Ομιλία στην εκδήλωση των 6 οργανώσεων στην Πάντειο στις 11 Οκτωβρίου 2025
Το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας βρίσκεται σε τροχιά ανακατατάξεων. Και η αιτία είναι η λαϊκή δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση της ΝΔ και γενικά για την αστική πολιτική, που οδηγεί στη μείωση της εμπιστοσύνης στα κυρίαρχα κόμματα. Τα κυβερνητικά σκάνδαλα ξεσπάνε το ένα μετά το άλλο, με τελευταίο τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Συνδέονται τόσο με διαρθρωτικές λειτουργίες του ελληνικού καπιταλισμού, όσο και με το αίσθημα παντοδυναμίας των «από πάνω». Στο φόντο αυτό, το κύριο στοιχείο της συγκυρίας είναι η τάση για μια αντιδραστική αναδιάταξη του αστικού πολιτικού και κοινοβουλευτικού σκηνικού, ακριβώς επειδή δεν πείθει ηγεμονικά. Τον ρόλο καταλύτη έπαιξε η έκρηξη των Τεμπών που ανέδειξε το βάθος της λαϊκής δυσαρέσκειας και της οργής «των κάτω». Ήταν και παραμένει ένα μεγάλο κοινωνικό ρήγμα που αναζητά δικαιοσύνη με την ανεύρεση των πραγματικών αιτίων και υπευθύνων και θέτει εκ νέου στο προσκήνιο το ζήτημα των δημόσιων μεταφορών και της επανακρατικοποίησής τους, μία ανάγκη του κινήματος και της κοινωνίας που δυστυχώς δεν εξέφρασε όλη η Αριστερά (είτε λόγω ευθυνών της στην περίοδο 2015-19 είτε λόγω μίας δήθεν αντικαπιταλιστικής οπτικής που εξομειώνει δημόσιο και ιδιωτικό όσο έχουμε καπιταλισμό…). Την ίδια στιγμή έδειξε ότι έχει σπάσει οριστικά η κοινωνική συμμαχία που εξέφρασε η Νέα Δημοκρατία, που πλέον έχει χάσει την ηγεμονία που είχε κατακτήσει στο έδαφος της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ και αγωνίζεται να συγκρατήσει την πολιτική κυριαρχία της.
Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ και η προαναγγελία και νέων σκανδάλων δείχνουν ότι σημαντικά αστικά κέντρα εντός και εκτός της χώρας επιχειρούν να κοντύνουν πολιτικά τη ΝΔ και ειδικά τον Μητσοτάκη, ανοίγοντας το δρόμο για την επόμενη μέρα και τη συγκρότηση άλλων συστημικών πόλων. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προσπαθεί να συγκρατήσει τις δυνάμεις της, δίνοντας μία λυσσαλέα μάχη για τη συγκάλυψη όλων των σκανδάλων, αξιοποιώντας την πλήρη διάβρωση των κρατικών και δικαστικών μηχανισμών από δυνάμεις της. Ταυτόχρονα, προχωρά σε μία νέα φυγή προς τα εμπρός στο προχώρημα των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων σε όλα τα επίπεδα (13ωρο και νέος εργασιακός νόμος, νέος νόμος για πειθαρχικά στο δημόσιο, διαγραφές φοιτητών/τριων, πειθαρχικά στις σχολές και τα σχολεία, νέος αντιδραστικός αντιμεταναστευτικός νόμος, ιδιωτικοποιήσεις σε υγεία και πανεπιστήμια κλπ.). Επιχειρεί μία νέα στροφή «σοκ και δέους» για να αποσπάσει εκ νέου τη στήριξη της αστικής τάξης και για να εμβαπτιστεί στο διεθνές ακροδεξιό ρεύμα.
Είναι φανερό, όμως, ότι από την πλευρά του συστήματος χρειάζεται μια αλλαγή μείγματος της αστικής πολιτικής. Μια αλλαγή πολιτικών προσώπων για να παραμείνει ίδια η ουσία της πολιτικής της. Αυτό είναι ένα δύσκολο έργο και δεν λύνεται απλά με κινήσεις «από τα πάνω». Η κατάσταση αυτή δεν είναι εθνικά πρωτότυπη. Ωστόσο, στην Ελλάδα, είναι πιο οξυμένη επειδή παραμένει η μνήμη της ταξικής πάλης ενάντια στη μνημονιακή στάση των επίδοξων διαδόχων της Νέας Δημοκρατίας. Όταν, όμως, η ΕΕ καταστρέφει με το Rearm Europe τα τελευταία υπολείμματα από το πολυδιαφημισμένο, μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας, καταλαβαίνουν όλοι και όλες ότι δεν αλλάζουμε απλώς φάση, αλλά ότι έχουμε μπει σε μια εποχή πιο άγριας ταξικής πάλης. Αυτή η τάση ήδη υλοποιείται και στη χώρα μας με την αύξηση των εξοπλισμών εις βάρος των κοινωνικών δαπανών. Πρόσφατα, άνοιξε μάλιστα και θέμα πιθανής χρηματοδότησής τους μέσα από τα αποθεματικά των ασφαλιστικών Ταμείων. Είναι ενδεικτικό, επίσης, ότι οι εξοπλισμοί δεν ψηφίζονται μόνο από Δεξιά και Ακροδεξιά αλλά και από ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. πρόσφατα με δαπάνη για αγορά πρόσθετης φρεγάτας).
Και αυτό ακριβώς δείχνει ότι διαμορφώνονται βαθύτερες βασικές συμφωνίες μεταξύ των αστικών κομμάτων. ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Κίνημα Δημοκρατίας, Ελληνική Λύση, Φωνή Λογικής παρά επί μέρους διαφορές έχουν συμφωνήσει σε αυτές τις κατευθύνσεις. Αυτή η συμφωνία αποτελεί επιτυχία για το σύστημα, αλλά μεγαλώνει το πρόβλημα της κομματικής και πολιτικής αναδιάταξης και ιδιαίτερα, της εναλλακτικής διακυβέρνησης στη ΝΔ. Η ιδιόμορφη αυτή κατάσταση, μαζί με τις πολεμικές περιπέτειες στις οποίες μπαίνει ο καπιταλισμός γενικά, επιβάλλει την αναζήτηση ρηξικέλευθων επιλογών: τη δημιουργία νέων κομμάτων προς δυο κατευθύνσεις.
Η μια είναι ο χώρος που βαπτίζεται «Κεντροαριστερά», ενώ στην πραγματικότητα είναι το Κέντρο της εποχής της πολεμικής προετοιμασίας: ένα στρατόπεδο υβριδικού ταξικού πολέμου, που αναφέρεται μεν στο σοσιαλδημοκρατικό φιλεργατικό παρελθόν του, την ίδια ώρα που το αποκηρύσσει στην πράξη, ενώ υιοθετεί πλήρως όψεις αστικής φιλελεύθερης πολιτικής τόσο στο οικονομικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των ατομικών δικαιωμάτων. Είναι το Κέντρο που μιλά αποϊδεολογικοποιημένα και τεχνοκρατικά για έναν «δημοκρατικό καπιταλισμό», χωρίς κοινωνικές – ταξικές αναφορές αλλά με λογική απεύθυνσης «εθνικού ακροατηρίου» σε μία περίοδο μεγάλης μετατόπισης του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού σε πιο συντηρητική κατεύθυνση.
Από την άλλη πλευρά, ο χώρος που βαφτίζεται «λαϊκή πατριωτική Δεξιά» και που δεν είναι άλλη από την καθαρόαιμη τραμπική, αντεργατική και ρατσιστική Ακροδεξιά. Η οποία υποδύεται επίσης το ρόλο του «προστάτη της εργασίας» από τους «ξένους» και προχωρά τις ρατσιστικές πολιτικές με απελάσεις, βυθίζοντας καράβια και δολοφονώντας, ανοίγοντας το δρόμο για νέα ενδυνάμωση των αυθεντικά φασιστικών δυνάμεων.
Και τα δυο αυτά ρεύματα, παρά τις υπαρκτές διαφορές τους είναι απέναντι στα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας και των κινημάτων. Η ανατρεπτική Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι απέναντί τους σε αυτά.
Αυτή η εμφανής κινητικότητα εμφανίζεται ακριβώς στο έδαφος της αύξησης της λαϊκής δυσαρέσκειας και της μείωσης της εμπιστοσύνης στα κυρίαρχα κόμματα και πολιτικές, στοιχεία που καταγράφονται σε όλες τις έρευνες και φάνηκαν και στις εκλογικές μάχες της τελευταίας τριετίας. Το γεγονός βέβαια ότι αυτές οι διεργασίες «σέρνονται» και δεν δείχνουν να προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς είναι και αυτό ένα δείγμα της κρίσης σε επίπεδο πολιτικού συστήματος και της αδυναμίας ανάδειξης νέων προσώπων και δυνάμεων που να μπορούν να λειτουργήσουν ηγεμονικά εντός του κυρίαρχου αστικού πλαισίου. Είναι ενδεικτικό ότι ως «νέοι» πόλοι φαίνεται να πριμοδοτούνται δύο δοκιμασμένοι πρώην πρωθυπουργοί, ο Τσίπρας και ο Σαμαράς.
Με τη συμφωνία των κύριων κομμάτων στις βασικές κατευθύνσεις της αστικής πολιτικής, η πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μας λαμβάνει το χαρακτήρα της αποκάλυψης σκανδάλων του αντιπάλου σε έναν ανελέητο πόλεμο φθοράς, συχνά με μεθόδους νύχτας και ενίοτε με τελικό κριτή ένα δικαστικό σύστημα που ελέγχεται από το «βαθύ κεφάλαιο». Με αυτό τον τρόπο επιχειρείται να λυθούν οι διαφορές μεταξύ διαφορετικών κέντρων αφήνοντας τον λαϊκό παράγοντα σε ρόλο παθητικού τηλεθεατή και ψηφοφόρου. Ο πολιτικός κομματικός ανταγωνισμός επικυρώνεται και επιλύεται βέβαια πάντα σε εκλογές και το αποτέλεσμα παραμένει αβέβαιο. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι η ΝΔ και το «καθεστώς Μητσοτάκη» δεν θα παραδώσουν εύκολα τα κλειδιά, επιχειρώντας να διατηρήσουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και την πρώτη εκλογικά θέση ώστε να συμμετέχουν από θέση ισχύος στην επόμενη μέρα ό,τι και αν έχει αυτή (π.χ. μία κυβέρνηση συνεργασιών αξιοποιώντας φιλικές φωνές στο ΠΑΣΟΚ και κόμματα-δεκανίκια όπως η Φωνή Λογικής). Δεν αποκλείεται βέβαια και να καταρρεύσει πολιτικά ή να υιοθετήσει σενάρια βελούδινης διαδοχής πρωθυπουργού εν μέσω της τετραετίας, κάτω από τα συντονισμένα χτυπήματα των αντιπάλων της και σε συνδυασμό με μεγάλες κοινωνικές αναστατώσεις που μπορεί να ξεσπάσουν. Σε αυτό, οι δυνάμεις του κινήματος και της μαχόμενης Αριστεράς πρέπει να συμβάλλουν για να μην σφραγιστούν οι εξελίξεις μόνο «από τα πάνω».
Σε αυτή τη διαδικασία φυσικά αντιδρούν οι «αδράνειες» του σημερινού κομματικού συστήματος. Τόσο στο χώρο της ακροδεξιάς (Ελληνική Λύση) όσο και της «Κεντροαριστεράς» (ΠΑΣΟΚ) διατηρούνται δυνάμεις που θα υπερασπιστούν το δικό τους ρόλο και δεν μπορούν να ξεπεραστούν εύκολα. Ειδικά το ΠΑΣΟΚ, παραμένει ένα συγκροτημένο και πιο γειωμένο κόμμα, με εύρος και βάθος στελεχιακού δυναμικού, σε σύγκριση με όλους τους άλλους ανταγωνιστές του στο χώρο αυτό (ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, Κίνημα Δημοκρατίας) που δύσκολα θα επιβιώσουν στο νέο τοπίο. Η Πλεύση Ελευθερίας εκφράζει ένα μέρος του παλιού αντιμνημονιακού δυναμικού προσελκύοντας δυσαρεστημένο κόσμο τόσο από το αριστερό όσο και από το δεξιό πολιτικό φάσμα παρά την ουσιαστική ανυπαρξία κομματικής βάσης και στελεχών. Σε όλο αυτό το τοπίο δεν πρέπει να υποτιμηθεί και μία νέα πιθανή απρόσμενη και πρωτότυπη έκρηξη της κοινωνικής αντίδρασης, όπως ζήσαμε με το ζήτημα των Τεμπών. Ούτε, επίσης, το να προκύψουν ιδιότυποι πολιτικοί σχηματισμοί που θα ενσωματώσουν σημαντικό μέρος της λαϊκής δυσαρέσκειας. Η πιθανότητα για μία πρωτοβουλία από τον κύκλο του κινήματος των Τεμπών θα μπορούσε να έχει σημαντική απήχηση. Είναι ανοιχτό ερώτημα βέβαια το γύρω από ποια πολιτική κατεύθυνση θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο όπως και το πόσο θα πιέσει υπαρκτά κόμματα αν και εφόσον εμφανιστεί.
Μέσα σε όλα αυτά και παρά τις δυσκολίες, υπάρχουν σημάδια ότι το κίνημα αναζητά να ξεπεράσει την ήττα του 2015 και να αντισταθεί. Η αντοχή και επιμονή του εκπαιδευτικού κινήματος, η νίκη της απεργίας των ναυτεργατών (παρά τη στάση του ΠΑΜΕ εκεί), οι συγκλονιστικές κινητοποιήσεις για τα Τέμπη και για την Παλαιστίνη δείχνουν ότι αναπτύσσονται νέες δυνατότητες για μικρές νίκες που θα ανοίγουν το δρόμο για μεγαλύτερες. Σε αυτό το έδαφος, η ανατρεπτική Αριστερά χρειάζεται να στηρίξει μαχητικά τη δυνατότητα να εκδιωχθεί η Νέα Δημοκρατία από την κυβέρνηση κάτω από την πίεση του κινήματος.
Όμως η γενικότερη κατάσταση, στο έδαφος της ήττας του 2015 και της αναξιοπιστίας που έχει δημιουργήσει και για το χώρο της Αριστεράς η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν γεννά αυτομάτως δυνατότητες για τις δυνάμεις της Αριστεράς, πόσο μάλλον της ανατρεπτικής. Για να αναταχθεί αυτή η κατάσταση χρειάζεται να υπάρξουν, έστω και μικρές αρχικά, κινηματικές νίκες και οργανική διαπλοκή μίας Αριστεράς με τα ρεύματα και το δυναμικό των κινημάτων. Αυτά έχουν υποχωρήσει σημαντικά και για αυτό δεν αρκούν για την ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς οι συνήθεις κινήσεις και προσπάθειες ενότητας μόνο «από τα πάνω», χωρίς ουσιαστική κινηματική και προγραμματική αναβάπτιση για να δημιουργηθούν ξανά σχέσεις εκπροσώπησης και εμπιστοσύνης με μέρος της κοινωνίας.
Η κατάσταση στην Αριστερά παραμένει πίσω από τις ανάγκες της περιόδου και της εποχής. Βοά η ανάγκη ότι χρειάζονται πρωτοβουλίες, συγκλίσεις, ανασυγκρότηση και ανασύνθεση για έναν νέο πολιτικό χώρο που να μπορεί να λειτουργήσει ως πόλος συσπείρωσης ευρύτερου δυναμικού και να οργανώσει το χώρο της αναγκαίας προγραμματικής συζήτησης και σύνθεσης. Ένα χώρο με κρίσιμες προγραμματικές οριοθετήσεις στη βάση και των συμπερασμάτων της προηγούμενης δεκαετίας, σε οριοθέτηση από τις προβληματικές κατευθύνσεις τόσο ενός διαρκούς τακτικισμού όσο και του αριστερίστικου σεχταρισμού.
Είναι φανερή πλέον η ανάγκη για μία ανατρεπτική Αριστερά που θα έχει αποτιμήσει δημιουργικά τα θετικά, αλλά κυρίως τα όρια των σημερινών σχηματισμών της. Με προσανατολισμό στο εργατικό – λαϊκό κίνημα και στόχο τη συμβολή στη μαζική αντίσταση και την απόσπαση ριζοσπαστικών κατακτήσεων. Με ένα λαϊκό μεταβατικό πρόγραμμα ρήξης και ανατροπής της αστικής επίθεσης, που να συνδέει τις μάχες για σημερινές κατακτήσεις με την προοπτική ευρύτερων ρήξεων. Με προοπτική μετωπικής συγκέντρωσης ευρύτερων δυνάμεων ενάντια στον κύριο αντίπαλο πάνω στο στόχο της ανατροπής της αστικής επίθεσης και στο περιεχόμενο των εργατικών – λαϊκών κατακτήσεων. Αλλά και με λογική διαρκούς καταλυτικής παρέμβασης και μετασχηματισμού αν δεν έχουν συγκεντρωθεί ακόμα οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες μίας πλατιάς μετωπικής συμπόρευσης. Με σαφείς δεσμεύσεις στην πράξη για ενωτική παρέμβαση σε όλα τα πεδία, αλλά και ανοιχτό διάλογο για τα μεγάλα στρατηγικά και ιδεολογικά ζητήματα. Με δημόσιες και ανοιχτές διαδικασίες συγκρότησης, ενότητας, ανασύνθεσης για να γίνουν όλα μπροστά και μαζί με τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο, απομειώνοντας το ρόλο των «επιτελείων». Με εσωτερική δημοκρατία και ισοτιμία των οργανωμένων συλλογικοτήτων και των μελών, με λόγο και ρόλο σε αυτά και διαδικασίες βάσης για την εμπλοκή όλου του δυναμικού που αναζητά μία τέτοια αλλαγή πορείας στη ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική Αριστερά.
Κάποιες βασικές πολιτικές κατευθύνσεις είναι αναγκαίες.
Πρώτα από όλα, αφιέρωση χρόνου και ενέργειας στα κινήματα, αναζητώντας τα άμεσα αιτήματα που συνδέουν τις σημερινές ανάγκες του αγωνιζόμενου κόσμου με την προοπτική ευρύτερων ρήξεων. Γιατί επιμένουμε στην ανάγκη τέτοιων ρήξεων, σε μία πολιτική κατεύθυνση απειθαρχίας, ρήξης και εξόδου από το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και το καπιταλιστικό σύστημα.
Δεύτερον, διαρκή πίεση για μία πολιτική συμφωνία κοινής δράσης στα κινήματα και τους κοινωνικούς χώρους όλων των δυνάμεων της μαχόμενης Αριστεράς χωρίς αποκλεισμούς. Αυτή η πολιτική κατεύθυνση απαιτεί ενότητα όλων των διαθέσιμων δυνάμεων, ειλικρινή και διαρκή πίεση για αυτό.
Τρίτο, λογική και φυσιογνωμία δημοκρατικής ισοτιμίας σε κάθε μορφή συγκρότησης, χωρίς αρχηγισμούς, καπελώματα και δορυφοροποιήσεις.
Παρά τις διαφορές του αυτοδιοικητικού και του κεντρικού πολιτικού επιπέδου και κατανοώντας ότι οι απαιτήσεις για μια πανελλαδική πολιτική συμμαχία είναι μεγαλύτερες, επιμένουμε στην εμπειρία των ελπιδοφόρων σχημάτων της Αθήνας και ειδικά της Θεσσαλονίκης, που τόσο αναπτέρωσε το ηθικό του κόσμου της ανατρεπτικής Αριστεράς.
Στις συζητήσεις μας αναπτύσσεται σοβαρός προβληματισμός και για τη στάση μας και στην επόμενη εκλογική μάχη. Στις εκλογές θα είναι κρίσιμο το ερώτημα τι Αριστερά θα καταγραφεί. Όμως το κενό δεν αρκεί. Υπάρχουν κρίσιμες πολιτικές, οργανωτικές και φυσιογνωμικές προϋποθέσεις που αν δεν καλύπτονται οδηγούν σε νέες ήττες, όπως στις προηγούμενες πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις. Η πρωτοβουλία μας, αν και δεν είναι μια προεκλογική απόπειρα αλλά ευρύτερη προσπάθεια ανασυγκρότησης, αναγνωρίζει την ανάγκη να εργαστεί για τη δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων για μια πλατιά, ενωτική και ανατρεπτική εκλογική παρέμβαση της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Αν θέλουμε να πούμε με λίγα λόγια τι μας λείπει και τι θέλουμε να φτιάξουμε θα λέγαμε ότι η ενωτική πρωτοβουλία μας έχει τρεις κεντρικούς στόχους σε τρία πεδία που πιστεύουμε ότι υπάρχει σοβαρή υποχώρηση και είναι αναγκαίο να ξανακατακτηθούν πρακτικές που η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά είχε κεκτημένες παλιότερα.
- Πρώτα από όλα, στο πεδίο του αγωνιστικού συντονισμού και της κοινής δράσης όλων των δυνάμεων της μαχόμενης Αριστεράςκαι όποιου κόσμου θέλει να αγωνιστεί ενάντια στις αντιδραστικές πολιτικές και να παλέψει για υλικές νίκες και κατακτήσεις σήμερα. Σήμερα, δυστυχώς παλεύουμε συχνά για το αυτονόητο, αφού η έννοια της κοινής δράσης έχει κακοποιηθεί. Κοινή δράση για εμάς σημαίνει συντροφικός συντονισμός δυνάμεων, χωρίς αποκλεισμούς, κοινός σχεδιασμός και ουσιαστική συνεννόηση για να τίθενται από κοινού στόχοι πάλης, κινητοποιήσεις και συντονισμός σε όλα τα πεδία του αγώνα και όχι απλά κοινά ραντεβού στο δρόμο (που ούτε και αυτά πλέον είναι δεδομένα). Ακόμα καλύτερα, σημαίνει και όσο το δυνατόν πιο κοινά και ενωτικά σχήματα σε κάθε κοινωνικό χώρο, πάντα με βάση τις απαιτήσεις και τις ιδιαιτερότητες του χώρου και γνωρίζοντας ότι σε διάφορες περιπτώσεις είναι αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί αυτό πλήρως στην πράξη. Γνωρίζουμε τις δυσκολίες, τα προβλήματα και τις αγκυλώσεις, αλλά σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να λειτουργούμε καταλυτικά σε αυτή την κατεύθυνση.
- Δεύτερον, στο άνοιγμα με δημόσιους και ενωτικούς όρους της προγραμματικής συζήτησης που η συγκυρία και η εποχή απαιτεί. Καμία άλλη δύναμη δεν φαίνεται ικανή ή διατεθειμένη να οργανώσει σήμερα με δημόσιο, ενωτικό και ανοικτό τρόπο συζητήσεις με προγραμματικούς όρους. Με σκοπό να βαθύνουν και να κατακτηθούν όσο γίνεται από κοινού εκτιμήσεις, προγραμματικές επεξεργασίες και αιτήματα, σε διαρκή διάλογο με τα υπαρκτά κινήματα και τροφοδοτώντας πολιτικά τους αγώνες τους. Μία συζήτηση που να τη διαπνέει η λογική του μεταβατικού προγράμματος και οι γενικές πολιτικές κατευθύνσεις που θα έχουμε συναποφασίσει.
- Τέλος, στην δημιουργία κοινού χώρου οργανωτικά, ώστε όλο το δυναμικό που ενδιαφέρεται να συμβάλλει στα παραπάνω να συζητά, να κρίνει, να οργανώνει, να αποτιμά και να αποφασίζει από κοινού με ανοικτό, δημοκρατικό τρόπο. Σήμερα, υπάρχει σοβαρό έλλειμμα ύπαρξης μίας τέτοιας ουσιαστικής λειτουργίας που να εμπλέκει ευρύτερα οργανωμένο και ανένταχτο δυναμικό με συντροφικούς όρους. Μετωπικά εγχειρήματα που το επιχείρησαν στο παρελθόν ή δεν υπάρχουν πια ή βρίσκονται σε σοβαρή κρίση και δεν το κάνουν πλέον, ενώ άλλες προσπάθειες που το έχουν διακηρύξει δεν το εξυπηρετούν. Το επόμενο διάστημα θα ξεκινήσουμε τη συγκρότηση συνελεύσεων ανά τόπους και κλάδους, ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση.
Σε αυτά τα πεδία πιστεύουμε ότι η ανάγκη βοά για κάτι νέο. Ελπίζουμε και θα δώσουμε όλες τις δυνάμεις μας για να συμβάλλουμε καταλυτικά σε αυτές τις ανάγκες του κινήματος και της πολιτικής Αριστεράς. Θέλουμε πλέον το επόμενο διάστημα να είναι ο χρόνος ακόμα πιο κοινής παρέμβασής των δυνάμεών μας στα κινήματα, αλλά και πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης με εμβάθυνση της προγραμματικής συζήτησης με το δυναμικό που ενδιαφέρεται για μία τέτοια προοπτική. Με την εκδήλωση αυτή εγκαινιάζουμε αυτή τη διαδικασία και θέλουμε να πάρει συνέχεια με:
α) κοινές κινηματικές πρωτοβουλίες
β) συγκρότηση τοπικών και κλαδικών συνελεύσεων σε περιοχές της Αττικής, άλλες πόλεις και κλάδους
γ) με διεξαγωγή κεντρικών προγραμματικών συζητήσεων για τη συνδιαμόρφωση θέσεων στο πρότυπο των δημόσιων συζητήσεων που ήδη έχουμε οργανώσει από κοινού.
Με στόχο στους πρώτους μήνες του 2026 σε μία πανελλαδική ιδρυτική συνέλευση να πάρει σάρκα και οστά μία νέα πολιτική κίνηση της ενωτικής ανατρεπτικής Αριστεράς. Με κοινά κατακτημένες πολιτικές – προγραμματικές θέσεις και οργανωτικό πλαίσιο, με όνομα, πολιτικά όργανα και συνελεύσεις βάσης. Τις λεπτομέρειες αυτού του βηματισμού θα τις συζητήσουμε φυσικά από κοινού με όλο το δυναμικό που θα εμπλακεί. Αυτό θα προσπαθήσουμε, σε αυτό σας καλούμε όλες και όλους. Για την ενωτική και ανατρεπτική Αριστερά που έχουμε όλες και όλοι ανάγκη!