Γιάννης Τόλιος, διδάκτωρ Οικονομικών
Εισαγωγή
Η συζήτηση στη «Διεθνή Διαδυκτιακή Συνδιάσκεψη» (20-21 Αυγούστου 2021) με πρωτοβουλία διεθνών επιστημονικών φορέων(*), σχετικά με τις αιτίες κατάρρευσης του εγχειρήματος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ΕΣΣΔ, επ’ ευκαιρία των 30 χρόνων των γεγονότων της Μόσχας (Αύγουστος 1991), έχει όχι μόνο ιστορική σημασία, αλλά συνδέεται με την σοσιαλιστική προοπτική των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών, τόσο γενικά, όσο και ιδιαίτερα των χωρών της ΕΕ συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Από το ευρύ φάσμα αναλύσεων και ερμηνειών που έχουν γίνει διεθνώς κατά τα τελευταία 30 χρόνια, ξεχωρίζουμε ορισμένες θεωρήσεις, οι οποίες με βάση τις ιδεολογικές τους αφετηρίες, δίνουν κατά κάποιον τρόπο διαφορετικές προβλέψεις για την κίνηση των σύγχρονων κοινωνιών στο μέλλον.
Ειδικότερα, μια ομάδα επιχειρημάτων, θεωρεί ότι η κατάρρευση του ‘υπαρκτού’, αποτελεί καθαρή απόδειξη ότι η ιδέα του σοσιαλισμού αποτελεί ‘ουτοπία’ και καταλήγει στο γνωστό ισχυρισμό περί του ‘τέλους της ιστορίας’.! Μια άλλη αμφισβητεί την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της αστικής κοινωνίας, προβάλλοντας την ιδέα των μικρο-μεταρρυθμίσεων ως μέσων βελτίωσης του καπιταλιστικού συστήματος.! Μια τρίτη ομάδα, επιχειρεί να υπερασπιστεί την υπόθεση του σοσιαλισμού επιστρατεύοντας αντιλήψεις και πρακτικές, κυρίως της σταλινικής περιόδου, προτείνοντας ουσιαστικά την επανάληψη του ίδιου μοντέλου «σοσιαλιστικού μετασχηματισμού» για το μέλλον. Τέλος, μια τέταρτη ομάδα, ψηλαφώντας τις αιτίες της αποτυχίας του εγχειρήματος, επιχειρεί με βάση την αρχή της «διαλεκτικής άρνησης», να διερευνήσει νέους ελπιδοφόρους δρόμους υπέρβασης του καπιταλιστικού σχηματισμού και κίνησης των σύγχρονων κοινωνιών προς το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης κινείται και η παρούσα εισήγηση.
1.Οι κυριότερες αιτίες της κατάρρευσης
Ακολουθώντας τη μεθοδολογία της «επιστημονικής αφαίρεσης», θα εξετάσουμε συνοπτικά τις κυριότερες αιτίες κατάρρευσης, σε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, θεωρητικό και διεθνές επίπεδο και σε συνέχεια θα δούμε πλευρές της προοπτικής του σοσιαλισμού τις χώρες της ΕΕ. Συγκεκριμένα στο πεδίο της οικονομίας, το κυριότερο εμπόδιο στην επιβράδυνση και κρίση της σοβιετικής οικονομίας στη δεκαετία του ‘80, συνδέεται με την επιβολή ενός διοικητικού και υπερβολικά συγκεντρωτικού μοντέλου διεύθυνσης και την άκαιρη εγκατάλειψη της ‘Νέας Οικονομικής Πολιτικής’ (ΝΕΠ) από το 1930, λόγω συγχύσεων για τις σχέσεις και όρια μεταξύ «πλάνου» και «αγοράς», ή μεταξύ «πλάνου και νόμου της αξίας», στη διαδικασία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Οι συγκεκριμένες συγχύσεις, που ορισμένες θα εξετάσουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις μεταρρυθμίσεις της «Περεστρόϊκα» που εφάρμοσε ο Γκορμπατσόφ και άνοιξαν τελικά το δρόμο επιστροφής στον καπιταλισμό, τον οποίο λίγο αργότερα ακολούθησαν και οι άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μέλη της ΚΟΜΕΚΟΝ.
Ένα δεύτερο πρόβλημα αφορά το πολιτικό σύστημα, τη λειτουργία του σοβιετικού κράτους και ρόλο του ΚΚΣΕ. Τα νέα κύτταρα της λαϊκής εξουσίας, τα «σοβιέτ των εργατών-αγροτών-στρατιωτών», με την ταύτιση κόμματος-κράτους και τη βαθμιαία αφυδάτωσή τους από τις δημοκρατικές τους λειτουργίες, οδήγησαν σε αποξένωση των εργαζόμενων από τη διεύθυνση των κοινωνικών υποθέσεων. Στην ουσία από όργανα μιας «λαϊκής εξουσίας» μετατράπηκαν σταδιακά, σε γραφειοκρατικά όργανα μιας ‘εν πολλοίς’ αυταρχικής εξουσίας.
Ένα τρίτο πρόβλημα αφορά το ρόλο των κοινωνικών οργανώσεων (συνδικαλιστικών, αγροτικών, πολιτιστικών, επιστημονικών, κ.λπ.). Από φορείς υπεράσπισης των ιδιαίτερων συμφερόντων των μελών τους και από δημοκρατικά κύτταρα ελέγχου και στήριξης της νέας εξουσίας, μετατράπηκαν σταδιακά σε ιμάντες μεταβίβασης κομματικών εντολών και σε απολογητικούς μηχανισμούς της κεντρικής διοίκησης.
Ένα τέταρτο πρόβλημα αφορά το επίπεδο θεωρητικής σκέψης. Ο περιορισμός της έρευνας και της ελευθερίας έκφρασης, ιδιαίτερα στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Η κυριαρχία μιας ‘σχολαστικιστικής’ προσέγγισης του μαρξισμού, η ‘τσιτατολογία’, τα ‘προπαγανδιστικά στερεότυπα’ και ο ‘δογματισμός’, περιόρισαν τον εντοπισμό λαθών και έγκαιρη διόρθωση τους.
Τέλος πρέπει να προσθέσουμε μια ακόμα σημαντική αιτία. Την πολύμορφη πίεση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, κατ’ αρχάς με την ένοπλη επέμβαση για κατάπνιξη της επανάστασης και την επιβολή καταστρεπτικού εμφυλίου πολέμου, την εισβολή αργότερα των χιτλερικών στρατευμάτων που στοίχισε τη ζωή σε 20 εκατ. πολίτες και τεράστιες υλικές καταστροφές, καθώς μεταπολεμικά το «ψυχρό πόλεμο» και επιβολή μιας ‘κούρσας εξοπλισμών’, στερώντας πολύτιμους πόρους για την οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ, κά.
Ωστόσο το εγχείρημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, δεν ήταν μοιραίο να έχει τη συγκεκριμένη κατάληξη. Μπορούσαν να γίνουν διορθωτικές παρεμβάσεις κατ’ αρχάς στο πεδίο της οικονομίας (οι εμπειρίες των οικονομικών μεταρρυθμίσεων σε Κίνα, Βιετνάμ, Κούβα, παρά την αντιφατικότητα τους, είναι πολύ διδακτικές) και στη συνέχεια να γίνουν αλλαγές στο πολιτικό εποικοδόμημα, ώστε να αποφευχθεί όχι μόνο το τεράστιο κοινωνικό κόστος της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, αλλά να παραμείνει ανοικτός ο δρόμος της αναγέννησης του σοσιαλισμού. Πάνω από όλα η κατάρρευση του ‘υπαρκτού’ σε καμιά περίπτωση δεν δικαίωσε το αφήγημα του ‘νεοφιλελευθερισμού’ και της ‘ελεύθερης αγοράς’ – με τις κρίσεις, τις αυξανόμενες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, κά – ότι αποτελούν ελπιδοφόρο μέλλον για εργαζόμενους, λαϊκά στρώματα και λαούς της Γης.
2.Οι οικονομικές αιτίες κατάρρευσης του «υπαρκτού»
Πιο αναλυτικότερα στο πεδίο της οικονομίας, με το πέρασμα των βασικών μέσων παραγωγής στον έλεγχο του σοσιαλιστικού κράτους, έγινε μεγάλο βήμα αλλαγής του χαρακτήρα της ιδιοκτησίας, από καπιταλιστική σε κοινωνική. Ωστόσο η «κοινωνικοποίηση» στην πράξη προϋποθέτει την ουσιαστική συμμετοχή των εργαζόμενων στη διεύθυνση και διαχείριση, πρώτα απ’ όλα των κρατικών επιχειρήσεων. Στην ΕΣΣΔ η «συμμετοχή» ήταν σε μεγάλο βαθμό τυπική-γραφειοκρατική και η διαχείριση των επιχειρήσεων ήταν «εν πολλοίς» ανορθολογική, με αποτέλεσμα το μειωμένο ενδιαφέρον των εργαζόμενων στην προστασία, αποδοτική χρήση και αύξηση της δημόσιας περιουσίας.
Επίσης με την εφαρμογή των πλάνων ανάπτυξης, παρά τα θεαματικά βήματα στα πρώτα 5ετή πλάνα, στην πορεία προέκυψαν φαινόμενα επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ. Μία από τις αιτίες ήταν ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός των πλάνων, η γραφειοκρατική επεξεργασία και οι πολλαπλοί δείκτες ελέγχου, που δεν άφηναν πολλά περιθώρια ευελιξίας και πρωτοβουλίας στη δράση των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, ενώ ο αποκλεισμός της μικρής παραγωγής στερούσε τις δυνατότητες αξιοποίησης των παραγωγικών τους δυνατοτήτων, στη βάση της συμπληρωματικότητας της μικρής στη μεγάλη παραγωγή. Ιδιαίτερα ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός των πλάνων «μπλοκάριζε» τη γρήγορη μετάβαση από την «εκτατική» στην «εντατική» ανάπτυξη και την εκτεταμένη χρήση νέων τεχνολογιών.!
Από την άλλη κυριάρχησαν λαθεμένες θεωρήσεις για το ρόλο των «εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων» (Ε/Χ-Σχ), δηλ. των «σχέσεων αγοράς» που απορρέουν από τη λειτουργία του «νόμου της αξίας», κατά την ανάπτυξη της σοβιετικής οικονομίας. Οι λαθεμένες θεωρήσεις οδήγησαν σε πρόωρη εγκατάλειψη της «ΝΕΠ», πολιτική που επεξεργάστηκε ο Λένιν, στο όνομα της γρήγορης εξάλειψης των καπιταλιστικών υπολειμμάτων. Δυστυχώς και κατά τη μεταπολεμική περίοδο υπήρξε ουσιαστική υποτίμησή των Ε/Χ-Σχέσεων, ως μοχλού ανάπτυξης και ρύθμισης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Ασφαλώς ο βασικός στόχος στη χρήση των Ε/Χ-Σχέσεων, θα πρέπει πάντα να είναι η αποτελεσματικότερη προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και η επίτευξη των στόχων της σοσιαλιστικής κοινωνίας (αύξηση της λαϊκής ευημερίας) και όχι η υποταγή της σοσιαλιστικής κοινωνίας στους νόμους της ελεύθερης αγοράς.!!
Παρ’ ότι τα συσσωρευμένα προβλήματα της περιόδου «στασιμότητας» αποτέλεσαν την κύρια αντικειμενική αιτία της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ΕΣΣΔ, σημαντικό ρόλο έπαιξε κι η πολιτική της Περεστρόικα, με ορισμένα μέτρα και κυρίως με τον τρόπο εφαρμογής τους. Ειδικότερα με την αλλαγή του νόμου για τις κρατικές επιχειρήσεις (ενώσεις), προωθήθηκε η μετοχοποίηση και η δυνατότητα εκμίσθωσης τους στις εργασιακές κολεκτίβες, η οποία επέφερε ουσιαστικές αλλαγές στο ιδιοκτησιακό τους καθεστώς οι οποίες έμελλε να αποβούν μοιραίες. Ιδιαίτερα μετά την ανατροπή του Γκορμπατσόφ και τη δυνατότητα εκμίσθωσης τους στις εργασιακές κολεκτίβες, σηματοδότησε βήμα μετατροπής της ‘κρατικής ιδιοκτησίας’ σε ‘ομαδική’ και σε συνέχεια σε ‘ιδιωτική’.
Η αλλαγή της παλλαϊκής ιδιοκτησίας σε ιδιοκτησία των εργασιακών κολεκτίβων και μεταγενέστερα η ‘μετοχοποίηση’ τους, άνοιξε το δρόμο προς την ‘ιδιωτικοποίηση’, παρά τη ρητή υπόδειξη του Λένιν, από τα πρώτα βήματα της ΕΣΣΔ, για αποτροπή περάσματος της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στις κολεκτίβες των εργαζόμενων. Αυτό οδήγησε στην εμφάνιση «ομάδων συμφερόντων» που δρούσαν μεταξύ τους ανταγωνιστικά, στη κατανομή του υπερπροϊόντος, τόσο μεταξύ τους όσο και σε κοινωνική κλίμακα.
Κατά συνέπεια, άλλο πράγμα είναι το πέρασμα της οικονομίας από τους συγκεντρωτικούς-διοικητικούς μοχλούς διεύθυνσης σε οικονομικούς μοχλούς έχοντας ως βάση την παλλαϊκή ιδιοκτησία και άλλο η μετατροπή της τελευταίας σε ‘ομαδική ιδιοκτησία’, η οποία στην πορεία κατακερματίζεται σε ‘πολλοστημόρια’ ατομικής ιδιοκτησίας και τελικά περνάει σε λίγα ιδιωτικά χέρια. Τέλος μέσα από τη διαδικασία της ‘μετοχοποίησης’ (μοριοποίησης) της παλλαϊκής ιδιοκτησίας και αγοραπωλησίας των μετοχών, άνοιξε ο δρόμος της συγκέντρωσης τους σε λιγότερα χέρια, που τελικά οδήγησε στην εμφάνιση των ‘ολιγαρχών’. Αυτό ακριβώς ολοκληρώθηκε επί Γιέλτσιν, όταν στο τιμόνι της διεύθυνσης της κοινωνίας βρέθηκαν οι δυνάμεις της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Ωστόσο θεωρούμαι αναγκαίο να σημειώσουμε, ότι η κριτική αξιολόγηση των λαθών και των αδυναμιών του σοβιετικού εγχειρήματος, δεν θα πρέπει να αποσπαστεί από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες της προσπάθειας σοσιαλιστικού μετασχηματισμού (χαμηλός ως μέσος βαθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων), ούτε να οδηγήσει σε άρνηση ή σε υποτίμηση της τεράστιας προσφοράς της Οκτωβριανής Επανάστασης και των βημάτων προόδου των λαών της ΕΣΣΔ, καθώς και την προωθητική δύναμη των απελευθερωτικών της μηνυμάτων, προς όλους τους εκμεταλλευόμενους, λαούς και έθνη της Γης. Το εγχείρημα θα λέγαμε του «πρώιμου σοσιαλισμού» στην ΕΣΣΔ, παραμένει πάντα ‘κιβωτός’ πολύτιμων ιστορικών εμπειριών στην αντιφατική κίνηση των σύγχρονων κοινωνιών «από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας»!
3.Η σοσιαλιστική προοπτική στον 21ον αιώνα
Μετά την κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού», ορισμένοι μίλησαν, όπως ήδη τονίσαμε, για το «τέλος της ιστορίας».!! Το ερώτημα που προβάλλει σήμερα, είναι κατά πόσο ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί «λιμάνι απαντοχής» για τον καπιταλισμό, ή απλώς είναι μια φάση «κίνησης των αντιθέσεων του», πριν την ιστορική του υπέρβαση; Τα αποτελέσματα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, δείχνουν ότι οι ενδογενείς αντιθέσεις του συστήματος (οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές, περιφερειακές, γεωπολιτικές, κά) εντείνονται και μπροστά στους εργαζόμενους και «κολασμένους της Γης» προβάλλει ένα δυστοπικό μέλον.
Ειδικότερα η άνιση κατανομή εισοδήματος, έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Το 2017 το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού στον κόσμο, κατείχε 50,1% του πλούτου, σε σχέση με 45,5% στις αρχές του 2000, ενώ το 2030 προβλέπεται να ανέβει στο 64%.!! Αντίθετα το φτωχότερο 90% του πληθυσμού κατείχε 22,8%, σε σχέση με 28,6% το 2007. Παρατηρείται επίσης τάση μείωσης των ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, κυρίως στις αναπτυγμένες οικονομίες (γύρω στο 2%), καθώς και επιβράδυνση της παραγωγικότητας εργασίας, ενώ υπάρχει «άνοιγμα της ψαλίδας» μεταξύ αύξησης παραγωγικότητας και αύξησης μισθών. Από την άλλη η ανάπτυξη και η χρήση των ‘ψηφιακών τεχνολογιών’ με τη συνακόλουθη επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης και την αυξανόμενη ανεργία, αποκαλύπτουν ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις βάζουν φραγμούς στην αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων τους υπέρ συνολικά της κοινωνίας.
Συμπερασματικά, η κρίση του νεοφιλελευθερισμού που εντάθηκε λόγω της οικολογικής κρίσης και της πανδημίας του covid-19, δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για εκδήλωση ισχυρών κοινωνικών αντιστάσεων. Όμως ταυτόχρονα ορθώνονται νέα εμπόδια στη διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης και στην ανάληψη αγωνιστικής δράσης για υπέρβαση του συστήματος. Οι κυριότεροι παράγοντες που παρεμποδίζουν την αφύπνιση του «λαϊκών δυνάμεων», συνδέονται: Πρώτον, με τη φύση του καπιταλισμού και τους όρους ζωής και εργασίας της Εργατικής Τάξης, Δεύτερον, με τη δράση της Αστικής Τάξης και την ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής και πολιτικής χειραγώγησης μέσω των σύγχρονων media. Τρίτον, με τις υποκειμενικές δυσκολίες οργάνωσης και δράσης της Εργατικής Τάξης, τέταρτον, με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς που τις επηρεάζουν, κά.
4.Το νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα της ΕΕ «φυλακή των λαών»
Ιδιαίτερα ισχυρά εμπόδια στην προοπτική του σοσιαλισμού προκύπτουν από τη δημιουργία των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων τύπου ΕΕ και Ευρωζώνης, τα οποία οδηγούν «de jure» και «de facto» σε συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας και ουσιαστική κατάργηση της λαϊκής κυριαρχίας, σε βάρος κυρίως των περιφερειακών χωρών. Κυρίαρχο ενοποιητικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι η ισχύς και ο ανταγωνισμός, όχι η ισότιμη συνεργασία των λαών. Η ΕΕ αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα ιμπεριαλιστικά κέντρα του πλανήτη.
Η όλη αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και ΕΕ, στοχεύει στη θεσμική κατοχύρωση ενός αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού που ενέχει τη θέση «οικονομικού συντάγματος». Ο ακραία αντιδημοκρατικός χαρακτήρας τους, συμπυκνώνεται στις αποφάσεις που παίρνονται από το Eurogroup, ένα άτυπο όργανο που δεν προβλέπεται από καμιά ευρωπαϊκή συνθήκη και με ανώτατο τοποτηρητή τη Γερμανία, να έχει πάντα τον τελευταίο λόγο.!
Η κρίση του 2008 αποκάλυψε τις ανεπάρκειες του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος της ΕΕ και ΟΝΕ (Σύμφωνο Σταθερότητας, ΕΚΤ, μηχανισμός ευρώ, κά), στο να αμβλύνει τις συνέπειες της κρίσης, ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Η μεταρρύθμιση των βασικών «πυλώνων» της Ευρωζώνης και της ΕΕ και η προσθήκη νέων (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης-ΕΜΣ, Τραπεζική Ένωση, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, κά), αντί να αμβλύνουν «σκλήρυναν» το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο δημοσιονομικής και νομισματικής πειθαρχίας.
Η αναποτελεσματικότητα των νέων ρυθμίσεων, αποκαλύφτηκε πλήρως κατά την υγειονομική κρίση (covid-19), όπου κάτω από τα αδιέξοδα της πανδημίας, οι ηγεμονικές ελίτ των Βρυξελλών, αναγκάστηκαν να αναστείλουν τη λειτουργία του «Συμφώνου Σταθερότητας» (ελλείμματα και δημόσιο χρέος), να χαλαρώσουν τις ρυθμίσεις της ΕΚΤ (αγορά κρατικών ομολόγων και παροχή ρευστότητας στις τράπεζες) και να δεχτούν σε περιορισμένη κλίμακα, την έκδοση «ευρωομολόγου» για στήριξη των προγραμμάτων του «Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας». Ωστόσο οι νεοφιλελεύθερο «πυλώνες» διατηρούνται και σχεδιάζεται η πλήρης επαναφορά τους από το 2023.
Από την άλλη, οι δομές της ΕΕ δεν επιτρέπουν το δημοκρατικό διάλογο και τις δημοκρατικές αποφάσεις. Το «Ευρωκοινοβούλιο» αποτελεί ουσιαστικά συμβουλευτικό όργανο, ενώ οι σημαντικότερες αποφάσεις παίρνονται στο ‘Ευρωπαϊκό Συμβούλιο’ και στο άτυπο όργανο ‘Eurogroup’, χωρίς οι λαοί να μπορούν να εκφράσουν αντιρρήσεις. Αν οι κυβερνήσεις δεν τηρήσουν τις αποφάσεις τους, πέρα από απειλές και εκβιασμούς, επιβάλλονται κυρώσεις. Ακόμα και σε περιπτώσεις που γίνονται δημοψηφίσματα, πχ. Ιρλανδία (2008) και Ελλάδα (2015), η βούληση των λαών καταπατάται βάναυσα.
5.Στρατηγικές σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στις χώρες της ΕΕ
Η κρίση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με την αυξανόμενη απόκλιση αντί σύγκλιση οικονομιών, διεύρυνση των εισοδηματικών και περιφερειακών ανισοτήτων, την υψηλή ανεργία, τη διόγκωση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, τις ακραίες πολιτικές λιτότητας και το αυξανόμενο «έλλειμμα» δημοκρατικής νομιμοποίησης των μέτρων, έχουν οδηγήσει σε ουσιαστική συρρίκνωση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας (ιδιαίτερα στις περιφερειακές οικονομίες όπως η ελληνική), θέτοντας γενικότερο ζήτημα βιωσιμότητας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Προβάλλει κατά συνέπεια η ανάγκη αναζήτησης νέων μορφών και όρων φερέγγυας συνεργασίας μεταξύ χωρών και λαών της ΕΕ.
Σε ότι αφορά τις ‘μορφές’, αυτές κατ’ αρχάς θα μπορούσαν να πάρουν τόσο τη μορφή ‘διμερών’ και ‘πολυμερών’ συμφωνιών, όσο και συμφωνιών ‘διακυβερνητικής συνεργασίας’, καθώς και τη δημιουργία ‘συνομοσπονδιών’ ανεξάρτητων κρατών. Σε ότι αφορά το ‘χαρακτήρα’ τους, για να έχουν συνοχή και βιώσιμη προοπτική, θα πρέπει να διασφαλίζουν την ισοτιμία και το αμοιβαίο όφελος, την πολιτική νομιμοποίηση των επιλογών με την άμεση προσφυγή στη βούληση των πολιτών, καθώς και το δικαίωμα εισόδου και εξόδου σε αυτές με απόφαση των κυρίαρχων λαών.
Μόνο στα πλαίσια μιας τέτοιας Ευρώπης, κυρίαρχων λαών και κρατών, μπορούν να διασφαλιστούν ζωτικά συμφέροντα των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων, η ειρηνική συμβίωση και η γόνιμη συνεργασία μεταξύ τους, η οποία βαθμιαία θα οδηγήσει και σε υπέρβαση των εθνών μέσα από την άνθιση τους, αντί της βίαιης και καταπιεστικής κατάργηση τους.
Προβάλλει ωστόσο ένα ερώτημα, το οποίο έρχεται από παλιά, αλλά με βάση τις νεώτερες εξελίξεις, απαιτεί μια σύγχρονη απάντηση. Ποια είναι η καλύτερη στρατηγική και τακτική, εκ μέρους του λαϊκού κινήματος, για να ανοίξει με επιτυχία ο συγκεκριμένος δρόμος; Δίνει άραγε ελπιδοφόρα προοπτική η προώθηση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης υπό την ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου και παράλληλα οι χώρες και οι λαοί να πιέζουν «από τα κάτω» για μικρο-μεταρρυθμίσεις οραματιζόμενοι μια άλλη «Ευρώπη των λαών και των εργαζόμενων»; Δυστυχώς οι όποιες μεταρρυθμίσεις έγιναν στο οικοδόμημα της ΕΕ και της Ευρωζώνης, ήταν προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος.
Από την άλλη, το σενάριο της ανάπτυξης του λαϊκού και αριστερού κινήματος, σε όλες τις χώρες της ΕΕ και η επιδίωξη αριστερών κυβερνήσεων σε όλες τις χώρες που θα προωθήσουν από κοινού ριζοσπαστικές αλλαγές με προοπτική τον σοσιαλισμό, δεν φαίνεται επίσης καθόλου ρεαλιστικό, δεδομένου ότι η ανάπτυξη του κινήματος από χώρα σε χώρα συντελείται ανισόμετρα και κατά συνέπεια η επιδίωξη σοσιαλιστικού μετασχηματισμού θα αποτελεί πάντοτε μια ανεκπλήρωτη προσδοκία.!
Αντίστοιχα δεν είναι καθόλου ρεαλιστικό ούτε και το «σενάριο» της ανάδειξης μιας αριστερής κυβέρνησης σε μια χώρα, με την ελπίδα εφαρμογής ριζοσπαστικών αλλαγών, παραμένοντας στα πλαίσια της Ευρωζώνη και ΕΕ. Το αντιδραστικό οικοδόμημα του ευρωσυστήματος, δεν ανέχεται τέτοιες επιλογές. Τρανή απόδειξη, η εμπειρία της Ελλάδας το 2015, όταν το 61% του ελληνικού λαού απόρριψε την εφαρμογή Γ’ Μνημονίου και οι υπερεθνικοί μηχανισμοί, με εκβιασμούς, απειλές και επεμβάσεις, ακύρωσαν τη βούληση του και επέβαλαν την εφαρμογή του. Ασφαλώς η τότε ελληνική κυβέρνηση έχει τεράστιες ευθύνες, που παρά τις δεσμεύσεις της πριν ανέβει στην εξουσία, για την εφαρμογή αριστερής πολιτικής, δε σεβάστηκε τη βούληση του και αντί για αποδέσμευση από το ευρωσύστημα, εφάρμοσε ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, με δραματικές συνέπειες για τον ελληνικό λαό.
Κατά συνέπεια έχοντας ως όραμα το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, πιο ρεαλιστική φαίνεται η στρατηγική της αποδέσμευσης, μιας ή περισσοτέρων χωρών από το ευρωσύστημα και η εφαρμογή ριζοσπαστικών αλλαγών στα πλαίσια ενός «μεταβατικού προγράμματος» με σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Μια τέτοια στρατηγική θα ασκήσει παράλληλα θετική επίδραση στις διαδικασίες ανατροπής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και σε άλλες χώρες και δημιουργίας προϋποθέσεων επαναθεμελίωσης του ευρωπαϊκού οράματος, με όρους ισότιμης συνεργασίας μεταξύ κρατών και με σεβασμό πάντα της κυριαρχικής βούλησης των λαών και των εργαζόμενων.
Ωστόσο από δυνάμεις της ευρωπαϊκής αριστεράς – σε Ελλάδα και ΕΕ – προβάλλονται αντιρρήσεις για τη συγκεκριμένη στρατηγική, οι οποίες σχηματικά θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε δύο βασικές. Την «δεξιά» και την «αριστερή» εκδοχή τους. Η πρώτη εκδοχή, που σηματοδοτείται από το λεγόμενο «αριστερό ευρωπαϊσμό», θεωρεί ότι ο αγώνας πρέπει να είναι «προς περισσότερη Ευρώπη», «προς ένα εφικτό ευρώ» απαλλαγμένο από τις νεοφιλελεύθερες αγκυλώσεις, με την έκδοση «ευρωομολόγων» για αντιμετώπιση του χρέους, με ελαστικότητα του ‘Συμφώνου Σταθερότητας’ στο έλλειμμα, με πολιτικό έλεγχο της δράσης της ΕΚΤ, κά. Δηλαδή μια στρατηγική συνεχών «εκ των έσω» βελτιώσεων του οικοδομήματος της ΟΝΕ, οι οποίες θα μπορούσαν προοπτικά να οδηγήσουν και σε μια «αριστερή» ΕΕ.!
Ωστόσο μια τέτοια αντίληψη καλλιεργεί χίμαιρες και έχει ουσιαστικά οδηγήσει σε στρατηγικό αδιέξοδο την ευρωπαϊκή αριστερά. Κατ’ αρχάς το οικοδόμημα της ΟΝΕ και το ενιαίο νόμισμα (ευρώ), φτιάχτηκαν για να εξυπηρετήσουν τα συμφέρονται του κεφαλαίου (ισχυρός μηχανισμός υποταγής και πειθάρχησης της μισθωτής εργασίας) και ταυτόχρονα για την εξυπηρέτηση των ιδιαίτερων συμφερόντων της Γερμανίας, που αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα με το ενιαίο νόμισμα. Ακόμα και στην υποθετική περίπτωση που θα μπορούσε η ΕΕ να αποκτήσει κάποτε ομοσπονδιακή μορφή, τύπου «Ηνωμένων Πολιτειών», πάλι δεν θα άλλαζε κάτι στο κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, εκτός ίσως από την αναβάθμιση της σημασίας της κοινής δράσης χωρών και λαών για την υπέρβαση της.
Κατά συνέπεια το όραμα της «Ευρώπης των λαών και των εργαζόμενων», δεν περνάει μέσα από το σύνθημα «περισσότερη Ευρώπη» που καταλήγει σε ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης ΟΝΕ, αλλά με την έξοδο από αυτήν και επαναθεμελίωση του οράματος με όρους λαών και εργαζόμενων. Το «Brexit» διέλυσε το αφήγημα του «αριστερού ευρωπαϊσμού» που θέλει περισσότερους βαθμούς ελευθερίας στα πλαίσια του ευρωσυστήματος, για την εφαρμογή εναλλακτικής πολιτικής.
Από την άλλη, υπάρχουν απόψεις που λένε ότι ακόμα κι αν γίνει αποδέσμευση από την Ευρωζώνη, θα είμαστε στο έδαφος του καπιταλισμού. Άρα δεν έχει έννοια να θέτουμε ως προτεραιότητα την αποχώρηση από Ευρωζώνη και ότι χρειάζεται ταυτόχρονη αποδέσμευση από Ευρωζώνη και ΕΕ, με άμεσο στόχο τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.
Ωστόσο το ζήτημα της άμεσης αποδέσμευσης από την Ευρωζώνη, είναι «κομβικό» για δύο σημαντικούς λόγους. Πρώτον, χωρίς την αποδέσμευση από την Ευρωζώνη δεν μπορεί να γίνει έναρξη εφαρμογής του «μεταβατικού προγράμματος» και δεύτερον η αποδέσμευση από την ΕΕ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εμπειρία του «Brexit», θα πάρει μερικά χρόνια, σύμφωνα με τις θεσμικές διαδικασίες. Αντίθετα η αποδέσμευση από Ευρωζώνη μπορεί να γίνει με απόφαση της κυβέρνησης και άμεση εφαρμογή βασικών μέτρων του «μεταβατικού προγράμματος» με την ανάκτηση της νομισματικής και σε μεγάλο βαθμό της οικονομικής κυριαρχίας. Πρόκειται δηλαδή για ζήτημα σύνδεσης στρατηγικής και τακτικής, δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό παραμένοντας στα πλαίσια της ΕΕ.
Τέλος η αποδέσμευση από την Ευρωζώνη και προοπτικά από την ΕΕ, φέρνει στο προσκήνιο το κρίσιμο ζήτημα των διεθνών σχέσεων μιας χώρας, ως τώρα μέλους της ΕΕ. Οι ισχυρισμοί ότι η έξοδος από το ευρωσύστημα αποκόβει τη χώρα από την Ευρώπη, είναι εν πολλοίς ανεδαφικοί, δεδομένου ότι υπάρχουν χώρες της Ευρώπης που δεν είναι στην ΕΕ, ενώ πολλές χώρες της ΕΕ δεν είναι ούτε μέλη της Ευρωζώνης.! Σε κάθε περίπτωση, με την αποδέσμευση θα υπάρχουν περισσότεροι βαθμοί ελευθερίας, για αξιοποίηση των δυνατοτήτων συνεργασίας με όλες τις χώρες και πρώτα απ’ όλα με τις ευρωπαϊκές, στη βάση της ισότιμης συνεργασίας και του αμοιβαίου οφέλους.
6.Άξονες ριζοσπαστικών αλλαγών με προοπτική το σοσιαλισμό
Η προώθηση μιας εναλλακτικής πολιτικής, με μορφή ριζοσπαστικού «Μεταβατικού Προγράμματος» υπέρβασης του νεοφιλελευθερισμού και ανοίγματος του δρόμου στη σοσιαλιστική προοπτική, εκτός από αναγκαία είναι ρεαλιστική. Οι κυριότεροι άξονες ενός «Μεταβατικού Προγράμματος» στις σημερινές συνθήκες, που μπορούν να ανοίξουν ελπιδοφόρους δρόμους σε χώρες της ΕΕ, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, αφορούν κυρίως:
1) Ανάκτηση της νομισματικής, δημοσιονομικής και οικονομικής κυριαρχίας. 2) Πρόγραμμα παραγωγικής ανόρθωσης, ψηφιακού και οικολογικού μετασχηματισμού της οικονομίας, στήριξη βιώσιμων ΜμΕ και δραστική μείωση της ανεργίας. 3) Αναδιανομή εισοδήματος υπέρ λαϊκών τάξεων, δικαιότερη κατανομή φορολογικών βαρών, κατάργηση προνομίων ολιγαρχίας, δραστική μείωση δημόσιου χρέους, κά. 4) Εθνικοποίηση τραπεζικού συστήματος και μεγάλων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, προσανατολισμός αναπτυξιακής διαδικασίας στην κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. 5) Ενίσχυση μισθών-συντάξεων, κοινωνικών δαπανών για υγεία, παιδεία, πρόνοια, πολιτισμό, περιβαλλοντική φροντίδα. 6) Εκδημοκρατισμός της δημόσιας διοίκησης και Δικαιοσύνης, αναβάθμιση αντιπροσωπευτικών θεσμών και εφαρμογή λαϊκής συμμετοχής. 7) Ανεξάρτητη, πολυδιάστατη, ενεργητική και φιλειρηνική εξωτερική πολιτική ισότιμης συνεργασίας με όλες τις χώρες, απεξάρτηση από τις αμερικανο-νατοϊκές δεσμεύσεις, κά.
7.Συμμαχίες, ηγεμονία εργατικής τάξης, διεθνιστική αλληλεγγύη
Η άμεση αποδέσμευση από την Ευρωζώνη και η εφαρμογή του «Μεταβατικού Προγράμματος» σε ρήξη με τις πολιτικές της ΕΕ, αποτελεί ταυτόχρονα διαδικασία ιχνηλάτησης μιας πορείας υπέρβασης των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων με προορισμό το σοσιαλισμό.
Αυτό που σήμερα προβάλλει ως κύριο ζητούμενο, είναι πώς θα γίνει η αφύπνιση των λαϊκών δυνάμεων και πρώτα απ’ όλα των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας, ώστε να γίνει το πέρασμα της «γέφυρας», από την «αντικειμενική αναγκαιότητα», στην «ενεργή συνειδητή δράση» και μετατροπή της «δυνατότητας σε πραγματικότητα» (υπέρβαση καπιταλισμού).
Οι αντικειμενικές συνθήκες (αυξανόμενη εκμετάλλευση και πολύμορφη επιθετικότητα καπιταλισμού σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας, η οικολογική κρίση, οι αυξανόμενες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, κά), λειτουργούν ως ένα είδος «βουκέντρας» και αφύπνισης των «κολασμένων της γης», για την απαλλαγή από τις σειρήνες της «συναίνεσης» και τις αυταπάτες «εξανθρωπισμού» του καπιταλισμού και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Σε κάθε περίπτωση παραμένει πάντα επίκαιρη η διορατική επισήμανση του Μαρξ, ότι «η κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα δεν μπορεί να αντλήσει την ποίησή της από το παρελθόν, αλλά από το μέλλον». Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τον 21ο αιώνα, σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ανάπτυξης των ψηφιακών τεχνολογιών, συγκέντρωσης εισοδήματος και πλούτου σε λιγότερα χέρια, υγειονομική κρίση, κλιματική αλλαγή, κά.!
Η δημιουργία σύγχρονου «πολιτικού υποκειμένου» που θα λειτουργεί ως δύναμη συσπείρωσης των λαϊκών δυνάμεων και ως μοχλός ανατροπής της υπάρχουσας «κατάστασης προγραμμάτων», καθώς ως όχημα μετάβασης προς το «ιστορικά αναγκαίο», σε συνδυασμό με την εφαρμογή «πολιτικής συμμαχιών» υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης στο ευρύτερο μέτωπο ανατροπής, αποτελούν κρίσιμους παράγοντες, για το άνοιγμα του δρόμου προς την οικο-σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική.
ytolios@gmail.com https://ytoliosblog.wordpress.com
(*) Το κείμενο αποτελεί σημεία της εισήγησης με θέμα: «Διδάγματα από την ιστορική εμπειρία της ΕΣΣΔ – Προσεγγίσεις για τη σοσιαλιστική προοπτική των χωρών της ΕΕ», που έγινε στη «Διεθνή Διαδυκτιακή Συνδιάσκεψη» (20-21 Αυγούστου 2021), με θέμα: “WHY THE USSR HAS GONE: LESSONS FOR THE FUTURE SOCIALISM”, που διοργάνωσαν οι επιστημονικοί φορείς: a) ‘Center for Modern Marxist Studies, Faculty of Philosophy of ‘Lomonosov’ Moscow State University, b) ‘Russian National Library ‘Plekhanov House’ and c) ‘Rosa Luxemburg Foundation’.