Η συνομωσία των απλών ανθρώπων
Το ασθενοφόρο με τη σειρήνα του στη διαπασών, είχε μπλοκάρει στην κίνηση της Δροσοπούλου, παραμονές Χριστουγέννων, 7 το απόγευμα, μ’ ένα ψιλόβροχο να νοτίζει τα πεζοδρόμια και το οδόστρωμα και τον κόσμο της παλιάς αυτής γειτονιάς να παλεύει ανάμεσα στις σακούλες με τα τελευταία ψώνια και τις ομπρέλες που ο νοτιάς γύριζε ανάποδα.
Οι μετανάστες που είχαν κατοικήσει αυτό το μέρος της πόλης τις δύο τελευταίες δεκαετίες, είχαν σχεδόν ενσωματωθεί με τους παλιούς μεσοαστούς οι οποίοι είχαν ξεμείνει στο κέντρο, κυρίως συνταξιούχους που αρνήθηκαν να μετακομίσουν με τα παιδιά τους στα προάστεια.
Η παρουσία του ασθενοφόρου επέτεινε το χάος στο δρόμο, δημιουργημένο ήδη από τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα και το φρακαρισμένο λεωφορείο – φυσαρμόνικα που εξυπηρετούσε τη μισή Αθήνα, από Ζωγράφου έως Γαλάτσι.
*****
Η κυρία Λούλα έμενε στο προικώο του ανυψωμένου ισογείου της πολυκατοικίας επί της λεωφόρου Ιωάννου Δροσοπούλου και Σύρου, με το παράθυρο της τραπεζαρίας μπροστά στο δρόμο και την κρεβατοκάμαρα να επικοινωνεί με τον ακάλυπτο που είχε μεταμορφώσει, κόντρα στους τοίχους των διπλανών πολυκατοικιών και τη μόνιμη σκιά, σε μια μικρή αυλίτσα όλο γλάστρες με βασιλικούς και γεράνια και μια λεμονίτσα στη γωνία που έγερνε στη μεσοτοιχία, εκλιπαρώντας λίγο ήλιο. Μετά το θάνατο του άνδρα της, είχε ξεμείνει αυτή μόνο απ’ τις παλιές οικογένειες να επιβιώνει εκεί. Η γενιά της άλλωστε είχε σιγά – σιγά αποχωρήσει την τελευταία δεκαετία και οι κληρονόμοι είτε είχαν πουλήσει τα κληρονομιαία διαμερίσματα για να μοιραστούν τα χρήματα είτε τα είχαν νοικιάσει σε φοιτητές κι αλλοδαπούς.
Μόνο το ρετιρέ έμενε τα τελευταία χρόνια κλειστό με τις τέντες του να κρέμονται χρέπια και τα άλλοτε καταπράσινα φυτά ξεραμένα, θύμα αυτό στις διαφωνίες των ανιψιών του συχωρεμένου, του γέρο Σκρουτζ, όπως τον έλεγε η γειτονιά πίσω από τις πλάτες του, λόγω της τσιγγουνιάς και της τοκογλυφίας του, που είχαν καταλήξει σε πολύχρονες δίκες.
Η κυρία Λούλα έλεγε στους κούριερ ότι μένει πάνω από την ΕΒΓΑ του Χρήστου, μια συνήθεια από τη δεκαετία του ‘70, η οποία είχε στην πραγματικότητα εκλείψει μαζί με το σήμα της ΕΒΓΑ και την εκδημία του κυρ-Χρήστου. Είχε πλέον αντικατασταθεί από το Μίνι Μάρκετ του Πακιστανού Αχμέτ, δίπλα από το μαγαζί με ΤΑ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΑ ΕΙΔΗ – ΧΟΝΔΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΗ που κι αυτός είχε μετατρέψει το όνομά του σε Χρήστος, για να την διευκολύνει όπως έλεγε, άντε να βγάλει άκρη τώρα ο διανομέας.
Η κυρία Λούλα τόνιζε πως το βαπτιστικό της ήταν Βασιλική, μη και κάποιος τη θυμηθεί την Πρωτοχρονιά για τα χρόνια πολλά, να της κτυπήσει το κουδούνι, να τον κεράσει αυτή λικέρ ρόδι και μελομακάρονα, μοσχοβολούσε η πολυκατοικία, μέχρι κι ο δρόμος απέναντι όταν τα ‘φτιαχνε .
Χήρα χωρίς παιδιά, με κάτι μικρανίψια στην αλλοδαπή, συνέχιζε κάθε τέτοια εποχή, να ψήνει μελομακάρονα και να κερνάει στο τέλος τον Αχμέτ – Χρήστο και την πενταμελή του οικογένεια, δύο κουκλιά μελαχρινά αγοράκια του δημοτικού και μία μικρή τρίχρονη τσουρδίτσα με ροζαλί κορδέλες στα μπουκλάκια της που τίναζε όλο νάζι.
Ήταν και η ίδια κάπως ροζέ, με τα ξανθά μαλλιά της περιποιημένα, τα πέρναγε μια περμανάντ και μία «ελαφριά βαφή»- δεν έχουν ανάγκη για περισσότερα – έλεγε κάθε τόσο. Την εξυπηρετούσε στο σπίτι το κορίτσι που δούλευε δεύτερο πιστολάκι στο COIFFURE EXPERIENCE της γωνίας.
Όταν έβγαινε στο παράθυρο φορούσε πάντα ένα ροζ κραγιόν και τα νύχια της ήταν βαμμένα ροζ περλέ.
Κάτω από τα λοξά της γαλάζια ματάκια, κάπως ξεβαμμένα πιά, τη λευκή επιδερμίδα με τις μικρές, μικρές ρυτίδες που έφτιαχναν ένα πρόσωπο σαν τσαλακωμένο ριζόχαρτο, τα ροζ χαμόγελα και τη χαϊδευτική φωνή, η κυρία Λούλα έκρυβε τον τεράστιο φόβο της για κάθε τί ανεπάντεχο που μπορεί να σου συμβεί, όταν ζεις. Σαν τρομαγμένο πουλάκι, μαζευόταν στη γωνία, πίσω από τα κουρτινάκια του παραθύρου κι αφουγκραζόταν την έξω ζωή.
Έτσι πέρασε τα χρόνια της. Στις γωνίες και στις άκρες. Κρυπτόμενη από γεγονότα δυνατά που ξεσήκωναν την κοινωνία της Αθήνας και της χώρας ολόκληρης, αλλαγές, συναισθήματα έντονα, αγάπες ή μίση, χαρές ή αβάσταχτες λύπες. Μόνο ένα τσιγαράκι, μακρύ, Μεντόλ, πού και πού, διάνθιζε τον αδιατάρακτο βίο της, ένα τσιγαράκι που κάπνιζε μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο και η ζωή συνεχιζόταν πίσω από τα δαντελωτά κουρτινάκια του, όπου έφτανε ο απόηχος των ερπυστριών όταν πέρναγαν την Πατησίων. Άνοιξη του ‘67, γεγονότα του ‘65, Νοέμβρης του ‘73…
Ούτε ήταν αυτή που αποφάσισε να παντρευτεί τον συγκεκριμένο άνδρα. Ήταν ο μέλλον σύζυγος που πήρε την απόφαση και μ’ ένα λουλούδι τη ζήτησε από τους γονείς της. Την κοίταξε κι αυτή μισοχαμογέλασε κατεβάζοντας τα μάτια. Ο σύζυγος – ένας υπάλληλος γενικών καθηκόντων του υπουργείου Εμπορίου της οδού Κάνιγγος- ανταποκρίθηκε στις μη ομολογημένες προσδοκίες της.
Ηπιοσ και ολιγαρκησ, έκανε όλες τις εξωτερικές δουλειές – ψώνια, τράπεζες, γραφειοκρατία – αγόγγυστα. Και τώρα ήταν ο Χρήστος – Αχμέτ που είχε αναλάβει να της φέρνει ό,τι χρειαζόταν. Μπορεί ακόμα και παιδί να μην απέκτησε, από το φόβο της για τις αλλαγές, λόγω ίσως και μιας αίσθησης ότι δεν θα τα καταφέρει.
Απ’ όταν δε το ΧΑΠ – Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια το είπε ο γιατρός και κυρία Λούλα κομμένο το τσιγαράκι, το μυρίζω εγώ – την υποχρέωσε να ζει με τη βοήθεια μιας φορητής συσκευής οξυγόνου, ο Αχμέτ – Χρήστος εγκατέστησε ένα κουμπί στον τοίχο που το συνέδεσε με το μαγαζί του, δίπλα στην ταμειακή, με συμφωνία να το χτυπάει όταν το είχε ανάγκη. Αυτό την ηρέμησε λίγο, σαν να είχε δικούς της ανθρώπους δίπλα της.
-Κυρία Λούλα ποιος σας πήρε την ανάσα; Την πείραζε ο Αχμέτ – Χρήστος που είχε να δει τη μάνα του εδώ και 25 χρόνια.
****
Δε θυμόταν από πότε άρχισε να φοβάται.
Ίσως απ’ όταν γεννήθηκε, δηλαδή στις 4 Δεκέμβρη του 1944, όταν ξεκίναγαν τα περίφημα Δεκεμβριανά, ιστορίες που άκουγε απ’ τα μικράτα της. Πως πήγαν τη μητέρα της άρον άρον στην Παμμακάριστο, εν μέσω πυροβολισμών επειδή το παιδί ερχόταν ανάποδα και η μαμή δεν αναλάμβανε το ρίσκο. Πως εκεί ήταν γεμάτο τραυματίες από τις μάχες του δρόμου μεταξύ Εγγλέζων, ταγματασφαλιτών και νεαρών ΕΛΑΣιτών και ότι οι καθολικοί καλόγεροι της Μονής Παμμακαρίστου Θεοτόκου που ανήκαν στην Ελληνική Καθολική Εξαρχία είχαν δεχτεί να περιθάλψουν.
Ανάμεσά τους λοιπόν γεννήθηκε η Βασιλικούλα, με τις φωνές της μάνας της να μπλέκονται με κείνες των νεαρών παιδιών όταν τους έκοβαν ένα χέρι ή το πόδι.
****
Έφτασε κάποτε το ασθενοφόρο μπροστά από την πολυκατοικία της λεωφόρου Ιωάννου Δροσοπούλου και Σύρου και έκοψε την κυκλοφορία του δρόμου στη μέση. Επικράτησε κομφούζιο.
Την κα Λούλα την έβγαλαν καθιστή στο αναπηρικό της καροτσάκι, δεν ήθελε να ξαπλώσει στο φορείο – δεν πέθανα ακόμη είπε -με τη μάσκα οξυγόνου, το νεσεσέρ με τα χάπια της και μια μικρή βαλιτσούλα με τα χρειώδη όπως τόνισε στους διασώστες του ΕΚΑΒ, αναπνέοντας βαριά.
Μια μυρωδιά ξεθυμασμένης κολόνιας CHANEL No 5, κλεισούρας, κανελογαρύφαλου, αλκοόλης και ιωδίου, συνόδεψε το άνοιγμα της εξώπορτας μαζί με τα καδράκια των τοίχων και τα δεκάδες πλεκτά και κεντητά πετσετάκια που στόλιζαν κάθε ελεύθερη επιφάνεια.
Της έκαναν εισαγωγή, έμεινε στους διαδρόμους των επειγόντων για κανά δίωρο, να παρακολουθεί το πηγαινέλα ασθενών, συγγενών, νοσοκόμων και γιατρών που είχαν την ατυχία να εφημερεύουν Χριστουγεννιάτικα.
Χάζευε η κυρία Λούλα τα μίζερα πλαστικά δεντράκια των διαδρόμων, με τα φτηνά φωτάκια και τις πλαστικές γιρλάντες που πάσχιζαν να δώσουν κάποιο εορταστικό χρώμα στη δυστυχία λόγω των ημερών αλλά μάλλον την τόνιζαν περισσότερο.
Μια νεαρή με tatoo και σκουλαρίκι στη μύτη της πήρε αίμα – ελαφροχέρα μου εσύ, της είπε – χαμογέλασε η μικρή ειδικευόμενη, της έκαναν ακτινογραφίες, της πήραν ιστορικό, την ακροάστηκε ένας νεαρός όμορφος παθολόγος, έτρεχαν και κάτι νεαρά γιατρουδάκια πάνω κάτω, μπορεί να ήταν και φοιτητές – όλο τί νιώθεις γιαγιά και τί νιώθεις γιαγιά – τη ρωτούσαν κι εκείνη με την κοριτσίστικη φωνούλα όλο κάτι τους έλεγε – ψάχτε το φάκελό μου, τον έχετε, πάσχω από ΧΑΠ, έπαθα κρίση – και κατά τις 10 το βράδυ τελικά, ένας γεροδεμένος τραυματιοφορέας την οδήγησε σε θάλαμο με άλλα πέντε κρεβάτια.
Ζήτησε να τραβήξουν την κουρτίνα που τη χώριζε από τη διπλανή– τη χρειαζόταν λίγη ιδιωτικότητα – και άλλαξε κρυφά τα ρούχα της. Φόρεσε τη νυχτικιά της με τις ροζ κορδελίτσες στο μπούστο και χαμογέλασε ικανοποιημένη.
Πήρε μετά από το νεσεσέρ της ένα αρωματικό μαντιλάκι για απολυμαντικό και φρεσκάρισε το μπούστο της. Μύρισε κολόνια λεμόνι.
Στο κινητό της, ο γιός του Αχμέτ – Χρήστου είχε φορτώσει χριστουγεννιάτικα τραγούδια και μερικά κινηματογραφικά έργα. «΄Ετσι» της είπε και της είχε δείξει ποιο κουμπί να πατήσει.
Η διπλανή είχε νοικιάσει τηλεόραση. ΄Έβλεπε κι αυτή ανάμεσα από τη διαχωριστική κουρτίνα στον απέναντι τοίχο που την είχαν τοποθετήσει, ένα γιορταστικό επεισόδιο παλιού δημοφιλούς σήριαλ που της έφτιαξε το κέφι.
Σε λίγο μπήκε στο θάλαμο η τραπεζοκόμος.
Παλιά καραβάνα του νοσοκομείου, ψηλή, κουρασμένη, λίγο βαριά, εν όψει σύνταξης.
Η κυρία Λούλα άκουσε τη φωνή της και την αναγνώρισε.
-Λοιπόν τί κάνει πάλι εδώ το κορίτσι μας; Κάθε γιορτές τα ίδια; Τί θα γίνει με την περίπτωσή σου.
Τράβηξε την κουρτίνα και την κοίταξε κάπως κοροϊδευτικά ή και τρυφερά στο βάθος.
Η φωνή της τραχιά κι η ματιά της κοφτερή.
Της παρέδωσε ένα δίσκο μόνο με μια κρέμα και ένα τσάι.
-Δεν πρόλαβες το συσσίτιο. Τί να σου κάνω, άργησες αυτή τη φορά κι έκλεισε η κουζίνα …
Μελομακάρονα έφερες;
Γέλασε το σπουργιτάκι η κυρία Λούλα, την κοίταξε πονηρά και της έδειξε τη μικρή βαλιτσούλα.
****
Λίγο αργότερα, μες το σκοτάδι του θαλάμου που έσπαγε μόνο από τα γαλαζωπά φώτα νυκτός, η κυρία Λούλα έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης «ουφ, Δόξασι ο Θεός, τα κατάφερα κι εφέτος. Για Πρωτοχρονιά, βλέπουμε» σκέφτηκε κάπως φωναχτά…