Η δύναμη της ζωής
Η ζωή αξίζει και αξίζει όταν τη διεκδικούμε. Όταν περνάμε στην «επόμενη μέρα» και η αισιοδοξία, η πίστη στη συλλογική προσπάθεια και στον εαυτό γίνονται προαπαιτούμενα της συλλογικής και προσωπικής μας ανατροφοδότησης.
Τέτοια θέλουμε να διαβάζουμε λοιπόν.
Αντιστέκονται έμπρακτα ο Κεν Λόουτς, η Ελληνίδα σταρ Ελλάς. Νίκησαν οι εργάτες της COSCO, νίκησαν οι εργάτες της e-food. Αυτά, από την κοινωνική πραγματικότητα, ενισχύουν τη συλλογική αλλά και ατομική αυτοπεποίθηση. Αυτή την ανάγκη έχουμε την ελπίδα να υπηρετούν οι εξαγγελίες, οι αποφάσεις, οι πολιτικοί στόχοι των πολιτικών κομμάτων της μαχόμενης Αριστεράς.
Η συμπόρευση: ελπίδα και διάψευση
Στην ομιλία του στην Πάτρα ο Δ. Κουτσούμπας στις 24 Νοέμβρη καλεί σε συμπόρευση με το ΚΚΕ γιατί το ΚΚΕ «κράτησε όρθια την κόκκινη σημαία, δεν την κατέβασε ποτέ. Ούτε την έβαλε δίπλα στη σημαία της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ούτε την κουρέλιασε, συμμετέχοντας ή στηρίζοντας μια αστική αντιλαϊκή κυβέρνηση».
Το βάθος και η διάρκεια της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, ο παγκόσμιος συγχρονισμός τους, φαινόμενο που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία, αναταράσσει ανθρώπους και συλλογικότητες. Οδηγεί σε αναστοχασμούς και αναπροσαρμογές.
Το ΚΚΕ δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο. Ειδικά στο συνδικαλιστικό κίνημα επιχειρεί μια άτολμη, μισή αλλά χρήσιμη αναπροσαρμογή. Επιχειρεί (αυτό που θάταν αυτονόητο) ένα πρώτο άνοιγμα διαλόγου και κοινής δράσης.
Η καθυστερημένη και μισή αυτή αναπροσαρμογή, σε συνδυασμό με τη φαντασία και την πολιτική αυτενέργεια των «τόσων άλλων αγωνιστών», δίνουν στους εργατικούς αγώνες που ξέσπασαν (COSCO, e food) άλλο αέρα. Το ΚΚΕ, ταυτόχρονα, καλεί σε συμπόρευση μαζί του τον ελληνικό λαό.
Η συμπόρευση αυτή καθαυτή ως έννοια κρύβει μέσα της την ελπίδα της ενωτικής πολιτικής, την προσδοκία μιας σύγχρονης μετωπικής πολιτικής που θα συγκεντρώνει πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις ανάλογες των σημερινών μεγάλων δυσκολιών, δυνατοτήτων και απαιτήσεων.
Σύγχρονη μετωπική πολιτική ως απαίτηση των ίδιων των ποιοτικών εξελίξεων στις κοινωνίες της αγοράς. Η σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας έχει αλλάξει ποιοτικά. Η αγροτιά έχει μειωθεί δραματικά παράλληλα με την καπιταλιστικοποίηση της αγροτικής παραγωγής. Ισχυρές ανακατατάξεις γίνονται στα μεσαία στρώματα.
Κυρίως όμως η εργατική τάξη, ο κόσμος της χειρωνακτικής, ημιχειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, αποτελεί πλέον την πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού. Με διαχωρισμούς στο εσωτερικό της που ενισχύουν τους όρους δημιουργίας διαφόρων κομμάτων εργατικής στόχευσης αλλά και κομμουνιστικής επαγγελίας. Η χάραξη επομένως μιας αντίστοιχης μετωπικής πολιτικής που να απευθύνεται πρωτίστως στο εσωτερικό της σύγχρονης εργατικής τάξης και δι’ αυτής στα νέα και παλιά αυτοαπασχολούμενα μεσαία στρώματα αποκτά σύγχρονο, κρίσιμο και καθοριστικό χαρακτήρα.
Το ΚΚΕ αντί αυτού καλεί σε συμπόρευση μαζί του κατά μόνας. Θέτει δηλαδή ως προϋπόθεση την αποχώρηση των αγωνιστών από τις συλλογικότητες στις οποίες δρουν. Μια οποιαδήποτε πολιτική συλλογικότητα δεν μπορεί, δηλαδή, να συμπορευθεί μαζί του ακριβώς επειδή είναι συλλογικότητα.
Κι αυτό τη στιγμή που στη σημερινή εποχή κληρονομούνται και μεταφέρονται, σε ανώτερο επίπεδο, οι θεμελιακές άλυτες αντιθέσεις της εποχής του ιμπεριαλισμού. Που αποκτούν σύγχρονο υπεραντιδραστικό περιεχόμενο η κυριαρχία των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων, οι συνδυασμοί σύγχρονων και παλαιών μορφών εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, (όχι μόνο λιτότητα αλλά και τάση κατάργησης του έμμεσου μισθού), η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η τάση επαναχάραξης των συνόρων και η δημιουργία κρατών – προτεκτοράτων, το λυσσώδες ξαναμοίρασμα των αγορών και των δρόμων του εμπορίου, το ξέσπασμα τοπικών αλλά και υπερτοπικών πολέμων.
Παρόλα αυτά και παρόλη την ιστορική εμπειρία η ηγεσία του ΚΚΕ παραμένει πεισματικά στα ίδια.
Καλεί κατά μόνας αφού όλοι οι άλλοι είναι «οπορτουνιστικά πλυντήρια της αστικής πολιτικής».
Αλλά πότε στην ιστορία των λαών η κοινωνία πήγε μπροστά καλώντας το λαό να συγκεντρωθεί γύρω από την έμπρακτα επαληθευόμενη πρωτοπορία του; Το ΚΚΕ πάλλεται πολιτικά ανάμεσα στον μέχρι πρότινος αδιέξοδο κυβερνητισμό και στην κατά μόνας συμπόρευση ή, σύμφωνα με τη δικιά του ορολογία, ανάμεσα στον ρεφορμισμό και το δογματισμό.
Οι κοινωνίες πήγαν μπροστά όταν «το κόμμα» από αυτοσκοπός μετατρεπόταν σε αυτό που οφείλει να είναι: Στο πρωτοπόρο μέσο που καλούσε σε λαϊκή συμπόρευση είτε γύρω από τα Σοβιέτ στη Ρωσία, είτε γύρω από τα εργατικά συμβούλια στην Ιταλία, είτε γύρω από τις εργατικές επιτροπές στην Ισπανία, είτε γύρω από το ΕΑΜ στην Ελλάδα.
Οι αδιέξοδες συμφωνίες κορυφής
Η αναφορά στην ιστορία δεν γίνεται για να κάνουμε τον έξυπνο εκ των υστέρων, ούτε στο όνομα μιας ανούσιας λαθολογίας. Αντίθετα ανατρέχουμε στην ιστορία για να δούμε πιο καθαρά το σήμερα, για να φωτίσουμε όσο μπορούμε το μέλλον.
Από τις τέσσερεις κυβερνήσεις που ψήφισε το ΚΚΕ στη θυελλώδη του Ιστορία, τους τέσσερεις πρωθυπουργούς και ένα πέμπτο που δεν «πρόκανε», μόνο μια, αυτή της ΠΕΕΑ ήταν απότοκος της πραγματικής, της υλικής ανάπτυξης του τότε εργατολαϊκού ΕΑΜικού κινήματος και των πρωτοποριών του.
Όσο καιρό μάλιστα η κυβέρνηση της ΠΕΕΑ προωθούσε μέτρα επαναστατικού χαρακτήρα, (λαϊκή αυτοδιοίκηση, λαϊκή δικαιοσύνη, μοίρασμα της γης σε άκληρους αγρότες κλπ) δυνάμωνε ολοένα το ΕΑΜ, ενισχυόταν η ελπίδα και αυτοπεποίθηση του Λαού. Όταν «ρουφήχτηκε» στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του 1945 υπό το Γ. Παπανδρέου, τον μετονομαζόμενο και «παπατζή» από το λαό (με το Σβώλο υπουργό οικονομικών) η οπισθοχώρηση και τα δεινά ήταν ανυπολόγιστα.
Την κυβέρνηση εθνικής ενότητας και αυτόν τον πρωθυπουργό ψήφισε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Ο πρωθυπουργός της ΠΕΕΑ Α. Σβώλος δεν ήταν γενικά και αόριστα ΕΑΜίτης. Ανήκε στη μεταρρυθμιστική –στη σοσιαλιστική, δημοκρατική, αλλά μη κομμουνιστική αριστερά. (Πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος – ΕΛΔ, 1945 – 1953, πρόεδρος του Ενιαίου Δημοκρατικού Κόμματος του Εργαζομένου Λαού 1953 – 1956). Σήμερα κατά τη φοβική, τη σεχταριστική άποψη παντός καιρού θα ανήκε στους «κάθε είδους οπορτουνιστές». Το ΚΚΕ στην πολιτική του ιστορία εκτός από τη λαογέννητη κυβέρνηση της ΠΕΕΑ υπόγραψε τέσσερεις συμφωνίες και στήριξε πέντε κυβερνήσεις. Η στήριξη έγινε προφανώς για σοβαρούς λόγους.
Αλλά το κυβερνητικό ζήτημα είναι αμείλικτο, δεν υπακούει στο σχήμα σοβαρότητα – φαιδρότητα αλλά στον σκληρό συσχετισμό δυνάμεων, στους πολιτικούς στόχους και στη δυναμική που γι αυτό το σκοπό εξασφαλίζεται.
Στις 19 Φεβρουαρίου του 1936 και για την αποφυγή της δικτατορίας, συνετάχθη το μυστικό(!) σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα μεταξύ Φιλελευθέρων και ΚΚΕ.
Πέντε μόλις μήνες αργότερα, στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς, σε συνεργασία με το βασιλιά Γεώργιο, επέβαλε δικτατορία μέχρι το 1941. Ο Σοφούλης θα ήταν ο παρ´ ολίγον πέμπτος πρωθυπουργός που θα ψηφιζόταν από το ΚΚΕ.
Το ‘65, τότε που ο λαός δεν ήθελε να κυβερνηθεί όπως πριν και ήταν διαρκώς στους δρόμους, τότε που οι επάνω δεν μπορούσαν να κυβερνούν όπως μέχρι τότε και οι κυβερνήσεις έπεφταν ανά δεκαήμερο, αντί έγκαιρα και οργανωμένα, η ηγεσία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, να προσανατολίσουν κατάλληλα το λαϊκό κίνημα λυγίζουν το ραβδί προς τα «δεξιά». Στηρίζουν ξανά και αμετανόητα τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον «παπατζή» κατά το λαό, για να αποφευχθεί η κατά το γενικό αίσθημα επαπειλούμενη δικτατορία. Σε δεκαοχτώ μήνες όμως η δικτατορία είχε εγκαθιδρυθεί.
Το 1989, η στήριξη της κυβέρνησης του αντιχουντικού αξιωματικού και πολιτικού της ΝΔ Τζανή Τζαννετάκη έγινε στο όνομα της κάθαρσης της χώρας από τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ. Σε τρεις μήνες και κάτι η κυβέρνηση έπεσε για να ‘ρθει η οικουμενική κυβέρνηση του τραπεζίτη Ζολώτα που στηρίχθηκε πλέον και από τους τρεις, από τους δυο της κάθαρσης (ΝΔ – ΚΚΕ) αλλά και από το μέχρι προ ολίγου …υπό κάθαρση ΠΑΣΟΚ.
Σε λίγους μήνες η κυβέρνηση έπεσε, η κάθαρση πήγε περίπατο.
Όλες οι παραπάνω πολιτικές επιλογές έγιναν και στο όνομα της ενίσχυσης τόσο του λαϊκού παράγοντα όσο και του ΚΚΕ.
Η ιστορία όμως αποκαλύπτει τα γεγονότα ως είναι.
Η απόληξη του συμφώνου Σοφούλη – Σκλάβαινα ήταν η βίαιη διάλυση και δραματική αποδυνάμωση του ΚΚΕ. Η στήριξη του Παπανδρέου το ‘65 όχι μόνο δεν συνέβαλλε στην αποτροπή της χούντας αλλά και περιέπλεξε τη διάσπαση του ‘68. Οι ανεκδιήγητες συμφωνίες κορυφής του ‘89-‘90 μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, στις εκλογές του 1990 κατέληξαν στην άνοδο στο 47%! της υπό τον Κ. Μητσοτάκη ΝΔ και στην πτώση αντί της ενίσχυσης του Συνασπισμού. Η περιπέτεια έληξε με τη μεγαλύτερη μεταπολιτευτική πτώση του ΚΚΕ (4,54%) στις εκλογές του Οκτώβρη του ‘93.
Η Αριστερά στοχεύει σε μια κοινωνία της ισότητας, της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και της ευημερίας. Για το σκοπό αυτό επιδιώκει δια της πολιτικής της δράσης να δώσει και κυβερνητική λύση. Η κυβέρνηση όμως που επιδιώκει βρίσκεται στον αντίποδα ακριβώς των αστικών κυβερνήσεων.
Επιδιώκει την συγκρότηση ευρύτερων λαϊκών θεσμών και δημοκρατικών οργάνων για την άσκηση της εργατικής πολιτικής οι οποίοι θα συγκροτούν τους νέους θεσμοθετημένους κρατικούς θεσμούς. Εκεί θα επιλέγονται, με άμεση ψηφοφορία, οι υποψήφιοι κυβερνώντες. Οι κυβερνήτες θα αμείβονται με το μέσο εργατικό μισθό. Θα είναι ανακλητοί ανά πάσα στιγμή. Θα κυβερνούν με θεσμοθετημένους κανόνες πλήρους διαφάνειας και λογοδοσίας.
Οι όροι για μια τέτοια εργατική – λαϊκή κυβέρνηση του αγωνιζόμενου Λαού θα «γεννιούνται» παράλληλα με την αναγέννηση του κινήματος και της Αριστεράς και το αντίστροφο. Και εκεί θα μετασχηματίζονται θετικά η πολιτική παράδοση ή έστω οι αυταπάτες που ζητούν μάταια μια κυβερνητική πολιτική λύση η οποία δια της ανάθεσης δήθεν θα υλοποιεί ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα.
Η «κρυμμένη» αυτοκριτική
Το ΚΚΕ καλεί λοιπόν τον ελληνικό λαό για «συμπόρευση» και επειδή «ποτέ την κόκκινη σημαία δεν την κουρέλιασε, συμμετέχοντας ή στηρίζοντας μια αστική αντιλαϊκή κυβέρνηση».
Η «κόκκινη σημαία» προς τιμή τους, δεν τοποθετήθηκε ποτέ δίπλα στις σημαίες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ από το ΚΚΕ και από κανένα πολιτικό τμήμα εργατικής αναφοράς και κομμουνιστικής στόχευσης.
Αλλά η αναφορά στο ιστορικά διαψευσθέν «Ούτε την κουρέλιασε, συμμετέχοντας ή στηρίζοντας μια αστική αντιλαϊκή πολιτική» προκαλεί σοβαρά ερωτήματα.
Αυτή η ανακριβής αναφορά γιατί γίνεται λοιπόν; Για πιο σκοπό; Ποια τα λαϊκά οφέλη;
Κατανοεί φυσικά κανείς τη λογοτεχνική υπερβολή του ισχυρισμού. Το ζήτημα άπτεται της προσέγγισης της Ιστορίας, της στάσης απέναντι σε ιστορικής σημασίας ζητήματα που επιδρούν καθοριστικά στα τεκταινόμενα. Και ως γνωστό η πολιτική που οδήγησε στις απανωτές και ζημιογόνες για τους λαούς συγκυβερνήσεις, η πολιτική που μόνο δεινά επέφερε σε Γαλλία, Ιταλία και Ελλάδα, δηλαδή η χρεοκοπημένη πολιτική περί του νέου εθνικού (δήθεν) ρόλου των ΚΚ στην άσκηση φιλολαϊκότερης διαχείρισης του αστικού κράτους μέσω των συμμαχιών με τη σοσιαλδημοκρατία και τη δημοκρατική πτέρυγα της αστικής τάξης ήταν η γενική (και κληρονομημένη) πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων (1935, 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς).
Για την αναγκαία προώθηση της κοινής δράσης στο συνδικαλιστικό κίνημα αλλά και για την απόρριψη και υπέρβαση αυτής της κυβερνολαγνείας απαιτείται η επίγνωση και σαφήνεια σκοπών, στόχων και μέσων, χρειάζεται πολύ κόπος, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά.
Το ΚΚΕ στα τελευταία του συνέδρια επιχειρεί μια «ντροπαλή», «μισή» κριτική και αυτοκριτική προσέγγιση και αναδιατύπωση αυτής της πολιτικής.
Κριτική και αυτοκριτική που μένει όμως στα συνέδρια. Δεν αποτελεί σημείο ανοιχτού διαλόγου με το λαό και τις οργανώσεις της Αριστεράς.
Σαν να φοβάται το πολιτικό δια ταύτα και τις απαιτήσεις του.
Η ανολοκλήρωτη ιστορική δικαίωση
Η κύρια και διαρκής επίπτωση αυτής της αδιέξοδης πολιτικής ήταν η εκάστοτε διάλυση του ιστορικού μπλοκ των υποτελών κοινωνικών τάξεων[i] που συγκροτείται χάριν των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων μιας ολόκληρης περιόδου.
Στην προαναφερθείσα πολιτική κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιτάχθηκαν, τότε, οι Κινέζοι και οι Γιουγκοσλάβοι επαναστάτες και νίκησαν.
Στην Ελλάδα, το 1935 – 1945 αλλά και μετά με μια ελπιδοφόρα συνέχεια, απέναντι σε αυτή την πολιτική τοποθετήθηκε ένα ισχυρό ριζοσπαστικό ρεύμα εντός του ΚΚΕ, μικρές αλλά αξιόλογες οργανώσεις, ευρύτερα μαχόμενες λαϊκές δυνάμεις που βρίσκουν την έκφραση του στον Άρη Βελουχιώτη.
Το ρεύμα αυτό βρίσκει κατά καιρούς την έκφραση του σε «τόσους άλλους» επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές που εξακολουθούν να μένουν πιστοί και ερωτευμένοι με τη μεγάλη υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης. Αυτό το εργατικό ρεύμα εργατικής αμφισβήτησης και κομμουνιστικής αναζήτησης, σε σύγχρονη μορφή και πολιτική έκφραση, αντιτάχθηκε το 1989 εντός ΚΚΕ με τη γνωστή μαζική αποχώρηση από αυτό.
Το ριζοσπαστικό αυτό ρεύμα που εμφανίζεται στην Ιστορία είναι ισχυρό αλλά όχι τόσο ώστε να αντιστρέψει τη φορά των πραγμάτων υπέρ της εργατικής πολιτικής, είναι «διάχυτο». Εν πρώτοις ηττήθηκε.
Ωστόσο, κατά μια ειρωνεία της ιστορίας, όπως τα αντικειμενικά, τα ιστορικά δεδομένα καταδεικνύουν, ιστορικά δικαιώθηκε.
Αλλά η ιστορική δικαίωση με την πλήρη, τη θετική έννοια, δεν έρχεται ερήμην της σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας. Η πολιτική και η κοινωνική θέση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα σαν εργατική τάξη καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη δικαίωση ή μη των πολιτικών διαφόρων ρευμάτων.
Από αυτή τη σκοπιά η σε πρώτη και αντικειμενικό βαθμό ιστορική δικαίωση μένει να πάρει τη μορφή και το περιεχόμενο της υποκειμενικής δικαίωσης, της εμφάνισης δηλαδή ενός σύγχρονου ισχυρού εργατολαϊκού ρεύματος άμεσης διεκδίκησης αλλά και στρατηγικής στόχευσης. Τη μορφή ενός εργατικού διαφωτισμού του 21ου αιώνα που θα δικαιώνει τις λαϊκές απαιτήσεις τις σύμφωνες με τις εκρηκτικές επιστημονικοτεχνικές και υλικές δυνατότητες της νέας, της δικιάς μας, της κατ´ εξοχήν εργατικής εποχής.
Μια τέτοια συνολική πολιτική μόνο όσοι επαγγέλλονται ένα σύγχρονο στρατηγικό λόγο μπορούν να υπηρετήσουν.
Αλλά στο ρεύμα των τακτικών στόχων και των άμεσων διεκδικήσεων πρέπει να βρουν τη θέση τους όλοι όσοι στην πράξη αγωνίζονται – και το ΚΚΕ – κατά της σημερινής βαρβαρότητας στο όνομα των εργατικών δικαιωμάτων και αναγκαιοτήτων.
Το ίδιο το ΚΚΕ τι σχεδιάζει;
Τι συμπεράσματα έβγαλε η ηγεσία του από τη «συμπόρευση» στην COSCO και στην e – foode;
Θα συνεχίσει; Και πως;
Θα πορευτεί ανάλογα στα ζητήματα της πανδημίας, της φτώχειας, και της ακρίβειας, στα ζητήματα του έμμεσου μισθού (παιδεία, υγεία, ασφάλιση);
Έτσι αλλιώς η πολιτική που είναι αντικειμενικά αναγκαία είναι αυτή που αντί να χωρίζει ενώνει με αρχές και αντί να δίνει «πατητές» ανυψώνει και ανυψώνεται στα αναγκαία των περιστάσεων επίπεδα.
[i] Ανάλογη ήταν και η διάλυση του κοινωνικού μπλοκ που συγκροτήθηκε το 2009 – 2015 από τις μαχόμενες υποτελείς κοινωνικές δυνάμεις. Διάλυση που επέφερε ο υπό την ηγεσία του Τσίπρα εναπομείνας Σύριζα μετά την ιστορική μεταστροφή του τον Ιούλιο του 2015 και την επαίσχυντη διακυβέρνηση των ετών 2015-2019.