Γεμάτος ο Μικρόκοσμος χθες Τετάρτη για την ταινία «Μια προλεταριακή χειμωνιάτικη ιστορία» του νέου γερμανού σκηνοθέτη Julian Radlmaier που εξασφάλισαν για μία και μοναδική προβολή οι Εργατικές Λέσχες Καλλιθέας και Νέας Σμύρνης.
Η ταινία, με φοβερό χιούμορ και ιδιαίτερη τεχνοτροπία, δεν βρήκε επίσημη διανομή στις αίθουσες στη χώρα μας γιατί η αγορά αποφάσισε ότι δεν θα κάνει εισιτήρια. Έκανε αίσθηση όμως σε όλους εμάς που είχαμε την τύχη να τη δούμε. Μια ταινία λιτή και ευφυής – ευγενικά ποιητική, όπως έγραψε ο Κωστής Ζουλιάτης:
«μια ταινία καίρια ευρηματική, ήσυχα και ευγενικά ποιητική -χωρίς βαριές ακαδημαϊκές αναφορές που τρομάζουν- και ταυτόχρονα ποιητικά διδακτική μέσα από τις εξιστορούμενες παραβολές των πρωταγωνιστών της -που ακροβατούν απολαυστικά ανάμεσα στον μύθο και το χιούμορ.
»μια σύντομη ιστορία της ταξικής μοίρας (κυρίως των από κάτω), αλλά και του σύγχρονου κοινωνικού μωσαϊκού μέσα στο οποίο αυτή καλείται να πορευτεί, δηλαδή να επιβιώσει και να ορίσει τις ανάγκες της: η κενότητα της μπουρζουαζίας -από την μεταμοντέρνα φλυαρία της μέχρι την υποκριτική ηθική της (όλος ο Μπουνιουέλ εδώ κρυμμένος σε ελάχιστους διαλόγους)- η ιδρυματοποιημένη τέχνη, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μέσα από το εμπόριο αυτής, ο πολιτισμός του φαίνεσθαι και του έχειν -κόντρα σε αυτόν των αναγκών και του είναι- οι σχέσεις στην κοινωνική και ταξική ιεραρχία, οι μικροεξουσίες εντός της και ο ρόλος των υποτελών ηλιθίων του Κεφαλαίου, ο πλούτος που δεν απολαμβάνουν οι εργάτες που τον παράγουν (στην κουζίνα που παράγεται το φαγητό, δεν υπάρχει ίχνος φαγητού παρά κάτι κονσέρβες -το φαγητό βρίσκεται στους μπουφέδες), οι αντιφάσεις της εργατικής τάξης, η ανάγκη για δουλειά, το δικαίωμα στο όνειρο, τα αλλοτριωμένα ζόμπι της διαχείρισης που στοχεύουν ψηλά αλλά παραμένουν αποκληρισμένοι ενδιάμεσοι, η κινεζοποίηση της εργασίας (ο κινέζος ως φόβος και ως πραγματικότητα), η μετανάστευση και οι εθνικές/εθνικιστικές αφηγήσεις της πολιτικής και της πραγματικότητας, η άρρωστη πρωτοκαθεδρία των curators εκθέσεων εις βάρος του νοήματος της τέχνης και της διάθεσής της στους ανθρώπους –για να ονομαστούν μερικές από τις επίκαιρες καταστάσεις που ως συμπληγάδες υποδεικνύουν τον προορισμό (δηλαδή την καταγωγή) των απόκληρων του ονείρου: πίσω ξανά στο μηδέν. με όλη όμως την ανθρωπιά, την ανησυχία, την ερώτηση, τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη, την αναγκαιότητα, το κοινό όραμα για απόδραση -έστω και πίσω στο μηδέν ξανά.»
Η υπόθεση
Τρεις νεαροί Γεωργιανοί εργάτες αναλαμβάνουν να καθαρίσουν ένα κάστρο στο Βερολίνο, όπου πρόκειται να εκτεθεί η συλλογή έργων σύγχρονης τέχνης ενός Γερμανού κατασκευαστή όπλων. Φυσικά, το προλεταριάτο δεν είναι ευπρόσδεκτο στο πάρτι εγκαινίων και οι τρεις πρωταγωνιστές εξορίζονται σε ένα μικρό δωμάτιο υπηρεσίας στη σοφίτα. Στον κάτω όροφο, παρόλα αυτά, ένας εξαίσιος μπουφές τους τραβάει την προσοχή – οπότε γιατί να μην αγνοήσουν την άδικη απαγόρευση και να περάσουν την διαχωριστική γραμμή της ταξικής κοινωνίας; Και η Γαλλική Επανάσταση για ένα κομμάτι κέικ δεν ξεκίνησε;
Διηγούμενοι ο ένας στον άλλο απίθανες ιστορίες, από μία περιπέτεια του Άγιου Φραγκίσκου έως μία σεάνς στη Σοβιετική Ένωση, οι τρεις πρωταγωνιστές προσπαθούν να βρουν μια απάντηση σε αυτή την ερώτηση: Μπορούν να ξεπεραστούν οι ταξικές σχέσεις, όταν όλες οι κληροδοτημένες ιστορίες λένε ότι δεν γίνεται;
Προετοιμασία μιας τομής
Μεγάλη στιγμή για το πολιτιστικό κίνημα που διαμορφώνεται αθόρυβα τα τελευταία χρόνια στις γειτονιές της Αθήνας. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για κίνηση που αμφισβητεί ευθέως το σύστημα διανομής των κινηματογραφικών ταινιών, και μπορεί να οδηγήσει ουσιαστικά όχι σε έναν ακόμα εναλλακτικό φεστιβαλικό θεσμό, αλλά στην προετοιμασία μιας τομής στον τρόπο που συνδέεται η παραγωγή των ταινιών με το κοινό τους, και στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τις ταινίες. Όχι άλλο σπίτι και δωρεάν κατέβασμα για ιδιωτική κατανάλωση. Και όχι άλλο μαζική κατανάλωση των ταινιών που η αγορά προωθεί.
Και μια κριτική παρατήρηση: Η αντίθεση στην εμπορευματική ζώνη εκφράζεται πρώτα και κύρια με την ίδια την πράξη της απευθείας επικοινωνίας με τον σκηνοθέτη και την εξασφάλιση της ταινίας από τις πολιτιστικές συλλογικότητες που δεν έχουν εμπορικό χαρακτήρα. Πέρα από τα φορολογικά και νομικά θέματα, ο μη εμπορικός χαρακτήρας δεν εκφράζεται στο ότι δεν υπάρχει εισιτήριο αλλά κουτί οικονομικής ενίσχυσης. Ένα προσιτό εισιτήριο ίσως είναι πιο σωστή πρακτική, θυμίζοντας ότι υπάρχει εργασία που πρέπει να αμείβεται: εργασία των ανθρώπων που ασχολήθηκαν με τον υποτιτλισμό (καλό είναι να υπάρχει και το όνομα και το επώνυμο στους τίτλους τέλους!) και βέβαια εργασία των συντελεστών της ταινίας που δεν κάνουν ταινίες από ψώνιο. Το κουτί εκπαιδεύει στο τζάμπα συνήθως, ενώ χρειαζόμαστε μια εκπαίδευση σε έναν εργατικό πολιτισμό, έναν πολιτισμό αλληλεγγύης.