινωνικές εξεγέρσεις, κυρίως στο ταξικό μάτι και στον στρατηγικό χαρακτήρα των προτεινόμενων λύσεων.
«Ο πρωταρχικός στόχος του βιβλίου είναι …να διεισδύσει στις μελλοντικές εξελίξεις σε μια μεγάλη ποικιλία τομέων. …Το βιβλίο είναι ένα μείγμα από ένα σύγχρονο δοκίμιο και ένα επιστημονικό στιγμιότυπο μιας ιστορικά κρίσιμης χρονικής στιγμής» αναφέρουν στην εισαγωγή οι ίδιοι οι συγγραφείς
Το πολιτικό αυτό δοκίμιο έχει την ίδια βαρύτητα με τη «Μεγάλη Σκακιέρα» του Μπρζεζίνσκυ και τη “Διπλωματία” του Κίσσινγκερ, μελέτες που κυρίως προσανατόλιζαν προς τους θεμελιώδεις άξονες της γεωπολιτικής, ειδικά, της πολιτικής, γενικότερα, του αμερικάνικου και κατ’ επέκταση του πολυεθνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Η «μεγάλη επανεκκίνηση» αποτελείται από τρία κεφάλαια με τίτλους χαρακτηριστικούς της μεθοδολογίας των συγγραφέων.
Το πρώτο κεφάλαιο επιγράφεται μακρο – επανεκκίνηση. Στο κεφάλαιο αυτό ανιχνεύονται οι βασικές παράμετροι του σύγχρονου καπιταλισμού σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο. Μερικοί χαρακτηριστικοί υπότιτλοι της έκδοσης αποκαλύπτουν: Οικονομική αναταραχή, η οικονομία του Covid-19, αβεβαιότητα, οικολογική αναταραχή, γεωπολιτική αναταραχή, πώς θα μπορούσε να είναι η μελλοντική ανάπτυξη, η μοίρα του δολαρίου των ΗΠΑ, παγκοσμιοποίηση και εθνικισμός, η αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, αδύναμα και αποτυχημένα κράτη, Παγκόσμια διακυβέρνηση.
Το δεύτερο κεφάλαιο επιγράφεται Μικρο – επανεκκίνηση (Βιομηχανία και επιχειρήσεις). Από το γενικό, το κρατικό και διακρατικό του πρώτου κεφαλαίου σκύβουν τώρα στο επιμέρους και συγκεκριμένο, στη βιομηχανία και στην επιχείρηση. Ορισμένοι τίτλοι κι εδώ αποκαλύπτουν την ουσία της επιχειρούμενης παρέμβασης: Η αναταραχή στη βιομηχανία, επιτάχυνση της ψηφιοποίησης, κυβερνήσεις και εταιρείες, ελαστικότητα, ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού, αλλαγές στη συμπεριφορά – μόνιμη ή προσωρινή;
Το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο διεισδύει ακόμη πιο λεπτομερειακά, ακόμη πιο συγκεκριμένα, ασχολείται με τον πολίτη, με το άτομο, την κοινωνία. Ας μιλήσουν πάλι οι τίτλοι: χρόνος, κατανάλωση, δημιουργικότητα, ηθικές επιλογές, επαναπροσδιορίστε την ανθρωπότητά μας, οι καλοί άγγελοι που είναι μέσα μας…. ή οι διάβολοι;
Οι πυρήνες της σκέψης τους
«Άνθρωποι χωρίς ελπίδα, χωρίς δουλειά και χωρίς κατοχή θα μπορούσαν να στραφούν εύκολα εναντίον των πλουσιότερων. Περίπου το 30% των Αμερικανών δεν έχουν ακίνητα ή έχουν χρέος. Όταν η τρέχουσα κρίση παράγει περισσότερα άτομα χωρίς χρήματα, χωρίς εργασία και χωρίς πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και αυτοί οι άνθρωποι γίνονται απελπισμένοι και θυμωμένοι, τότε σκηνές όπως η πρόσφατη έκρηξη κρατουμένων στην Ιταλία ή λεηλασίες στη Νέα Ορλεάνη το 2005, μετά τον τυφώνα Κατρίνα, θα μπορούσαν να είναι μέρος της καθημερινής ζωής. Εάν τότε οι κυβερνήσεις θα πρέπει να καταφεύγουν σε παραστρατιωτικές ή στρατιωτικές δυνάμεις για την εξουδετέρωση των ταραχών ή των επιθέσεων σε περιουσίες, τότε αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάρρευση των κοινωνιών».
Αυτός είναι ο ένας πυρήνας γύρω από τον οποίο στρέφεται η προβληματική των συγγραφέων.
Ο άλλος είναι ένα σύνολο εκτιμήσεων. Πως η οικονομική ύφεση θα είναι πολύ βαθιά. Πως θα χρειαστούν χρόνια για να επιστρέψουν οι κοινωνίες στην προ κρίσης εποχή. Πως είναι ανάγκη να γίνουν βασικές κινήσεις στην οικονομία, στη διαχείριση του χρήματος, στην οργάνωση της εργασίας, στο πολιτικό σύστημα εντός των κρατών αλλά και διακρατικά για να λειτουργεί ο καπιταλισμός ως ο αιώνιος αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας.
Οι προκλήσεις για τους συγγραφείς είναι συγκεριμένες. «Τον Ιούνιο του 2020, μόλις έξι μήνες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, υπογραμμίζουν στα «συμπεράσματα», ο κόσμος βρίσκεται σε μια εντελώς νέα κατάσταση. Σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, ο Covid-19 έχει κάνει σημαντικές αλλαγές και έχει διευρύνει τις γραμμές βλάβης που έχουν από καιρό επιβαρύνει τις οικονομίες και τις κοινωνίες μας. Αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, διαδεδομένη αίσθηση αδικίας, εμβάθυνση των γεωπολιτικών ρήξεων, πολιτική πόλωση, αυξανόμενα και υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, Χρέος, μια αναποτελεσματική ή ανύπαρκτη παγκόσμια ρυθμιστική πολιτική, ο υπερβολικός καπιταλισμός της χρηματοπιστωτικής αγοράς, καταστροφή του περιβάλλοντος: Αυτές είναι μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που υπήρχαν όμως ήδη προ της Πανδημίας.
Θα μπορούσε η καταστροφή του Covid-19 να αναστραφεί πριν από την έκρηξη;
Θα μπορούσε να έχουμε τη δύναμη να ξεκινήσουμε μια σειρά από βαθιές αλλαγές;
Δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς θα είναι ο κόσμος δέκα μήνες από τώρα, πόσο μάλλον δέκα χρόνια από τώρα, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι ο αυριανός κόσμος θα συγκλονιστεί βαθιά εάν δεν κάνουμε τίποτα για να αναμορφώσουμε τον σημερινό κόσμο. Στο Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ένα ολόκληρο χωριό προβλέπει μια επικείμενη καταστροφή, αλλά κανένας από τους χωρικούς δεν φαίνεται ικανός ή πρόθυμος να το αποτρέψει μέχρι που η καθυστέρηση ήταν μη αναστρέψιμη.
«Δεν θέλουμε να είμαστε αυτό το χωριό», σημειώνουν συμπερασματικά οι συγγραφείς.
Φυσικά, σε αντίθεση με τους συγγραφείς, κανένας κορονοϊός δε επιφέρει αυτές τις προωθούμενες νεοσυντηρητικής μεταβολές. Καμιά κρίση του κορονοϊού δεν «τα έχει επιδεινώσει όλα». Είναι αυτή καθαυτή η αστική πολιτική διαχείρισης της κρίσης ως ευκαιρία στρατηγικών επιθέσεων σε βάρος του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας που έχει οδηγήσει τα πράγματα εδώ που είναι.
«Εάν δεν καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε και να διορθώσουμε τα βαθιά ριζωμένα παράπονα στις κοινωνίες και τα οικονομικά μας συστήματα, ο κίνδυνος θα μπορούσε να αυξηθεί, όπως συχνά στην ιστορία, από βίαια σοκ όπως πολέμους ή ακόμη και επαναστάσεις. Είναι καθήκον μας να πάρουμε τον ταύρο από τα κέρατα. …Η ετυμηγορία φαίνεται σαφής: πρέπει να αλλάξουμε. πρέπει να αλλάξουμε», επαναλαμβάνουν.
Και συνεχίζουν:
«….Κάποιοι μπορεί να μην βλέπουν την ανάγκη μιας τέτοιας δράσης για το φόβο του μεγέθους της εργασίας και με την ελπίδα ότι η αίσθηση του επείγοντος θα υποχωρήσει και η κατάσταση σύντομα θα επιστρέψει στο “φυσιολογικό”. Ο λόγος για την παθητικότητα είναι συχνά ότι έχουμε βιώσει παρόμοια σοκ – πανδημίες, σκληρές υφέσεις, γεωπολιτικές ρήξεις και κοινωνικές εντάσεις – και θα επιβιώσουμε και αυτή τη φορά. Όπως πάντα, οι κοινωνίες και τα οικονομικά μας συστήματα θα ανακάμψουν. Η ζωή συνεχίζεται!»
Ο μέσος όρος – μια εντελώς άνευ σημασίας στατιστική πραγματικότητα
«Η λογική εξήγηση για το ότι δεν χρειάζεται η επανεκκίνηση, υπογραμμίζουν οι Σβαμπ και Malleret, βασίζεται επίσης στην πεποίθηση ότι η κατάσταση του κόσμου δεν είναι τόσο κακή και ότι πρέπει μόνο να διορθώσουμε μερικά μικρά πράγματα στα πρόθυρα για να το βελτιώσουμε.
Είναι φυσικά αλήθεια ότι η κατάσταση του κόσμου σήμερα, κατά μέσο όρο, είναι σημαντικά καλύτερη από ό, τι στο παρελθόν… Σχεδόν όλοι οι δείκτες που μετρούν τη «συλλογική ευημερία» (όπως ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας ή πεθαίνουν σε πόλεμο, κατά κεφαλήν ΑΕΠ, προσδόκιμο ζωής ή ποσοστό αλφαβητισμού, ακόμη και ο αριθμός των θανάτων από πανδημίες) έχουν βελτιωθεί σε σχέση με το μακρινό παρελθόν, ακόμη και σε σχέση με τις τελευταίες δεκαετίες Αλλά βελτιώθηκαν “κατά μέσο όρο” – μια στατιστική πραγματικότητα που είναι εντελώς άνευ σημασίας για όσους αισθάνονται αποκλεισμένοι (τόσο συχνά στην πραγματικότητα). Ως εκ τούτου, η πεποίθηση ότι ο κόσμος σήμερα είναι καλύτερος από ποτέ είναι σωστός, αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για να επαναπαυθούμε στο υπάρχον status quo και να μην διορθώσουμε τις πολλές καταχρήσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν στον κόσμο. Οι εκτεταμένες κοινωνικές διαμαρτυρίες που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούνιο του 2020 αντικατοπτρίζουν την επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης της Μεγάλης Επανεκκίνησης. Συνδυάζοντας έναν επιδημιολογικό κίνδυνο (Covid-19) με έναν κοινωνικό κίνδυνο (διαμαρτυρίες), κατέστησαν σαφές ότι στον σημερινό κόσμο είναι η συστηματική σύνδεση των κινδύνων, των ζητημάτων, των προκλήσεων και των ευκαιριών που έχουν σημασία και αυτά ορίζουν σίγουρα το μέλλον. Τους πρώτους μήνες της πανδημίας, η προσοχή του κοινού στράφηκε συμπυκνωμένα. όπως είναι κατανοητό, στις επιδημιολογικές και επιπτώσεις στην υγεία του Covid-19. Ωστόσο ξανά και ξανά συνειδητοποιούμε ότι τα πιο σημαντικά επακόλουθα προβλήματα είναι σε σχέση με τους οικονομικούς, γεωπολιτικούς, κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και τεχνολογικούς κινδύνους που θα προκύψουν από την πανδημία και τις συνεχιζόμενες επιπτώσεις της” επαναλαμβάνουν οι δυο συγγραφείς.
Ένα επί πλέον ισχυρό επιχείρημα για την ενασχόληση με τη «Μεγάλη Επανεκκίνηση» είναι και το ότι τα αστικά επιτελεία προετοιμάζονται για στρατηγικής σημασίας απαντήσεις (και η προκύπτουσα γνώση των απαντήσεων) ώστε μετά την πανδημία αλλά και με την πανδημία ως ευκαιρία να συνεχίσει να λειτουργεί κατά το δυνατόν αδιατάρακτα ο κόσμος της αγοράς.
Αλλά όχι μόνο.
Η «Μεγάλη Επανεκκίνηση» είναι μια ευκαιρία για να διαπιστώσει κανείς ιδίοις όμμασι τις αντιφάσεις και τα όρια μιας πολιτικής που δεν διορθώνεται επί της ουσίας, στην οποία όλα αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν. Η αλλαγή ή οι αλλαγές έχουν εξάλλου ουσία και νόημα όταν προκύπτουν από τις ίδιες τις λαϊκές δυνάμεις σε μια πορεία δημιουργίας, κυρίως, και ανάτασης.
Αλλά από ‘δω και η πρόκληση και οι απαιτήσεις για την Αριστερά.