Ακολουθεί προδημοσίευση από το βιβλίο του Θανάση Γκιούρα Το κόμμα και η κριτική (εκδόσεις Τόπος).
Προλογικό σηµείωµα
Το σύγγραµµα αυτό ξεκίνησε ως εισήγηση στο συνέδριο που διοργάνωσε το Τµήµα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστηµίου και το περιοδικό Κρίση τον Μάιο του 2025, µε αφορµή τα 150 χρόνια από τη σύνταξη της κριτικής του Marx στο προσχέδιο του Προγράµµατος του Σοσιαλδηµοκρατικού Εργατικού Κόµµατος Γερµανίας το 1875. Ήδη µε τα πρώτα βήµατα της έρευνας έγινε σαφές ότι µια στοιχειοθέτηση των «ιστορικών και ερµηνευτικών προκείµενων» του εν λόγω κειµένου, η οποία θα ήθελε να αντιστοιχεί µε στοιχειώδη επάρκεια σε µια ιστορική-κριτική επιµέλεια και παρουσίασή του, δεν µπορούσε να περιοριστεί στα όρια µιας εισήγησης.
Προς τούτο συνηγορούσε ο πλούτος του γραµµατολογικού υλικού που έχει δηµοσιευθεί στη διάρκεια του 20ού αιώνα, και συνεχίζει να δηµοσιεύεται µέχρι σήµερα. Η διευρυµένη αυτή στοιχειοθέτηση –η οποία, ωστόσο, εν προκειµένω δεν διατυπώνει την αξίωση της εξαντλητικής αξιοποίησης του διαθέσιµου υλικού– κρίθηκε αναγκαία, καθώς για λόγους που αφορούν την ιστορία της ελληνικής Αριστεράς και του ιδιώµατός της, το εν λόγω κείµενο του Marx –και εν είδει διοσκούρειας συνοδείας, επίσης, εκείνο του Engels από το 1891 για ένα προγραµµατικό προσχέδιο του Συνεδρίου της Ερφούρτης– διαβάστηκε και ερµηνεύτηκε εν πολλοίς «κατά γράµµα»· η αλήθεια του εξαντλούνταν στο όνοµα του συντάκτη.
Κάθε κείµενο, ωστόσο, συντάσσεται µπροστά και µέσα σε έναν νοηµατικό ορίζοντα, αναφερόµενο σε συγκεκριµένα σηµεία του, και έχοντας ρητά ή υπόρρητα ενσωµατώσει ιστορικές, νοηµατικές και γλωσσικές προκείµενες, οι οποίες ανατρέχουν σε ένα ενίοτε ευρύ παρελθόν· συνεπώς, µπορεί να ερµηνευτεί µέσα από κατοπινές προσλήψεις µόνο σε αναστοχαστική βάση (δηλαδή, µε την ταυτόχρονη επίγνωση της ιστορικής προσδιοριστικότητάς του και της παροντικής αφετηρίας της ανάγνωσης). Ο συσχετισµός αυτός έχει εντασιακή χροιά, καθώς οι εµπλεκόµενες συνειδήσεις του εκάστοτε κειµενικού παρόντος δεν καλύπτουν το εύρος των εννοιών και το ιστορικό βάθος των αντίστοιχων εννοιακών περιεχοµένων· η ιστορία, θα τονίσει σε µια επιστολή στον Lassalle o Marx, βαίνει µέσα από παρεξηγήσεις εννοιών – κάτι το οποίο µόνο η κριτική ερµηνεία µπορεί να υπερβεί. Ισχύει εδώ το παράδοξο ότι το κείµενο γίνεται «κλασικό» όταν ακριβώς τονιστεί ο ιστορικός χαρακτήρας του. Εάν, συνεπώς, δεν ενεργοποιηθεί η κριτική ερµηνεία, το κείµενο
–συνταγµένο έστω και από τον πιο ριζοσπάστη άθεο– ολισθαίνει σε ένα θεολογικό επίπεδο ερµηνείας, όπου το καλό και το κακό µάχονται µέσα στις παραγράφους, µε µια ατέρµονη επανάληψη, η οποία µετατρέπει την ιστορία σε έναν τροχό όπως εκείνους που χρησιµοποιούνται στα κλουβιά των ινδικών χοιριδίων ή των οικόσιτων τρωκτικών. Το γεγονός ότι αυτές οι στοιχειώδεις αρχές της κριτικής ερµηνευτικής δεν καλλιεργήθηκαν στον ελληνικό χώρο –καθώς, πρωτίστως, δεν τις είχε ανάγκη η αυτοαναφερόµενη ορθόδοξη θεολογία, όπως και η εθνική φιλολογία που την ακολούθησε– είχε ως αποτέλεσµα την εκµηδένιση του ιστορικού βάθους ενός κλασικού κειµένου, µάλιστα του ίδιου του ιστορικού αναστοχασµού, και την αναπαραγωγή επιφανειακών αναλογιών ως αποδείξεων µιας ατράνταχτης αλήθειας.
Η κατάσταση αυτή εδραιώθηκε –όχι µόνο για την Ελλάδα, αν και αυτήν αφορά ιδιαίτερα εδώ– µέσα από τις σεισµικές µετατοπίσεις που συνέβησαν τον 20ό αιώνα, κυρίως µέσα από τη φοβερή τριακονταετή αλληλουχία δύο παγκόσµιων πολέµων, µιας σαρωτικής επανάστασης στη Ρωσία, ανταλλαγής πληθυσµών, στρατιωτικής κατοχής, αντίστασης και εµφυλίου πολέµου, ώστε το αίτηµα για την κριτική κατανόηση ενός κειµένου (ή για την κριτική εν γένει) απορροφήθηκε αναπόφευκτα από τις δοµές της πολιτικής αντιπαράθεσης, καταλήγοντας στο «λάθε βιώσας», όταν δεν ευτελιζόταν λεκτικά από την τελετουργία που ονοµάστηκε κοµµατική αυτοκριτική (η έτερη πλευρά του εµφυλίου πολέµου ταυτίστηκε βολικά και απάνθρωπα µε την «κριτική» του χωροφύλακα, και ενίοτε του βασανιστή).
Από την άλλη πλευρά, δεν πρόκειται εδώ για µια «ουδέτερη επιστηµονική ανάλυση» ή για µια επηρµένη κριτική ιστορικών καταστάσεων µε την ευχερή γνώση του επιγενόµενου, αλλά για την καταγραφή µιας επίγνωσης αναφορικά µε τη δυναµική του παρόντος, πέρα από περιορισµένες πολιτικές στοχεύσεις. Η αναµφίβολη διαπίστωση πως συγκεκριµένες αναγνώσεις αυτών των κειµένων έγιναν αυτές οι ίδιες µια ιστορική δύναµη µε ενίοτε απτά πολιτικά αποτελέσµατα, δεν ταυτίζεται επ’ ουδενί µε την αξίωση της κριτικής σύλληψής τους· σύµφωνα, εξάλλου, µε τα λόγια του Engels, «η ιστορική κριτική δεν µπορεί να σταµατά εσαεί µπροστά σε τέτοιες προκαταλήψεις, µε κάθε σεβασµό».
Το έργο της κριτικής εν προκειµένω, πέρα από την πάλαι ποτέ στοιχειώδη υποχρέωσή της να αναδεικνύει µε αξιοπιστία τις εκάστοτε πηγές –κάτι που γίνεται περιπλοκότερο όταν οι πηγές πρέπει να µεταφραστούν σε άλλη γλώσσα–, είναι ο αναστοχαστικός παραµερισµός των εν λόγω σεισµικών µετατοπίσεων, οι οποίες, µεταξύ άλλων, στιγµάτισαν την προ του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου Σοσιαλδηµοκρατία ως εκ γενετής φαύλο δηµιούργηµα, εξαιτίας της έγκρισης των πολεµικών δαπανών από την κοινοβουλευτική οµάδα του κόµµατος τον Αύγουστο του 1914 και της ακόλουθης σύµπλευσης (της πλειοψηφίας) του κόµµατος µε την πολεµική εµπλοκή της Γερµανίας. Η στρέβλωση αυτή επρόκειτο να ενταθεί, όταν η νεόκοπη επαναστατική ηγεσία στη Ρωσία δεν έλαβε τα εύσηµα του «µαρξισµού» από τον Karl Kautsky το 1918, µε αποτέλεσµα οι σηµαντικότερες κεφαλές της µπολσεβίκικης διανόησης, αρχής γενοµένης από τον Λένιν, ο οποίος παρέµεινε συστηµατικός αναγνώστης του καουτσκικού έργου, να στραφούν σε µια επίθεση στον Τσέχο-Αυστριακό συγγραφέα, η οποία θα απηχούσε σε όλο τον 20ό αιώνα µέσα από το ιδίωµα της ιστορικής Αριστεράς. (∆εκαετίες αργότερα, θα κυκλοφορήσει στη Γερµανία το ανέκδοτο πως φοιτητές που έτυχε να ασχοληθούν µε τον Kautsky νόµιζαν πως το όνοµά του ήταν Renegat [Αποστάτης]). Ο Ψυχρός Πόλεµος που ακολούθησε, διαµόρφωσε ριζικά τρόπους πρόσληψης και προγράµµατα σπουδών ανά τον κόσµο, συµβάλλοντας τα µέγιστα στη διατήρηση των στρεβλώσεων που είχαν ήδη αρθρωθεί και διαδοθεί κατά τη µεσοπολεµική περίοδο, καθιστώντας την προπαγάνδα υψηλή τέχνη. Για να προσεγγίσει, συνεπώς, κανείς την περίοδο του 1875 και τις αντίστοιχες ζυµώσεις που προκάλεσε το µαρξικό κείµενο, έπρεπε επί δεκαετίες να υπερβεί εµπόδια ιδεολογικά, πολιτικά, έως και γλωσσικά, συχνά ανυπέρβλητα για το µεµονωµένο άτοµο. Κλείνοντας το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, είναι εφικτή πλέον (αν δεν επιβάλλεται) µια κριτική ανασκόπηση της υπόθεσης, τουλάχιστον στις βασικές διαστάσεις της.
Το σύγγραµµα αυτό δεν είναι µια ιστορία του γερµανικού Σοσιαλδηµοκρατικού Κόµµατος, ούτε καν των απαρχών του. Προς τούτο οι, δυστυχώς πάρα πολλές, παραλείψεις γεγονότων και καταστάσεων θα είναι εµφανείς ακόµη και στον πρόχειρο γνώστη της περιόδου. Παράλληλα µε τη µετάφραση των αντίστοιχων κριτικών κειµένων από την τεκµηριωµένη έκδοση των Απάντων του Marx και του Engels (Marx-Engels-Gesamtausgabe, MEGA), στο σύγγραµµα γίνεται η απόπειρα µιας βασικής στοιχειοθέτησης του ιστορικού πλαισίου τους, µε την παρουσίαση αντίστοιχου υλικού – γραµµατολογικού, δηµοσιογραφικού, επιστολογραφικού, αρχειακού. Μια εξαντλητική παρουσίαση θα έπρεπε να περιλαµβάνει το συνολικό υλικό, αρθρωµένο σε ερµηνευτική βάση – σε µια πολύτοµη έκδοση. ∆εδοµένου δε ότι σε κανένα µαρξικό (και ενγκελσιανό) κείµενο που παρουσιάζεται εδώ δεν εξαντλείται το ερµηνευτικό εύρος του, βασική παραίνεση είναι η στροφή του ενδιαφερόµενου αναγνώστη και της αναγνώστριας σε έναν ιστορικό αναστοχασµό, ο οποίος, στην ιδεατή µορφή του, θα µπορούσε να εκτείνεται στα δύο άκρα του φάσµατος: τόσο της εννόησης κριτικών επιχειρηµάτων αναφορικά µε την καινοφανή, για την περίοδό της, άρθρωση µιας κοµµατικής στρατηγικής και τακτικής σε ένα ιδιαίτερα προβληµατικό πολιτικό σύστηµα, όσο και του (θεωρητικού και πρακτικού) συλλογισµού αναφορικά µε την αντίστοιχη δυναµική και δεδοµενικότητα του ιστορικού παρόντος. Το δεδοµένο ότι τα δύο άκρα αυτού του φάσµατος δεν ταυτίζονται ποτέ, αναδεικνύει την ατραπό της κριτικής πρόσληψης αµφότερων.
Όλες οι µεταφράσεις έχουν γίνει από τον υποφαινόµενο. Όλοι οι τονισµοί στα παραθέµατα είναι στο πρωτότυπο. Η δηµοσίευση συνοδεύεται από τρία Παραρτήµατα, το υλικό των οποίων συµβάλλει στην περιεκτική κατανόηση του κυρίως θέµατος.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον Norman Jakob, συνεργάτη των MEGA (Ακαδηµία Βερολίνου-Βρανδεµβούργου), ο οποίος µε τις προτάσεις του και µε τη βοήθειά του εµπλούτισε τόσο το εύρος των πηγών όσο και την ίδια την έρευνα – χωρίς βεβαίως να ευθύνεται για τη χρήση των πρώτων και τα αποτελέσµατα της δεύτερης. Όπως µε άλλες δηµοσιεύσεις του υπογράφοντα, η παρούσα δεν φιλοδοξεί να εκφράσει µια τελεσίδικη κρίση για τα υπό συζήτηση θέµατα, αλλά να σηµάνει την έναρξη µιας γνωστικής διαδικασίας, για πράγµατα που ηχούν γνωστά, αλλά δεν είναι.
Θανάσης Γκιούρας
Der Volksstaat, 7.3.1875