Οι ημέρες προσφέρονται για υπομνήσεις ιστοριών ρατσιστικής, αστυνομικής θηριωδίας, στις ΗΠΑ. Ιστοριών που υπογραμμίζουν, με τον τρόπο τους, πόσο «βάθος» διαθέτουν οι ρίζες αυτού του εφιάλτη. Η υπόθεση που εξιστορείται στη συνέχεια, «έκλεισε» σαν σήμερα, 12 Ιουνίου, το 1974.
Εκείνη την ημέρα- Τετάρτη ήταν- δικαστήριο της Νέας Υόρκης εξέδωσε απόφαση για την εν λόγω υπόθεση, που για έναν συγκεκριμένο λόγο χαρακτηριζόταν μοναδική: Ήταν η πρώτη φορά που δικαζόταν αστυνομικός της πόλης, ως υπαίτιος ανθρωποκτονίας, «σε ώρα άσκησης των καθηκόντων του». Το «όργανο της τάξης», ο Τόμας Σι, τον Απρίλιο του 1973 είχε πυροβολήσει και σκοτώσει έναν Αφροαμερικανό ηλικίας μόλις δέκα ετών. Τον Κλίφορντ Γκλόβερ.
Ο Σι αθωώθηκε. Τον αθώωσε ένα σώμα ενόρκων, αποτελούμενο από έντεκα λευκούς άνδρες και μια μαύρη γυναίκα. Επαρκούσε, άραγε, η παρουσία μιας μαύρης ενόρκου για να σωθούν κάποια προσχήματα; Μάλλον όχι. Το βέβαιο όμως είναι ότι στη συνέχεια καμία τήρηση προσχημάτων δεν κρίθηκε επιβεβλημένη: Πολλοί από τους ενόρκους συναντήθηκαν με τον Σι και τους δικηγόρους του σε εστιατόριο του Κουίνς, όπου γιόρτασαν – όλοι μαζί- την αθώωσή του, ίσως και κάποια ακόμη «κερδηθέντα»: Το «καλό προηγούμενο» που είχε δημιουργηθεί, τη διαφύλαξη της «καλής ψυχολογίας» των αστυνομικών της πόλης, κλπ.
Μήπως, όμως, οι ένορκοι είχαν επί της ουσίας «τα δίκια τους»; Μήπως, όσα είχαν συμβεί τα χαράματα της 28ης Απριλίου 1973, στο Κουίνς, καθιστούσαν λογική αν μη τι άλλο την διατήρηση αμφιβολιών για το κατά πόσο ο Σι διέπραξε μια αδικαιολόγητη δολοφονία; Μήπως ένιωσε ότι απειλήθηκε; Ούτε κατά διάνοια… Τα – αδιάψευστα πλέον – γεγονότα έχουν ως εξής:
Ο Σι και ο συνεργάτης του, Ουόλτερ Σκοτ, κινούνταν στο Κουίνς, με πολιτική περιβολή, έχοντας ειδοποιηθεί για μια ένοπλη ληστεία που είχε προηγηθεί. Αντίκρισαν τον μικρό Κλίφορντ και τον πατέρα του (ή τον παππού του, σύμφωνα άλλη εκδοχή) και πιθανώς σκέφτηκαν ότι τα δυο άτομα σχετίζονταν με τη ληστεία. Αυτό δεν ίσχυε, άλλωστε οι ληστές, σύμφωνα με τις περιγραφές, ήταν κατά πολύ ψηλότεροι του δεκαετούς Αφροαμερικανού.
Εικασίες διάφορες μπορούν να γίνουν ως προς το τι πέρασε από το μυαλό των αστυνομικών. Είναι όμως σχεδόν βέβαιος ο λόγος, για τον οποίον τράπηκαν σε φυγή οι δυο «ύποπτοι», όταν οι οπλοφόροι με πολιτικά τους φώναξαν, αγριεμένοι, να σταματήσουν: Φοβήθηκαν ότι θα έπεφταν οι ίδιοι θύματα ληστείας. Δεν ήταν δα η τελευταία φορά που διαδραματίστηκε μια τραγωδία, επειδή Αφροαμερικανοί είδαν απέναντί τους τύπους με πολιτικά κι όχι ένστολους (χαρακτηριστική μελλοντική υπόθεση ήταν αυτή του του Αμαντού Ντιάλο, τον οποίον «γάζωσαν» στο Μπρονξ αστυνομικοί τον Φεβρουάριο του 1999, διότι… παρεξήγησαν την κίνηση που έκανε για να τραβήξει το πορτοφόλι του, έτοιμος να το δώσει στους «ληστές», για να σωθεί…).
Ο Σι πυροβόλησε πισώπλατα τον μικρό Κλίφορντ, που έτρεχε. Η φονική σφαίρα πέτυχε το παιδί στην πλάτη και βγήκε από το στήθος. Παρ’ όλα αυτά, ο Σι είχε το θράσος να ισχυριστεί ότι φοβήθηκε για τη δική του ζωή, επειδή ξαφνικά το παιδί – έτσι είπε- γύρισε, στράφηκε προς το μέρος του και του φάνηκε (του… φοβισμένου αστυνομικού) ότι κρατούσε όπλο. Δεν υπήρχε όπλο. Και φυσικά δεν υπάρχει περίπτωση να πυροβοληθεί άνθρωπος από κάποιον, τον οποίον κοιτάζει κατάφατσα (αυτό υποτίθεται πως έκανε το παιδί, γυρίζοντας απότομα και… απειλητικά) και να δεχθεί σφαίρα στην πλάτη. Ο Σι, όμως, θα αθωωνόταν…
«Αν υπήρχε τότε (σ.σ. 1973) κάποια κάμερα θα είχε βοηθήσει», θα πει πολλά χρόνια αργότερα ο πρώην εισαγγελέας Άλμπερτ Γκαουντέλι, σπεύδοντας όμως να απαντήσει ο ίδιος στον εαυτό του, με την παρατήρηση ότι η ίδια η τροχιά της μοιραίας σφαίρας απέδειξε ότι ο Σι ψευδόταν.
Έπειτα από τη δολοφονία του παιδιού, ξέσπασαν ταραχές στη γειτονιά Σάουθ Τζαμάικα του Κουίνς. Συλλαμβάνοντας 25 διαδηλωτές, η αστυνομία ολοκλήρωσε το «μήνυμα» πως η οργή για τους φόνους Αφροαμερικανών δεν γινόταν ανεκτή, διότι οι ίδιες οι ζωές των Αφροαμερικανών δεν είχαν δα και μεγάλη σημασία.
Σιγοσφυρίζαμε για τον Κλίφορντ, χωρίς – ακόμη- να ξέρουμε…
Στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, τέλη Απριλίου 1973, τέτοια περιστατικά παρέμεναν αθέατα, εν πολλοίς άγνωστα. Ο εγχώριος Τύπος, όταν ασχολούνταν με τις ΗΠΑ το έκανε για να καταγράψει εξελίξεις στο σκάνδαλο Γουότεργκέϊτ, άντε και μερικές διεργασίες – κινήσεις, οι οποίες αφορούσαν τον πόλεμο στο Βιετνάμ, που ουσιαστικά είχε ήδη κριθεί. Κι όμως, εμείς οι πιτσιρικάδες ή έφηβοι ροκάδες της εποχής, λίγες εβδομάδες αργότερα θα αρχίζαμε να σιγοσφυρίζουμε ένα τραγούδι που αφορούσε (κατά το ήμισυ) τον δολοφονημένο Κλίφορντ, χωρίς να το γνωρίζουμε, ακόμη, αυτό.
{youtube}sqUiWpGGCmI{/youtube}
Πρόκειται για το τραγούδι «Heartbreaker» των Rolling Stones, από το άλμπουμ τους «Goats Head Soup». Όσοι γνώριζαν ήδη τα απαιτούμενα αγγλικά, καταλάβαιναν ότι το κομμάτι αυτό αναφέρεται σε δυο θανάτους, ενός αγοριού από σφαίρα αστυνομικού και μιας κοπέλας, από υπερβολική δόση ναρκωτικών, σε ένα δρομάκι. Οι περισσότεροι εκ των ροκάδων της εποχής (και όχι μόνο στην Ελλάδα, υποθέτω) θεωρούσαν ότι επρόκειτο για φανταστικές ιστορίες, που απεικόνιζαν σκληρές πλευρές της αμερικανικής πραγματικότητας. Ως προς το φόνο του αγοριού δεν ήταν έτσι. Όπως θα μαθαίναμε αργότερα, η αναφορά ήταν για τον Κλίφορντ Γκλόβερ.
«Κομιστής» του μηνύματος και της ιδέας να αφιερώσουν οι Stones ένα κομμάτι σ’ αυτή τη δολοφονία (το άλμπουμ βρισκόταν ακόμη στη διαδικασία της ηχογράφησης), ήταν ένας διάσημος Αφροαμερικανός μουσικός. Ο «κιμπορντίστας» Μπίλι Πρέστον, που τότε συνεργαζόταν με του Stones (νωρίτερα με τους Beatles, τον Ρέι Τσαρλς και άλλους). Λέγεται ότι ο Πρέστον βρισκόταν στο Κουίνς την ημέρα του φονικού και βίωσε καλά τον απόηχο του εγκλήματος
Οι στίχοι των Τζάγκερ- Ρίτσαρντς είναι:
«The police in New York City
They chased a boy right through the park
And in a case of mistaken identity
They put a bullet through his heart
Heart breakers with your forty four
I want to tear your world apart… »
Η μνεία σε «σαραντατεσάρι» περίστροφο είναι, πιθανόν, αλληγορική: Το «Μάγκνουμ 44», λόγω του κινηματογραφικού «Επιθεωρητή Κάλαχαν» (Κλιντ Ίστγουντ) είχε αναγορευθεί σε σύμβολο της αστυνομικής αποφασιστικότητας. Της «καθαρτήριας» αποφασιστικότητας, όπως θα διατείνονταν και στα επόμενα χρόνια τόσες και τόσες ταινίες. Πολλές εξ αυτών είχαν ως κεντρικά πρόσωπα «ηθικούς» αστυνομικούς, που σκότωσαν μεν άοπλους ανθρώπους, αλλά χωρίς να ξέρουν ότι ήταν άοπλοι. Που αφαίρεσαν ζωές νεαρών – συχνότατα μαύρων – και κατόπιν πάλευαν με τις τύψεις, αλλά και τις επικρίσεις της «κορεκτίλας» και των «λίμπεραλς», οι οποίοι «δεν μπορούσαν να καταλάβουν πόσο εύκολα γίνεται το κακό, όταν παλεύεις με το έγκλημα». Έως ότου, ένας άθλος τους (κλασσικά…) τους αποκαθιστούσε στα μάτια και των πλέον κακόπιστων. Με αυτά τα στερεότυπα «βομβαρδίστηκαν» γενιές ολόκληρες, καθώς μεγάλωναν. Ο Κλίφορντ Γκλόβερ πάντως δεν πρόλαβε να μεγαλώσει.
Πηγές: άρθρο του Jim Dwyer στους NY Times 16 Απριλίου 2015 και Wikipedia