Επί μήνες, ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας συνταράσσεται από τη μια εσωτερική διαμάχη μετά την άλλη. Εν μέρει αυτό οφείλεται στην ασταθή πολιτική του καγκελάριου Friedrich Merz, την όλο και πιο ακραία αντικοινωνική του πολιτική που δυσκολεύει τις σχέσεις με τους σοσιαλδημοκράτες, αλλά και τις μεγάλες εντάσεις που διαπερνούν το ίδιο του το κόμμα. Η νεολαία των χριστιανοδημοκρατών απαιτεί δραστική περικοπή του κοινωνικού κράτους, ενώ από την άλλη η πρώην ηγέτιδα του CDU (ως εκλεκτή της Μέρκελ) και υπουργός άμυνας Annegret Kramp-Karrenbauer εξελέγη νέα πρόεδρος του κομματικού ιδρύματος Konrad Adenauer1 , επικρατώντας έναντι του βουλευτή Günter Krings, ο οποίος είχε την υποστήριξη του Merz. Οι φιλελεύθεροι εντός του κόμματος φραξιονίζουν, οι συνδικαλιστές του δεν είναι ευνοϊκά διακείμενο απέναντί του, η δεξιά πτέρυγα του κόμματος διερευνά την πιθανότητα συνασπισμού με το AfD, στην οποία ο Merz αντιτίθεται σθεναρά. Αλλά κάνοντας τις πολιτικές του τελευταίου κοινωνικά αποδεκτές και ταυτόχρονα ανίκανος να επιβάλει πειθαρχία εντός της δικής του κοινοβουλευτικής ομάδας για την άσκηση αποτελεσματικού κυβερνητικού έργου αυτοκτονεί πολιτικά.
Η διαμάχη για το πακέτο συντάξεων που διαπραγματεύτηκαν το CDU/CSU και το SPD απασχόλησε για βδομάδες την κοινή γνώμη1. Η νεολαία των χριστιανοδημοκρατών, που διαθέτει 18 βουλευτές την παρουσίασε ως «σύγκρουση γενεών», με βασικό επιχείρημα πως το νομοσχέδιο θα προκαλέσει πρόσθετο κόστος άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με αυτή της την αντίθεση ευθυγραμμίστηκε με τις ενώσεις εργοδοτών, αναδεικνύοντας την μεγάλη υποστήριξη προς την νεοφιλελεύθερη ατζέντα εντός των CDU/CSU. Υποστηρίζουν ότι η αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων εξαιτίας της υπογεννητικότητας ευθύνεται για τις απειλούμενες περικοπές των συντάξεων, και όχι το γεγονός ότι οι μισθοί, και επομένως οι εισφορές στα ταμεία, δεν έχουν συμβαδίσει με την αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας στη Γερμανία. Εξαιτίας της διαμάχης αυτής και της αξιοσημείωτης σκληρότητας με την οποία η νεολαία (που φραξιόνιζε κάποτε μαζί του εναντίων της Μέρκελ) ταπεινώνει τον ίδιο της τον καγκελάριο, ο Merz χάνει την τελευταία αξιόπιστη βάση εξουσίας του. Πρόκειται όμως απλώς για το προσωρινό φινάλε μιας ολόκληρης σειράς επεισοδίων που καταδεικνύουν την έλλειψη κομματικής πειθαρχίας και ηγεσίας.
Και στο εσωτερικό του βαυαρικού CSU τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Στο συνέδριο του κόμματος ο ηγέτης του Markus Söder επανεκλέγηκε με το – σχετικά πενιχρό – 83,6%, βασικά επειδή δεν υπήρξε κάποιος να τον αμφισβητήσει. Το γεγονός ότι κήρυξε τον πόλεμο στο AfD έγινε και με τα μάτια στραμμένα στο εσωτερικό του: η Εναλλακτική συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις 19% στη Βαυαρία, καθιστώντας τους Ελεύθερους Ψηφοφόρους, με τους οποίους το CSU βρίσκεται αναγκασμένο να συγκυβερνά, το μικρότερο από τα δύο κακά. Το CSU από την άλλη θα συγκέντρωνε το 40%, κάτι που καταδεικνύει πως οι προσπάθειες του να κερδίσει πίσω τους ψηφοφόρους του με μια ολοένα και αυστηρότερη μεταναστευτική πολιτική έχουν μέχρι στιγμής αποτύχει.
Σε αντιστοιχία και η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε βαθιά κρίση και αυτό παρά το γεγονός ότι μετά από τρία χρόνια στασιμότητας το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί το 2026 κατά 0,9%3, κυρίως λόγω των πρόσθετων κρατικών δαπανών για την άμυνα και τις υποδομές και την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων σε ιδιωτικές κατοικίες. Σύμφωνα με την πρόβλεψη της Bundesbank: «οι έντονα αυξανόμενοι μισθοί και η σταδιακά βελτιωμένη αγορά εργασίας στηρίζουν τα πραγματικά εισοδήματα και, κατά συνέπεια, την ιδιωτική κατανάλωση». Από την άλλη η αύξηση των κρατικών δαπανών και οι μειώσεις φόρων θα οδηγήσουν τα επόμενα χρόνια και σε υψηλότερο εθνικό χρέος. Το έλλειμμα προβλέπεται να αυξηθεί στο 4,8% του ΑΕΠ έως το 2028 και ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ στο 68%
Η (προβλεπόμενη) αναιμική ανάπτυξη αυτή δεν μπορεί να κρύψει τα μεγάλα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η γερμανική οικονομία. Τα πρωτόγνωρα μέτρα προστατευτισμού των ΗΠΑ και οι επιβαλλόμενοι δασμοί βλάπτουν τις γερμανικές εξαγωγές, δεύτερον- και ίσως το πιο σοβαρό ως μια διαχρονική τάση – οι κινεζικές εταιρείες παράγουν πλέον τουλάχιστον ισοδύναμα, και πάνω απ ‘όλα φθηνότερα, αγαθά στους τρεις κρισιμότερους τομείς της γερμανικής βιομηχανίας: εργαλειομηχανές, αυτοκίνητα και χημικά. Τρίτον, η ξαφνική διακοπή του εφοδιασμού με ρωσικό φυσικό αέριο έχει αυξήσει σημαντικά το κόστος παραγωγής, ιδίως για την στην ενεργοβόρο χημική βιομηχανία. Με τον Nord Stream 2, η χώρα θα είχε γίνει κόμβος για τις παραδόσεις φυσικού αερίου σε ολόκληρη την Ε.Ε, ενισχύοντας έτσι σημαντικά την ηπειρωτική της ισχύ. Οι ΗΠΑ δεν είχαν κανένα συμφέρον να γίνει αυτό και δεν είναι παράλογο να θεωρήσουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία (και) ως πόλεμο κατά της γερμανικής οικονομίας.
Και αυτό οι γερμανικές ελίτ το έχουν συνειδητοποιήσει. Σύμφωνα με τον ειδικό εξωτερικής πολιτικής του CDU, Norbert Röttgen, «για πρώτη φορά από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ δεν στέκονται στο πλευρό των Ευρωπαίων». Ο ειδικός αμυντικής πολιτικής του κόμματος Roderich Kiesewetter εξέφρασε παρόμοια άποψη, δηλώνοντας πως «οι ΗΠΑ της εποχής Τραμπ δεν είναι πλέον ένας παραδοσιακός εταίρος που βασίζεται σε κοινές αξίες, αλλά προωθούν αδίστακτα τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα». Καταλήγοντας πως ως συνέπεια αυτού η Ευρώπη θα πρέπει άμεσα να γίνει ισχυρότερη κοινωνικά, στρατιωτικά και οικονομικά, καθώς μόνο έτσι μπορεί να αποτρέψει τη μετατροπή της σε πιόνι της Ουάσινγκτον, της Μόσχας ή του Πεκίνου.
Τα τεράστια οικονομικά μέσα που απαιτούνται για το γιγαντιαίο πρόγραμμα εξοπλισμού καλούνται να τα επωμιστούν οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι, με τον Merz να διατρανώνει πως «δεν μπορούμε πλέον να αντέξουμε οικονομικά το κοινωνικό κράτος». Το SPD συμφωνεί, επιχειρώντας να ενσωματώσει σε αυτήν την πολιτική τα συνδικάτα, προκειμένου να περιορίσει στο ελάχιστο την πιθανή αντίσταση, κάτι που, μέχρι στιγμής έχει πετύχει. Ο θρήνος ότι «το κράτος πρόνοιας δεν είναι πλέον οικονομικά βιώσιμο» δύσκολα όμως γίνεται πιστευτός όταν επαναλαμβάνεται από εκατοντάδες επιχειρηματίες. Από αυτούς όμως κανένας δεν έχει απαιτήσει «θυσίες». Αντίθετα οι βιοτεχνίες, οι μεγάλες βιομηχανίες και ο τομέας της φιλοξενίας απαιτούν περαιτέρω φοροαπαλλαγές και φθηνότερη ενέργεια, με ορισμένες από τις ομάδες συμφερόντων τους να καταφεύγουν σε επιθετικότερες τακτικές.
Επειδή η ομοσπονδιακή κυβέρνηση φορολογεί ελάχιστα τους πλούσιους το χρέος αυξάνεται ραγδαία μαζί με την κοινωνική ανισότητα. Οι πολύ πλούσιοι έχοντας τη δυνατότητα να δανείσουν στο κράτος μεγάλα ποσά εξασφαλίζουν γι αυτούς και τους κληρονόμους τους υψηλά επιτόκια. Ένα βουνό χρέους που δεν μεταβιβάζεται, όπως ισχυρίζεται συνεχώς- στην επόμενη γενιά, αλλά μάλλον στους φτωχούς, των οποίων τα κοινωνικά επιδόματα περικόπτονται τώρα και στο μέλλον. Περίπου το 40% του πληθυσμού δεν κατέχει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία: οι εκθέσεις δείχνουν πως 5,4 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι κινδυνεύουν από φτώχεια, αν συμπεριληφθούν στις έρευνες το ενοίκιο και οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας, 18,4 αντί 13 εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό αντιστοιχεί στο 22,3% του πληθυσμού: πριν από ένα χρόνο, το ποσοστό αυτό ήταν 21,2%. Ωστόσο, δεν επηρεάζονται όλοι εξίσου: οι νέοι ενήλικες πλήττονται περισσότερο, ακολουθούμενοι από τους μονογονείς και τα άτομα άνω των 65. Σχεδόν ένας στους τρεις από αυτούς βιώνει στεγαστική φτώχεια. Κατά μία εκτίμηση το 2024 υπήρχαν 1.029.000 άστεγοι, διπλάσιοι από ότι εμφανίζονταν στις επίσημες στατιστικές4 που ζούσαν σε προσωρινά καταλύματα, σε φίλους και γνωστούς ή σε καταφύγια έκτακτης ανάγκης, και 56.000 άνθρωποι στους δρόμους. Δεν φαίνεται έτσι πιθανό η αστεγία να έχει εξαλειφθεί έως το 2030 όπως εξήγγειλε η κυβέρνηση και η ΕΕ, αντίθετα αυξάνεται.
Η συμβιβαστική πρόταση που ενέκρινε ο κυβερνητικός συνασπισμός καλεί τα νοσοκομεία να περικόψουν τις δαπάνες τους κατά 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2026. Επιπλέον η χρηματοδότηση του ταμείου καινοτομίας της υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας και των διοικητικών εξόδων των ασφαλιστικών ταμείων θα μειωθεί έκαστα κατά 100 εκατομμύρια ευρώ. Αυτό έχει ως στόχο να γλιτώσει όσους έχουν υποχρεωτική ασφάλιση υγείας από τον επόμενο γύρο αυξήσεων στις συμπληρωματικές εισφορές. Ωστόσο, αρκετά ασφαλιστικά ταμεία έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα αυξήσουν αυτές τις εισφορές πέρα από το μέσο ποσοστό του 2,9% που συμφωνήθηκε για το 2026. Πολλά σχολεία και πανεπιστήμια βρίσκονται σε τραγική κατάσταση, με τους αρμόδιους υπουργούς των κρατιδίων να κάνουν λόγω για αναγκαίες επισκευές ύψους 140 δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς να μπαίνουν σε αυτή την εξίσωση τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η απαραίτητη επέκταση και ο εκσυγχρονισμός τους.
Το τι πρόκειται να συμβεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο διαγράφεται ήδη σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Πολλοί δήμοι είναι εδώ και χρόνια υπερχρεωμένοι και υπόκεινται σε μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, μετά βίας εκπληρώνοντας τις νομικά επιβεβλημένες υποχρεώσεις τους, ενώ οι δημόσιες υπηρεσίες και οι τοπικές υποδομές μεταφορών, κοινωνικής πρόνοιας και φροντίδας παραμελούνται ή εγκαταλείπονται. Η «αναγκαιότητα» τέτοιων μέτρων λιτότητας πηγάζει κυρίως από το γεγονός ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, στην οποία το SPD συμμετείχε για 20 από τα τελευταία 25 χρόνια, μετακυλώντας διαρκώς αρμοδιότητες στους δήμους χωρίς την ανάλογη αύξηση της χρηματοδότησης. Επιπλέον σε εποχές που υπήρχαν λίγα περισσότερα χρήματα διαθέσιμα, πάρα πολλά από αυτά δαπανήθηκαν σε λάθος πράγματα, κυρίως έργα μεγάλης κλίμακας των οποίων το κόστος ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Με τις νέες περικοπές στους προϋπολογισμούς τους το φαινόμενο αυτό αναμένεται να λάβει ακόμα μεγαλύτερη έκταση, επηρεάζοντας, για άλλη μια φορά, κυρίως τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Προς το παρόν, ένας εκπληκτικά μεγάλος αριθμός πόλεων και δήμων εξακολουθεί να κυβερνάται από σοσιαλδημοκράτες δημάρχους, μετά τις επόμενες τοπικές εκλογές όμως ο πολιτικός χάρτης της αυτοδιοίκησης μάλλον θα μοιάζει τελείως διαφορετικός.
Δεν είναι έτσι παράδοξο που η δυσαρέσκεια με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει φτάσει σε νέο υψηλό, με το 70% να επικρίνει το κυβερνητικό έργο, σε δημοσκόπηση που διεξήχθη αρχές Δεκέμβρη. Ο καγκελάριος λαμβάνει επίσης λίγες θετικές γνώμες, με περισσότερο από τα 2/3 των ερωτηθέντων (68%) να είναι δυσαρεστημένοι με την απόδοσή του, ενώ μόνο ένα 23% τον αξιολογεί θετικά. Με το CDU/CSU να συγκεντρώνει 25% και το SPD 15% ο κυβερνητικός συνασπισμός θα λάμβανε σε ενδεχόμενες εκλογές μόνο 40%. Ο ρόλος που παίζει σε αυτήν την δημοκοπική κατάρρευση η διάψευση των υποσχέσεων, παρά τα δισεκατομμύρια ευρώ που εξαερώθηκαν, για νίκη στο μέτωπο της Ουκρανίας παίζει σίγουρα ρόλο στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια. Το AfD βρίσκεται στην πρώτη θέση με 26%, το αριστερό κόμμα συγκεντρώνει 11%, ενώ το κόμμα της Wagenknecht και οι Φιλελεύθεροι λαμβάνουν από 4%. Καθώς ούτε η αντιπολίτευση φαίνεται να χαίρει ευρείας υποστήριξης, οι φήμες για σχέδια εντός του CDU/CSU για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης μειοψηφίας θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη προσοχή. Η εποχή του Merz θα μπορούσε έτσι σύντομα να φτάσει σε ένα απότομο τέλος.
1Σύμφωνα με τα δικά του στοιχεία, το ίδρυμα, με έδρα το Βερολίνο και το Σανκτ Αουγκούστιν κοντά στη Βόννη, διαθέτει 95 γραφεία στο εξωτερικό, μέσω των οποίων διαχειρίζεται έργα σε περισσότερες από 100 χώρες.
2Το προτεινόμενο πακέτο μεταρρυθμίσεων ορίζει νομικά το επίπεδο των συντάξεων στο 48% του τελευταίου μισθού έως το 2031.
3Για το 2025, μετά από δύο συνεχόμενα έτη πτώσης, αναμένεται μικρή αύξηση κατά 0,1%, μετά από προηγούμενη πρόβλεψη για συρρίκνωση 0,1%.
4Σε αυτές δεν περιλαμβάνονται πχ. κρατούμενοι που δεν μπορούν να αποφυλακιστούν πρόωρα επειδή δεν μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν νόμιμα εξασφαλισμένη στέγαση, άτομα που διαμένουν σε καταφύγια, θεραπευτικές εγκαταστάσεις, εργατικά καταλύματα, κοντέινερ, μοτέλ, κάμπινγκ, σπιτάκια κήπου, βανάκια, πολλοί υπενοικιαστές κλπ. Το μεγαλύτερο μέρος των αστέγων δρόμου δεν έχει γερμανική καταγωγή.

