Την Τετάρτη η κηδεία του στις 3 το μεσημέρι στο Α’ Νεκροταφείο
«Δύο παράλληλες ευθείες συναντώνται στο άπειρο. Έτσι θεωρώ ότι είναι η Τέχνη και η Επιστήμη. Και οι δύο ψάχνουν την ομορφιά, τι προσπαθούν να κάνουν; Ο τρόπος που το κάνουν είναι αλλιώτικος. Εγώ όταν πρέπει να κάνω μουσική στοχάζομαι, ερωτεύομαι, ονειροβατώ, ονειροπολώ, πάσχω, αγαπάω.. Όταν είμαι Επιστήμων μετράω, ξανά μετράω, μελετάω για να καταλάβω τι θέλει να μου πει μια εξίσωση. Όσο διαφορετική κι αν είναι η Επιστήμη και η Τέχνη την ομορφιά ψάχνουν» έχει αναφέρει σε συνέντευξη στις «Ανοιχτές Σελίδες».
Το Σάββατο 5 Οκτωβρίου, μία βδομάδα πριν κλείσει έναν ολόκληρο αιώνα ζωής, μας αποχαιρέτησε ο Μίμης Πλέσσας του οποίου η κηδεία θα γίνει την Τετάρτη 9 Οκτωβρίου.
Ο αυτοδίδακτος συνθέτης της τζαζ, του λαϊκού αλλά και του ελαφρολαϊκού τραγουδιού, υπήρξε ένας τυχερός άνθρωπος και μαζί του κι εμείς όσοι θεωρούμε ότι ολόκληρη η ζωή μας έχει ως σάουντρακ τις μουσικές του, τα τραγούδια του αλλά και κείνη την ευγενική ζεστή φωνή πότε από τα ερτζιανά και πότε από τις οθόνες της τηλεόρασης που μας διηγούνταν παλιές, μελωδικές ιστορίες.
Ακόμα κι αν δεν το ξέραμε, ήταν πάρα πολλά τα δικά του τραγούδια που μας συνόδεψαν σε λύπες, χαρές, έρωτες και απογοητεύσεις. Μια ζωή δηλαδή.
Αποτελεί δε πανουργία της τύχης ότι έγινε διάσημος λόγω της αυτοδίδακτης μουσικής του και όχι από το διδακτορικό του στη Χημεία που εκπόνησε σε Πανεπιστήμιο της Αμερικής.
Διαβάζοντας αυτές τις μέρες στο διαδίκτυο τη βιογραφία του, συνεντεύξεις που έδωσε κατά καιρούς αλλά και διηγήσεις ανθρώπων που βρέθηκαν κοντά του, συνειδητοποίησα πως δεν είναι τυχαίο που ένας αστός έγραψε τόσο όμορφα λαϊκά και επίσης πώς ένας λαϊκός καλλιτέχνης (ηθοποιός εν προκειμένω) έγραφε μες στην ψυχή των λαϊκών ανθρώπων και έγινε ίνδαλμα.
Διηγήθηκε λοιπόν κάποια στιγμή ο Λευτέρης Παπαδόπουλος την παρακάτω ιστορία που αφορά στο θρυλικό ζεϊμπέκικο που χορεύει ο Νίκος Κούρκουλος ενώ τραγουδάει ο Στράτος Διονυσίου, σε μια σκηνή του κινηματογραφικού έργου «Ορατότης Μηδέν», τη μουσική και τα τραγούδια του οποίου είχε γράψει ο Μίμης Πλέσσας:
«Όλα ξεκίνησαν από ένα τηλεφώνημα που μου έκανε ο Νίκος Φώσκολος “Το τραγούδι, το βιάζομαι πολύ, πρέπει απαραιτήτως να έχει το στίχο «κύμα πικρό στην πλώρη μου», γιατί αυτή η φράση περιλαμβάνεται στο σενάριο, σου στέλνω το σενάριο και περιμένω το τραγούδι”. Πήρα το σενάριο, το μελέτησα και συμφωνήσαμε με τον Πλέσσα το τραγούδι να είναι ένα βαρύ ζεϊμπέκικο.
Ο Πλέσσας είχε πλήρη θεωρητική κατάρτιση, δεν είχε όμως παραστάσεις από μπουζουξίδικα, ούτε μυρωδιές και ατμόσφαιρα από τέτοια μαγαζιά. Τον πήγα στο Σου Μου που βρισκόταν κάτω από το ποτάμι. Εκεί τραγουδούσε ο Στράτος Διονυσίου. Τον πήγα και σ’ ένα άλλο μαγαζί, κάπου προς την Καλλιθέα με τον περίφημο Πρόδρομο Τσαουσάκη δάσκαλο του Καζαντζίδη. Ήταν αρκετά αυτά τα δύο “μαθήματα” για να μπει ο πανέξυπνος και με μεγάλο ταλέντο Πλέσσας στο πνεύμα, έτοιμος να πετάξει».
Όλοι, όσοι τουλάχιστον γεννηθήκαμε κάποια στιγμή του προηγουμένου αιώνα, θυμόμαστε το έργο και κυρίως τη σκηνή κατά την οποία ο Νίκος Κούρκουλος, απελπισμένος και μες τη φτώχεια, φορώντας ένα κοντομάνικο μαύρο μπλουζάκι (θύμιζε τον Μάρλον Μπράντο στο «Λεωφορείο ο Πόθος») βάζει φωτιά στα υπάρχοντά του και χορεύει μοναδικά το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» που ακούγεται με τη φωνή του Στράτου Διονυσίου.
Λέγεται ότι ο Νίκος Κούρκουλος ερμήνευσε τόσο σπαραχτικά τη σκηνή γιατί ταυτίστηκε, εξ αιτίας της μνήμης του αδελφού του, το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά της φτωχής του οικογένειας που χάθηκε σε ναυάγιο ανοιχτά της Βενεζουέλας. Μεταγενέστερα, ο τρίτος γιος που δούλευε σε οικοδομή έπεσε από την ταράτσα και σκοτώθηκε. Ο ηθοποιός ποτέ του δεν αναφερόταν σ’ αυτά τα τραγικά γεγονότα της οικογενειακής του ιστορίας.
Το τραγούδι κατά τη δεκαετία του ’90 ψηφίστηκε ως το δεύτερο καλύτερο ζεϊμπέκικο, μετά από την Ευδοκία του Μάνου Λοΐζου. Ακούγεται παντού και μάλιστα από τα πικάπ της εποχής (βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’70) και ο Στράτος Διονυσίου, άγνωστος μέχρι τότε, έγινε αμέσως γνωστός στο πανελλήνιο.
Σκέφτομαι λοιπόν πως η πολιτιστική Άνοιξη της δεκαετίας του ΄60, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μνήμη του αντιφασιστικού αγώνα και την αντιστασιακή δράση των κομμουνιστών και των άλλων δημοκρατών, με τη μνήμη της Μακρονήσου και των άλλων χώρων εξορίας ζωντανή και παρούσα, την έντονη δημιουργία και κοινωνική παρουσία των αριστερών διανοουμένων και καλλιτεχνών (με κεντρική την παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη στον τομέα της μουσικής) και οι αγώνες του λαϊκού κινήματος της περιόδου, ανέβασε συνολικά το επίπεδο της καλλιτεχνικής παραγωγής στη χώρα.
Ενέπνευσε και αστούς καλλιτέχνες που δίχως να το δηλώνουν δημόσια (ο Μίμης Πλέσσας ήταν ένας από αυτούς, ίσως και ο Γιάννης Σπανός, σίγουρα ο Στ. Ξαρχάκος, ο Μάνος Χατζηδάκις αποτελεί μία μοναδική και ξεχωριστή περίπτωση, αλλά και άλλοι) βρέθηκαν ουσιαστικά στο πλευρό του αλλά κυρίως η δημιουργία τους ήταν εμπνευσμένη από τη λαϊκή τέχνη, τους λαϊκούς δρόμους, αγωνίες και ζωή.
Ενώ λοιπόν ο Μ. Πλέσσας μπορούσε να μείνει στην Αμερική και να κάνει διεθνή καριέρα, γύρισε πίσω, στις ρίζες του και στον Ελληνικό λαό.
Του είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό.
Γλύκανε πολλές στιγμές μας δύσκολες.
Πριν αναφερθώ στο βιογραφικό του μεγάλου συνθέτη ας παρακολουθήσουμε μερικά αποσπάσματα από δικές του συνεντεύξεις, όπως τις συνέλεξα από το διαδίκτυο, που δείχνουν την προσωπικότητα του Μίμη Πλέσσα και την πορεία ζωής του.
Μια ζωή σαν παραμύθι:
«Όταν τελείωσε η Κατοχή και το εργοστάσιο (σ.σ. μιλάει για εργοστάσιο της οικογένειάς του) είχε καταστραφεί πια, ζούσαμε από τα έσοδα ενός μαγαζιού με καπέλα στην οδό Μητροπόλεως. Για να συντηρώ την οικογένειά μου έπαιζα σε αμερικανικές λέσχες και σε εγγλέζικες καντίνες. Όταν ήμουν φοιτητής στο Χημικό, άκουσα ότι ένας θαυμάσιος πιανίστας είχε φύγει για τη Νότια Αμερική και η ορχήστρα του Βαγγέλη Ευαγγελίου έψαχνε αντικαταστάτη. Είχα μάθει όλο το ρεπερτόριο ως αυτοδίδακτος κι έτσι βρέθηκα να είμαι μέρος μιας σπουδαίας ορχήστρας, ενώ παράλληλα διάβαζα ώρες ατελείωτες για να πάρω το πτυχίο μου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Φοίτησα στο Λεόντειο Λύκειο, σπούδασα στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρα το διδακτορικό μου στη Χημεία από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ στις ΗΠΑ.
…Στην Αμερική πήγα το 1950, ως ειδικός στην αγορά μηχανημάτων κλωστοϋφαντουργίας της οικογενειακής μας εταιρείας. Εκεί ήταν που η τύχη με βοήθησε ώστε να συνδεθώ με τον μεγάλο σαξοφωνίστα Lester Young, ο οποίος περιόδευε με το κουαρτέτο του. Ένα βράδυ, λοιπόν, έλειπε ο πιανίστας του. Κάποιος που με ήξερε από τις εκπομπές μου στο KDAL με σύστησε ως «jazz pianist from Greece», δηλαδή ως έναν Έλληνα τζαζίστα. Αρχίσαμε να παίζουμε και σταδιακά ένιωσα την αρχική τους επιφύλαξη να σβήνεται. Με κυρίευαν συναισθήματα ευφορίας, που με έκαναν να δέχομαι τους αυτοσχεδιασμούς τους και να απαντάω, προσθέτοντας στη μουσική μας κουβέντα κάτι ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή κάναμε ένα σύντομο διάλειμμα για να πιούμε ένα ποτό που μας κέρασε ο καταστηματάρχης και γυρίσαμε ξανά στα όργανά μας. Βιαζόμασταν να ξαναπαίξουμε. Ανεκτίμητες στιγμές. Θυμάμαι, σαν να ‘ναι τώρα, τον Lester Young να ξεκινάει το «Yesterdays» του Jerome Kern. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρολόι. Ήταν μία και είκοσι και είχα να ξυπνήσω στις επτά και μισή για το πανεπιστήμιο. Σύντομα ξεχάστηκα, παρασυρμένος από τη σοβαρότητα των μουσικών διαλόγων, που, όσο πέρναγε η ώρα, γίνονταν όλο και πιο περιεκτικοί. Όταν τελειώσαμε, ήμασταν ευτυχισμένοι και αισθανόμασταν γεμάτοι από μουσική. Ο Lester με πλησίασε και γελώντας μου είπε: «Έι, Dee (από το Dimitri), έχεις πρόβλημα με το χρώμα του δέρματός σου, να το κοιτάξεις». Με τον τρόπο του είχε φροντίσει να εξισώσει τη μουσική μου ευαισθησία με τη νέγρικη μοναδικότητα.
…Η μουσική είναι συνώνυμο της ζωής μου. Είναι η αρχή, η μέση και το τέλος. Κάθε πρωί ακούω συνήθως Τρίτο Πρόγραμμα και βυθίζομαι στις σκέψεις μου. Επίσης, τέσσερις ημέρες την εβδομάδα, από τις 11 το πρωί δουλεύω διαρκώς με τον εξαιρετικό μουσικό Αλέξανδρο Αυλητή. Χωρίς σκληρή δουλειά, δεν μπορείς να επιτύχεις τίποτα. Γι’ αυτό μου αρέσει καθημερινά να διασκευάζω είτε παλιά μου κομμάτια σε τζαζ είτε να γράφω νέες συνθέσεις, τις οποίες πολλές φορές στέλνω στην κόρη μου, η οποία τα ανεβάζει στο YouTube. Είναι αυτή που διαχειρίζεται το επίσημο κανάλι μου στο YouTube. Έχω σκοπό να δημιουργώ μέχρι να πεθάνω. Γι’ αυτό, το μόνο που μου λείπει σήμερα είναι οι συναυλίες, τις οποίες θεωρώ την ψυχή ενός καλλιτέχνη».
Ο συνθέτης πέθανε λίγο καιρό πριν το αφιέρωμα στο έργο του που προετοιμαζόταν να παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Μίμης Πλέσσας γεννήθηκε στην Αθήνα. Φοίτησε στο Λεόντειο Λύκειο και στη συνέχεια σπούδασε Χημεία στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πήγε στις ΗΠΑ για συνέχιση των σπουδών του. Σε μικρή ηλικία έγινε ο πρώτος σολίστ πιάνου στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Το 1952, σε ηλικία 28 ετών, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και την επόμενη χρονιά κατετάγη πέμπτος πιανίστας στις ΗΠΑ. Το 1952 άρχισε την ενασχόληση του με τη σύνθεση και από το 1956 ως μαέστρος και συνθέτης.
Η καλλιτεχνική και συνθετική του δραστηριότητα κάλυπτε όλους τους τομείς της μουσικής, στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Συνεργάστηκε με πληθώρα κορυφαίων τραγουδιστών, πολλούς από τους οποίους ανέδειξε με τα τραγούδια του. Ασχολήθηκε επίσης με τη σύνθεση μουσικής για ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, έχοντας στο ενεργητικό του 104 ταινίες και 70 παραστάσεις. Έγραψε επίσης τη μουσική και τα τραγούδια για την τηλεοπτική σειρά «Τα παιδιά της Νιόβης».
Κατά τη διάρκεια της τεράστιας καριέρας του διηύθυνε πολλές από τις μεγαλύτερες ορχήστρες στον κόσμο, σε έργα του και διακρίθηκε αφενός για τη θεατρική του προσφορά στο Παρίσι το 1958 και για την κινηματογραφική του στο Εδιμβούργο και τις ΗΠΑ το 1964 και 1965 αντίστοιχα. Ακολούθησαν πάμπολλες διακρίσεις ελληνικές και ξένες.
Ο Μίμης Πλέσσας υπήρξε ο παραγωγός της ιστορικής ραδιοφωνικής εκπομπής «Σε 30 δευτερόλεπτα» που ήταν μια εκπομπή βράβευσης γνώσεων με διάφορα δώρα (ραδιόφωνα και βιβλία), στη δεκαετία του 1960 – 1970. Συμμετείχε σε πλείστες διεθνείς και ελληνικές επιτροπές κρίσης καλλιτεχνικών γεγονότων.
Ήταν μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων, της Εταιρίας Μουσικοσυνθετών Στιχουργών Ελλάδος, της ΕΡΓΗΜ (σύγχρονης μουσικής) και πολλών άλλων καλλιτεχνικών συλλόγων. Επίσης, ομιλεί αγγλικά και γαλλικά και είναι μόνιμος κάτοικος της Αθήνας. Από τις 4 Ιανουαρίου 1986 έως τις 20 Ιουλίου 1988 ήταν συμπαρουσιαστής μαζί με τον Κώστα Φέρρη και τον Βασίλη Τσιβιλίκα της εκπομπής της ΕΡΤ Καλλιτεχνικό καφενείο, όπου καλούνταν διάφορες προσωπικότητες του καλλιτεχνικού και κοινωνικού χώρου και μοιράζονταν ιστορίες από το πώς ξεκίνησαν και τη ζωή τους γενικότερα. Ο Μίμης Πλέσσας με το άριστο παίξιμο του πιάνου συνόδευε συνήθως τους τραγουδιστές που ψυχαγωγούσαν τον καφενέ. Αυτή η εκπομπή είχε ιδιαίτερη επιτυχία.
Το 2010 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών ενώ ήταν διδάκτωρ Χημείας του Πανεπιστημίου Κορνέλ των ΗΠΑ.
Το 2016 ο Μίμης Πλέσσας, με αφορμή την επέτειο 50 χρόνων από την εμφάνισή του στη δισκογραφία με τον δίσκο «Ραντεβού στον αέρα» για την ομώνυμη ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη, παρουσίασε το τελευταίο πλήρες έργο του «Διάφανος σταυρός» με ερμηνευτή τον Θάνο Ολύμπιο. Ο δίσκος τους έγινε πλατινένιος.
Ήταν παντρεμένος με τη Λουκίλα Καρρέρ, με την οποία απέκτησε μια κόρη το 1998. Είχε αποκτήσει κι έναν γιο από προηγούμενο γάμο του, τον μουσικοσυνθέτη Αντώνη Πλέσσα.
(Τα βιογραφικά στοιχεία αλιεύθηκαν από τη LIFO.GR)