Με τον τίτλο “Για ένα συνολικό πρόγραμμα στρατηγικής και τακτικής” δημοσιοποιήθηκε, τον Δεκέμβριο του 2005, το κείμενο το οποίο φιλοδόξησε να συνεισφέρει στη συζήτηση γύρω από το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής. Μετά τις καταρρεύσεις και την άτακτη υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος, μετά την θεωρητική αλλά και πολιτική αμηχανία της δεκαετίας του 1990, ο νέος αιώνας έφερε στο προσκήνιο με επιτακτικό τρόπο την ανάγκη επαναδιατύπωσης των επαναστατικών σχεδίων.
Το κείμενο αυτό άσκησε σοβαρή επίδραση, όχι μόνο γιατί με έναν τρόπο προέβλεψε εξελίξεις, όπως η οικονομική κρίση του 2008, αλλά και γιατί έδειξε έναν δρόμο πολιτικών συμμαχιών, αναζήτησης του νέου επαναστατικού υποκειμένου, τις ανάγκες ανάπτυξης και σύνδεσης του κινήματος, του μετώπου και του κόμματος, στις σημερινές συνθήκες. Ήταν η βασική συνεισφορά στη θεωρητική αποτύπωση του ρεύματος που σήμερα η Κίνηση για ένα Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, επιδιώκει να αναπτύξει.
Η συμβολή του Κώστα Τζιαντζή στη σύνταξη του κειμένου, το οποίο συνυπογράφουν 5 ακόμη σύντροφοι και γι’ αυτό τιτλοφορήθηκε στην καθομιλουμένη μας ως «κείμενο των 6», ήταν πολύ μεγάλη και γι’ αυτό αποφασίσαμε να το αναδημοσιεύσουμε στα δέκα χρόνια από το θάνατό του, όχι μόνο ως ένδειξη τιμής, αλλά και ως ανάγκη για μελέτη στη διαδικασία επαναχάραξης των μεγάλων σχεδίων του κομμουνιστικού μέλλοντος και του αγώνα γι’ αυτό.
Για ένα συνολικό πρόγραμμα στρατηγικής και τακτικής
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Που θα κριθεί η μάχη;
Το ξεκίνημα της τρίτης χιλιετίας σημαδεύεται από καταιγιστικές αλλαγές στο διεθνές οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τοπίο, που τροποποιούν σημαντικά τους όρους ζωής και πάλης των εργαζομένων και της νεολαίας. Αν το τέλος της δεκαετίας του ’80 και το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’90 σφραγίστηκαν από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την ευρεία διάδοση των αυταπατών για έναν καπιταλιστικό κόσμο διαρκούς ειρήνης και ευημερίας, τα τελευταία χρόνια σφραγίζονται από την πυράκτωση των αντιθέσεων του «υπαρκτού καπιταλισμού» της εποχής μας.
Οι αλυσιδωτές νομισματικές κρίσεις, οι «φούσκες» του Χρηματιστηρίου, το κραχ στις εταιρείες αιχμής της Πληροφορικής, τα μεγα-σκάνδαλα τύπου Ενρον και τα αλλεπάλληλα κοινωνικά «τσουνάμι» σε βάρος των εργασιακών, ασφαλιστικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων, κλόνισαν τις αυταπάτες για μια «Νέα Οικονομία», απαλλαγμένη από μεγάλες κρίσεις, σε τροχιά διαρκούς ανάπτυξης, τα «μερίσματα» της οποίας θα διαχέονται στο σύνολο των εργαζομένων. Οι διακηρύξεις για τις δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης του ατομικού εργαζόμενου-καταναλωτή, κατόχου μετοχών, επιχειρηματία-ιδιοκτήτη του εαυτού του δεν αντέχουν μπροστά στην απότομη αύξηση της εκμετάλλευσης και αποξένωσης του συλλογικού εργαζόμενου-παραγωγού του κοινωνικού πλούτου. Το αστικό όραμα μιας ισχυρής Ελλάδας με ασπίδα το ευρώ κατέρρευσε κάτω από την πίεση της σκληρής πραγματικότητας της διαρκούς λιτότητας στην Ευρώπη των τραπεζιτών, των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων και των τρομονόμων, συμπαρασύροντας τον κυριότερο πολιτικό εκφραστή του, το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη.
Η Νέα Δημοκρατία, αν και ήρθε στην εξουσία με ένα «γκωλικό» προσωπείο, υποσχόμενη μια πιο «κοινωνική» πολιτική από το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ, μπήκε γρήγορα στο δρόμο μιας γενικευμένης, ακραία νεοφιλελεύθερης απορύθμισης (ωράριο, εργασιακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις, φορολογικό κλπ.) που βάζει ήδη σε πρώιμη κρίση την πολιτική της ηγεμονία. Σε συνδυασμό με τη βαθύτατη κρίση ταυτότητας και ηγεσίας του «νέου», μπλερικού ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου, το γεγονός αυτό δημιουργεί σοβαρές ρωγμές στον αντιδραστικό αστικό συνασπισμό εξουσίας και οξύνει το στρατηγικό, για την αστική τάξη, πρόβλημα πολιτικής εκπροσώπησης και ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων, ανεξάρτητα αν οι δυνάμεις της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς δεν μπορούν, στη σημερινή συγκυρία, να εκμεταλλευτούν τις νέες δυνατότητες.
Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι της Νεοταξικής Εποχής, με πρώτους σταθμούς τη Βοσνία και τη Σερβία, τείνουν να γίνουν μόνιμο καθεστώς μετά την 11η Σεπτεμβρίου και τις πολεμικές εκστρατείες στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, καθηλώνοντας ολόκληρη την ανθρωπότητα σε διαρκή κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αλλά και ξεσηκώνοντας μαζικές εργατικές και λαϊκές αντιδράσεις.
Γενικότερα, οι εξελίξεις της τελευταίας πενταετίας, με συμβολικό ορόσημο και καταλύτη την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων, σηματοδοτούν το πέρασμα σε μια νέα πολιτική φάση, στα πλαίσια της πρώτης ιστορικής περιόδου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, μια φάση που έχει ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό της τη συστηματική επιστράτευση της εξωοικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής βίας σε όλα τα επίπεδα, για την θωράκιση των «δοκιμαζόμενων» καπιταλιστικών μετασχηματισμών: Στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής, με τους νεοαποικιοκρατικούς πολέμους της νέας εποχής (Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία) και την ανοιχτή εξαγωγή της αντεπανάστασης (Λατινική Αμερική), με την προσπάθεια να ενισχυθεί σ’ όλους τους «θεσμούς» του διεθνούς συστήματος η πλευρά του πολιτικού και πολεμικού καταναγκασμού και των νέων αυταρχικών μορφών πειθάρχησης των λαών (Ευρωσύνταγμα) κλπ. Στο επίπεδο της δημοκρατίας και των ελευθεριών, με την συνολική αντιδραστική μετάλλαξη της αστικής δημοκρατίας, με τη συγκρότηση ενός αστυνομικού «Κράτους-Λεβιάθαν» της γενικευμένης παρακολούθησης και καταστολής, στο όνομα της πάλης εναντίον της τρομοκρατίας και της εγκληματικότητας. Αποκαλυπτική, από αυτή την άποψη, ήταν η επιστράτευση, από την κυβέρνηση Βιλπέν-Σαρκοζί, του νόμου έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκε το 1955, στο ζενίθ του αποικιοκρατικού πολέμου στην Αλγερία, εναντίον των εξεγερμένων νέων των εργατικών προαστίων, που αντιμετωπίζονται ως «εσωτερικές αποικίες» από τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας. Αλλά και στο βασικό επίπεδο της θωράκισης και ανάπτυξης της οικονομικής και κοινωνικής λεηλασίας, με τη σταδιακή, κακοήθη μετάλλαξη του συστήματος στην κατεύθυνση ενός είδους βιομηχανικού φεουδαρχισμού: Μια ιδιόμορφη «παρανομία» σε βάρος κάθε συλλογικής οργάνωσης και διεκδίκησης, μια καθημερινή «πολιτική οικονομία του Φόβου» υπό τη Δαμόκλειο Σπάθη της απόλυσης, της μακρόχρονης ανεργίας και της μοναχικής περιπλάνησης στη ζούγκλα της «ευλύγιστης» προσωρινής απασχόλησης.
Αυτή η υπεραντιδραστική πολιτική-πολεμική στροφή του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού δεν οφείλεται αποκλειστικά στους πολέμους των πετρελαίων ή έστω στα γενικότερα γεωστρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ απέναντι στους αναδυόμενους ανταγωνιστές τους (Ε.Ε., Κίνα, Ρωσία), όπως το θέλουν οι επιφανειακές αναλύσεις του συρμού. Λειτουργώντας ως κράτος-οδηγός της νέας μορφής του καπιταλιστικού συστήματος, οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν το πιο ισχυρό τους όπλο, την πολιτική-στρατιωτική υπεροχή, για να επιβάλουν μια άτυπη «Μαύρη Διεθνή» των εκμεταλλευτών, ένα πλανητικό απαρτχάιντ σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών και των καταπιεζόμενων εθνών και λαών του Τρίτου Κόσμου.
Το κυριότερο ωστόσο ζήτημα, γύρω από την νέα πολιτική φάση, είναι πως αρχίζει πλέον να διαφαίνεται ότι η προσφυγή του καπιταλιστικού συστήματος σε ένα νέο είδος γενικευμένου «ολοκληρωτισμού» δεν αποτελεί δείγμα «παντοδυναμίας» των εκμεταλλευτών, όπως συχνά πιστεύεται. Αντίθετα, αποτελεί τη νοσηρή απάντηση του συστήματος στα πρωτοφανή κρισιακά φαινόμενα που αντιμετωπίζει στα πεδία της παραγωγής, της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και του πολιτικού συστήματος – φαινόμενα που έχουν στον πυρήνα τους την ιστορική τάση εξάντλησης των περιθωρίων αύξησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Προδίδει την ανικανότητα των σύγχρονων ποιοτικών μετασχηματισμών του κεφαλαίου να ξεπεράσουν, σε τελευταία ανάλυση, τις νέες εκρηκτικές τάσεις κρίσης της υπερσυσσώρευσης τις οποίες πυροδοτούν οι επαναστατικές όσο και αντιφατικές μεταβολές στην παραγωγική δύναμη της εργασίας και οι οποίες εμφανίστηκαν σε μια πρώτη μορφή από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Αρχίζει πλέον να διαφαίνεται πως οι σύγχρονοι αντιδραστικοί μετασχηματισμοί αδυνατούν να ξεπεράσουν γενικότερα τα εξαντλούμενα ιστορικά όρια της ανάπτυξης του καπιταλισμού και να εγκαινιάσουν μια νέα εποχή σταθερής κερδοφορίας ανάλογη με τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, σε πείσμα των αλλεπάλληλων, αντιλαϊκών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και εκστρατειών των τελευταίων 30 χρόνων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η σημερινή Γερμανία έχει περισσότερους ανέργους από τις παραμονές της εκλογής του Χίτλερ. Αποκαλυπτικός, για τα «πήλινα πόδια» των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ιδιαίτερα της Αμερικής ήταν ο τυφώνας «Κατρίνα», που όχι αδικαιολόγητα χαρακτηρίστηκε ως το «αμερικανικό Τσερνομπίλ». Η μοναδική υπερδύναμη του «μεταψυχροπολεμικού» κόσμου, που κηρύσσει τον πλανήτη σε κατάσταση διαρκούς παγκοσμίου πολέμου με σημαία την «Ασφάλεια» εναντίον της τρομοκρατίας, αποδεικνύεται ανίκανη, όσο οι πιο εξαθλιωμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου, να εξασφαλίσει στοιχειώδη ασφάλεια στους πολίτες της από εντελώς προβλέψιμες φυσικές καταστροφές, τις οποίες αντιμετωπίζουν με άνεση χώρες σαν την Κούβα και το Μεξικό. Η πιο πλούσια χώρα του κόσμου έχει δημιουργήσει στο εσωτερικό της έναν ολόκληρο «Τέταρτο Κόσμο» απόλυτης εξαθλίωσης, όπου 45 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν κανενός είδους κοινωνική ασφάλιση, όπου κανείς εργαζόμενος δεν έχει ούτε μία ημέρα νομοθετικά κατοχυρωμένη άδεια μετ’ αποδοχών κι όπου η παιδική θνησιμότητα κατατάσσει τις ΗΠΑ στην… 43η θέση του κόσμου!
Η στροφή από τον καπιταλισμό του «κράτους πρόνοιας» στον καπιταλισμό του εθνικού και «παγκόσμιου» αστυνομικού κράτους αντανακλά την αδυναμία του συστήματος να ενσωματώσει με «ομαλά, δημοκρατικά, κοινωνικά» μέσα το εκρηκτικό ριζοσπαστικό δυναμικό των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, που εκδηλώνεται, έστω με πολύ αντιφατικούς τρόπους, με χίλιες δυο μορφές: Από την ιρακινή αντίσταση και την παλαιστινιακή Ιντιφάντα, μέχρι την εργατική λαϊκή εξέγερση στην Αργεντινή, την πτώση ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από παλιρροϊκά απεργιακά κύματα (κυβερνήσεις Ζιπέ στη Γαλλία, Μπερλουσκόνι, στην Ιταλία, εν μέρει και του Σημίτη, στην Ελλάδα), το κίνημα κατά της καπιταλιστικής «παγκοσμιοποίησης» και τις πρωτοφανούς ευρύτητας αντιπολεμικές-αντιιμπεριαλιστικές διαδηλώσεις. Η πρόσφατη εξέγερση στα εργατικά προάστια των γαλλικών πόλεων –παρά τον «τυφλό», χωρίς στοιχειώδεις κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους χαρακτήρα της– έδειξε ότι κοινωνικές εξεγέρσεις μεγάλης κλίμακας, που εκδηλώθηκαν την τελευταία δεκαετία σε πρώην αποικίες ή σε χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης (Ινδονησία, Λατινική Αμερική κ.α.) απειλούν να μεταφερθούν στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Αυτές οι «αυθόρμητες» εκρήξεις οργής αναπτύσσονται παράλληλα με τις πιο «πολιτικές» και «συνειδητές», όσο και αν είναι ανεπαρκείς ακόμα, ριζοσπαστικές μετατοπίσεις μεγάλου μέρους των λαϊκών μαζών, όπως έδειξε στη Γαλλία και αλλού το «όχι» στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα, εξέλιξη που αποτελεί μια σοβαρή, έστω και επιμέρους, πολιτική νίκη εναντίον της αστικής στρατηγικής στην Γαλλία και στην Ευρώπη. Το ίδιο έδειξαν και οι γερμανικές εκλογές, οι οποίες οδήγησαν στην μεγάλη κυβερνητική συμμαχία του αντιδραστικού αστικού συνασπισμού εξουσίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα κρίσης του και ο «κίνδυνος» της εργατικής λαϊκής διαμαρτυρίας, που εκφράστηκαν, εκτός των άλλων και με την εμφάνιση, για πρώτη φορά, ενός σχετικά μαζικού κόμματος εργατικής αναφοράς αριστερότερα της σοσιαλδημοκρατίας.
Σε τελευταία ανάλυση, τα συνολικά κρισιακά φαινόμενα που εκδηλώνονται στη νέα φάση ανοίγουν την αυλαία ενός νέου βαθύτερου ιστορικού κλονισμού των σύγχρονων αντιδραστικών μετασχηματισμών, σηματοδοτούν την δυνατότητα αμφισβήτησης και ανατροπής της θυελλώδους υπεροχής των αντεπαναστατικών τάσεων, που χαρακτηρίζει το γενικότερο τοπίο της πρώτης ιστορικής περιόδου, του σύγχρονου καπιταλισμού. Σ’ αυτή τη φάση των ραγδαίων αντιφατικών εξελίξεων, το κύριο τελικά ζήτημα για το επαναστατικό εργατικό κίνημα, δεν είναι να αναμηρυκάζει τη δομική ροπή του σύγχρονου καπιταλισμού προς τη διαρκή κλιμάκωση της αντιδραστικής αντιδημοκρατικής του εκστρατείας και της αντεπανάστασης. Το κύριο ζήτημα είναι η προσπάθεια, μέσα από τη συσπείρωση και πάλη για την αντιμετώπιση των νέων δυσκολιών, να αξιοποιήσει τις αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις και δυνατότητες που συσσωρεύονται στη νέα φάση, για την ήττα της συνολικής «τρομοκρατικής» πολιτικής του κεφαλαίου, για την ανατροπή των συντριπτικά αρνητικών πολιτικών συσχετισμών της γενικότερης ιστορικής περιόδου, υπέρ της εργατικής πολιτικής, υπέρ της επαναστατικής και κομμουνιστικής προοπτικής.
Η ακραία αντιφατικότητα της σημερινής παγκόσμιας και εσωτερικής κατάστασης συνίσταται, τελικά, στο ότι ζούμε σε μια νέα ιστορική εποχή μεγάλων επαναστατικών δυνατοτήτων που πασχίζουν να ανοίξουν το δρόμο τους μέσα σε ένα τοπίο πρωτόγνωρων δυσκολιών. Αν και εξελίσσεται κάτω από το βαρύ στρώμα του σημερινού πολιτικού συσχετισμού, η εποχή μας δεν προσδιορίζεται από αυτόν, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι. Αντίθετα καθορίζεται, τελικά, από τη σύγκρουση ανάμεσα στις σημερινές παραγωγικές δυνάμεις, που αναπτύσσονται εκρηκτικά αλλά αντιφατικά, και στις σύγχρονες παραγωγικές σχέσεις, που μετασχηματίζονται υπεραντιδραστικά.
Πρόκειται για μια σύγκρουση ανώτερη από όλες τις προηγούμενες στην ιστορία.
Γι’ αυτό και στον πυρήνα των κριτηρίων μας για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό τοποθετήσαμε την εξής αντίθεση: Από τη μια, το ευρύτερο δυνητικό πλεονέκτημα της σύγχρονης εργασίας, που είναι περισσότερο κοινωνικοποιημένη, διεθνοποιημένη, παραγωγική και επιστημονικά συγκροτημένη από ποτέ. Από την άλλη, οι νέες εξοντωτικές σχέσεις εκμετάλλευσης και ιδιοκτησίας, ο βίαιος και μόνιμος σφετερισμός της αξίας της εργατικής δύναμης, που αφορά μια γενικότερη –και ιστορικά αδιέξοδη, όπως θα δείξουμε– καπιταλιστική απόπειρα κατακερματισμού όλων των μορφών κοινωνικής ζωής, συλλογικής οργάνωσης και πάλης της εργατικής τάξης.
Σε γενικότερο επίπεδο, αυτή η χωρίς προηγούμενο σύγκρουση, των νέων δυνατοτήτων του κοινωνικού πολιτισμού με την καταστροφική (και «αυτοκαταστροφική») «δυναμική» της ατομικής ιδιοκτησίας, αναδεικνύει το γεγονός ότι οξύνεται στο έπακρο η διαπάλη ανάμεσα στην αναγκαιότητα και δυνατότητα για την επαναστατική κατάργηση της ταξικής κοινωνίας από τη μια μεριά και στην ακραία οπισθοδρόμηση που προβάλλουν οι καπιταλιστικοί μετασχηματισμοί, από την άλλη.
Υποστηρίζουμε ότι στη νέα εποχή, οι αντικειμενικές και –εν δυνάμει– υποκειμενικές τάσεις της κοινωνικής επανάστασης και του μεγάλου κομμουνιστικού άλματος της κοινωνίας, κινούνται μακροπρόθεσμα με ποιοτική υπεροχή σε σχέση με τις αντίθετες τάσεις, της ιστορικής αντεπανάστασης και της καταστροφικής διαιώνισης του συστήματος.
Μάλιστα, στην πραγματικότητα, παρότι οι δυνάμεις της καταστροφικής ανάπτυξης του καπιταλισμού βάζουν νέα ποιοτικά εμπόδια στην επαναστατική πάλη, από την άλλη μεριά είναι αυτές οι ίδιες δυνάμεις που με τις ανώτερες αντιφάσεις τους αναπαράγουν πολύ περισσότερο το αντίθετό τους: οδηγούν σε μια ιστορική κορύφωση την κρίση της ατομικής ιδιοκτησίας, ναρκοθετούν τα συμβόλαια της ταξικής συνεργασίας, πριμοδοτούν την υπέρτερη επαναστατική δυναμική της νέας εποχής, ωριμάζουν σε πρωτοφανή βαθμό τις σχέσεις της κομμουνιστικής αταξικής κοινωνίας.
Είναι δηλαδή με μια έννοια, οι ίδιες οι νέες «δυσκολίες» της νέας εποχής, οι οποίες προβάλλουν σήμερα σε πρώτο επίπεδο, αυτές που τελικά, περιέχουν, κινητοποιούν και διαμορφώνουν πολύ περισσότερο την ανωτερότητα των νέων επαναστατικών «δυνατοτήτων».
Προφανώς αυτή η θεωρητική εκτίμηση δεν ισχύει σήμερα για την άμεση συνείδηση της μεγάλης πλειονότητας των εργαζόμενων και της νεολαίας.
Πάνω στη συνείδηση αυτών των δυνάμεων επιδρά αποφασιστικά, πρώτα απ’ όλα, η ριζικά ενισχυμένη σε πρώτο επίπεδο κυριαρχία-εξουσία και ηγεμονία της αστικής τάξης, η οποία φαντάζει σχεδόν αδιατάρακτη, παρά τα πρώτα σαφή σημάδια μιας νέας κρίσης. Επιδρά η σαρωτική επιθετική «πρωτοβουλία» των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων, η οποία καλύπτει ακόμα το βάθος των αδιεξόδων τους και ιδιαίτερα επιδρά η ασφυκτική πρωτοβουλία και υπεροπλία της αστικής πολιτικής, η αδυναμία ανασυγκρότησης των εργατικών επαναστατικών ρευμάτων.
Η σημερινή άμεση συνείδηση εξακολουθεί να καθορίζεται (αν και όχι στον ίδιο βαθμό με την δεκαετία του ’90) από την πολιτική απενεργοποίηση του ρήγματος που άνοιξε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Σημαδεύεται από την προηγηθείσα σταδιακή υποχώρηση και τελικά τη στρατηγική ήττα του επαναστατικού ρεύματος και από την αποτυχία των προσπαθειών για μια επαναστατική του επαναθεμελίωση. Επηρεάζεται έτσι με ιδιαίτερο και καταλυτικό τρόπο από την σχετικά πρόσφατη εξευτελιστική συνθηκολόγηση και κατάρρευση των ταξικά και πολιτικά μεταλλαγμένων «κομμουνιστικών» καθεστώτων και των αντίστοιχα εκφυλισμένων εκδοχών του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος. Όλα τα παραπάνω συμπυκνώνονται μέσα στη γενικότερη σημερινή κρίσιμη ιστορική περίοδο.
Είναι η πρώτη ιστορική περίοδος του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, η οποία ξεκινά με μια σχετικά ολοκληρωμένη μορφή από την αρχή περίπου της δεκαετίας του ’90, (ύστερα από μια μακρόχρονη επώαση των σύγχρονων χαρακτηριστικών του καπιταλισμού κατά την διάρκεια των προηγούμενων «μεταβατικών» 2-3 δεκαετιών) και ή οποία εμπεριέχει ειδικούς «τρομοκρατικούς» πολιτικούς συσχετισμούς, σε βάρος της εργατικής επαναστατικής πολιτικής, ως θεμελιώδες συστατικό της. Η περίοδος αυτή σφραγίζεται από την κεκτημένη και μεγαλύτερη δυναμική των αντεπαναστατικών τάσεων σε σχέση με τις πρώτες και ακόμα αδύναμες εκδηλώσεις της νέας ανατρεπτικής αναγκαιότητας. Πρόκειται δηλαδή για μια ιδιότυπη κατάσταση της ταξικής πάλης, η οποία βρίσκεται σε ενότητα, αλλά κυρίως σε αντίθεση με τη γενικά ανώτερη επαναστατική αναγκαιότητα και δυνατότητα της νέας εποχής.
Η σημερινή περίοδος χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την απουσία ενός ανεξάρτητου εργατικού επαναστατικού κινήματος, ενός αντικαπιταλιστικού μετώπου με σχετικά μαζική επίδραση και κομμουνιστική προοπτική, καθώς και από την ιστορική έλλειψη του αναγκαίου πρωτοπόρου Κομμουνιστικού Κόμματος. Πρόκειται για ένα συνδυασμό ιστορικών συσχετισμών που διαμορφώθηκε όχι νομοτελειακά, αλλά ως αποτέλεσμα της συγκεκριμένης έκβασης των βασικών ταξικών συγκρούσεων της προηγούμενης εποχής.
Αυτή η κατάσταση εντείνεται δραματικά σήμερα λόγω της όξυνσης των καπιταλιστικών αντιφάσεων, προσδίδοντας κατά έναν τρόπο στη σημερινή περίοδο μια μοναδική ιδιομορφία. Ταυτόχρονα, στα πλαίσια αυτής της γενικότερης περιόδου (ιδιαίτερα στην νέα φάση της) εκδηλώνονται, αδύναμα ακόμα, αλλά όλο και πιο έντονα οι τάσεις των βαθύτερων αδιεξόδων της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Εκδηλώνεται ειδικά η τάση της ιστορικής κρίσης των διάφορων παραλλαγών της ταξικής συνεργασίας, του σοσιαλδημοκρατικού και του «κομμουνιστικού» ρεφορμισμού, η οποία δημιουργεί μακροπρόθεσμα νέες ευνοϊκές συνθήκες για μια εργατική κομμουνιστική τομή. Οι δυνατότητες αυτές όμως καλύπτονται ακόμα από τη σημερινή ασφυκτική υπεροχή των αντεπαναστατικών δυνάμεων, από τις πολλαπλές (και ίσως αναπόφευκτες) αναβιώσεις του παρελθόντος, ενώ σφραγίζονται κυρίως από τις οξυμένες υποκειμενικές αντιφάσεις και από τη σημερινή σχεδόν «εμβρυϊκή» κατάσταση των δυνάμεων της κομμουνιστικής και εργατικής επαναθεμελίωσης.
Σ’ αυτό το φόντο, η γενικότερη νέα εποχή προβάλλει αντικειμενικά, και σ’ ένα βαθμό αποτυπώνεται εμπειρικά στη συνείδηση των εργαζομένων και της νεολαίας, με το διπλό πρόσωπο ενός σύγχρονου Ιανού, ως εποχή του πανίσχυρου τρόμου και της θολής ακόμα, αναγεννημένης ελπίδας: Εποχή επέλασης σε ακρότατο βαθμό αντιδραστικών μετασχηματισμών ενός συστήματος που πασχίζει να διαιωνιστεί τρώγοντας τις ίδιες του τις σάρκες, ενός συστήματος με ασύλληπτες δυνάμεις καταστροφικής, για τον άνθρωπο και τη Φύση, «ανάπτυξης». Αλλά και εποχή ανάπτυξης ποιοτικά ανώτερων επαναστατικών τάσεων προσέγγισης του κομμουνιστικού μέλλοντος, διαμόρφωσης μιας εργατικής τάξης για πρώτη φορά πλειοψηφικής σε παγκόσμια κλίμακα, κοινωνικά και μορφωτικά αναπτυγμένης όσο ποτέ άλλοτε, με νέες δυνατότητες για έναν επαναστατικό επανεξοπλισμό, σύμφωνα με τη βαθύτερη, διπλή ιστορική πείρα από τη νίκη και την ήττα του μεγάλου απελευθερωτικού ρεύματος της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάσεις της σύγχρονης εποχής (ειδικά όπως εκδηλώνεται στα πλαίσια της σημερινής περιόδου της ασφυκτικής αντεπαναστατικής υπεροχής) θα καθορίσει για απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από την ικανότητα σύλληψης της φαντασίας μας, τη ζωή και την ελευθερία του κοινωνικού ανθρώπου, τη σχέση του με τη Φύση, την ίδια την εξέλιξη του πολιτισμού.
Η αλλαγή της διεθνούς και εσωτερικής ατμόσφαιρας, στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, δημιουργεί ένα πιο ευνοϊκό και πιο απαιτητικό, για την επαναστατική Αριστερά, περιβάλλον από εκείνο της «ιδεολογικής παρανομίας» στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ωστόσο, τα ερωτήματα που βαραίνουν στη συνείδηση όλων των αριστερών αγωνιστών, εξακολουθούν να αναζητούν απαντήσεις:
Γιατί τα κομμουνιστικά κόμματα, από πρωτοπορία ενός κοσμογονικού ρεύματος κοινωνικής χειραφέτησης, μετατράπηκαν σε μηχανισμούς γραφειοκρατικού σφετερισμού των εργατικών δικαιωμάτων στις χώρες όπου πήραν την εξουσία και καθήλωσης των επαναστατικών τάσεων του εργατικού κινήματος στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο; Γιατί η Αριστερά παραμένει περιχαρακωμένη και κατακερματισμένη τη στιγμή που η υπαρξιακή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας αφήνει τεράστια κενά πολιτικής έκφρασης των εργατικών στρωμάτων; Γιατί οι εργατικές αντιστάσεις των τελευταίων χρόνων δυσκολεύονται τόσο πολύ να οδηγηθούν σε νίκες, προς όφελος των άμεσων δικαιωμάτων και κυρίως της πολιτικής προοπτικής του κόσμου της εργασίας; Γιατί τα τεράστιου εύρους αντιιμπεριαλιστικά κινήματα στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική ή την Ινδονησία, δεν συνοδεύονται από τη συγκρότηση ενός υπολογίσιμου, μαζικού πόλου της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς;
Όλα τα παραπάνω συμπυκνώνουν, τελικά, το τεράστιο έλλειμμα στρατηγικής – τακτικής, το ιστορικό έλλειμμα συνολικής ποιοτικής ανάπτυξης της σύγχρονης Αριστεράς, ώστε να αναστυλώσει τη χαμένη πίστη στον κομμουνιστικό ορίζοντα του εργατικού κινήματος, προσφέροντας ταυτόχρονα μια ρεαλιστική-επαναστατική απάντηση στα άμεσα συμφέροντα και στις αγωνίες των εργαζομένων και της νεολαίας. Αλλά αυτό το έλλειμμα δεν εξαντλείται στην ανεπαρκή επεξεργασία προγραμματικών κοινωνικών και πολιτικών στόχων και μορφών πάλης για την επίτευξή τους. Συγκεφαλαιώνει, επίσης, το έλλειμμα αυτοκριτικής αποτίμησης της Ιστορίας του εργατικού κινήματος, της εποποιίας και της ελεγείας του, της νίκης και της ήττας, της πρώτης σοσιαλιστικής απόπειρας και του ταξικού εκφυλισμού της. Αλλά αναδεικνύει και το ευρύτερο έλλειμμα εργατικού πολιτισμού, σε σχέση με τις τεράστιες κατακτήσεις και τους βαθύτατους μετασχηματισμούς της σύγχρονης Επιστήμης και τη διαρκή «πάλη» του ανθρώπου με τη Φύση (δηλαδή, το διαρκή μετασχηματισμό της Φύσης από την ανθρώπινη εργασία) που αποτελεί τον σταθερό καμβά ολόκληρης της κοινωνικής εξέλιξης.
Για να διαμορφωθεί το εργατικό κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας δεν απαιτείται μόνον η «προσφορά» μιας σύγχρονης καινοτόμας θεωρίας και πολιτικής, αντίστοιχης με τον επαναστατικό χαρακτήρα της εποχής μας. Αυτή είναι η αναγκαία συνθήκη. Η ικανή συνθήκη για να υλοποιηθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι να συγχωνευτεί η θεωρία, το στρατηγικό πρόγραμμα της πρωτοπορίας (που απηχεί τις καθοριστικές τάσεις της εποχής) με τον άμεσο ταξικό αγώνα των εργαζομένων στη σημερινή, συγκεκριμένη περίοδο (και σε κάθε ιστορική περίοδο). Για να μπορεί έτσι να μετασχηματίζεται, με βάση την ίδια την αγωνιστική τους εμπειρία, η άμεση, αυθόρμητη συνείδηση και πρακτική τους σε συνειδητή δράση του εργατικού κινήματος με επαναστατικό, κομμουνιστικό περιεχόμενο.
Αυτή είναι η βασική αφετηρία αλλά και η αντίφαση του συνολικού επαναστατικού προγράμματος. Έτσι αυτό προωθείται με βάση την ιστορικά μετασχηματιζόμενη σχέση σχετικής σύνδεσης-δεσπόζουσας αντίθεσης της στρατηγικής και της τακτικής του, με καθοριστική πάντα πλευρά την στρατηγική.
Ο πυρήνας του συνολικού επαναστατικού προγράμματος σφραγίζεται από αυτή την διπλή διαδικασία: Από τη μια η αμοιβαία σχετική και συγκεκριμένη, στις διάφορες ιστορικές περιόδους και ποιοτικές καμπές της ταξικής πάλης, υλική σύνδεση-ενότητα της κομμουνιστικής στρατηγικής με την κάθε φορά επαναστατική τακτική. Και από την άλλη η συγκεκριμένη κάθε φορά, όσο και διαλεκτικά εξελισσόμενη, δεσπόζουσα αντίθεσή τους, μέχρι την ιστορική υλική υπέρβαση αυτής της αντίθεσης, στα πλαίσια της οριστικής νίκης της Κομμουνιστικής Διεθνιστικής Απελευθέρωσης
Η συγκεκριμένη σήμερα σχέση ενότητας και αντίθεσης της επαναστατικής στρατηγικής με την αντίστοιχη επαναστατική τακτική, σημαδεύεται και εκφράζεται, από την σχετική ενότητα και κυρίως την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στη γενικά ανώτερη επαναστατική κομμουνιστική δυναμική της συνολικής νέας εποχής και στα κυρίαρχα αντεπαναστατικά χαρακτηριστικά και στους αντίστοιχους συσχετισμούς της σημερινής ιδιόμορφης, πρώτης ιστορικής περιόδου.
Αυτή η σχέση εποχής-συγκεκριμένης περιόδου, αναδεικνύει άλλωστε, τόσο τον καθοριστικό ρόλο και την «ρεαλιστικότητα» της στρατηγικής, όσο και την αναγκαιότητα μιας διακριτής επαναστατικής τακτικής. Αναδεικνύει την αμοιβαία σχετική τους «αυτοτέλεια». Αναδεικνύει τη δυνατότητά τους να συνδέονται με έναν συγκεκριμένο και σχετικό τρόπο, (χωρίς να ταυτίζονται και να αλληλοεξουδετερώνονται), μέσα στους αγώνες και στις δυσκολίες της σημερινής περιόδου. Αναδεικνύει την δυνατότητά τους να προωθούν «σήμερα» τα ουσιαστικά εργατικά συμφέροντα την ανατροπή της αστικής πολιτικής, την ανάπτυξη των επαναστατικών δυνάμεων. Αναδεικνύει κυρίως την αναγκαιότητα και δυνατότητα για την ανώτερη «υλική» ιστορική τους ενοποίηση, η οποία ξεκινά με την επανάσταση, αλλά «πραγματοποιείται» μόνο με το μεγάλο άλμα της κομμουνιστικής χειραφέτησης.
Φυσικά, οι θεωρητικές εκτιμήσεις μας καλούνται να επαληθευτούν στα σκληρά πεδία της ζωής, μέσα από τη θεωρητική, πολιτική και πρακτική αντιπαράθεση του συλλογικού ενωτικού αγώνα και με βάση την ίδια την πολιτική-πολιτιστική εμπειρία και παρέμβαση των εργαζομένων.
Η αναγκαία, συνολική επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής προοπτικής και ευρύτερα του εργατικού πολιτισμού της εποχής μας (και το ευρύτερο εγχείρημά μας) θα κριθούν και θα «ολοκληρωθούν», πάντα σχετικά, μέσα από μια νέα, ιστορικών διαστάσεων, εσωτερική και παγκόσμια αναμέτρηση των τάξεων, που καθορίζεται από το χαρακτήρα της εποχής μας, όπως και στους προηγούμενους «γύρους» του κομμουνιστικού κινήματος:
▪ Το μαρξιστικό κίνημα της Α΄ Διεθνούς, βασισμένο στην πρόσφατη τότε θεωρητική τεκμηρίωση του Μαρξ, στην πρώτη θεωρητική νίκη του εργατικού κινήματος, κρίθηκε τελικά και ολοκληρώθηκε σχετικά, στο πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων για το χρόνο εργασίας, για το δεκάωρο και το οκτάωρο, για τις επιτακτικές ταξικές κοινωνικές και δημοκρατικές πολιτικές ανάγκες και διεκδικήσεις των εργαζομένων, που ανυψώθηκαν μέχρι το επίπεδο της πρώτης επαναστατικής εργατικής απόπειρας, με την ιστορική τομή της Παρισινής Κομμούνας.
▪ Το ρεύμα του μπολσεβικισμού και των Σπαρτακιστών, αξιοποιώντας την επαναστατική επαναθεμελίωση της στρατηγικής και τακτικής από τον Λένιν, τους μπολσεβίκους, και τους επαναστάτες μαρξιστές της εποχής, κρίθηκε και διαμορφώθηκε τελικά στην πάλη κατά του ανερχόμενου ιμπεριαλισμού, ειδικά εναντίον του πολέμου και της παγκόσμιας διανομής της λείας ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, μέσα από την οποία ωρίμασαν οι προϋποθέσεις για την Οκτωβριανή Επανάσταση.
▪ Το επαναστατικό κίνημα των μητροπόλεων και των αποικιών στο μεσοπόλεμο και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ηρωικό εγχείρημα της Ισπανικής Δημοκρατίας, του ΕΑΜ και της κινέζικης επανάστασης βασίστηκε, ως προς τα πιο δυναμικά χαρακτηριστικά του, σε ουσιαστικές πλευρές του επαναστατικού μαρξιστικού ρεύματος. Αλλά, σφραγίστηκε ιδιαίτερα από τις αντιφάσεις και τις υποχωρήσεις του, από την προωθούμενη ηγεμονία των ταξικά μεταλλαγμένων δυνάμεων στο συνολικό επαναστατικό κίνημα και διαμορφώθηκε τελικά στη μάχη κατά του φασισμού και της κατοχής, στη βάση της αίγλης, των ορίων και των αντιφάσεων του αντιφασιστικού και κοινωνικού αγώνα της εποχής. Συχνά ξεπέρασε, με βάση τη δυναμική της ταξικής πάλης και την εμπειρία των επαναστατικών δυνάμεων και των εργαζομένων, τα όρια της στρατηγικής υποχώρησης της τότε Διεθνούς (π.χ. η Κινέζικη επανάσταση), ανεξάρτητα αν δεν κατάφερε τελικά να υπερβεί τις γενικότερες αντιφάσεις από την υποβάθμιση της καθοριστικής πλευράς της στρατηγικής, που αφορά την Εργατική Δημοκρατία και την ουσιαστική νίκη του κομμουνισμού.
▪ Αντίστοιχα τα επαναστατικά μαρξιστικά ρεύματα στις κρίσιμες μεταβατικές δεκαετίες του 60-80, δοκιμάστηκαν και κρίθηκαν μέσα σε μεγάλους και, με μια έννοια, «προδρομικούς» αγώνες που αναπτύχθηκαν ενάντια στον μετασχηματιζόμενο καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό και τη νεοαποικιοκρατία, στην διάρκεια μιας μακρόσυρτης αντιφατικής πορείας περάσματος στη σημερινή συνολική εθνική και διεθνική ανασυγκρότηση του συστήματος.
Η ιστορική εμπειρία απέδειξε ότι τα ρεύματα αυτά, παρ’ όλη τη συχνά πρωτοποριακή και ηρωική συμβολή τους, δεν μπόρεσαν τότε να συνδυάσουν μια ανεξάρτητη και καταλυτική παρέμβαση στις εξελίξεις και στα νέα φαινόμενα της ταξικής πάλης, με την αναγκαία προώθηση ενός ιστορικού κομμουνιστικού πολιτιστικού και προγραμματικού μετασχηματισμού τους.
Από τον Τσε και τα σκιρτήματα της πολιτιστικής επανάστασης στον Γαλλικό και στον Ιταλικό Μάη, από το Πολυτεχνείο και την πάλη για μια κοινωνική μεταπολίτευση στα γαρίφαλα της Λισαβόνας και στους Σαντινίστας και από τους αγώνες κατά της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης στις αντιστάσεις ενάντια στην ατιμωτική παράδοση και την υποταγή, οι επαναστατικές μαρξιστικές τάσεις, παρ’ όλες τις καινοτόμες παρακαταθήκες τους, ηγεμονεύτηκαν τελικά και απέτυχαν να προβάλλουν μια συνολική επαναστατική πρόταση πολιτικής παρέμβασης και στρατηγικής κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Και το γεγονός αυτό δεν έχει παίξει μικρό ρόλο στην τελική ποιότητα και στις μορφές των σημερινών συσχετισμών.
▪ Σήμερα, η προσπάθεια μιας κομμουνιστικής θεωρητικής και πολιτικής τομής θα κριθεί και θα διαμορφωθεί μέσα στη νέα ιστορική σύγκρουση με την πολύμορφη ολοκληρωτική «τρομοκρατική» εκστρατεία του Κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, με την αντιδραστική πολιτική των κυβερνήσεών τους, ιδιαίτερα μέσα στη σημερινή πρώτη και πρωτότυπη ιστορική περίοδο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, μέσα στην πάλη για την ανατροπή της, σε εσωτερική και διεθνή κλίμακα. Σε εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα αναδεικνύεται η ικανότητα των πρωτοπόρων ταξικών δυνάμεων να συνδυάζουν μια μαρξιστική πολιτιστική ανασυγκρότηση της στρατηγικής τους πρότασης με μια συνολική, επαναστατική τακτική για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, που θα μετασχηματίζει και θα συνδέει με την επανάσταση, τις σημερινές αγωνιστικές τάσεις των εργαζομένων. Σε αυτή τη σύγκρουση θα κριθεί και θα διαμορφωθεί, όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένα, και η γενικότερη ιστορική προσπάθεια για την επαναστατική κομμουνιστική τομή μέσα στη συνέχεια του αριστερού και εργατικού κινήματος. Μια ζωτική ανάγκη που βρίσκεται σε εκκρεμότητα από τη δεκαετία του ’30, από την εποχή της ιστορικής ήττας του επαναστατικού εργατικού ρεύματος του μπολσεβικισμού, η οποία σφράγισε τη μετέπειτα εξέλιξη των ταξικών αγώνων, ιδιαίτερα στα κέντρα του καπιταλισμού.
2. Η συμβολή και οι αντιφάσεις του Νέου Αριστερού Ρεύματος
Η αυτοκριτική εξέταση της πορείας του κομμουνιστικού κινήματος δεν μπορεί παρά να συμπεριλάβει την αποτίμηση της δράσης των ρευμάτων της Αριστεράς και του ίδιου του ΝΑΡ. Πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί, στα 16 και πλέον χρόνια της ύπαρξής μας, δεν καταφέραμε να συγκεντρώσουμε, ποιοτικά και ποσοτικά, εκείνη την κρίσιμη μάζα αγωνιστών, προγραμματικών θέσεων και πρακτικών συνεισφορών, που θα επέτρεπαν στο ΝΑΡ να σταθεροποιήσει σχετικά μια στρατηγική φυσιογνωμία της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και της γενικότερης πολιτιστικής μαρξιστικής επίδρασης. Που θα του επέτρεπαν να ξεφύγει από τα πολύ περιορισμένα κοινωνικά και πολιτικά του όρια, να συμβάλει πιο ουσιαστικά σε μια ισχυρή, επαναστατική Αριστερά του σκληρού παρόντος και όχι του ειδυλλιακού μέλλοντος. Να θέσει τις βάσεις για μια ριζική επαναστατική ανασυγκρότηση ευρύτερων δυνάμεων του εργατικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Μιας Αριστεράς, που φυσικά δεν θα υπάρχει για τον εαυτό της, ούτε για να προσθέσει απλώς έναν ακόμη «πόλο», λίγο πιο αριστερό, στους δύο μεγαλύτερους της «υπαρκτής Αριστεράς».
Ο διαχωρισμός μας από το εκφυλισμένο κομμουνιστικό κίνημα, την περίοδο της κατάρρευσης και της παράδοσης της Αριστεράς στην προέλαση του σύγχρονου καπιταλισμού, ήταν κατά κάποιον τρόπο η αναγκαία «τακτική της διάσπασης» για να υπηρετήσουμε τη «στρατηγική της ενότητας» στα πλαίσια της κομμουνιστικής και εργατικής επαναθεμελίωσης. Μιας ενότητας των επαναστατών-κομμουνιστών στο έδαφος μιας νέας προγραμματικής και πολιτιστικής φυσιογνωμίας, που να αντιστοιχεί στις αναγκαιότητες της νέας εποχής, ώστε να μπει τέλος στη μετατροπή της Αριστεράς σε ουρά και σάκο του μποξ των αστικών δυνάμεων. Μιας ενότητας σε ευρύτερη κλίμακα, του εργατικού κινήματος, της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς, στην κατεύθυνση του ποιοτικού μετασχηματισμού τους, που θα εγγυηθεί μια νέα, νικηφόρα προοπτική για το σήμερα και το αύριο.
Στο 1ο Συνέδριο του ΝΑΡ, το 1998, με τις αποφάσεις για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας, για το χαρακτήρα των χωρών της Ανατολής που κατέρρευσαν, και τους στόχους της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης – Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης, επιχειρήσαμε να καλύψουμε κυρίως το έλλειμμα θεωρίας, στρατηγικού προγράμματος και ιστορικής πρακτικής και προοπτικής της Αριστεράς. Ιδιαίτερα προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την καθοριστική σημασία που έχει ο ορίζοντας της επαναστατικής και κομμουνιστικής στρατηγικής για τον σημερινό αντικαπιταλιστικό αγώνα και την οργάνωση του κομμουνιστικού και του γενικότερου επαναστατικού υποκειμένου.
Ακόμη, αναπτύξαμε σε επαναστατική (αλλά ωστόσο γενική) κατεύθυνση, μια σειρά επεξεργασίες και αρχές για το συνδυασμό της επαναστατικής στρατηγικής με την αντίστοιχη τακτική. Δεν μπορέσαμε, όμως, να βαθύνουμε με επάρκεια και συγκεκριμένα τις επεξ`εργασίες μας, γύρω από τα σύνθετα καθήκοντα (κυρίως του πολιτικού περιεχομένου) της επαναστατικής τακτικής μέσα στις σημερινές συνθήκες. Αφήσαμε έτσι σημαντικά κενά που οδηγούν σε μια μηχανιστική σύνδεση τακτικής-στρατηγικής, ή ακόμα και σε μια «αφομοίωση» της τακτικής από την στρατηγική. Οδηγούν στην υπεραπλούστευση των ποιοτικών χαρακτηριστικών και των αντιθέσεων του «διαρκούς επαναστατικού αγώνα» και σε μια σχεδόν γραμμική σύνδεση, «από το σήμερα μέχρι τον κομμουνισμό». Απέναντι σε αυτά τα κενά, υποβαθμίζονταν οι γόνιμοι προβληματισμοί, για πολιτική συγκεκριμενοποίηση της επαναστατικής τακτικής και για τις μορφές σύνδεσής της με τη στρατηγική στο σήμερα, ή από την άλλη μεριά αυτοί έπαιρναν μερικές φορές τον χαρακτήρα ασύνδετων σχετικά προτάσεων «γείωσης» στους κοινωνικούς χώρους ή στην πολιτική συγκυρία.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, κυρίως, η υποτίμηση της συνολικής πολιτικής πάλης και των συνολικών πολιτικών στόχων μέσα στην γενικότερη ιστορική περίοδο, αλλά και στις άμεσες πολιτικές εξελίξεις. Έτσι, εκτός των άλλων, υποβαθμιζόταν γενικά, ενώ από την άλλη μεριά συχνά «αυτονομούνταν» υπερβολικά και το πρόβλημα της τρέχουσας «πολιτικής γραμμής», γύρω από την κάθε φορά πολιτική συγκυρία, ή γύρω από το κάθε φορά οξυμένο ζήτημα.
Όσον αφορά τις προτάσεις μας για το πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο και τις σχέσεις της πρωτοπορίας με την τάξη, επιχειρήσαμε να αναπτύξουμε θεωρητικά και πρακτικά τη διαλεκτική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο κομμουνιστικό κόμμα, στο επαναστατικό μέτωπο της εργατικής πολιτικής και στο (καθοριστικό τελικά) κίνημα χειραφέτησης και «συνειδητής» πολιτικής δράσης της μεγάλης πλειονότητας της ίδιας της εργατικής τάξης. Ωστόσο και στο θεμελιακό αυτό ζήτημα, παρόλη τη σημαντική προσφορά μας, αφήσαμε σοβαρά περιθώρια για παρερμηνείες γύρω από το ρόλο του αυθόρμητου αντιφατικού κινήματος και για υποτίμηση της καθοριστικής διαδικασίας του μετασχηματισμού του σε συνειδητό πολιτικό κίνημα των ίδιων των ευρύτερων δυνάμεων των εργαζομένων, σε μέτωπο της εργατικής πολιτικής, με την «κυριαρχία» των ίδιων των πρωτοπόρων εργατών. Ιδιαίτερα, αφήσαμε περιθώρια για υποτίμηση του στρατηγικού αυτοτελούς ρόλου της οργάνωσης της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και της μαρξιστικής θεωρίας, σε όλα τα επίπεδα της άμεσης πολιτικής πάλης της επαναστατικής τακτικής και της σύνδεσής της με την στρατηγική.
Ένα σοβαρό βήμα επιχείρησε η 4η Συνδιάσκεψη, το 2000, «ανοίγοντας» ξανά το κρίσιμο «στρατηγικό» ζήτημα της επαναστατικής τακτικής μέσα στις ιδιόμορφες συνθήκες της γενικότερης σημερινής ιστορικής περιόδου (με το γενικό στόχο μιας ριζικής αλλαγής των σημερινών αντιδραστικών συσχετισμών) και τη συγκρότηση του υποκειμένου της επαναστατικής εργατικής τακτικής (με την πρόταση του ΑΕΜ). Οι κατευθύνσεις αυτές κινούνταν σε μια σωστή, αλλά γενική και περιορισμένη κατεύθυνση σε σχέση με την πολιτική σημασία και τις δυσκολίες του ζητήματος. Όπως φάνηκε και στην πράξη δεν ήσαν ικανές από την άποψη της θεωρητικής πολιτικής και «οργανωτικής» ποιοτικής τους επάρκειας να προωθήσουν την αναγκαία τομή στα ζητήματα τακτικής, στη συνολική πολιτική μας παρέμβαση και προοπτική, μέσα στις σημερινές ραγδαίες εξελίξεις. Οι αναπαραγόμενες αυτές αντιφάσεις έβαζαν σοβαρά εμπόδια στην αντιμετώπιση της ηγεμονίας των διάφορων τάσεων της ρεφορμιστικής τακτικής, της κοινοβουλευτικής ή εξωκοινοβουλευτικής «συμβολικής» πολιτικής διαμαρτυρίας και της «δορυφοροποίησης» ταξικών δυνάμεων. Έβαζαν εμπόδια στην προσπάθεια υπέρβασης του «κινηματικού» κατακερματισμού. Υποβάθμιζαν τον αναγκαίο συνδυασμό του αυτοτελούς πολιτικού ρόλου της κομμουνιστικής οργάνωσης και των «πιο συνειδητών» δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής πάλης, με μια πρόταση επαναστατικής πολιτικής ενότητας και έμπρακτης συνειδητοποίησης των ευρύτερων δυνάμεων των εργαζομένων. Οι αντιφάσεις αυτές υποβάθμιζαν τελικά τη σύνδεση της σημερινής κατάστασης των ταξικών αγώνων με την επαναστατική αναγκαιότητα και προοπτική.
Η 4η Συνδιάσκεψη επιχείρησε, επίσης, να διορθώσει λάθη του 1ου Συνεδρίου και της μετέπειτα πρακτικής μας ιδιαίτερα στη συγκρότηση του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου, με αφορμή το ζήτημα της δημοκρατικής ενότητας δράσης. Αναβάθμισε σχετικά (κυρίως στα κείμενα), το ζήτημα της κομμουνιστικής οργάνωσης και του ρόλου της, της συγκρότησης ενός νέου τύπου εργατικού-δημοκρατικού πολιτισμού μέσα στις γραμμές της και (σε άλλο επίπεδο) μέσα στο μέτωπο, στο κίνημα και την πολιτική πάλη.
Επεξεργάστηκε την αρχή της δημοκρατικής ενότητας επαναστατικής αντίληψης και δράσης μέσα στο ΝΑΡ και στην κομμουνιστική οργάνωση. Ωστόσο, στη Συνδιάσκεψη και ιδιαίτερα στη συνέχεια δεν καταφέραμε να αναπτύξουμε και να συζητήσουμε ουσιαστικά και ανοιχτά το βασικό ζήτημα στο οποίο αυτή η ενότητα εντάσσεται. Να καθορίσουμε δηλαδή μια συγκεκριμένη διαδικασία συνολικής ανασυγκρότησης στην θεωρητική μαρξιστική πολιτιστική κομμουνιστική λειτουργία και στην αντίστοιχη παρέμβαση της οργάνωσής μας. Να καθορίσουμε μια πορεία συλλογικής επαναστατικής συζήτησης ανάπτυξης και προβολής των στρατηγικών και πολιτικών επεξεργασιών μας, υπέρβασης των προγραμματικών μας αντιφάσεων.
Ειδικά δεν καταφέραμε να προωθήσουμε έναν ουσιαστικό και «καθαρό» διάλογο για την υπέρβαση της βαθύτερης υποτίμησης που υπάρχει σε ορισμένες πλευρές της συγκρότησής μας, γύρω από τον στρατηγικό αυτοτελή ρόλο μιας σύγχρονης, κομμουνιστικής πρωτοπορίας, αλλά και γύρω από τις νέες δυνατότητες του κομμουνιστικού περιεχομένου της στρατηγικής και της φυσιογνωμίας μας. Παράλληλα, έτσι δεν καταφέραμε να υπερβούμε τις αντιφάσεις μας γύρω από την επιτακτική προτεραιότητα (και τις δυσκολίες) της συσπείρωσης των σχετικά πιο πρωτοπόρων «συνειδητών» αντικαπιταλιστικών δυνάμεων της πολιτικής πάλης σε όλα τα μέτωπα. Για να μπορεί να προωθείται η πιο μαζική αγωνιστική ανάπτυξη, αλλά και ο καθοριστικός πολιτικός «συνειδητός» μετασχηματισμός των ευρύτερων διεκδικητικών τάσεων του κοινωνικού κινήματος των εργαζομένων και της νεολαίας στον «αντικαπιταλιστικό δρόμο».
Πρόκειται για βασικές αδυναμίες των θεωρητικών και κυρίως των πρακτικών μας αντιλήψεων για το υποκείμενο, (με σύνθετες ταξικές ιστορικές θεωρητικές πολιτικές αιτίες) οι οποίες τελικά ακρωτηριάζουν την εργατική-δημοκρατική υπεροχή και την επαναστατική επίδραση της βασικής κατεύθυνσης των οργανωτικών επεξεργασιών μας.
Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών αναπτύσσεται μια πρακτική υποτίμηση τόσο γύρω από την αυτοτελή πολιτική λειτουργία και την συνολική πολιτική παρέμβαση του ΝΑΡ και της νΚΑ όσο και γύρω από την πολιτική προώθηση και συγκρότηση του ΑΕΜ αλλά και την ίδια την ανάπτυξη, την πολιτική συμβολή και την πολιτική συγκρότηση του κινήματος. Το ίδιο συμβαίνει με τον «πόλο» των αντικαπιταλιστικών και επαναστατικών δυνάμεων και ιδιαίτερα με τις αναγκαίες μορφές πολιτικής σύνδεσής του με την αντιφατική κίνηση της εργατικής τάξης και των καταπιεζομένων. Έτσι υποβαθμίζονται, ενώ συχνά συγχέονται, μπερδεύονται, ακόμα και αλληλοσυγκρούονται, το ΜΕΡΑ, η Πρωτοβουλία Αγώνα κλπ., οξύνονται οι υπαρκτές αντιφάσεις τους. Έτσι υποβαθμίζονται και οι προσπάθειες για μια εργατική ανατρεπτική αντιπολίτευση, μια αναγκαία πολιτική ενωτική πρόταση σε επαναστατική βάση, κυρίως προς τις αντιφατικές δυνάμεις των μαζικών αγώνων, η οποία παραμένει ακόμα μετέωρη. Ιδιαίτερα καθυστερούν και καθηλώνονται οι σύνθετες διαδικασίες ενός νέου εργατικού κινήματος: Η αναγκαία συσπείρωση σε μια πανελλαδική, κατά βάση πολιτική κίνηση των σχετικά πιο πρωτοπόρων δυνάμεων, η ανάπτυξη και ο αυτοτελής ρόλος των κοινωνικοπολιτικών συσπειρώσεων, οι ταξικές πτέρυγες στα σωματεία και στον οικονομικό αγώνα, ο συνδικαλιστικός ταξικός συντονισμός, αλλά και ιδιαίτερα ο πολιτικός συντονισμός των ταξικών σωματείων και γενικότερα των ταξικών δυνάμεων του κινήματος, οι ποιοτικά ανώτερες και κρίσιμες διαδικασίες της πολιτικής του πάλης και της προοπτικής μιας σταθερής πολιτικής του συγκρότησης κλπ. Αντίστοιχα, υποβαθμίζονται οι ανάλογες διαδικασίες όσον αφορά την συνολική πολιτική πάλη του νεολαιίστικου κινήματος, τους νεολαιίστικους φορείς και την ανάπτυξή τους (ΕΑΑΚ, κοινωνικοπολιτικές, ταξικές πτέρυγες στα ΤΕΙ-ΙΕΚ, ιδιαίτερα στην εργαζόμενη νεολαία, ανώτερες μορφές κοινωνικού και πολιτικού συντονισμού, διαρκούς πολιτικής δράσης κλπ).
Γενικότερα, όλα αυτά στριφογυρίζουν και «σκοντάφτουν» μεταξύ τους. Δεν υπακούουν σε μια κοινή λογική πολιτικής σύνδεσης και αλληλεπίδρασης της πολιτικής επαναστατικής πρωτοπορίας με το αντιφατικό κίνημα και την πλειονότητα της τάξης και της νεολαίας. Μέσα από αυτές τις αντιφάσεις υποβαθμίζεται και περιθωριοποιείται η συνολική και διαρκής πολιτική και στρατηγική παρέμβαση των ευρύτερων δυνάμεών μας. Η οποία έτσι περιορίζεται στα έκτακτα πολιτικά γεγονότα, είτε στην επίσημη ατζέντα της κεντρικής πολιτικής (κάθε 3-4 χρόνια στις εκλογές εμφανίζεται και το ΜΕΡΑ, ή στις δημοτικές, ή στις επετείους κλπ).
Τον υπόλοιπο καιρό, η συνολική πολιτική παρέμβασή μας εκπροσωπείται κυρίως από το ΠΡΙΝ, το οποίο διατηρεί μια πρωτοπόρα συμβολή κρατώντας αποφασιστικά την πολιτική σύνδεση με την ευρύτερη επιρροή μας. Ωστόσο, το ΠΡΙΝ δεν τροφοδοτείται από την ανάπτυξη μιας διαρκούς πολιτικής πάλης των δυνάμεών μας, οι οποίες ασφαλώς έχουν ανώτερη δυνατότητα επίδρασης και προοπτικής. Έτσι, παραμένει μια εφημερίδα που δεν μετασχηματίζεται σε «όργανο» πολιτικής δράσης και στρατηγικής, με όλες τις συνέπειες στην ποιότητα, και στην ουσιαστική βελτίωσή του. Ενώ από την άλλη μεριά, μερικές φορές, αυτή η υποτίμηση και η «αδυναμία» μιας συνολικής πολιτικής μας παρέμβασης στρέφεται, από ορισμένες πλευρές εναντίον της πολιτικής παρέμβασης του ΠΡΙΝ, σε μια κατεύθυνση απαξίωσής του ή σε μια μεμψιμοιρία γύρω από τις αναπόφευκτες αδυναμίες του. Έτσι το ΠΡΙΝ αντί να υποστηρίζεται αποφασιστικά, κυρίως με την πολιτική και θεωρητική δράση μας, με την δημιουργική συμβολή μας, αλλά και με τη γόνιμη προωθητική κριτική για την επαναστατική του ανάπτυξη, γίνεται αντικείμενο διάφορων (ακόμα και προσωπικών) επιθέσεων και αντιπαραθέσεων κυρίως οργανωτικού «ελέγχου».
Οι βασικές αυτές αδυναμίες, κυρίως στα ζητήματα τακτικής-στρατηγικής και του υποκειμένου, εκφράστηκαν με σοβαρές διαφωνίες και αντιπαραθέσεις (κυρίως στο Γραφείο και την Πολιτική Επιτροπή), οι οποίες όμως, δεν αναπτύχθηκαν στο επίπεδο της ανοιχτής, δημοκρατικής συζήτησης με τη συμμετοχή όλου του δυναμικού του ΝΑΡ. Οι αιτίες για αυτή την εξέλιξη -πέρα από τις δυσκολίες όλων μας και το επίπεδο διάθεσης για τη διαμόρφωση μιας ενιαίας αντίληψης- κυρίως έχουν να κάνουν με μια λογική επιβολής δια της πρακτικής και της οργανωτικής μεθόδου που συνδυάζεται με «παραχωρήσεις» και «κουκουλώματα» στις διατυπώσεις.
Οι βασικές αυτές αδυναμίες των επεξεργασιών και της πρακτικής μας, καθώς και η έλλειψη ανοιχτής θεωρητικής και πολιτικής συζήτησης και αυτοκριτικής γύρω από την ουσία τους, πυροδότησαν τελικά και την διαστρεβλωμένη όξυνση της αντιπαράθεσης, γύρω από τις δευτερότερες πλευρές τού λεγόμενου «οργανωτικού ζητήματος» και γενικότερα.
Από εκεί και πέρα, η αντιπαράθεση αυτή άρχισε να μετατρέπεται από ένα σημείο και μετά σε μια ανταγωνιστική εσωτερική «πολιτική» διαπάλη, σε ένα οργανωτικό «ξεκαθάρισμα λογαριασμών», «γενιών» ακόμα και προσώπων. Αυτή η εξέλιξη ακρωτηριάζει την αναγκαία πολιτική και θεωρητική συζήτηση, τη συντροφική αλληλεγγύη και την ενιαία δράση στις γραμμές μας. Η πρακτική και ο πολιτισμός του οργανωτικού ανταγωνισμού και της εσωτερικής πολιτικής μικροεξουσίας αυτονομείται σχετικά, επικαλύπτει την ουσία των βαθύτερων θεωρητικών και πολιτικών προβληματισμών και διαφορών, που η ανοιχτή ανάπτυξή τους μπορεί να παίξει προωθητικό ρόλο στην πολιτική και κομμουνιστική ανασυγκρότηση του εγχειρήματός μας.
Παρ’ όλα αυτά, οι βασικές κατακτήσεις στις επεξεργασίες μας και οι γενικότερες προσπάθειες και παρεμβάσεις μας, όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια, με όλες τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις που περιέχουν, είναι σημαντικές για όλες τις δυνάμεις της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης του εργατικού κινήματος. Αποτελούν μια βασική επαναστατική συμβολή για την αναγκαία ποιοτική τομή στο εγχείρημα της κομμουνιστικής και εργατικής ανασυγκρότησης, για ένα συνολικό κομμουνιστικό εργατικό πρόγραμμα στρατηγικής και τακτικής στη νέα εποχή και ιδιαίτερα στη σημερινή κρίσιμη ιστορική περίοδο.
Ωστόσο δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια. Είναι πασιφανές ότι παραμένουν οι μακροχρόνιες βαθύτερες θεωρητικές και πολιτικές αντιφάσεις, όσο και οι ιδιόμορφες αντιφάσεις γύρω από την εργατική ταξική σύνθεση και προοπτική του εγχειρήματός μας. Οι δυνάμεις της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, κάτω από την πίεση της άμεσης υπεροχής των αστικών και μικροαστικών αντιλήψεων και πρακτικών, δεν μπόρεσαν να κατοχυρώσουν την προτεραιότητα της πολιτιστικής μαρξιστικής και κομμουνιστικής ανασυγκρότησης του επαναστατικού εργατικού ρεύματος.
Αλλά ποιες είναι οι βασικές θεωρητικές ρίζες αυτών των αντιφάσεων; Πιστεύουμε ότι συνδέονται κυρίως με την υποτίμηση ή και αμφισβήτηση ακόμη, του κομμουνιστικού περιεχομένου της επαναστατικής στρατηγικής στην εποχή. Συνδέονται με την υποτίμηση του επαναστατικού βασικά «χαρακτήρα» της εποχής που ανοίγει ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, σε αντίθεση με την αντεπαναστατική πλευρά του που προβάλλει σε πρώτο επίπεδο και σε διάκριση με τη σημερινή πρώτη ιστορική του περίοδο. Έχουν να κάνουν με τις συγχύσεις γύρω από την ιστορία του εργατικού κινήματος, γύρω από τη σχέση συνέχειας-τομής στην συνολική όσο και αντιφατική πορεία και προοπτική του επαναστατικού ρεύματος του μαχόμενου υλισμού. Επίσης, συνδέονται με την υποτίμηση της δυνατότητας για μια επαναστατική και μετωπική υπέρβαση του κατακερματισμού των ταξικών εργατικών ρευμάτων (αποτέλεσμα της μακρόχρονης κυριαρχίας των αστικών συμφερόντων και αντιλήψεων μέσα στο εργατικό κίνημα).
Μια άλλη σοβαρή αιτία των αντιφάσεών μας αποτελεί η αμφισβήτηση της σημασίας που έχει η στρατηγική της «επαναστατικής ενότητας» σε διάκριση με την τακτική του «επαναστατικού διαχωρισμού», σε όλα τα επίπεδα.
Τέλος, πιστεύουμε ότι οι αντιφάσεις μας σχετίζονται με μια θεωρητική και πολιτική επανάπαυση, με μια αίσθηση αυτάρκειας απέναντι τόσο στις ακραίες αστικές ιδεολογίες περί τέλους των επαναστάσεων, όσο και στις «βεβαιότητες» του παλιού και νέου ρεφορμισμού. Σχετίζονται με την υποβάθμιση του ρόλου της μαχόμενης αυτοκριτικής, γύρω από την πραγματική μας κατάσταση, την κοινωνική μας συγκρότηση, αλλά και τον βαρύνοντα ρόλο που παίζουν οι υποκειμενικές ευθύνες μας. Οφείλονται σε ένα γραφειοκρατικό ή κινηματικό «βόλεμα» στην «παλιά κατάσταση», στα θεωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά όρια της στασιμότητας του εγχειρήματός μας, στ’ όνομα κυρίως των αντικειμενικών δυσκολιών και των αρνητικών συσχετισμών. Έχουν να κάνουν ιδιαίτερα με την υποτίμηση των ραγδαίων αντιφατικών εξελίξεων της νέας πολιτικής φάσης στον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων, που διαμορφώνουν πέρα από τις δυσκολίες, νέες σημαντικές προϋποθέσεις και δυνατότητες για σημαντικές πολιτικές ανακατατάξεις υπέρ της εργατικής πολιτικής.
Αυτές οι αντιφάσεις περιπλέκουν και τα ζητήματα της επαναστατικής τακτικής. Συγκαλύπτουν την ανάγκη για μια ριζική τομή γύρω από το πολιτικό περιεχόμενο των στόχων της, τις μορφές επιβολής τους, τον αποφασιστικό, αλλά όχι και «εργολαβικό» ρόλο του υποκειμένου, τη συγκεκριμένη σύνδεσή της με τη στρατηγική προς τον κομμουνισμό.
Οι αντιφατικές και σχετικά αναποτελεσματικές αγωνιστικές εμπειρίες μας, ο παροξυσμός της εσωοργανωτικής διαπάλης, αλλά πάνω απ’ όλα η αδυναμία μας να ανταποκριθούμε στοιχειωδώς στις ελπιδοφόρες τάσεις και αναζητήσεις που αναδεικνύονται από το 2000 και μετά, δείχνουν ότι οι προγραμματικές κατακτήσεις μας και οι επαναστατικές πλευρές της παρέμβασής μας δεν επαρκούν –κυρίως ποιοτικά– για να προωθήσουν τη δημοκρατική ηγεμονία τους απέναντι στις πολυποίκιλες οπισθοδρομικές τάσεις και να προωθήσουν μια αποφασιστική παρέμβαση στις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Δεν επαρκεί το συγκεκριμένο σημερινό επίπεδο της προγραμματικής και οργανωτικής συγκρότησής μας, που είναι εξαιρετικά «χαμηλό» συγκρινόμενο με τις άμεσες ανάγκες και δυνατότητες της εργατικής πάλης και όχι μόνο με την «απεραντοσύνη των σκοπών μας». Ωστόσο το εγχείρημά μας δεν παύει να εμπεριέχει ανώτερες δυνατότητες να μετασχηματιστεί επαναστατικά, σύμφωνα με τις αναγκαιότητες, τις αναζητήσεις και την σταδιακή ωρίμανση των ριζοσπαστικών επαναστατικών τάσεων μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Αλλά και σύμφωνα με τις δυνατότητες για μια αποφασιστική τομή κομμουνιστικής ανασυγκρότησης, που διαθέτουν οι βασικές δυνάμεις του ΝΑΡ, της νΚΑ και του ευρύτερου εγχειρήματος της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης.
Πιστεύουμε ότι οι θεωρητικές επεξεργασίες μας δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν γιατί δεν αναπτύσσονται συλλογικά, δημοκρατικά στα πλαίσια μιας σχετικά συγκροτημένης κομμουνιστικής οργάνωσης και ενός εργατικού πολιτισμού που θα αποσπά την ηγεμονία από τον αντίθετο πολιτισμό του αστικού και μικροαστικού ανταγωνισμού. Γιατί δεν αναπτύσσονται με βάση την αυτοκριτική εκτίμηση των αντιλήψεων και πρακτικών μας, με βάση τα διδάγματα των ταξικών πολιτικών αγώνων. Το αποτέλεσμα είναι η υποβάθμιση ή και διαστρέβλωση του επαναστατικού φορτίου των επεξεργασιών μας. Και η κατάληξη βέβαια είναι να ενισχύεται τελικά μέσα στην Αριστερά η ηγεμονία και η υπεροχή των διασταυρούμενων, μη επαναστατικών ρευμάτων: του «συνειδητού» ή «αυθόρμητου», «μαχητικού» ή «διαχειριστικού» ρεφορμισμού από τη μια, και της ατομικιστικής αυτονομίας ή «ημιαναρχίας» από την άλλη.
Οι δυνάμεις της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης δεν προκύπτουν από μια χημική αντίδραση σε έναν καθαρό δοκιμαστικό σωλήνα. Αναπτύσσονται και μετασχηματίζονται μέσα από την αναμέτρηση, καταρχήν με εκείνες τις δικές τους «εσωτερικές» και συγκεκριμένες αντιφάσεις, που είναι αναγκαίες και έχουν προωθητικό χαρακτήρα και οι οποίες κινούν διαρκώς και ανεβάζουν την κομμουνιστική οργάνωση και το εργατικό κίνημα σε μια ανώτερη ενότητα και ποιότητα. Η υπέρβαση αυτών των αντιφάσεων σ’ έναν ανώτερο κύκλο διαλόγου και προγραμματικής και πρακτικής συνειδητοποίησης είναι η πρώτη προϋπόθεση για να επιδράσουν με μια σχετική επάρκεια και μαζικά στην εργατική τάξη και το κίνημά της. Είναι αδύνατον όμως να ηγεμονεύσουν πολιτικά και κοινωνικά, να μετατραπούν σε νικηφόρο επαναστατικό κίνημα, εάν δεν αντιμετωπίσουν και δεν υπερβούν όλες εκείνες τις αντιθέσεις μη εργατικού, μη επαναστατικού χαρακτήρα που προκύπτουν από την αστική ηγεμονία, και οι οποίες έχουν οπισθοδρομικό, διαλυτικό χαρακτήρα. Και μάλιστα, όταν αυτές έχουν υπερσυσσωρευτεί στη σημερινή, κρίσιμη ιστορική περίοδο της ταξικής πάλης και της προσπάθειάς μας. Όταν εξακολουθούν να ηγεμονεύουν στην πράξη, να καθηλώνουν και να οδηγούν, από ένα σημείο και μετά, σε εμφανή οπισθοχώρηση τόσο το ΝΑΡ και τη νΚΑ, όσο και το γενικότερο τόλμημα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και ευρύτερα της αναγέννησης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στη χώρα μας.
Μπροστά στο ιστορικό μας εγχείρημα ανοίγονται δυο δρόμοι: Ο ένας, μια καλπάζουσα οπισθοδρόμηση, που τείνει ήδη να αντικαταστήσει τη σημερινή στασιμότητα, και μάλιστα σε συνθήκες που δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο μιας συνολικής πολιτικής αντιστροφής της κατάστασης στην ταξική πάλη –πράγμα που σημαίνει νίκη των επιδιώξεων διάφορων κύκλων της αστικής τάξης, οι οποίοι «ασχολούνται» με το εγχείρημά μας από τη γέννησή του. Ο άλλος, μια αποφασιστική υπέρβαση των οπισθοδρομικών διαλυτικών τάσεων, μέσα από μια τολμηρή συνολική τομή στην κατεύθυνση της εργατικής, κομμουνιστικής πολιτικής και οργανωτικής φυσιογνωμίας και πρακτικής του εγχειρήματός μας. Το κρίσιμο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση θα είναι η κατάκτηση μιας νέας, ανώτερης βάσης για το συνολικό πρόγραμμα στρατηγικής και τακτικής, που αποτελεί τελικά και το καθοριστικό ζήτημα για το επαναστατικό κίνημα και την εργατική τάξη.
Κεφάλαιο Α΄
Ο Καπιταλισμός της εποχής μας και οι πρώτοι
κλονισμοί του
Ο ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
1. Η θεωρητική διαμάχη για τη σχέση σταδίου-εποχής,
ιστορικών περιόδων και φάσεων
Η |
διαμάχη για τα στάδια και τις εποχές του καπιταλισμού δεν είναι θεωρητική βυζαντινολογία της Αριστεράς, αλλά απαραίτητη βάση, σημείο εκκίνησης για τη χάραξη πολιτικής και μάλιστα επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής για το εργατικό κίνημα.
Το στάδιο καθορίζει τις γενικές αντικειμενικές δυνατότητες-αναγκαιότητες της εποχής, ενώ η συγκρότηση του υποκειμενικού παράγοντα, η παρέμβασή του και τελικά η συγκεκριμένη έκβαση της ταξικής πάλης στη συγκεκριμένη εποχή, υλοποιεί εκείνες ή τις άλλες δυνατότητες του σταδίου και διαμορφώνει τους όρους για το πέρασμα σε ένα επόμενο στάδιο κοινωνικής εξέλιξης, είτε μέσα στο σύστημα, είτε πολύ περισσότερο έξω από αυτό. Η ανάλυση του συγκεκριμένου κάθε φορά ιστορικού σταδίου του καπιταλισμού αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση για την επεξεργασία επαναστατικού προγράμματος. Το δεύτερο αναγκαίο βήμα είναι η οριοθέτηση της ιστορικής εποχής στην οποία βρισκόμαστε. Αυτά τα δύο, στάδιο και εποχή, συνδέονται στενά μεταξύ τους αλλά δεν ταυτίζονται. Το στάδιο είναι κατά κάποιον τρόπο το «χάρντγουερ», το υλικό πλαίσιο της Ιστορίας, και η εποχή το «σόφτγουερ» που αποφασίζει τελικά ποιο από τα πιθανά «σενάρια» θα υλοποιηθεί, σε ποιο βαθμό ενεργοποιούνται οι δυνατότητες-αναγκαιότητες που περιέχονται στο δεδομένο στάδιο. Τελικά, η εποχή είναι η συγκεκριμένη πολιτική μορφή που παίρνει ο γενικός ταξικός-κοινωνικός πόλεμος στο πλαίσιο του συγκεκριμένου ιστορικού σταδίου.
Κάθε ιστορική εποχή του καπιταλισμού διαιρείται σε ιστορικές περιόδους, που διακρίνονται κυρίως με βάση τον μεταβαλλόμενο πολιτικό συσχετισμό ανάμεσα στο μπλοκ της αστικής πολιτικής και σε εκείνο της εργατικής πολιτικής. Η πρωταρχική πλευρά της διαρκούς σύγκρουσης ανάμεσα στα δύο αυτά μπλοκ είναι η πάλη για την πολιτική εξουσία και η καθοριστική τελικά πλευρά είναι η πάλη για το μετασχηματισμό των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων.
Οι ιστορικές περίοδοι, όπως ευρύτερα η πάλη των τάξεων, δεν κινούνται ευθύγραμμα. Μέσα στην εξέλιξή τους προβάλλουν «ιστορικές φάσεις» που σφραγίζονται από την όξυνση των συνολικών αντιθέσεων και προβλημάτων εκφράζοντας δυνατότητες που αν αξιοποιηθούν μπορούν να βελτιώσουν ριζικά τη σχέση ανάμεσα στην αστική και στην εργατική πολιτική στα πλαίσια μιας ιστορικής περιόδου. Μπορούν ακόμα και να οδηγήσουν στην εργατική ανατροπή αυτής της περιόδου και σε ανώτερες ποιοτικές καμπές της ταξικής πάλης, σε ανώτερες ιστορικές περιόδους, όπου θα ωριμάζουν επαναστατικές καταστάσεις και θα μπαίνει επί τάπητος η άμεση, υλική διεκδίκηση και η πραγματοποίηση της εργατικής, πολιτικής και κοινωνικής επανάστασης, με κομμουνιστική προοπτική.
Η κυρίαρχη αστική άποψη (από το «Τρίτο Κύμα» του Άλβιν Τόφλερ μέχρι την «Παγκοσμιοποίηση» του Τόμας Φρίντμαν) ανακυκλώνει την παραδοσιακή μεταφυσική, αναζητά σε τεχνοκρατικές ουτοπίες το θαυματουργό ελιξίριο για την αιώνια νεότητα του καπιταλισμού. Στη σύγχρονη παραλλαγή της, υποστηρίζει ότι ο συνδυασμός της ψηφιακής επανάστασης με τη διεύρυνση του Χρηματιστηρίου και την αλματώδη διεθνοποίηση, μετατρέπουν τον «νέο» καπιταλισμό της εποχής μας σε αξεπέραστο ιστορικό ορίζοντα της ανθρωπότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η σύγχρονη οικουμενική θεότητα, η παγκοσμιοποιημένη Αγορά, εμφανίζεται από τους αστούς θεωρητικούς και πολιτικούς να πετυχαίνει αθόρυβα αυτό που επιχείρησε, με αιματηρούς αγώνες και θυσίες, το μαρξιστικό επαναστατικό ρεύμα: την υπέρβαση δήθεν των ταξικών διαχωρισμών και των εθνικών συνόρων.
Το αξεπέραστο του καπιταλισμού αποδέχεται και η ανάλυση της μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας περί «Νέας Οικονομίας της Γνώσης», που καταλήγει στη στρατηγική Μπλερ-Σρέντερ περί «Τρίτου Δρόμου». Εξαντλεί τις φιλοδοξίες της στο να θέσει κάποιους φραγμούς στον αχαλίνωτα νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, στο πλαίσιο μιας «οικονομίας της Αγοράς με ίσες ευκαιρίες», προκειμένου να εκτονώνονται τελικά τα γενικότερα αδιέξοδα του σύγχρονου συστήματος. Πρόκειται για μια πολιτική που συγκρούεται με το ιστορικό κεκτημένο του σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας. Αριστερή παραλλαγή της ίδιας, ουσιαστικά, ανάλυσης είναι η θεώρηση των νεοαριστερών ρευμάτων και σχηματισμών όπως ο Συνασπισμός και το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που κινούνται με τη στρατηγική κάποιου είδους «αντινεοφιλελεύθερου» μετώπου και καταλήγουν στην πράξη σε «κριτική» περιστροφή γύρω από την κατεστημένη Κεντροαριστερά.
Τα ρεύματα του ιδιότυπου κομμουνιστικού ρεφορμισμού αγκιστρώνονται στη λογική που λέει ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το τελευταίο και όχι το ανώτατο, στην εποχή του Λένιν, στάδιο του καπιταλισμού και ότι από εκεί και πέρα στην ουσία έχουμε μόνο εξελικτικές-ποσοτικές αλλαγές στη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της ταξικής πάλης. Καταλήγουν στην άρνηση των νέων ποιοτικών δυνατοτήτων των εργατικών επαναστατικών τάσεων που γεννιούνται μέσα από τις αναπτυσσόμενες αντιφάσεις της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Δεν αναγνωρίζουν τις διαφορετικές ποιοτικές καμπές του εργατικού ταξικού αγώνα στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, δεν εκτιμούν τον γενικότερο διαλεκτικό και όχι εξελικτικό χαρακτήρα της κοινωνικής πάλης· για αυτό αναζητούν επίμονα κάποια «στάδια» ποσοτικής συσσώρευσης συμμαχιών και ουσιαστικά νομής της εξουσίας με «μη μονοπωλιακά τμήματα της αστικής τάξης». Γεγονός που οδηγεί εντέλει στην ηγεμονία της ίδιας της αστικής τάξης επί του εργατικού κινήματος, στη νόθευση κάθε ανατρεπτικής επιλογής και μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Η «ανανεωτική» αντίληψη χώρων της αυτονομίας απολυτοποιεί τα ποιοτικά φαινόμενα της νέας εποχής –και μάλιστα ορισμένα από αυτά– για να τα τοποθετήσει έξω από την ιστορική συνέχεια των θεμελιωδών εκμεταλλευτικών χαρακτηριστικών του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού (ένα είδος πολιτικού φουτουρισμού), στη λογική της παγκοσμιοποιημένης «Αυτοκρατορίας» (Νέγκρι κ.α). Οδηγεί στην πολιτική των «νέων κοινωνικών κινημάτων», σε «κατακερματισμένα κινήματα χωρίς κίνημα», σε «πολιτικές χωρίς πολιτική», στον ακραίο υποκειμενισμό της «Πράξης», με μόνη προοπτική τη δημιουργία κάποιων αδιέξοδων «αντίβαρων» στην αστική εξουσία και όχι την κατάλυσή της.
Τέλος, το αναρχικό ρεύμα, εγκλωβισμένο στη λογική «έτσι ήταν, είναι και θα είναι ο καπιταλισμός», «ίδια είν’ τα αφεντικά, δεξιά και αριστερά», αποθεώνει πότε την τυφλή και πότε την ατομική βία, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς τακτική και στρατηγική, χωρίς συλλογική οργάνωση. Αρνείται με τους δικούς του τρόπους τον διαλεκτικό χαρακτήρα της ανάπτυξης των καπιταλιστικών αντιφάσεων και της ταξικής πάλης και οδηγείται σε μια ακινησία μέσω μιας άναρχης πολυκίνησης, ενισχύοντας στην ουσία το ρεφορμισμό και τα αδιέξοδα της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.
Στο πρώτο συνέδριο του ΝΑΡ, υποστηρίξαμε ότι ο διεθνής και, με σημαντικές καθυστερήσεις και ιδιομορφίες, ο ελληνικός καπιταλισμός, έχουν εισέλθει σε ένα καινούργιο ιστορικό στάδιο που το ονομάσαμε «Ολοκληρωτικό Καπιταλισμό».
Τεκμηριώσαμε αυτή την ανάλυση κυρίως στο έδαφος των ποιοτικών αλλαγών που έχουν συντελεστεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, στο βασικό πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων, που είναι οι σχέσεις εκμετάλλευσης, ο σφετερισμός της υπεραξίας. Προσεγγίσαμε αυτές τις αλλαγές σε σύγκριση με το προηγούμενο στάδιο, με βάση τους όρους και τις σχέσεις παραγωγής, τις παραγωγικές δυνάμεις μετασχηματισμού της φύσης, καθώς και τους τρόπους εκμετάλλευσης και ιδιοκτησίας της κοινωνικοποιημένης εργασίας, τις εξελίξεις στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, στο διεθνές σύστημα του καπιταλισμού, στο κράτος και στις μεταξύ τους σχέσεις –παράγοντες που περιέγραψε ο Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό» και έχουν πάρει σήμερα νέες μορφές.
Η προσπάθειά μας αυτή συνάντησε αρκετές ενστάσεις. Ορισμένες ήταν καλόπιστες και γόνιμες, ενώ άλλες ήταν μηδενιστικές και μη προωθητικές. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι κριτικές αριστερών αγωνιστών ή και συντρόφων του ΝΑΡ που τόνιζαν ότι ανάλογες θεωρητικές τομές απαιτούν εμπεριστατωμένη, επιστημονική στήριξη, ότι ζητήματα όπως για την ποιότητα της τομής και το χαρακτήρα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού δεν λύνονται μεμιάς με αποφάσεις συνεδρίων και παραμένουν ανοιχτά στο διάλογο και ότι η ανάλυσή μας, παρά τα προωθητικά της στοιχεία, είχε σοβαρές θεωρητικές και πολιτικές ανεπάρκειες ή μονομέρειες. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν, κατά τη γνώμη μας, μηδενιστικές κριτικές από θέσεις θεωρητικής αυτάρκειας του ταξικά μεταλλαγμένου κομμουνιστικού κινήματος. Αλλά και ρευμάτων που μας καταλόγισαν θεωρητική ταχυδακτυλουργία και πολιτικό μικρομεγαλισμό, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι δυνατό μια μικρή αριστερή οργάνωση, και μάλιστα σε μια περιφερειακή χώρα, «να βγάζει λαγούς από το καπέλο» ανακοινώνοντας καινούργια στάδια του καπιταλισμού. Η τελευταία αντίληψη διαψεύδεται από την ιστορία τόσο των επιστημονικών όσο και των κοινωνικών επαναστάσεων. Εξάλλου αν ίσχυε, θα έπρεπε να δεχτούμε ότι όλες οι κομμουνιστικής αναφοράς οργανώσεις οφείλουν να περιοριστούν σε τροχάδην σημειωτόν μέχρις ότου προκύψουν κάποιες μεγάλες τομές από ένα μαρξιστικό κίνημα των ονείρων μας, που δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα, στην Αμερική, τη Γαλλία ή τη Γερμανία.
Το αβάσιμο αυτών των κριτικών ωστόσο δεν σημαίνει ότι η επεξεργασία μας δεν παρουσίασε σημαντικά θεωρητικά ελλείμματα και πολιτικές και πρακτικές στρεβλώσεις:
α) Σε μεγάλο βαθμό η ανάλυσή μας, επιχειρώντας να δώσει έμφαση στις σχέσεις εκμετάλλευσης, δεν είδε τον σύγχρονο καπιταλισμό από την ευρύτερη σκοπιά της ιστορίας του συστήματος. Έτσι, δεν αναδείχτηκαν τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλισμού και της διαφορετικής θέσης κάθε σταδίου του:
▪ Η ποιότητα και ο κοινωνικός, πολιτικός δυναμισμός της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
▪ Το επίπεδο της ιστορικής κρίσης και παροδικότητας της ατομικής ιδιοκτησίας
και γενικότερα των πολιτικών σχέσεων της αστικής κυριαρχίας.
▪ Πάνω απ’ όλα, δεν αναδείχτηκε επαρκώς η ποιότητα ωρίμανσης των δυνάμεων της
κομμουνιστικής υπέρβασης του συστήματος.
β) Οι επεξεργασίες μας για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό σε σύνδεση με πολιτικές και οργανωτικές πρακτικές μας (τις πιο ευάλωτες στα διάφορα μη επαναστατικά ρεύματα), άφηναν περιθώρια υποτίμησης του αντιδραστικού χαρακτήρα της σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης. Διατηρούσαν στοιχεία υπόκλισης στο κλίμα των αστικών αυταπατών για ένα νέο ιστορικό δυναμισμό της ανάπτυξης του κεφαλαίου, που επικρατούσε στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Έτσι, υπερεκτιμήθηκε συχνά η στρατηγική και πολιτική υπεροχή του καπιταλισμού στη νέα εποχή.
γ) Οι επεξεργασίες μας δεν αναδείκνυαν με επάρκεια τις οξυμένες αντιφάσεις των νέων καπιταλιστικών μετασχηματισμών που κυοφορούν έναν ανώτερο κύκλο ιστορικής κρίσης του συστήματος και εκδήλωσης της επαναστατικής κομμουνιστικής αναγκαιότητας. Έτσι, με αφετηρία την εμπειρική προσαρμογή στους συσχετισμούς της σημερινής ιστορικής περιόδου:
▪ Υποτιμήθηκε ο επαναστατικός, βασικά, χαρακτήρας της νέας εποχής, με συνέπεια να αναπτυχθούν αντιλήψεις και πρακτικές που μετατρέπουν τη στρατηγική σε ρομαντική εμμονή και την τακτική σε κατακερματισμένες πολιτικές παρεμβάσεις στη συγκυρία. Έτσι οι επεξεργασίες του 1ου Συνεδρίου για τη στρατηγική και τον καθοριστικό ρόλο της κομμουνιστικής απελευθέρωσης μοιάζουν να μην πατούν στο έδαφος των ανώτερων δυνατοτήτων του σημερινού σταδίου και της αντίστοιχης εποχής.
▪ Υποτιμήθηκαν οι ανώτερες συνθήκες ωρίμανσης της κομμουνιστικής πλευράς της αντικαπιταλιστικής ανατροπής (που αποτελεί τη βασική διάκριση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού από το προηγούμενο στάδιο και προσδιορίζει την ιδιαίτερη ιστορική του θέση στη γενική καπιταλιστική εξέλιξη), με συνέπεια την υποτίμηση της ουσίας και της σημασίας του κομμουνιστικού περιεχομένου της στρατηγικής και της φυσιογνωμίας μας.
Οπότε, οι επεξεργασίες μας έδιναν χώρο σε ρεύματα που ταύτιζαν τον κομμουνισμό με την ταξικά αλλοιωμένη καρικατούρα του, που αναζητούσαν να προσδώσουν έναν κινηματικό, μεταμοντέρνο, ανανεωτικό «απελευθερωτισμό» στη γενικότερη φυσιογνωμία του νέου εγχειρήματος, με γενικόλογες (προπαγανδιστικές κυρίως) αναφορές στην κομμουνιστική φιλολογία και «παράδοση».
δ) Επίσης, η προσπάθειά μας δεν ανέδειξε και δεν τεκμηρίωσε με επάρκεια τα ποιοτικά αναπτυγμένα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Έτσι, συνοδεύτηκε από τον ανεπαρκή διαχωρισμό ορισμένων πλευρών μας από τις λογικές περί «τέλους του ιμπεριαλισμού» και του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, καθώς και από τις νεορεφορμιστικές απόψεις γύρω από τη σύγχρονη καπιταλιστική διεθνοποίηση-«παγκοσμιοποίηση». Από εδώ και η αμηχανία, τα πολιτικά λάθη και οι απολυτότητες στη στάση μας απέναντι στον ΝΑΤΟϊκό πόλεμο στη Σερβία, που σε μεγάλο βαθμό διορθώθηκαν στη συνέχεια, αλλά όχι χωρίς απώλειες.
ε) Η μονομερής εστίαση στις νέες εργασιακές σχέσεις στην ανάλυσή μας κατέληγε στη σοβαρή υποτίμηση, μερικές φορές στα όρια του μηδενισμού, των δημοκρατικών και εθνικών προβλημάτων της σύγχρονης εποχής και του βαθύτερου ταξικού χαρακτήρα τους, στο όνομα της «ανάδειξης του γυμνού, καθαρού κοινωνικού προβλήματος». Η λογική αυτή, όσο κι αν φάνταζε «υπερεπαναστατική», στην πράξη μεταφραζόταν σε ένα είδος νεο-οικονομισμού, υποβαθμίζοντας το ρόλο της πολιτικής πάλης γενικά και ιδιαίτερα της πάλης για την εργατική εξουσία.
στ) Αυτή η «δεξιά» στρέβλωση του επαναστατικού προγράμματος συνοδευόταν από μια τάση άρνησης της δυνατότητας επιβολής, στις συνθήκες του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ριζικών αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων που να κλονίζουν την καπιταλιστική κυριαρχία. Οδηγούσε έτσι σε μια γενική υποτίμηση της επαναστατικής τακτικής και τελικά στην καθήλωση του κινήματος σε μορφές γενικής διαμαρτυρίας (έστω και με «δυναμικές» μορφές πάλης) χωρίς πίστη και προοπτική νίκης.
2. Η ωρίμανση της θεμελιώδους αντίθεσης
και ο τρίτος γύρος του κομμουνισμού
Στο φως αυτών των εμπειριών, οφείλουμε να τοποθετήσουμε σε πιο σταθερές, θεωρητικές και πολιτικές βάσεις την ανάλυσή μας για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, διατηρώντας το γόνιμο, επαναστατικό φορτίο της. Και πάνω απ’ όλα το βασικό της συμπέρασμα, ότι η ποιοτική μετάλλαξη του καπιταλισμού απαιτεί μια αντίστροφη, ποιοτική τομή στη θεωρία και την πράξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Μια τομή αντίστοιχου ή και μεγαλύτερου βάθους με εκείνη που έφερε το ρεύμα του μπολσεβικισμού και των Σπαρτακιστών στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού, απέναντι στον εκφυλισμό της μαρξιστικής Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Αυτό υποδηλώνει και ο όρος για «τρίτο γύρο του κομμουνισμού».
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο διεθνής καπιταλισμός μπήκε σε ένα «μακρύ κύμα» ύφεσης, που τερμάτισε τις «τρεις ένδοξες δεκαετίες» του μεταπολεμικού, «κοινωνικού» καπιταλισμού και πυροδότησε μεγάλης κλίμακας, αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, κάτω από τη σημαία του Ριγκανισμού-Θατσερισμού. Αυτές οι αναδιαρθρώσεις απέτυχαν, μέχρι στιγμής, να βγάλουν το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης, της εντεινόμενης αστάθειας και των αλλεπάλληλων κρισιακών φαινομένων: Το μέσο ποσοστό οικονομικής μεγέθυνσης στο σύνολο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, τυπικά γύρω στο 5-6% τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, έπεσε στα όρια του 3% τη δεκαετία του ’70, για να μείνει σ’ αυτό το επίπεδο στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και στο πρώτο μισό της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Επιπλέον, η όποια ανάπτυξη (ιδίως στις ΗΠΑ, που προβάλλουν σήμερα ως το πιο ελκυστικό μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης) είναι ολοένα και περισσότερο ασταθής, με ορατά τα σπέρματα των μελλοντικών μεγάλων κρίσεων. Τυπική ένδειξη είναι η γενικευμένη υπερχρέωση, από το επίπεδο των ατομικών νοικοκυριών, μέχρι το επίπεδο των εθνικών κρατών, που λίγο-πολύ κάνουν το ίδιο: Η αναλογία χρεών/ΑΕΠ στο σύνολο του ΟΟΣΑ έφτασε, από το 20% του 1980 στο 48%, το 1998, ενώ στο επίπεδο του G-7, η εξέλιξη, την ίδια περίοδο, ήταν από 42% σε 72%.
Στοιχείο εκρηκτικής, στα όρια της πολιτικής σχιζοφρένειας, αστάθειας του παγκόσμιου συστήματος είναι επίσης η αυξανόμενη οικονομική εξάρτηση των ΗΠΑ, της μόνης στρατιωτικής υπερδύναμης του πλανήτη, από την… Κίνα, έναν από τους βασικούς δυνάμει γεωστρατηγικούς αντιπάλους της, στο πλαίσιο ενός αλλόκοτου και μη βιώσιμου μακροπρόθεσμα καταμερισμού εργασίας: Η Κίνα μετατρέπεται στο μεγάλο «εργαστήριο του κόσμου» και η Αμερική στην τεράστια, παρασιτική «πλανητική αγορά» υπερχρεωμένων καταναλωτών. Η Κίνα συντηρεί το δολάριο και καλύπτει τα αστρονομικά ελλείμματα των ΗΠΑ, ώστε να συνεχίζει να πουλάει το τεράστιο βιομηχανικό της πλεόνασμα στην Αμερική. Ακραία παρασιτικές εκδηλώσεις της τεράστιας κρίσης υπερσυσσώρευσης του παγκόσμιου συστήματος.
Η αποτυχία των αναδιαρθρώσεων να εξασφαλίσουν μια μακροπρόθεσμη, σταθερή ανάπτυξη, είναι εντυπωσιακή αν ληφθούν υπόψη οι τεράστιες εφεδρείες που απέκτησε (και γρήγορα κατασπατάλησε) το παγκόσμιο σύστημα μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και την ενσωμάτωση της Κίνας και της Ινδίας στο παγκόσμιο σύστημα. Αλλά και η τεράστια λεία από την «πειρατεία» του κεφαλαίου σε βάρος της παγκόσμιας εργατικής τάξης, με την κοινωνική οπισθοδρόμηση που συντελέστηκε αυτές τις τρεις δεκαετίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πραγματικός μέσος ωριαίος μισθός στις ΗΠΑ (σε αποπληθωρισμένες τιμές) έπεσε, από τα 9,6 δολάρια που ήταν το 1968, σε 8,7 δολάρια, στο τέλος του εικοστού αιώνα. Στην ίδια περίοδο, το ποσοστό των φτωχών αυξήθηκε από 25% σε 36% του πληθυσμού. Παρά τη σχετική αναποτελεσματικότητά τους, από τη σκοπιά της υπέρβασης της ύφεσης, οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις αποτέλεσαν, ωστόσο, τις «ωδίνες τοκετού» του νέου ιστορικού σταδίου στην εξέλιξη του καπιταλισμού, που προβάλλει σε σχετικά ολοκληρωμένη μορφή από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Η διαρκής κινητήρια δύναμη που ωθεί την ανάπτυξη του παγκόσμιου καπιταλισμού προς ανώτερες καμπές και νέες αντιφάσεις, είναι η ωρίμανση της θεμελιώδους, εσωτερικής του αντίθεσης, η οποία διαποτίζει όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας: Από τη μια η πάντα αντιφατική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (πρώτα απ’ όλα της κοινωνικοποιημένης εργασίας) και των αντίστοιχων ιστορικών αναγκών της κοινωνίας. Και από την άλλη, τα «στενά» και οπισθοδρομικά όρια της ατομικής ιδιοκτησίας, των εκμεταλλευτικών, παραγωγικών σχέσεων.
Η αντίθεση αυτή φτάνει σε βαθμό ιστορικού παροξυσμού με την έλευση της Πληροφορικής, της τέταρτης οικουμενικής τεχνολογικής επανάστασης (μετά την αγροτική, που σημάδεψε το τέλος της νομαδικής ζωής, μετά τη βιομηχανική επανάσταση της ατμομηχανής, που σημάδεψε το πέρασμα από τον εμβρυακό-εμπορικό στον ώριμο-βιομηχανικό καπιταλισμό και μετά τον εξηλεκτρισμό, που έθεσε τα θεμέλια για το πέρασμα στο μονοπωλιακό στάδιο). Παράλληλα, η Πληροφορική επιτάχυνε την υπό εξέλιξη επανάσταση της Γενετικής και της Μοριακής Βιολογίας.
Αυτή η δίδυμη επανάσταση στις παραγωγικές δυνάμεις, σε συνδυασμό με τις καθηλωτικές παραγωγικές σχέσεις, ναρκοθετεί τον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: Στην ουσία δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις ώστε ο εργάτης-δημιουργός να δουλεύει λίγο, να παράγει τόσα προϊόντα όσα χρειάζεται και σε καλή ποιότητα, να αμείβεται τελικά με βάση τις ανάγκες του, να μετατρέπει τον ελεύθερο χρόνο του σε μέτρο του ανθρώπινου πλούτου, ως φυσική συνέχεια μιας μη αποξενωτικής και μη αλλοτριωμένης εργασίας.
Όμως, οι νέες δυνατότητες αποφασιστικής μείωσης του χρόνου εργασίας συγκρούονται με τη γενική τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, με τη θεμελιακή αντίφαση του καπιταλισμού:
▪ Όσο βαθαίνει ποιοτικά η εκμετάλλευση, τόσο μειώνεται η «απόδοσή» της. Όσο μεγαλώνει η παραγωγικότητα της εργασίας (επομένως, και η απόσπαση υπεραξίας), τόσο οξύνεται η κρίση πραγματοποίησης της υπεραξίας, δηλαδή μετατροπής της σε κέρδος. Έτσι, υπονομεύεται η ίδια η εκμετάλλευση και οι μορφές της. Το πιο άμεσο και κραυγαλέο αποτέλεσμα αυτού του παροξυσμού, είναι το γεγονός ότι οι μισοί εργαζόμενοι είναι άνεργοι ή τρέχουν σε δουλειές του ποδαριού ενώ οι άλλοι μισοί κάνουν δυο και τρεις δουλειές.
▪ Η ισχυρή ώθηση προς την κοινωνικοποίηση-διεθνοποίηση της παραγωγής στην εποχή των Δικτύων, συγκρούεται με την ατομική ιδιοποίησή της από το Κεφάλαιο.
▪ Οι ασύλληπτες μέχρι χθες έννοιες της κοινωνικοποίησης της γνώσης και της πνευματικής-καλλιτεχνικής παραγωγής, έρχονται σε αντίθεση με τη λυσσαλέα προσπάθεια του Κεφαλαίου να περιφρουρήσει τα «δικαιώματά του» (από εδώ και η παγκόσμια «κρίση της ψηφιακής πειρατείας» μέσω Ιντερνετ).
▪ Οι ανώτερες δυνατότητες εργατικού-πανκοινωνικού ελέγχου συγκρούονται με τη μάχη οπισθοφυλακών του Κεφαλαίου για τη διατήρηση του διευθυντικού προνομίου και τον καταπιεστικό έλεγχο-παρακολούθηση της χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας.
▪ Διαψεύδοντας τις αστικές, τεχνοκρατικές διαδόσεις, η ιδιοποίηση της Επιστήμης από το Κεφάλαιο οδηγεί σε μια τρομακτική κρίση τη σχέση ανθρώπου-Φύσης υποσκάπτοντας και την ίδια τη λειτουργία της επιστήμης, φέρνει απίστευτες μορφές υποδούλωσης της εργασίας.
▪ Στην εποχή της αποκωδικοποίησης του DNA, ακόμη και η παράταση της ανθρώπινης ζωής καταλήγει να θεωρείται «ωρολογιακή βόμβα για τα ασφαλιστικά ταμεία»!
▪ Στην εποχή που ο κόσμος παράγει υπερδιπλάσια τρόφιμα από αυτά που απαιτούνται για να τραφεί ικανοποιητικά όλος ο πλανήτης, οι αγρότες της Δύσης θάβουν τα προϊόντα τους. Και οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης (η πείνα, η δίψα, το AIDS και ο πόλεμος) επελαύνουν στον μη «αναπτυγμένο» Κόσμο, ενώ στο βιομηχανικό Βορρά οι διοξινούχες κότες και οι τρελές αγελάδες «τρώνε» τους ανθρώπους.
Οι πρωτόγνωρες δυνατότητες και οι εκρηκτικές αντιθέσεις σημαίνουν τελικά ότι ο σημερινός καπιταλισμός, σε σύγκριση και σχετική αντίθεση με τα προηγούμενα στάδια της ανάπτυξής του, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει στρατηγική, δηλαδή, μακροπρόθεσμη απάντηση αναπροσαρμογής στις νέες δυνατότητες της Επιστήμης και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στις νέες ανάγκες του κοινωνικού πολιτισμού, στις απαιτήσεις της σύγχρονης εργασίας. Μόνο η επαναστατική δυναμική της εργατικής τάξης μπορεί να ανταποκριθεί στις δυνατότητες του κοινωνικού πολιτισμού και στις απαιτήσεις για τη λύση των οξύτατων αντιθέσεων και προβλημάτων στον ορίζοντα της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης και του κομμουνιστικού μετασχηματισμού. Αυτή είναι και η «υλική-αντικειμενική» βάση υπεροχής των τάσεων της επαναστατικής, κομμουνιστικής χειραφέτησης απέναντι στις τάσεις διαιώνισης του καπιταλισμού.
Η αστική τάξη, όπως η αριστοκρατία της ύστερης φεουδαρχίας, ποιοτικά όμως διαφορετικά, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει θετική πρόταση για την εποχή μας. Οι αλλεπάλληλες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις (σε μεγάλο βαθμό ατελέσφορες, γι’ αυτό και αλλεπάλληλες) αποτελούν «τακτικές» απαντήσεις, μια εναγώνια προσπάθεια να κερδίσει χρόνο, να απωθήσει λίγο μακρύτερα το μέλλον.
Στην εποχή μας ισχύει όσο ποτέ άλλοτε η θέση του Μαρξ ότι η αστική τάξη, πέρα από εμπορεύματα, «παράγει πρώτα απ’ όλα τους νεκροθάφτες της». Είναι οι ασύγκριτες απελευθερωτικές ιδιότητες των νέων τεχνολογιών και των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, μέσα από τον ακραία αντιφατικό χαρακτήρα τους και την όξυνση της αντίθεσής τους με τις παραγωγικές σχέσεις. Και πάνω απ’ όλα είναι η δυναμική διαμόρφωσης μιας νέας, ποσοτικά και ποιοτικά αναπτυγμένης όσο ποτέ, κοινωνικοποιημένης, διεθνοποιημένης και επιστημονικά συγκροτημένης γενιάς της μισθωτής εργασίας. Αυτά τα δυο στοιχεία είναι η πρωταρχική υλική βάση για μια νέα, ποιοτικά ανώτερη από το παρελθόν επαναστατική απόπειρα στον 21ο αιώνα. Χωρίς αυτό το θεμέλιο, ο κομμουνισμός θα ήταν κάτι σαν χιλιαστική πίστη και όχι πραγματική δυνατότητα που επωάζεται με στρεβλωμένο τρόπο μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας.
Ο αστικός οικονομισμός-τεχνοκρατισμός εκφράζει, στο σημερινό στάδιο, την υστερική επιδίωξη ενός γερασμένου συστήματος να στραγγίξει και την τελευταία σταγόνα για την άνοδο της κερδοφορίας του, με τη βοήθεια των νεότατων τεχνολογικών και επιστημονικών ανακαλύψεων. Αυτό όμως που μπορεί να γίνει στην κλίμακα του μεμονωμένου καπιταλιστή (ο οποίος βρίσκει διαρκώς ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα με το σφετερισμό των επιστημονικών καινοτομιών), γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο στην κλίμακα του συλλογικού-εθνικού και ακόμη περισσότερο του παγκόσμιου καπιταλιστή. Έτσι, πλάι στις παραδοσιακές χωματερές αγροτικών προϊόντων, προστίθενται καθημερινά «χωματερές» επιστημονικών ανακαλύψεων που «θάβονται» γιατί συγκρούονται με την κερδοφορία του κεφαλαίου, παρότι θα μπορούσαν να καλύψουν σημαντικές κοινωνικές ανάγκες. Οι ογκώδεις επενδύσεις που αναγκάζεται να αφιερώνει το πολυεθνικό κεφάλαιο στην έρευνα ζητούν γρήγορη απόσβεση. Ο εντεινόμενος ανταγωνισμός μειώνει γρήγορα το χρόνο περιστροφής του Κεφαλαίου και απαιτεί διαρκώς νέα καταναλωτικά προϊόντα με μικρότερο χρόνο ζωής, που θα αντικατασταθούν γρήγορα από μια καινούργια γενιά, με στόχο την αφαίμαξη (και την υπερχρέωση) των εργαζομένων.
Ωστόσο, η απάντηση στον αστικό οικονομισμό-τεχνοκρατισμό δεν είναι η υποτίμηση των αντιφατικών κατακτήσεων της ανθρώπινης, πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας και της ταξικής πάλης που τις διαμορφώνει. Απάντηση δεν είναι η μικροαστική τεχνοφοβία και η αμυντική οικολογική ευαισθησία. Είναι η πάλη για ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγής και της Επιστήμης από την εργατική τάξη, ο ριζικός μετασχηματισμός τους στην υπηρεσία των πανανθρώπινων αναγκών.
Από αυτή τη σκοπιά, τα ρεύματα της μικροαστικής τεχνοφοβίας και της αμυντικής Οικολογίας, όταν στο όνομα της αμφισβήτησης των αστικών ιδεολογημάτων της «ανάπτυξης» αρνούνται το ρόλο των παραγωγικών δυνάμεων και τη σύγκρουσή τους με τις παραγωγικές σχέσεις, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, αρνούνται αντικειμενικά τον πρωτοπόρο επαναστατικό ρόλο της ίδιας της εργατικής τάξης στην εποχή μας. Αντανακλούν τον ατομικιστικό ριζοσπαστισμό του «ενδιάμεσου» ή μικροαστού διανοούμενου, που αγανακτεί για την υποδούλωση της επιστήμης και της τεχνικής (ουσιαστικά για την υποδούλωση του ίδιου) από το Κεφάλαιο και προσπαθεί να δραπετεύσει από τον «χυδαίο» κόσμο της οικονομίας, της εργασίας, της παραγωγής προς μια ιδεατή «ελευθεριακή» κοινωνία.
Πρόκειται για μια πολύ παλιά τάση ανήμπορης αμφισβήτησης, που επανέρχεται σταθερά στην Ιστορία της ανθρωπότητας σε εποχές απότομων κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών οι οποίες προκαλούν δέος για το μέλλον – από τη Γαλλία του Ρουσό και τη Βρετανία του Μπλέικ μέχρι τους χίπις της δεκαετίας του ’60 και μερίδα των Πρασίνων της δεκαετίας του ’80 και του ’90. Ωστόσο οι τάσεις αυτές, με την προϋπόθεση της προγραμματικής και πολιτιστικής αυτοτέλειας και επάρκειας της εργατικής πολιτικής, μπορούν να αξιοποιηθούν από το σύγχρονο ταξικό κίνημα, να μετασχηματιστούν με νέους όρους και δυνατότητες και να αποκτήσουν ουσιαστική αντικαπιταλιστική δυναμική.
3. Η δεύτερη, ιστορική κρίση του καπιταλισμού
και το «παγκόσμιο» αστυνομικό κράτος
Η αντιδραστική ανάπτυξη του ολοκληρωτικού καπιταλισμού αποτελεί την εξαμβλωματική προσπάθεια απάντησης του κεφαλαίου στην αναπόφευκτη κρισιακή δοκιμασία του παγκόσμιου συστήματος. Όταν μιλάμε για κρίση δεν εννοούμε, βέβαια, τον (ούτως ή άλλως δεδομένο) αντι-ουμανιστικό χαρακτήρα της ανάπτυξής του, αλλά την εξάντληση της ικανότητάς του να αναπαράγεται με τον παλιό τρόπο. Και το βασικό από αυτή την άποψη είναι η διευρυμένη οικονομική, κοινωνική και πολιτική αναπαραγωγή του Κεφαλαίου, που αποτελεί την αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για την επιβίωση του συστήματος, όπου η απόσπαση υπεραξίας είναι το βασικό «καύσιμο» του κινητήρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
▪ Στο πρώτο στάδιο του νεαρού βιομηχανικού καπιταλισμού που ανέλυσε ο Μαρξ, η αστική τάξη μάχεται κυρίως για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της διευρυμένης αναπαραγωγής μέσα από την ανηλεή υπερεκμετάλλευση της νεαρής, αδύναμης εργατικής τάξης, σε διαρκή αναμέτρηση με τα κατάλοιπα των παλιών, φεουδαρχικών σχέσεων.
▪ Στο δεύτερο στάδιο, αυτό του μονοπωλιακού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού, που ανέλυσε ο Λένιν (και ο Μπουχάριν, η Λούξεμπουργκ κ.α.), η διευρυμένη αναπαραγωγή εξασφαλίζεται με την ποιοτική επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων τόσο στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, στην καθυστερημένη «περιφέρεια» (η αποικιοκρατία και οι πόλεμοι παίζουν εδώ αποφασιστικό ρόλο), υποτάσσοντας στο Κεφάλαιο τη μικρή παραγωγή, την αγροτική οικονομία, το εμπόριο, τις υπηρεσίες, σταδιακά όλες τις μορφές οικονομικής δραστηριότητας. Είναι ένα στάδιο «ωριμότητας» του παγκόσμιου συστήματος, αλλά με συγκέντρωση των στοιχείων της πρώτης ιστορικής κρίσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης και του αντίστοιχου επαναστατικού κλονισμού της αστικής κυριαρχίας και εξουσίας.
▪ Στο σημερινό στάδιο, οι καπιταλιστικές σχέσεις επικρατούν «ολοκληρωτικά» τόσο στο εσωτερικό των αναπτυγμένων οικονομιών όσο και σε παγκόσμια κλίμακα –ιδιαίτερα μετά την οριστική κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την καπιταλιστική πορεία της Κίνας. Εξαπλώνονται βαθύτερα στην αγροτική οικονομία, στο εμπόριο, στη μικρή παραγωγή, στην Παιδεία, στην Υγεία, γενικά στη σφαίρα της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Το κεφάλαιο εκτινάσσεται σε νέα πεδία δράσης: στην παραγωγή αναγκών, στην αξιοποίηση-ιδιοποίηση της γνώσης και των βαθύτερων εσωτερικών συναφειών του φυσικού κόσμου (στο διάστημα και στον «μικρόκοσμο»). Γενικότερα, αξιοποιεί την επέκταση μιας στρεβλωμένης «τεχνητής φύσης» σε βάρος του εργαζόμενου ανθρώπου, σε βάρος της απελευθερωτικής σχέσης της κοινωνίας με τη φύση. Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία που υποδηλώνει ο όρος «ολοκληρωτικός καπιταλισμός».
Ωστόσο, η κύρια, η ποιοτική διαφορά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού σε σχέση με τα άλλα στάδια είναι ότι ο επιθετικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής ανάπτυξης κορυφώνεται σε τέτοιο σημείο «κορεσμού» των θεμελιωδών αντιφάσεών του, ώστε να εξαντλούνται σε μεγάλο βαθμό οι εφεδρείες του συστήματος για την τροφοδότηση της διευρυμένης αναπαραγωγής του.
Ασφαλώς, το κεφάλαιο θα επιχειρήσει νέες τομές για τη συντήρηση της διευρυμένης αναπαραγωγής του. Ήδη, οι αστοί κάνουν σχέδια για την κυρίως βιολογική παραγωγή, στρέφονται ξανά και ξανά στην πολεμική βιομηχανία του διαστήματος και στη βιομηχανία της διαρκούς αστυνόμευσης όλων των σχέσεων επικοινωνίας· προετοιμάζουν νέες εξορμήσεις της βιομηχανίας της προσωπικής ζωής και των ειδών πολυτελείας για τους κατέχοντες. Όλα αυτά όμως, κατά τη γνώμη μας, συναντούν ένα ιστορικό φράγμα ανώτερο από ποτέ. Ο ύστερος καπιταλισμός της εποχής μας είναι αναγκασμένος να καταφεύγει τελικά στο «μονόδρομο» μιας οριστικής ανάλωσης του ανθρώπου και της φύσης.
Η εξάντληση των ιστορικών περιθωρίων της διευρυμένης αναπαραγωγής, αναγκάζει τον σημερινό καπιταλισμό να επιστρέφει διαρκώς σε μορφές βίαιου σφετερισμού της εργασίας ωθώντας την εργατική δύναμη κάτω από τα ιστορικά-ζωτικά όρια της αξίας της, συχνά κάτω και από τα ιστορικά-ζωτικά όρια προηγούμενων ιστορικών περιόδων και εποχών. Εντελώς σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για μεγάλο διάστημα ο παγκόσμιος καπιταλισμός τρεφόταν βασικά από την ποιοτική ένταση της σχετικής εξαθλίωσης και της ιστορικής «φθοράς» της εργατικής τάξης. Παράλληλα «καταβρόχθιζε» την Επιστήμη, την αγροτιά, τη μικρή ιδιοκτησία, τις καπιταλιστικά παρθένες χώρες. Σήμερα, προκειμένου να επιβιώσει, αναγκάζεται να «καταστρέψει» την ίδια την πηγή των κερδών του, τον εργαζόμενο άνθρωπο, με την πρωτοφανή βιολογική και ηθική εξόντωση της εργατικής δύναμης, με τη μαζική, δομική ανεργία, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, τα νέα τείχη της πολιτιστικής υποδούλωσης. Συνάμα, όλο και πιο συχνά, αποδρά από την υλική και ιστορική πραγματικότητα για να επιστρέψει στα σκοταδιστικά, μεταφυσικά οράματα, στη νεκρόφιλη επαγγελία ενός «άλλου κόσμου», της κατάθεσης των ψυχών και της ατομικής σωτηρίας – σύμφωνα με το πρότυπο της κατακερματισμένης εργασίας. Η σύγχρονη βιομηχανία των χημικών ουσιών και των ναρκωτικών αποτελεί μόνο το αγοραίο, και όσο γίνεται κερδοφόρο, είδωλο αυτού του κόσμου.
Με δυο λόγια, ο σύγχρονος καπιταλισμός προβάλλει ως ένα είδος «ανθρωποφάγου» καπιταλισμού, που καταλήγει να τρέφεται από τις ίδιες του τις σάρκες, σαν τα γερασμένα μαλάκια που έχοντας εξαντλήσει το περιβάλλον τους και εξαντληθεί τα ίδια, επιβιώνουν τρώγοντας τα ίδια τους τα πλοκάμια. Αυτό είναι το πιο βασικό, το πιο ουσιαστικό στοιχείο που υποδηλώνει ο όρος «ολοκληρωτικός καπιταλισμός».
Η τάση ιστορικής εξάντλησης της διευρυμένης αναπαραγωγής του συστήματος έχει προφανείς συνέπειες και στο εργατικό λαϊκό κίνημα: Στα κινήματα των σχετικά πιο αναπτυγμένων χωρών, η αντικαπιταλιστική ενότητα της εργατικής τάξης, που είναι μαζικότερη από παλιά αλλά κατακερματισμένη, αποκτά το προβάδισμα έναντι των κοινωνικών συμμαχιών της. Επίσης, ο ρόλος των νέων μισθωτών μεσαίων στρωμάτων αναβαθμίζεται έναντι της παραδοσιακής εργατο-αγροτικής συμμαχίας. Και στα εργατικά, δημοκρατικά, εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα της «περιφέρειας», προκύπτουν νέες δυσκολίες από τη στενή διαπλοκή των δικών τους αστικών τάξεων με το παγκόσμιο σύστημα, αλλά και μεγαλύτερες δυνατότητες εργατικής ηγεμονίας στο ευρύτερο αντιιμπεριαλιστικό μπλοκ.
Η ραγδαία αναπτυσσόμενη παγκόσμια οικολογική κρίση συνδυάζεται με την κρίση της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Η καπιταλιστική παραγωγή έχει την τάση να σπαταλά τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον που δεν αποτελούν άμεσα κεφάλαιο (ατμόσφαιρα, κλίμα, θάλασσες, οικολογική ποικιλία, κλπ.) Διαρπάζει τον πλούτο της φύσης που είναι απαραίτητος για την αναπαραγωγή της ζωής και τη βελτίωση των φυσικών και ιστορικών ορίων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Αυτή η λεηλασία, με πυρήνα την απόπειρα εξαρχής αναδημιουργίας του φυσικού κόσμου, ώστε να έχει «εγγεγραμμένα» στο DNA του τα εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά του συστήματος, έχει πάρει σήμερα πρωτοφανείς διαστάσεις, έτσι που το ζήτημα της επιβίωσης του πλανήτη και της προστασίας του περιβάλλοντος γίνεται καθοριστικό στην τακτική και στρατηγική των εργατικών διεκδικήσεων. Τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα είναι ένα ορατό παράδειγμα αυτής της τάσης. Μόνο η παραπέρα καπιταλιστική ανάπτυξη της Κίνας και της Ινδίας καθιστά, με ορίζοντα είκοσι έως πενήντα χρόνων, τον «υπαρκτό καπιταλισμό» της εποχής μας ασύμβατο με την ίδια την επιβίωση του πλανήτη.
Στην κορυφή αυτής της διαδικασίας βρίσκεται και η τάση για τη δημιουργία των ίδιων των έμβιων όντων και τελικά του ανθρώπου. Μια τάση προσανατολισμένη στη σωτηρία της καπιταλιστικής κερδοφορίας και της διευρυμένης αναπαραγωγής, στην αντιμετώπιση των ιστορικών ορίων εξάντλησης του συστήματος. Η καταγραφή του ανθρώπινου γονιδιώματος, η κατοχύρωση πατεντών και ιδιοκτησίας και τελικά η σχεδιασμένη αναπαραγωγή της ζωής μάς παραπέμπουν σε έναν κόσμο, όπου μετά την ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο θα έχουμε την ουσιαστική υπαγωγή της συνολικής ύπαρξης του ανθρώπινου όντος και της φύσης στις προτεραιότητες και τις ανάγκες του κεφαλαίου. Γεγονός που αποτελεί ειδοποιό διαφορά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού σε σχέση με τις άλλες εποχές.
Η ορμητική είσοδος των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη γεωργία έχει δραματικές επιπτώσεις στην ποιότητα παραγωγής και την αναγκαία κατανάλωση αγαθών: Εκτός από τη συγκέντρωση της γης σε λίγα χέρια, το βίαιο ξεκλήρισμα της αγροτιάς και την ταξική διαφοροποίηση στο εσωτερικό των αγροτών που απομένουν, υποτάσσεται η έρευνα και η εφαρμογή στο Θεό κέρδος, ενώ το κεφάλαιο των πολυεθνικών-πολυκλαδικών γιγάντων κυριαρχεί ολοκληρωτικά στους τομείς γεωργικών εφοδίων, τροφίμων, φυτοφαρμάκων, γεωργικών πρώτων υλών. Οδηγούν έτσι σε ένα γενικότερο αντιδραστικό μετασχηματισμό της σχέσης ανάμεσα στη βιολογική και την κοινωνική σφαίρα, ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, οδηγούν στην ποιοτική υποτίμηση και απαξίωση της εργατικής δύναμης.
Προϊόν της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού και προσπάθεια υπέρβασής της, ταυτόχρονα, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός αποτελεί, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης, εκτρωματικό υβρίδιο των πιο σύγχρονων και των πιο παλιών μορφών επιβολής. Στην οικονομία, είναι αναγκασμένος να συνδυάζει τις τεχνολογικά υπερσύγχρονες μορφές άντλησης σχετικής υπεραξίας (με κινητήρια δύναμη τις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας) με τις πιο βάρβαρες μορφές άντλησης απόλυτης υπεραξίας. Στο πολιτικό εποικοδόμημα, συνδυάζει τη φαντασιακή «συμμετοχική Δημοκρατία» και τις εκλεπτυσμένες μορφές χειραγώγησης μέσω των ΜΜΕ, με τη νέα απολυταρχία των τρομονόμων, των ΜΑΤ, ακόμη και των βασανιστηρίων τύπου Γκουαντάναμο και Αμπού Γκραΐμπ. Στη διεθνή πολιτική, συνδυάζει τους σύγχρονους υπερεθνικούς «δημοκρατικούς» θεσμούς, τύπου ΕΕ και τις «βελούδινες επαναστάσεις» τύπου Σερβίας, Γεωργίας και Ουκρανίας με την ωμή νεοαποικιοκρατία, την κατοχή και την εθνική καταπίεση. Στο πεδίο του πολιτισμού και των ιδεών, συνδυάζει το «μεταμοντέρνο» νεοθετικισμό-αγνωστικισμό με τις πιο ανορθολογικές, μεσαιωνικού τύπου, φονταμενταλιστικές τάσεις, σαν τη Χριστιανική Δεξιά του Μπους και το κατοπτρικό της είδωλο, την ισλαμική Τζιχάντ του Λάντεν. Αυτός ο συνδυασμός του πιο «νέου-εκλεπτυσμένου» με το πιο «παλιό-βάρβαρο» οδηγεί σε ένα ιστορικά ανέκδοτο είδος «καπιταλιστικής απολυταρχίας» της ηλεκτρονικής εποχής.
Η ιστορική κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και του μαχητικού ρεφορμισμού αποτελεί ουσιαστικό υποπροϊόν αυτής της «γονιδιακής» μετάλλαξης του συστήματος (μιλάμε για «ιστορική» και όχι για «άμεση-πολιτική» κρίση). Τα ρεύματα αυτά εξαπλώθηκαν στη διάρκεια του μονοπωλιακού-ιμπεριαλιστικού σταδίου, στη βάση της υλικής δυνατότητας για αντιστροφή της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους σε σχετικά μακρόχρονα διαστήματα, της αξιοποίησης των μονοπωλιακών υπερκερδών. Κυρίως αναπτύχθηκαν στη βάση μιας σειράς αστικών και «αστικο-εργατικών» μεταρρυθμίσεων, πάντα κάτω από την επίδραση της ταξικής πάλης και κυρίως, υπό την πίεση του επαναστατικού ρεύματος. Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών αλλαγών ήταν η ένταση της σχετικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης, η οποία όμως είχε τα περιθώρια ακόμα να «ρυθμίζεται», να «παρακολουθεί» και να «υπολογίζει» σχετικά τα όρια της αξίας της εργατικής δύναμης, τουλάχιστον στις πιο κρίσιμες ζώνες «ανάπτυξης» του καπιταλισμού και της ίδιας της εργατικής τάξης.
Ο σημερινός καπιταλισμός, με την εκτίναξη της εκμετάλλευσης και με την αντίστοιχη δομική κρίση της, με την εκτίναξη του μονοπωλιακού υπερκέρδους και με την αντίστοιχη δομική κρίση του, πριονίζει μακροπρόθεσμα το κλαδί των διάφορων παραλλαγών του οπορτουνισμού-ρεφορμισμού, ιδιαίτερα στις κρίσιμες ζώνες της σύγχρονης «ανάπτυξης» του καπιταλισμού και της εργατικής τάξης. Έτσι, απομένουν ανοιχτές δύο ιστορικές δυνατότητες: Ή προσαρμογή στο μοντέλο των ατομικών λύσεων, σε ένα ριάλιτι-σόου τύπου Survivor όπου ο καθένας μάχεται για την επιβίωσή του εναντίον όλων (αυτή είναι η ουσία του «Τρίτου Δρόμου» της μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας). Ή επιστροφή στο μέλλον της συλλογικής επαναστατικής προσπάθειας, που είναι ο μόνος πραγματικά ρεαλιστικός δρόμος για την αποτροπή μιας χωρίς προηγούμενο στην Ιστορία, διαρκούς και μόνιμης «καταστροφής» της εργατικής δύναμης, του ίδιου του ανθρώπινου πολιτισμού.
Γιατί η κρίση της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής σε συνδυασμό με την καταστροφικά αναπτυσσόμενη, παγκόσμια οικολογική κρίση οδηγεί τον παγκόσμιο καπιταλισμό όχι απλώς προς κυκλικές ή διαρθρωτικές κρίσεις, αλλά σε έναν ανώτερο κύκλο ιστορικής κρίσης που αγγίζει πιο άμεσα τον ίδιο τον σκληρό πυρήνα του (η πρώτη ποιοτική καμπή της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, εμφανίστηκε στην εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Οκτωβριανής Επανάστασης και δεν έγινε δυνατό να ξεπεραστεί παρά μόνο μετά από ένα παγκόσμιο κραχ, δύο παγκοσμίους πολέμους και μια πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων).
Αυτή είναι και η βαθύτερη αιτία για τη ροπή προς μια διαρκή, πολύμορφη τρομοκρατία του Κεφαλαίου, για την τάση της νεοφιλελεύθερης «παγκοσμιοποίησης» να μετατραπεί σε νέου τύπου «ολοκληρωτισμό», σε ένα εθνικό και «παγκόσμιο» σύστημα αστυνομικού κράτους, κάτω από τη σημαία της πάλης εναντίον της τρομοκρατίας, της εγκληματικότητας και της μετανάστευσης. Η τάση αυτή εξελίσσεται παράλληλα σε όλα τα επίπεδα: Στο πεδίο της παγκόσμιας πολιτικής, με την προσπάθεια των ΗΠΑ να αναγορευτούν στο σιδηρόφρακτο «κράτος-οδηγό της παγκοσμιοποίησης», επιβάλλοντας ένα είδος πλανητικού απαρτχάιντ. Στο εσωτερικό των δυτικών χωρών, με τους τρομονόμους, τη γενικευμένη παρακολούθηση, τους «προληπτικούς πολέμους» εναντίον ακόμη και της στοιχειώδους, συνδικαλιστικής δράσης, που φτάνει μέχρι και στην επανενεργοποίηση του συνδικαλιστικού τμήματος της Ασφάλειας, όπως γινόταν στα πέτρινα μετεμφυλιακά χρόνια. Αλλά και στο βασικό πεδίο της παραγωγής και της εκμετάλλευσης, με την επιβολή ενός είδους «βιομηχανικού φεουδαρχισμού-ηλεκτρονικού Τεϊλορισμού», μεταφέροντας συχνά ακραία απολυταρχικές συνθήκες εργασίας, σαν κι αυτές που συναντάμε στις «μακιλαδόρας» του Μεξικού ή στα εργοστάσια-κολαστήρια της Κίνας, μέσα στην καρδιά των δυτικών μητροπόλεων.
Κατά κάποιον τρόπο, ο νεοφιλελευθερισμός, αυτή η «Οικονομική Ορθοδοξία» του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, μοιάζει με το φίδι που δαγκώνει την ουρά του: Ξεκίνησε την επέλασή του πάνω στα τανκς του Αουγκούστο Πινοτσέτ, στην άλλη, ξεχασμένη 11η Σεπτεμβρίου του 1973, και καταλήγει σε ένα νέο, γενικευμένο «ολοκληρωτισμό» υπό κοινοβουλευτικό μανδύα σε παγκόσμια κλίμακα. Η εξέλιξη αυτή βάζει σε οξύτατη κρίση την ίδια την αστική δημοκρατία και διαψεύδει το κλασικό αστικό δόγμα ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός φέρνει μαζί του, αργά ή γρήγορα (χθες στην Αγγλία και στη Γαλλία, σήμερα στη Ρωσία, αύριο στην Κίνα) την πολιτική δημοκρατία. Η πρόσφατη ιστορική πείρα επιβεβαιώνει το ακριβώς αντίστροφο: Ότι η νεοφιλελεύθερη καταλήστευση των παραγωγικών δυνάμεων του πλανήτη, και πρώτα απ’ όλα της μισθωτής εργασίας, οδηγεί σε μια γενικευμένη στροφή προς την πολιτική αντίδραση, αναγορεύοντας σε πρότυπο του υπερώριμου καπιταλισμού της εποχής μας την… «κομμουνιστική» Κίνα, όπου ο συνδυασμός νεοφιλελευθερισμού-νεοαπολυταρχισμού δημιουργεί αξιοζήλευτες, για τους καπιταλιστές της Δύσης, συνθήκες καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Ωστόσο, η στροφή προς την πολιτική αντίδραση δεν μπορεί, από μόνη της, να δώσει μακροπρόθεσμη διέξοδο στη νέα ιστορική κρίση του συστήματος εφόσον δεν αντιμετωπίσει τη θεμελιώδη κρίση υπερσυσσώρευσής του. Όπως την τρομερή, για την ανθρωπότητα, περίοδο 1914-1945, περίοδο δύο παγκοσμίων πολέμων, πρωτοφανών κραχ, επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων, αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς νέες, αποκαλυπτικών διαστάσεων οικονομικο-κοινωνικές, οικολογικές και πολιτικο-στρατιωτικές καταστροφές. Για αυτό δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», αντικαθίσταται πλέον αντικειμενικά στην εποχή μας από το σύνθημα «Σοσιαλισμός ή Καταστροφή» του ανθρώπου και του πλανήτη.
4. Η σχέση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού με τον ιμπεριαλισμό
Στο νέο στάδιο, αναπτύσσονται στο έπακρο και έτσι τροποποιούνται ποιοτικά και υπερβαίνονται διαλεκτικά, τα θεμελιώδη ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά του προηγούμενου σταδίου, που περιέγραψε ο Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό». Ως προς τη γενική ιστορική του θέση, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός κληρονομεί από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό τα χαρακτηριστικά του παρασιτισμού και της «αντίδρασης σε όλη τη γραμμή» και τα αναπτύσσει σε μια χωρίς προηγούμενο κλίμακα. Παράλληλα, η εργατική εκμετάλλευση, η ατομική ιδιοκτησία και ο ανταγωνισμός μετασχηματίζονται και κλιμακώνονται. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του Κεφαλαίου παίρνει νέες ποιοτικές μορφές με τα πολυεθνικά-πολυκλαδικά μονοπώλια. Η αστική πολιτική αποκτά νέα στοιχεία αντιδραστικής μετάλλαξης και βίαιης παρέμβασης στην κοινωνική ζωή.
▪ Το σύγχρονο πολυεθνικό-πολυκλαδικό μονοπώλιο σημαίνει ποιοτική ενίσχυση τόσο της οικονομικής, κοινωνικής όσο και της πολιτικής, ιδεολογικής βίας του κεφαλαίου, που εκδηλώνεται, πρώτα από όλα, μέσα στην παραγωγή και στη διαδικασία εκμετάλλευσης και επεκτείνεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής δραστηριότητας. Σημαίνει πολιτική και βίαιη αξιοποίηση της τεχνολογικής, οικονομικής υπεροχής του και των επιστημονικών καινοτομιών, προσπάθεια μονιμοποίησης των συνεπειών τους προς όφελος συνολικά του κεφαλαίου, σε βάρος της εργασίας, αλλά και των ανταγωνιστών.
Το μονοπώλιο γενικά –και πολύ περισσότερο η σύγχρονη μορφή του– αντλεί τα ιδιαίτερα «υπερκέρδη» του όχι μόνο από την τεχνολογική του υπεροχή (που είναι απαραίτητη σε όλα τα στάδια του καπιταλισμού), αλλά από την πολιτική αξιοποίηση και τη βίαιη ενίσχυση αυτής της υπεροχής. Τα σύγχρονα πολυεθνικά-πολυκλαδικά μονοπώλια αποτελούν επομένως διαφορετική βαθμίδα ενίσχυσης του ρόλου και της αντιδραστικής ουσίας της αστικής πολιτικής και του ταξικού ρόλου του κράτους γενικά, ως παράγοντα συνολικής κοινωνικής εκμετάλλευσης. Συνεπώς, στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, το αστικό κράτος (και η πολιτική που συνδέεται με αυτό) δεν υποβαθμίζεται, αλλά αλλάζει ενισχυόμενο, αντιδραστικοποιείται όσον αφορά την ταξική πλευρά του, υπερβαίνοντας σχετικά ορισμένες άλλες.
Η διαφορά σήμερα είναι ότι αυτή η υπεραντιδραστική θωράκιση της αστικής πολιτικής τείνει να την απογυμνώνει από τα ιστορικά δημοκρατικά στοιχεία της (ατομικές και κοινωνικές ελευθερίες, εθνικο-ανεξαρτησιακά δικαιώματα, πανκοινωνικός ρόλος του κράτους κ.α). Έτσι, μακροπρόθεσμα, δημιουργούνται οι όροι για να αποκαλύπτεται η δημαγωγική αυτονόμηση του αστικού κράτους και του πολιτικού συστήματος από τον ταξικό πυρήνα του και να ακρωτηριάζεται η «πανκοινωνική» του διάσταση. Από την άλλη μεριά, διαμορφώνονται συνθήκες αυτοτέλειας και ανάπτυξης της εργατικής πολιτικής (ως πολιτική της κοινωνικής δημοκρατίας της εποχής μας).
▪ Το χρηματιστικό κεφάλαιο αποκτά νέο, πιο αντιδραστικό ρόλο, οδηγεί σε αυτό που περιγράφεται (στρεβλά) ως «καπιταλισμός του καζίνο». Δηλαδή, στην πρόσθετη, ανώτερη μονοπώληση της εργασιακής εκμετάλλευσης, στην εφ’ όρου ζωής ομηρία των εργαζόμενων και στην απαλλοτρίωση των μικρών ιδιοκτητών από τους μεγαλύτερους, μέσω των σύγχρονων Σάιλοκ, των μεγάλων τραπεζών, των Χρηματιστηρίων και της γενικής υπερχρέωσης μέσω των πιστωτικών καρτών. Χαρακτηριστικό στοιχείο της κρίσης της ατομικής ιδιοκτησίας και της απαλλοτρίωσής της είναι οι γιγαντιαίοι μετασχηματισμοί προλεταριοποίησης δισεκατομμυρίων ανθρώπων από τις περιοχές του «τρίτου κόσμου», οι οποίοι συγκεντρώνονται στις παραγκουπόλεις ή μεταναστεύουν στον «τέταρτο κόσμο» της «Δύσης» και του «Βορρά». Το 70% του πληθυσμού των «αναπτυσσόμενων» χωρών είναι συγκεντρωμένο στις παραγκουπόλεις του «Νότου» και της «Ανατολής». Σε ένα δισεκατομμύριο υπολογίζεται σήμερα από τον ΟΗΕ, σε παγκόσμια κλίμακα, αυτός ο εφεδρικός στρατός εργασίας. Αποκορύφωμα της κρίσης της ατομικής ιδιοκτησίας είναι η τάση απαλλοτρίωσης της εργατικής τάξης από την ιδιοκτησία της εργατικής δύναμης με τις νέες μεθόδους μονοπωλιακού ελέγχου της «αγοράς εργασίας» και της αναπαραγωγής της από το χρηματιστικό κεφάλαιο (υποθήκευση της εργασίας στον δια βίου δανεισμό, υποταγή της Παιδείας, Υγείας, Πολιτισμού στο χρηματιστικό κεφάλαιο).
Επιβεβαιώνεται η διορατική πρόβλεψη του Λένιν, ότι ο καπιταλισμός, που γεννήθηκε από το τοκογλυφικό κεφάλαιο, επιστρέφει στα γεράματά του και πάλι στο τοκογλυφικό κεφάλαιο που αποκτά δεσπόζοντα ρόλο στην κορυφή της μονοπωλιακής πυραμίδας. Η εξέλιξη αυτή γεννάει νέες αντιθέσεις στο εσωτερικό του καπιταλισμού, καθώς σημαντικές μερίδες του βιομηχανικού-παραγωγικού κεφαλαίου ασφυκτιούν από τη σκληρή, μονεταριστική πολιτική που επιβάλλει το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κυρίως ενισχύει δραματικά τις ανισορροπίες της καπιταλιστικής οικονομίας και διογκώνει τις κάθε είδους «φούσκες» (στην αγορά ακινήτων, στα χρέη των νοικοκυριών κ.α., με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ΗΠΑ) εγγράφοντας στην ημερήσια διάταξη τον κίνδυνο μεγάλων κραχ, τα οποία το σύστημα αποφεύγει με ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες, σε πείσμα των πολύ ανεβασμένων (σε σύγκριση με τον ιμπεριαλισμό του Λένιν) ρυθμιστικών μηχανισμών του.
▪ Η καπιταλιστική διεθνοποίηση της παραγωγής παίρνει νέα ποιοτική μορφή με κορυφαίο προϊόν τις περιφερειακές, καπιταλιστικές ολοκληρώσεις. Το μοντέλο των εθνοκεντρικών, αλληλοσυμπληρούμενων και αλληλοσυγκρουόμενων καπιταλισμών, που επικρατούσε ιδιαίτερα στις τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες των παχιών αγελάδων, δίνει τη θέση του στο μοντέλο των «υπερεθνικών», «νομαδικών», ανταγωνιστικών κεφαλαίων, με εξαγωγικό προσανατολισμό στην παγκόσμια αγορά. Προσγειώνονται εκεί που συνδυάζεται καλύτερα η υπερεκμετάλλευση της αναπτυγμένης παραγωγικά και πολιτιστικά εργασίας, με τις πιο βίαιες και απόλυτες μεθόδους άντλησης υπεραξίας. Πρόκειται για κεφάλαια που διαθέτοντας ισχυρή και διαρκώς ανατροφοδοτούμενη εθνική αφετηρία, μεταναστεύουν από ζώνη σε ζώνη και από χώρα σε χώρα, αναζητώντας τον πιο απίθανο «μαθηματικό τύπο», με τον μέγιστο αριθμητή ως προς την εργατική παραγωγικότητα και τον ελάχιστο παρονομαστή, ως προς το εργατικό κόστος και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα.
▪ Το μοίρασμα των αγορών που μόλις είχε αρχίσει στην εποχή του Λένιν σε παγκόσμια κλίμακα, τείνει να τελειώσει με τη διαμόρφωση τριών, βασικά, μεγάλων ιμπεριαλιστικών ζωνών (Βόρεια και Νότια Αμερική, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, Ευρώπη-Βόρεια Αφρική, Νότια και Ανατολική Ασία, διακύβευμα της αναμέτρησης μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας). Μια νέα οξύτατη αντιπαράθεση για το ξαναμοίρασμα των αγορών με νέο τρόπο, φυτρώνει ξανά με βάση τα νέα πλαίσια της κερδοφορίας και των σύγχρονων αντιδραστικών δομών, μετασχηματισμών και αναγκών του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, κάτω από την πίεση των τάσεων ιστορικής εξάντλησης των ορίων της διευρυμένης αναπαραγωγής. Το εδαφικό μοίρασμα του κόσμου είχε ήδη τελειώσει στην εποχή του Λένιν στη βάση των προηγούμενων καπιταλιστικών σχέσεων, αναδιαρθρώθηκε ριζικά μεταπολεμικά με τη σχετική υπέρβαση της αποικιοκρατίας, της ανοιχτής πολιτικής εθνικής καταπίεσης και κατοχής και την αντικατάστασή της από τις σύγχρονες μορφές νεοαποικιοκρατίας. Σήμερα, ξεκινά ένας καινούργιος γύρος και εδαφικού ξαναμοιράσματος του κόσμου, με σύγχρονες μορφές νεοαποικιοκρατίας στα πλαίσια της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» και της πολεμικής, πολιτικής τρομοεκστρατείας του κεφαλαίου. Ένα εδαφικό ξαναμοίρασμα που παρακολουθεί και εντάσσεται στη βασική διαδικασία του ξαναμοιράσματος των αγορών με βάση τα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
5. Οι ενδοκαπιταλιστικοί και ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί
Η διαλεκτική αντίθεση ανάμεσα στη συνδυασμένη και ανισόμετρη ανάπτυξη του διεθνούς συστήματος, ανάμεσα στην αλληλοδιαπλοκή του κεφαλαίου και τον ενδοκαπιταλιστικό-ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό αναπτύσσεται ποιοτικά στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Οι νέες αυτές σχέσεις και αντιφάσεις στηρίζονται σε μια βαθύτερη αντίθεση, η οποία οξύνεται: Ενώ αναπτύσσεται η τάση για τη διαμόρφωση ενός «διεθνούς» νόμου της αξίας, ενός μέσου ποσοστού εκμετάλλευσης της διεθνούς εργατικής τάξης, αυτή η τάση είναι αδύνατον να ολοκληρωθεί γιατί προσκρούει στην αντικειμενική υπονόμευσή της από τον αναπόφευκτο όσο και οξυνόμενο ανταγωνισμό των καπιταλιστών. Οι καπιταλιστές, στην πάλη για το διαρκές ξαναμοίρασμα των «αγορών», για την ηγεμονία στο διεθνές σύστημα του κεφαλαίου και τελικά για τα μερίδια από την εκμετάλλευση της εργασίας, αναζητούν και διαμορφώνουν ακριβώς τις «ανισόμετρες» συνθήκες και ευκαιρίες υπέρ τους και σε βάρος των ανταγωνιστών τους. Το παραπάνω είναι όρος για να υπερβαίνουν την τάση εξάντλησης της ανάπτυξής τους, να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους πτώσης του ποσοστού κέρδους και να αυξάνουν την κερδοφορία τους. Άλλωστε ο ανταγωνισμός αποτελεί, μετά την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, τον δεύτερο απόλυτο νόμο του καπιταλισμού, από το επίπεδο των μεμονωμένων επιχειρήσεων μέχρι εκείνο των εθνικών-αστικών κρατών και, στην εποχή μας, των ολοκληρώσεων.
Ο ενδοκαπιταλιστικός-ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, παρόλο που δεν εκδηλώνεται πάντα με την ίδια ένταση και οξύτητα (υπάρχουν περίοδοι που οι αντιθέσεις ρυθμίζονται παροδικά ή αμβλύνονται), έχει γενικά την τάση να οξύνεται όσο εντείνεται η αντιπαράθεση Κεφαλαίου-Εργασίας, σε διεθνή κλίμακα, και όσο στενεύουν τα ιστορικά όρια της εκμετάλλευσης. Κάτι που ισχύει, ως ένα βαθμό, σήμερα και θα ισχύει ακόμη περισσότερο στο μέλλον.
Οι αντιθέσεις και οι αντιπαραθέσεις μέσα στην Αριστερά και, σε ένα βαθμό, στις γραμμές μας γύρω από τη σχέση εκμετάλλευσης-ανταγωνισμού στη νέα εποχή του καπιταλισμού, δεν έχουν να κάνουν με το ψευτοδίλημμα «τι είναι το “καθοριστικό” και τι το “δευτερεύον”» μεταξύ εκμετάλλευσης και ανταγωνισμού. Αλλά κυρίως με το ποια είναι η συγκεκριμένη σύνδεση ανάμεσά τους σήμερα, τι επίπτωση έχει η νέα, ποιοτική ανάπτυξη της εκμετάλλευσης πάνω στην όξυνση και στο ρόλο του ανταγωνισμού.
Όσοι αντιλαμβάνονται τον αντιδραστικό χαρακτήρα της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης και κατανοούν τις τάσεις που προοιωνίζονται την «ανώτερη» εξάντλησή της, θεωρούν ότι η ποιοτική ένταση και ο σύγχρονος χαρακτήρας της εκμετάλλευσης, το μακροπρόθεσμο «στένεμα» των περιθωρίων της, έχει ως γενική ιστορική επίπτωση την όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Αυτή η συγκεκριμένη μορφή σύνδεσης μεταξύ εκμετάλλευσης και ανταγωνισμών αναδεικνύει την αλήθεια, ότι η πολιτική ουσία του κοινωνικού ζητήματος είναι η καθοριστική βάση των ανταγωνισμών. Ότι είναι ο πυρήνας όλων των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην κοινωνία, όλων των εργατικών, αλλά και των ευρύτερων πολιτικών, δημοκρατικών, εθνικών και λαϊκών προβλημάτων. Η σύνδεση της εκτίναξης της εκμετάλλευσης με την όξυνση του ανταγωνισμού αναδεικνύει το βαθύτερο, σήμερα, εργατικό-ταξικό χαρακτήρα αυτών των προβλημάτων και τον αντίστοιχο μετασχηματισμό τους στη νέα εποχή. Απομυθοποιεί το ιδεολογικό περίβλημα, με το οποίο το κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός καλύπτουν τους ανταγωνισμούς τους και την ταξική ουσία της γενικότερης πολιτικής αντιπαράθεσης. Ευρύτερες μάζες οδηγούνται στην κατανόηση αυτής της αλήθειας, όπως έδειξαν τα συνθήματα των αντιπολεμικών κινητοποιήσεων κατά τη διάρκεια της επέμβασης στο Ιράκ («όχι αίμα για πετρέλαιο» κ.α.).
Αυτή η σύνδεση προωθεί ουσιαστικά το νέο ρόλο του αυτοτελούς πολιτικού εργατικού αγώνα. Πριμοδοτεί παράλληλα την αξιοποίηση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, «των συγκρούσεων των πάνω» από το κίνημα. Φέρνει στην πρώτη γραμμή και την αναγκαιότητα της εργατικής ηγεμονίας στα συνολικά πολιτικά προβλήματα των καταπιεζομένων και της κοινωνίας, έως το επίπεδο της μετατροπής της εργατικής τάξης σε «κυρίαρχη δύναμη», στο αποφασιστικό εθνικό πεδίο, με την επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας.
Όσοι, αντίθετα, «βλέπουν» κυρίως το δυναμισμό και την ιστορική υπεροχή του καπιταλισμού (σε διάφορες παραλλαγές, από εκσυγχρονιστικές έως εσχατολογικές), όσοι υποτιμούν τον αντιδραστικό χαρακτήρα και τη θεμελιακή αντίφαση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αυτοί τείνουν να θεωρούν ότι η ποιοτική ένταση της εκμετάλλευσης και η τάση της «συνδυασμένης ανάπτυξης» του καπιταλισμού έχουν ως βασική επίπτωση τη σχετική έως και απόλυτη υπέρβαση των ενδοκαπιταλιστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Η υποβάθμιση της σημασίας και του ρόλου των ανταγωνισμών οδηγεί, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, σε ουτοπίες περί «παγκόσμιας» ρύθμισης του καπιταλισμού και παγκόσμιων ή ευρωπαϊκών μορφών «υπερκράτους». Οδηγεί επίσης στην άρνηση ή υποβάθμιση του εθνικού πεδίου ως το αποφασιστικό πεδίο της επανάστασης. Τέλος, οδηγεί σε θεωρίες για την ανάδυση της παγκόσμιας ταξικής πάλης με μια δήθεν «καθαρή», «ταξική» και πιο συχνά με «οικονομική» και αυθόρμητη μορφή, απαλλαγμένης από τα ευρύτερα δημοκρατικά, λαϊκά, εθνικά κ.α. πολιτικά προβλήματα. Πρόκειται για αντιλήψεις που υποβαθμίζουν τόσο την χωρίς προηγούμενο όξυνση όσο και τον εργατικό, ταξικό χαρακτήρα των πλατιών, πολιτικών, δημοκρατικών προβλημάτων στην εποχή μας. Στο τέλος, υποβαθμίζουν και τη συνολική πολιτική πάλη, την τακτική και την επαναστατική στρατηγική του εργατικού κινήματος, την ανάγκη της εργατικής ηγεμονίας στα ζητήματα των καταπιεζόμενων και στην κοινωνία. Συχνά, αυτά τα ρεύματα, αντί να αποκαλύπτουν, καταλήγουν να εξωραΐζουν τους εντεινόμενους ενδοκαπιταλιστικούς και ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, να συγκαλύπτουν την προσπάθεια μεγαλοαστικής ηγεμονίας στα λαϊκά, δημοκρατικά προβλήματα της εποχής μας. Το γεγονός αυτό έγινε αισθητό, τόσο στα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης, όσο και στα αντιπολεμικά κινήματα με διάφορες μορφές: Από την υπόκλιση του Φόρουμ και των αναρχικών στους σχεδιασμούς, τελικά, της αστικής αντίστασης και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, μέχρι την αναγνώριση του δήθεν θετικού ρόλου της ορθοδοξίας, την ηρωοποίηση, σχεδόν, του Μπιν Λάντεν, έως και την «αναγνώριση» της «Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» κλπ.
Στη βάση της εντεινόμενης αντίθεσης μεταξύ συνδυασμένης και ανισόμετρης ανάπτυξης, ερμηνεύεται και η πορεία των «ανάπηρων» –σε σχέση με τις εκρηκτικές δυνατότητες της εποχής, για κοινωνικοποίηση και διεθνοποίηση– καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια πορεία που χαρακτηρίζεται από περιόδους ισορροπίας, κρίσης, νέας ισορροπίας σε έναν φαύλο κύκλο που τείνει, αλλά ποτέ δεν φτάνει, στο επιθυμητό για τους καπιταλιστές αποτέλεσμα. Η πιθανότητα, μάλιστα, να πάρει αυτός ο ανταγωνισμός (σήμερα, κατά βάση οικονομικός και μόνο σε δεύτερο πλάνο πολιτικός) χαρακτήρα πολιτικής ή και στρατιωτικής ρήξης ανάμεσα σε γιγαντιαία ιμπεριαλιστικά μπλοκ, εξοπλισμένα με πυρηνικά όπλα, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποτιμάται, μακροπρόθεσμα, από τις επαναστατικές δυνάμεις.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι αρνούμαστε να διαλέξουμε ανάμεσα στον «κακό» (αμερικανικό) και τον «καλό» (ευρωπαϊκό, ρωσικό ή κινέζικο) ιμπεριαλισμό. Ο ενδοκαπιταλιστικός και ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, όπως ο ανταγωνισμός μεταξύ των αφεντικών στην κλίμακα ενός κλάδου της οικονομίας, είναι μοχλός της συνολικής καταπίεσης των λαών από το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα (όταν τσακώνονται τα βουβάλια, λιώνουν τα βατράχια).
Ωστόσο, ο ανταγωνισμός προκαλεί ρωγμές τις οποίες μπορεί και οφείλει να εκμεταλλευτεί το κίνημα στην πάλη για την εργατική, κοινωνική και εθνική απελευθέρωση.
6. Τα γενικότερα δημοκρατικά και εθνικά προβλήματα
Στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, τα γενικότερα δημοκρατικά και εθνικά προβλήματα όχι μόνο δεν εξαλείφονται, αλλά προβάλλουν σε διαστάσεις παροξυσμού και αποτελούν σπουδαία πεδία οικοδόμησης της εργατικής ενότητας και των κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης που αφορούν όλες τις διαβαθμίσεις αντίστασης και συνειδητοποίησης των εργαζόμενων και (με διαφορετικό ταξικά τρόπο) όλα τα στρώματα των καταπιεζόμενων και όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Αυτή την πραγματικότητα της εποχής του παγκοσμιοποιημένου, οργανικού Τρόμου αδυνατούν να συλλάβουν όσοι αντιλαμβάνονται τα δημοκρατικά και εθνικά προβλήματα με παλαιομοδίτικους όρους: Τα εθνικά ως έκφραση αστικού-επιθετικού εθνικισμού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ως διεκδίκηση εθνικής-κρατικής συγκρότησης στις λιγοστές περιπτώσεις των λαών που συνεχίζουν, παρά την κατάρρευση της κλασικής αποικιοκρατίας, να ζουν υπό συνθήκες κατοχής (Παλαιστίνη, Βόρεια Ιρλανδία, κλπ). Και τα δημοκρατικά, όχι από τη σκοπιά των νέων δυνατοτήτων ανάπτυξης και ηγεμονίας της εργατικής-δημοκρατικής τάσης, αλλά υπό το στενό πρίσμα της πάλης εναντίον του «αυταρχισμού» και της «καταστολής», είτε πρόκειται για τους τρομονόμους είτε για απόπειρες πραξικοπημάτων σε περιόδους ανόδου του κινήματος (Βενεζουέλα), είτε για κάποια υπολείμματα προκαπιταλιστικών μορφών καταπίεσης (τσιφλίκια, απαρτχάιντ, κλπ). Αυτά τα ρεύματα αγνοούν, ότι τα σύγχρονα, οξύτατα δημοκρατικά και εθνικά προβλήματα προέρχονται όχι από την «υπανάπτυξη» αλλά, ίσα ίσα, από την υπερανάπτυξη του παγκόσμιου καπιταλισμού, των αντιφάσεών του και των εργατικών αντικαπιταλιστικών τάσεων, όχι από τα υπολείμματα του παρελθόντος, αλλά από τις τάσεις του μέλλοντός του: Θεμελιακά δημοκρατικά και εθνικά προβλήματα, από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, είναι, για παράδειγμα, το παγκόσμιο «κοινωνικό ντάμπινγκ» που επιβάλλουν οι πολυεθνικές, η απαλλοτρίωση της αστικής δημοκρατίας από το ΔΝΤ, την Κομισιόν και το Ευρωσύνταγμα, η ουσιαστική κατάργηση του πολιτικού ασύλου κλπ. Ενώ, ταυτόχρονα, επανέρχονται «κλασικά» εθνικά προβλήματα κατοχής, όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Όλα αυτά τονίζουν τη στενότερη σύνδεση, στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ανάμεσα στα γενικότερα πολιτικά, δημοκρατικά και εθνικά προβλήματα και στο θεμελιακό πολιτικό πρόβλημα της κοινωνικής και ταξικής εκμετάλλευσης. Γεγονός που δεν αναιρεί τη σχετική αυτοτέλεια και την σχετικά αυτοτελή εκρηκτική ανάπτυξη των πρώτων. Αντίθετα υπογραμμίζουν τις νέες, ανώτερες δυνατότητες εργατικής αντικαπιταλιστικής ηγεμονίας μέσα στο συνολικό κίνημα των καταπιεζόμενων. Στην εποχή μας, τα γενικότερα πολιτικά δημοκρατικά και εθνικά προβλήματα δεν μπορεί να λυθούν μόνιμα και σταθερά, υπέρ της καταπιεζόμενης πλειονότητας, χωρίς τον κλονισμό και την ουσιαστική εργατική, επαναστατική υπέρβαση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Ειδικά, το μετασχηματισμένο και αναβαθμισμένο, σήμερα, δημοκρατικό-εθνικό ζήτημα συνδέεται με νέα ένταση, με το δικαίωμα της εργαζόμενης πλειοψηφίας και των καταπιεζόμενων να κυριαρχήσουν κοινωνικά και πολιτικά πάνω σε όλες τις συνθήκες της ζωής και της προοπτικής τους. Συνδέεται με το δικαίωμα και την ανάγκη της εργατικής τάξης, να κατακτήσει την ηγεμονία, να αναδειχτεί, με την Αντικαπιταλιστική Επανάστασή της και την πάλη για την κατάκτηση της Εργατικής Δημοκρατίας σε κυρίαρχη τάξη στο αποφασιστικό εθνικό πεδίο, ως προϋπόθεση για την οριστική κομμουνιστική, διεθνιστική υπέρβαση του καπιταλιστικού ταξικού, εθνικού και πολιτιστικού ανταγωνισμού και κατακερματισμού.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στο Ιράκ, την Παλαιστίνη αλλά και την Κύπρο δείχνουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει στην εποχή μας «πατριωτική, αντιμονοπωλιακή αστική τάξη» και ότι κάθε δημοκρατικός-εθνικός αγώνας, εφ’ όσον αναπτύσσεται με συνέπεια και μέχρι το τέλος, εμπεριέχει αναγκαστικά, έστω και σπερματικά, τον «εσωτερικό, κοινωνικό εμφύλιο». Επιπλέον, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει το εθνικό αστικό κράτος ως βασικό πεδίο οργάνωσης της αστικής κυριαρχίας και, επομένως, ως το ιστορικά άμεσο, καθοριστικό πεδίο ανάπτυξης των ταξικών αγώνων. Παραγνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα, οι θεωρίες της «παγκοσμιοποίησης» και της «Αυτοκρατορίας», παρά τη «διεθνιστική», ρητορική πλειοδοσία τους, στην πράξη αρνούνται την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα νίκης της επανάστασης στο εθνικό επίπεδο, περιορίζοντας μοιραία το κίνημα στη δημιουργία κάποιων «αντίβαρων» στην αστική εξουσία, το ΔΝΤ ή τις πολυεθνικές. Παραμένει γεγονός, βέβαια, ότι το αποφασιστικό άλμα από την εργατική εξουσία και δημοκρατία στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη νίκη της επανάστασης σε μια διευρυμένη, διεθνική (περιφερειακή και τελικά παγκόσμια) βάση. Όπως παραμένει γεγονός, ότι και στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής κυριαρχίας, το εθνικό κράτος συνδέεται πιο στενά με το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα (ιδίως στην πιο προχωρημένη περίπτωση περιφερειακής ολοκλήρωσης, την Ευρωπαϊκή Ένωση), κάτι που δεν μπορεί παρά να αντανακλάται και στο ίδιο το εργατικό κίνημα και στην ποιοτικά αναβαθμισμένη διεθνιστική διάσταση της πάλης του.
7. Γενικά συμπεράσματα
Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός είναι ένα ανώτερο στάδιο αντιδραστικής, καταστροφικής ανάπτυξης των συνολικών κοινωνικών και πολιτικών καπιταλιστικών σχέσεων σε βάρος του κοινωνικού εργαζόμενου ανθρώπου και της φύσης. Είναι μια νέα, ανώτερη βαθμίδα του αντιδραστικού χαρακτήρα της συνολικής καπιταλιστικής ιστορικής εξέλιξης, των θεμελιωδών αντιφάσεών της και της βασικής της κατεύθυνσης. Εγκυμονεί μια κορύφωση της ιστορικής κρίσης της καπιταλιστικής εξέλιξης και έναν αντίστοιχο, βαθύτερο, ιστορικό κλονισμό της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Είναι, κυρίως, ένα ανώτερο στάδιο ωρίμανσης των δυνάμεων της κομμουνιστικής αναγκαιότητας και δυνατότητας. Είναι ένα στάδιο μακροπρόθεσμης υπεροχής των τάσεων και των σχέσεων της κομμουνιστικής-διεθνιστικής προοπτικής της ανθρωπότητας απέναντι στην αντεπαναστατική κλιμάκωση της βαρβαρότητας.
Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός αποτελεί μια ποιοτική τομή στα πλαίσια της συνολικής ιστορικής συνέχειας και εξέλιξης του καπιταλισμού. Αποτελεί μια νέα βαθμίδα ανάπτυξης των αντιθέσεων αυτής της εξέλιξης, μια ανώτερη βαθμίδα των τάσεων άρνησης και υπέρβασης των θεμελιωδών ταξικών εκμεταλλευτικών χαρακτηριστικών της και πάνω απ’ όλα άρνησης και υπέρβασης του δυναμισμού και του ρόλου της ατομικής ιδιοκτησίας. Σε σχέση με τον μονοπωλιακό (και κρατικομονοπωλιακό) καπιταλισμό/ιμπεριαλισμό, αποτελεί κυρίως μια ποιοτική ανάπτυξη των εκμεταλλευτικών μονοπωλιακών και ιμπεριαλιστικών χαρακτηριστικών του. Αποτελεί ποιοτική ανάπτυξη των τάσεων άρνησης και υπέρβασης απέναντι στα θεμελιώδη εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής εξέλιξης, που ενυπάρχουν γενικά στον καπιταλισμό, και που εκδηλώθηκαν σε μια πρώτη ποιοτική καμπή στα πλαίσια του ιμπεριαλισμού, όπως ανέδειξε ο Λένιν.
Από την πλευρά του κεφαλαίου, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός αποτελεί προσπάθεια ποιοτικής ενίσχυσης των βασικών εκμεταλλευτικών και καταπιεστικών χαρακτηριστικών του ιμπεριαλισμού και ταυτόχρονα άρνησης ορισμένων σημαντικών πλευρών τους για την υπέρβαση των αντιφάσεων αυτών των χαρακτηριστικών. Από την πλευρά της εργατικής τάξης, αποτελεί, μακροπρόθεσμα, πεδίο διαμόρφωσης υπέρτερων δυνατοτήτων από τη σκοπιά της επαναστατικής άρνησης και υπέρβασης του συστήματος. Απαιτεί μια αντίστοιχη επαναστατική τομή στη συνειδητή, «υποκειμενική» δράση του κινήματος.
Με αυτόν το συγκεκριμένο ιστορικό τρόπο, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός αποτελεί ποιοτική ανάπτυξη, τομή και συνέχεια, άρνηση ορισμένων πλευρών και συνολική διαλεκτική υπέρβαση του μονοπωλιακού καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού, της προηγούμενης πρώτης εκδήλωσης της ιστορικής κρίσης και του επαναστατικού κλονισμού του καπιταλισμού. Δεν αποτελεί κάποια ανιστόρητη «γενική κατάργηση», άρνηση του ιμπεριαλισμού, των θεμελιακών εκμεταλλευτικών μονοπωλιακών ιμπεριαλιστικών και αντιδραστικών χαρακτηριστικών και αντιφάσεων που στα πλαίσια αυτού του σταδίου σημάδεψαν την συνολική καπιταλιστική εξέλιξη και σήμαναν την ιστορική στροφή της πάλης των τάξεων στον δρόμο της επαναστατικής και κομμουνιστικής υπέρβασης του συστήματος. Δεν αποτελεί κάποια δήθεν «γενική κατάργηση» της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, μια κατάργηση της επαναστατικής κομμουνιστικής δυναμικής, που εκδηλώθηκε, σε σχετικά χαμηλότερο επίπεδο, στα πλαίσια του προηγούμενου σταδίου. Και από αυτή τη σκοπιά, η αντίληψη για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό δεν καταργεί, ούτε υποβαθμίζει την επαναστατική, λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και την επαναστατική πρακτική των Μπολσεβίκων. Αντίθετα, επιχειρεί να συμβάλλει στην ποιοτική ανάπτυξή τους μέχρι τα «άκρα της εποχής μας» με βάση την υλιστική ιστορική μέθοδο, την μαχόμενη αυτοκριτική του επαναστατικού ρεύματος, τα συμπεράσματα από τη νίκη και ήττα της Οκτωβριανής Επανάστασης και τις νέες ιστορικές δυνατότητες της εργατικής τάξης και των επαναστατικών τάσεων.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν αποτελεί, όπως ισχυρίζονται οι πολυποίκιλοι απολογητές της Νέας Τάξης, μια ανώτερη επιστροφή στην κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, στην ποιοτική ωρίμανση του καθολικού δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας σε τέτοιο σημείο, ώστε να μετατρέπεται σε φυσική τάξη της κοινωνίας. Ούτε αποτελεί –σύμφωνα με ορισμένες παραλλαγές της κυρίαρχης αντίληψης– μια ιστορική ισχυροποίηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κυριαρχίας, ή ένα λίγο πολύ ενιαίο, αυτορυθμιζόμενο, παγκόσμιο σύστημα, όπου ο νέος δυναμισμός, όσο και η αχαλίνωτη «ανηθικότητα» της ατομικής ιδιοκτησίας, θα μπορεί ή θα πρέπει να συνυπάρχει, πιο ελεύθερα από ποτέ, με την οργή, το μίσος και την επαναστατική παρόρμηση των καταπιεζομένων.
Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός απαιτεί, πάνω από όλα, νέες υποκειμενικές αποφάσεις, πολιτιστική και πρακτική υπέρβαση της καθεμιάς, ξεχωριστής κοινωνικής προσωπικότητας, όσο και συλλογικά, όλων των αγωνιστών του επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος της εποχής μας και ειδικά των αγωνιστών των επαναστατικών ρευμάτων που έχουν χρέος να επιχειρήσουν μια συνολική πολιτιστική και προγραμματική τομή με βάση τις ανάγκες της νέας εποχής και της σημερινής ιδιόμορφης ιστορικής περιόδου.
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ
1. Η νέα ιστορική εποχή και η σημερινή ιστορική περίοδος
Η αδυναμία σωστής θεώρησης της ιστορικής εποχής έριχνε και ρίχνει τη σκιά της στις απλουστευτικές ή λανθασμένες επεξεργασίες των μη επαναστατικών τάσεων του αριστερού κινήματος. Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφονται οι παραδοσιακές απόψεις περί «εποχής νίκης του σοσιαλισμού» σε παγκόσμια κλίμακα (με τους περίφημους χάρτες της Γης που κοκκίνιζαν στο Αφγανιστάν και την Αγκόλα, την ώρα που το κοινωνικό-πολιτικό τοπίο μαύριζε στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, κλπ.) ή ακόμη περί «εποχής βασικής αντιπαράθεσης» ανάμεσα στο «σοσιαλιστικό» και το καπιταλιστικό στρατόπεδο, με το πρώτο μάλιστα να αποτελεί την ανερχόμενη, καθοριστική πλευρά της διαπάλης, ακόμα και την ώρα που η αντεπανάσταση κάλπαζε και στα δυο στρατόπεδα.
Μια αδυναμία που δεν αίρεται από εκτιμήσεις, όπως π.χ. του τελευταίου συνεδρίου του ΚΚΕ, το οποίο συνεχίζει να θεωρεί ότι βρισκόμαστε ακόμα στην προηγούμενη εποχή. Ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή με την ίδια περίπου ποιότητα των καπιταλιστικών μετασχηματισμών και αντιφάσεων, της ανάπτυξης και της σύγκρουσης των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, με την ίδια πάνω κάτω συγκρότηση, ιστορική εμπειρία, δυνατότητα χειραφέτησης της εργατικής τάξης και ωρίμανσης της κομμουνιστικής αναγκαιότητας, με την ίδια περίπου ποιοτική πολιτική διάταξη των δυνάμεων της ταξικής σύγκρουσης. Αυτή η εκτίμηση αγνοεί τη συγκεκριμένη πολιτική έκβαση της πάλης των τάξεων της προηγούμενης εποχής, έστω και αν κάτω από την εξόφθαλμη πίεση της ίδιας της πραγματικότητας, προσπαθεί να προσθέσει και κάποιες πολιτικά ορθές πινελιές του τύπου: «Η εποχή μας εξακολουθεί να είναι εποχή περάσματος στον σοσιαλισμό σε συνθήκες προσωρινής νίκης της αντεπανάστασης».
Η εποχή του ιμπεριαλισμού σφραγίστηκε από τη συγκρότηση, για πρώτη φορά σε παγκόσμια κλίμακα, ενός μαζικού επαναστατικού εργατικού ρεύματος που κατάφερε να κάνει τα πρώτα βήματα –χωρίς ποτέ να τα ολοκληρώσει ουσιαστικά– για τη δημιουργία μιας νέου τύπου Εργατικής Δημοκρατίας (της δικτατορίας του προλεταριάτου). Στη συνέχεια, χαρακτηρίστηκε από την επικράτηση των μεταλλαγμένων αστικών εκμεταλλευτικών δυνάμεων μέσα στο ταξικό εργατικό κίνημα και την ήττα του επαναστατικού ρεύματος, που δεν είχε ωριμάσει αντικειμενικά και υποκειμενικά στον αναγκαίο βαθμό ώστε αυτό το μεγαλειώδες πρώτο βήμα να σηματοδοτήσει μια μη αντιστρεπτή κίνηση προς τα εμπρός.
Αλλά για τη στοιχειωδώς υλιστική θεώρηση του χαρακτήρα της εποχής μας δεν είναι αρκετή η γενικόλογη επανάληψη των ταξικών προσεγγίσεων του παρελθόντος, όπως για παράδειγμα της θέσης του Λένιν για την «εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων», «εποχή μετάβασης στον σοσιαλισμό και στην κομμουνιστική κοινωνία». Χρειάζεται, πρώτα απ’ όλα, να πάρει κανείς υπόψη του τη γενική δυναμική των τάσεων και συσχετισμών του συγκεκριμένου ιστορικού σταδίου του καπιταλισμού που καθορίζει τις νέες ή όχι, τις ανώτερες ή κατώτερες επαναστατικές κομμουνιστικές αναγκαιότητες και τη διαλεκτική δυναμική του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ενώ, ιδιαίτερα χρειάζεται να εκτιμήσει την ιστορική κατάσταση και τη δυναμική του «υποκειμενικού παράγοντα», την κατάσταση και την προοπτική της «συνειδητής» πολιτικής ταξικής παρέμβασης της εργατικής τάξης, το διαμορφωμένο συσχετισμό και την τάση σύγκρουσης ανάμεσα στην αστική και την εργατική πολιτική, το επίπεδο συγκρότησης των κοινωνικών και πολιτικών πρωτοποριών και τους στόχους-κρίκους για την υλοποίηση των σύγχρονων επαναστατικών δυνατοτήτων.
Η θέση μας για τη συνολική εποχή της ταξικής πάλης, που σφραγίζεται από τις αντιφάσεις του νέου σταδίου του καπιταλισμού, με βάση τα παραπάνω, καθορίζεται σε αδρές γραμμές ως εξής:
▪ Διανύουμε εποχή ποιοτικής ανάπτυξης του αντιδραστικού χαρακτήρα των καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών σχέσεων, εποχή ολοκληρωτικής επίθεσης στα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά και κορύφωσης της ιστορικής κρίσης του συστήματος, ανώτερης ποιοτικής ωρίμανσης της εργατικής χειραφέτησης, της αναγκαιότητας-δυνατότητας για την αντικαπιταλιστική επανάσταση, την Εργατική Δημοκρατία και την οριστική νίκη του κομμουνισμού.
▪ Πρόκειται ταυτόχρονα για μια νέα πολιτική εποχή του εργατικού κινήματος, με κύρια χαρακτηριστικά την πάλη, ιδιαίτερα μέσα στη σημερινή ιστορική περίοδο, για υπέρβαση των συνεπειών της ήττας του επαναστατικού εργατικού ρεύματος και του εργατικού κινήματος, για υπέρβαση της ασφυκτικής ηγεμονίας και «παντοδυναμίας» της αστικής πολιτικής και τη ριζική ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών, με την ανεξάρτητη μαζική συγκρότηση και επίδραση της εργατικής πολιτικής σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Για τη μετάβαση από την κυριαρχία του οπορτουνισμού, της ενσωμάτωσης και της διάσπασης μέσα στο εργατικό κίνημα, στην ενίσχυση του ταξικού ρεύματος και της ανώτερης επαναστατικής του προοπτικής, στην ενίσχυση μιας νέας επαναστατικής ενότητας της εργατικής τάξης στο έδαφος της αξιοποίησης της πείρας από τη νίκη και την ήττα της και των σύγχρονων ιστορικών δυνατοτήτων της. Εποχή, ταξικής θεωρητικής και πολιτικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, που θα σφραγίσει τελικά την πορεία μετάβασης από τις αντιφατικές κατακτήσεις και τις στρατηγικές ήττες της εργατικής τάξης στην ποιοτική ενίσχυση της κομμουνιστικής κατεύθυνσης και της νικηφόρας, διεθνιστικής της προοπτικής, αντίστοιχα με τις ανάγκες και τις προκλήσεις του σύγχρονου κοινωνικού πολιτισμού.
Η σημερινή, πρώτη περίοδος στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, η οποία ξεκίνησε από το τέλος της δεκαετίας του ’80, σημαδεύεται:
▪ Από την πολλαπλή «τρομοκρατική» εκστρατεία του Κεφαλαίου σε διεθνή και εσωτερική κλίμακα και από την εργατική-λαϊκή πάλη για την ήττα και την ανατροπή αυτής της εκστρατείας προς όφελος των αντικαπιταλιστικών εργατικών, δημοκρατικών λαϊκών δικαιωμάτων και της ειρήνης, με καθοριστική κατεύθυνση τη μαζική επιδίωξη και πραγματοποίηση της εργατικής αντικαπιταλιστικής επανάστασης.
▪ Από την καταθλιπτική υπεροπλία της αστικής πολιτικής, την ιστορική έλλειψη ενός στοιχειωδώς μαζικού και συγκροτημένου σε διεθνή κλίμακα επαναστατικού εργατικού ρεύματος με κομμουνιστικό περιεχόμενο. Αλλά και από μια πρώτη, αδύναμη ακόμη, εμφάνιση των επαναστατικών, αντικαπιταλιστικών δυνάμεων και των σχέσεων προσέγγισης του κομμουνιστικού μέλλοντος, που είναι η «ηγεμονευόμενη», μέχρι τώρα, πλευρά της κοινωνικής εξέλιξης.
2. Η τωρινή νέα φάση της ιστορικής περιόδου
Η εκδήλωση των φαινομένων μιας συνολικής κρίσης (που δεν είναι ανεπίστρεπτη) διαμορφώνει αντικειμενικά (και σε ένα χαμηλότερο επίπεδο υποκειμενικά) νέα σημαντικά στοιχεία εργατικής αμφισβήτησης των τρομοκρατικών πολιτικών συσχετισμών της σημερινής περιόδου, και γενικότερα της σύγχρονης ηγεμονίας του κεφαλαίου. Από την άλλη μεριά, περιπλέκει και οξύνει τις ενδοκαπιταλιστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και τους αντίστοιχους ανταγωνισμούς σε εθνική, περιφερειακή και διεθνή κλίμακα.
Η εκδήλωση αυτών των φαινομένων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στη νέα φάση, συνδυάζει διαλεκτικά τρεις βασικές πλευρές:
▪ Συσσωρεύονται εμπειρίες (όπως η καταβύθιση της Ν. Ορλεάνης ή η πτώση του αεροπλάνου της «Ήλιος») που αποκαλύπτουν τον υπεραντιδραστικό χαρακτήρα της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης, αναδεικνύουν το ανάπηρο, οπισθοδρομικό και καταστροφικό τελικά περιεχόμενό της. Και σε συνδυασμό με αυτά, αποκαλύπτουν (σε αρχική μορφή) την επαπειλούμενη ιστορική κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, τη νέα ποιότητα της ανεπάρκειάς του ως κοινωνικής οργάνωσης. Αναδεικνύουν και την «παροδικότητά» του, το ανώτερο επίπεδο ωρίμανσης των δυνάμεων και των σχέσεων της κομμουνιστικής υπέρβασής του. Αυτή η πρώτη εκδήλωση των συνολικών φαινομένων αδυναμίας του συστήματος εκφράζει σε «μικρογραφία» τη γενικότερη τάση ενός ανώτερου ιστορικού κλονισμού της αστικής ηγεμονίας, εξουσίας και κυριαρχίας στην εποχή μας.
▪ Η συγκεκριμένη φάση αποτελεί για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό την ιστορική «βουκέντρα» για τη συνολική ολοκλήρωση των νέων αντιδραστικών σχέσεων, δομών και μετασχηματισμών του. Τον παρωθεί προς την ολοκλήρωση της «φυσιογνωμίας» του, τη θωράκιση των καινούργιων ποιοτικών χαρακτηριστικών του. Με αφορμή τη σημερινή κρίση, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός επιχειρεί να περάσει από την «αυθόρμητη» (και υπεραισιόδοξη) στην πιο «συνειδητή», στρατηγική μορφή συγκρότησής του. Ώστε να διεκδικήσει τη μακροπρόθεσμη υπεροχή απέναντι στις επαναστατικές τάσεις και αναγκαιότητες.
▪ Ταυτόχρονα, η νέα φάση αποτελεί για τις δυνάμεις του σύγχρονου ιμπεριαλισμού «μια ενιαία αφετηρία» προκειμένου να επεξεργαστούν ένα «πρόγραμμα» συνολικής αντιδραστικής εφόδου, μια όσο γίνεται κοινή αντεπαναστατική τακτική με στρατηγικό περιεχόμενο. Μορφή αυτής της τακτικής είναι η σημερινή πολύμορφη τρομο-εκστρατεία του, που έχει συνολικό χαρακτήρα και εκδηλώνεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής: στην εργασία, την εκπαίδευση, την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις, στα ΜΜΕ και τον πολιτισμό. Ουσιαστικό περιεχόμενό της είναι η αντιμετώπιση των κινδύνων ανατροπής των ειδικών, πολιτικών συσχετισμών και της αστικής υπεροπλίας, που καθορίζουν τη σημερινή πρώτη ιστορική περίοδο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Από ένα σημείο και μετά, λόγω της γενικότερης ιστορικής ανεπάρκειας των στρατηγικών απαντήσεων του κεφαλαίου στα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας, η «αντεπαναστατική τακτική» της βίαιης διατήρησης των συσχετισμών της σημερινής ιστορικής περιόδου, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα για τη «διαιώνιση» της καπιταλιστικής κυριαρχίας και ηγεμονίας. Έτσι, η ίδια η εξέλιξη των αντιθέσεων της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας στη νέα φάση προβάλλει αντικειμενικά ένα συνδυασμό ολοκλήρωσης της «στρατηγικής» του σύγχρονου καπιταλισμού, με μια άμεση «τρομοκρατική τακτική», η οποία επιδιώκει τη βίαιη κατοχύρωση της σημερινής υπέρτερης αντεπαναστατικής δυναμικής για όλη την ιστορική εποχή που ανοίγει και σφραγίζει το νέο στάδιο. Και αυτό αναδεικνύει, από μια άλλη πλευρά, τα αντίστοιχα όσο και ποιοτικά αντίθετα καθήκοντα του προλεταριάτου, για το συνδυασμό της στρατηγικής του με μια αποφασιστικής σημασίας επαναστατική τακτική, για τη νικηφόρα αντιμετώπιση της πολλαπλής τρομοκρατικής εκστρατείας του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, στη σημερινή ιστορική περίοδο.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
1. Η θέση της Ελλάδας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα
Με διαφορά φάσης από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης, η Ελλάδα έχει μπει κι αυτή στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η βασική ιδιομορφία του σημερινού ελληνικού καπιταλισμού έγκειται στο ότι ενώ έχει αναπτύξει σε σημαντικό βαθμό σύγχρονα εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά, καταλαμβάνει ενδιάμεση θέση στο παγκόσμιο σύστημα με τάσεις αναρρίχησης στο ανώτερο επίπεδο – αν και το «ενδιάμεσο» της εποχής μας είναι ποιοτικά ανώτερο από το «ενδιάμεσο» των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών της εντατικής εκβιομηχάνισης.
Ταυτόχρονα, λόγω ακριβώς της ενδιάμεσης θέσης του και των ιδιαιτεροτήτων της ταξικής πάλης, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να λύνει τα προβλήματα μετασχηματισμών του νέου σταδίου έχοντας ολοκληρώσει, σχετικά πολύ πιο πρόσφατα από τις ηγεμονικές καπιταλιστικές χώρες, τους μετασχηματισμούς του προηγούμενου ιμπεριαλιστικού σταδίου και ιδιαίτερα της κρατικομονοπωλιακής βαθμίδας του. Αυτό είναι που δυσκολεύει τις βίαιες ανακατατάξεις και απαιτεί μια πιο ενεργητική «συμβολή» και «εξαγορά» της γραφειοκρατίας του εργατικού και αριστερού κινήματος. Κάτι τέτοιο φάνηκε και στη δίνη του 1989-’91 και στην κατάρρευση της κυβέρνησης Μητσοτάκη αλλά και στην απαξίωση του σημιτικού εκσυγχρονισμού. Φαίνεται και στις σημερινές δυσκολίες του αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας και της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να μεθοδεύσουν τις σαρωτικές αντιδραστικές «μεταρρυθμίσεις» τους.
Αυτή η αντίληψή μας για τη θέση της Ελλάδας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα συναντά την πολεμική άλλων αριστερών ρευμάτων που θεωρούν ότι αν δούμε στον ελληνικό καπιταλισμό υπερώριμα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά που αναπτύσσονται στα πλαίσια του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ακυρώνουμε εκ προοιμίου κάθε λογική αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Αλλά η κριτική αυτή είναι θεωρητικά, ιστορικά και πολιτικά λαθεμένη.
▪ Θεωρητικά, βασίζεται στην αντιμετώπιση του ιμπεριαλισμού απλώς ως «πολιτικής» που επιβάλλεται από τις «μεγάλες» δυνάμεις στις «μικρές» με τη διπλωματία των κανονιοφόρων. Αδυνατεί να δει τον ιμπεριαλισμό ως διαλεκτικά αναπτυσσόμενη πλευρά του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ως οργανικό στοιχείο της εσωτερικής ανάπτυξής του (και κάθε μονοπωλιακού καπιταλισμού από ένα ορισμένο επίπεδο ωρίμανσης των παραγωγικών δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων και πάνω). Ιδιαίτερα, αδυνατεί να δει τα αναβαθμισμένα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κεφαλαίου στο εσωτερικό, στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές επίπεδο.
▪ Ιστορικά, αναπαράγει τα κυρίαρχα από τη δεκαετία του ’30 σχήματα που αναγόρευαν την εξάρτηση ως «το πρόβλημα των προβλημάτων» της χώρας, βλέποντας την Ελλάδα ως διαχρονικό θύμα των ισχυρών, υποτάσσοντας τελικά τους ταξικούς στόχους στους «πατριωτικούς». Αυτή όμως η αντίληψη αποτέλεσε, ακόμη και σε εκείνη την εποχή, ιστορική οπισθοδρόμηση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, το οποίο γεννήθηκε κατά κύριο λόγο στα βασικά βιομηχανικά κέντρα της χώρας με έντονη διεθνιστική φυσιογνωμία και συσσώρευσε την πρώτη κρίσιμη μάζα του ακριβώς χάρη στη διεθνιστική στάση του ενάντια στον επιθετικό «πατριωτικό» πόλεμο την εποχή της Μεγάλης Ιδέας του Βενιζελισμού και του Κωνσταντινισμού.
▪ Πολιτικά, η λογική αυτή υπερασπίζεται όχι το σύγχρονο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, αλλά την ηγεμονία του διαταξικού, πατριωτικού (δηλαδή ουσιαστικά του μικροαστικού) στοιχείου σε βάρος του ταξικού αντικαπιταλιστικού, στο εσωτερικό του κινήματος.
Ο ελληνικός καπιταλισμός από την εμφάνισή του, με τη συγκρότηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, σημαδεύτηκε από μια οξύτατη αντίφαση: Από τη μια πλευρά, το ηγεμονικό του στρώμα, το κοσμοπολίτικο εφοπλιστικό, εμπορικό και τραπεζικό κεφάλαιο, ανήκε στην «πρώτη ταχύτητα» της εποχής του. Βρισκόταν σε επαφή με τα πιο προχωρημένα από οικονομική, τεχνολογική και πολιτιστική άποψη, τμήματα του διεθνούς (κατά βάση ευρωπαϊκού) καπιταλισμού και ασφυκτιούσε στα στενά εθνικά του όρια – κάτι που του έδινε εξαιρετικά επιθετικό, επεκτατικό χαρακτήρα. Από την άλλη, ήταν αναγκασμένο να στηρίζεται στις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, αφ’ ενός μεν λόγω των υπαρκτών αλυτρωτικών, εθνικών στόχων που το έφερναν σε σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (και αργότερα με την Τουρκία), αφ’ ετέρου δε λόγω του αυξημένου ειδικού βάρους των λαϊκών στρωμάτων (αρχικά της φτωχής αγροτιάς, μα ολοένα και περισσότερο του νεαρού προλεταριάτου), σε μια χώρα που πραγματοποίησε μια από τις πιο προχωρημένες λαϊκές-δημοκρατικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα.
Σε αυτό το φόντο, η «εξάρτηση» ήταν το αναγκαίο κακό για την εδραίωση και ποιοτική αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού και όχι προϊόν κάποιας εγγενούς «ενδοτικότητας» της ελληνικής αστικής τάξης. Αλλά και η «στρεβλή ανάπτυξη» του ελληνικού καπιταλισμού, με το αυξημένο ειδικό βάρος των αγροτικών και γενικότερα των μεσαίων στρωμάτων και την καθυστέρηση της εκβιομηχάνισης, ήταν προϊόν όχι της «εξάρτησης», αλλά των ιστορικά διαμορφωμένων, μετά την Επανάσταση του 1821-1829, κοινωνικών συσχετισμών που δυσκόλευαν τη γρήγορη απαλλοτρίωση των μικρών ιδιοκτητών από τους μεγάλους, καθυστερώντας την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου.
Ουσιαστικά, αυτό που πολιτογραφήθηκε ως «εξάρτηση» δεν ήταν παρά η εξέλιξη των διεθνών συμμαχιών του ελληνικού καπιταλισμού. Φυσικά, οι συμμαχίες μεταξύ εθνικών καπιταλισμών διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης, ακολουθούν την ίδια λογική με εκείνη του συνασπισμού ατομικών καπιταλιστών στο πλαίσιο των μονοπωλιακών τραστ: Ο πιο ισχυρός έχει μεγαλύτερη, από το μερίδιο που του αναλογεί, συμμετοχή στα κέρδη, ενώ ο πιο αδύναμος επωμίζεται δυσανάλογα μεγάλη συμμετοχή στις ζημιές της κοινής «εκστρατείας». Αλλά αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να διεκδικήσει ο ασθενέστερος την αναβάθμισή του.
Η Ελλάδα, εν μέρει λόγω ευνοϊκών συγκυριών, εν μέρει χάρη στο υψηλό επίπεδο των αστικών πολιτικών της ηγεσιών σε ορισμένες κρίσιμες στιγμές, κατάφερε να επωφεληθεί απ’ όλες τις μεγάλες γεωπολιτικές κρίσεις μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχοντας ποντάρει σωστά στην πλευρά των τελικών νικητών. Αυτό της χάρισε διαρκείς εδαφικές επεκτάσεις και αναβάθμιση στο εσωτερικό του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας (ιδιαίτερα απέναντι στην Τουρκία), έστω κι αν στην πορεία έχασε τη μοναδική ιστορική ευκαιρία που της δόθηκε, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, να αναδειχτεί σε ηγεμονική περιφερειακή δύναμη, με την αποτυχημένη Μικρασιατική Εκστρατεία. (Σημαντικά παράπλευρα κέρδη της οποίας υπήρξαν, ωστόσο, η εθνοτική ομογενοποίηση και η αποφασιστική στροφή από τις εξωτερικές περιπέτειες στην εσωτερική, εντατική εκβιομηχάνιση.)
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο βασικός παράγοντας που διαιώνισε φαινόμενα πολιτικής «εξάρτησης» ήταν η καταλυτική, στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία, πολιτική τομή του εμφυλίου πολέμου. Η διαρκής απειλή αναζωπύρωσης ενός επαναστατικού-λαϊκού ρεύματος, παρά τη στρατιωτική συντριβή του αντάρτικου χάρη στην ιμπεριαλιστική επέμβαση και στις (αποφασιστικές) εσωτερικές αντιφάσεις του, ανάγκασε επίσης την αστική τάξη να παρατείνει ορισμένες θεμελιακές «στρεβλώσεις» του ελληνικού καπιταλισμού: κυρίως τον μικρό αγροτικό κλήρο, τον διευρυμένο κρατικό τομέα της οικονομίας, τις προσωπικές σχέσεις εξαγοράς από την κεντρική εξουσία (ρουσφέτι, κορπορατισμός, αυθαίρετα, κλπ.) και τον ανοιχτό στα λαϊκά στρώματα χαρακτήρα της Παιδείας –υποκατάστατα του κοινωνικού κράτους που οικοδομούνταν στις αναπτυγμένες χώρες. Βεβαίως, η ελληνική αστική τάξη κατάφερε να επωφεληθεί ακόμη και από την επαναστατική απειλή που αντιμετώπιζε, αποσπώντας τη μεγαλύτερη, αναλογικά με τον πληθυσμό της, οικονομική «βοήθεια» με το σχέδιο Μάρσαλ και τη δρομολόγηση της ένταξής της στο ευρωπαϊκό κέντρο.
Ωστόσο, οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές στρεβλώσεις της μετεμφυλιακής περιόδου, με αποκορύφωμα τη δικτατορία των συνταγματαρχών και την κυπριακή τραγωδία, αναγεννούσαν διαρκώς εργατικά-λαϊκά, δημοκρατικά, αντιιμπεριαλιστικά κινήματα μεγάλου κοινωνικού εύρους και πολιτικού δυναμισμού, ιδιαίτερα μετά τη δεύτερη ριζοσπαστική τομή του Πολυτεχνείου και της μεταπολίτευσης. Όμως, οι στρατηγικές ανεπάρκειες της Αριστεράς δεν επέτρεψαν την ηγεμονία των επαναστατικών τάσεων στο ευρύτερο δημοκρατικό αντιιμπεριαλιστικό ρεύμα, που αργά αλλά σταθερά αφομοιωνόταν – ακολουθώντας τις σημαίες του ρεφορμισμού και του μικροαστικού πατριωτισμού. Κυριότερος πολιτικός εκπρόσωπος αυτού του μεγάλου ρεύματος υπήρξε αρχικά η Ένωση Κέντρου και στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ. Συνολικά, το αποτέλεσμα όλης της μετεμφυλιακής περιόδου (ουσιαστικά όλης της περιόδου μετά τη δεκαετία του ’30) ήταν ότι το ευρύτερο αριστερό κίνημα, παρά το δυναμισμό και τον ηρωισμό του, είχε χαρακτήρα πολύ περισσότερο «πολιτικό»-δημοκρατικό και πολύ λιγότερο «ταξικό»-αντικαπιταλιστικό.
Η ένταξη στο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο, το 1980, αναβαθμίζει τη θέση της ελληνικής αστικής τάξης στα Βαλκάνια και στο διεθνή καταμερισμό εργασίας – αυξάνει την ισχύ της απέναντι στον εσωτερικό εχθρό. Ωστόσο, αυτή η αναβάθμιση συμπίπτει με μια περίοδο εντεινόμενων κρισιακών φαινομένων στην παγκόσμια οικονομία – την περίοδο του στασιμοπληθωρισμού, της εκτόξευσης του εξωτερικού χρέους και του πρώτου κύματος των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων επί Ρίγκαν και Θάτσερ. Το γεγονός αυτό αναγκάζει τον ελληνικό καπιταλισμό να μπει κι αυτός, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, σε τροχιά γρήγορων αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων. Η ελληνική ολιγαρχία βιάζεται σ’ αυτή τη φάση να σαρώσει τα «ξεπερασμένα κατάλοιπα» (ουσιαστικά, τις ιστορικές κατακτήσεις του ΕΑΜικού μπλοκ και των αγώνων της μεταπολίτευσης) που εμποδίζουν την απογείωσή της, χωρίς εν τω μεταξύ να έχει καταφέρει να ολοκληρώσει ποτέ κάτι ανάλογο με το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας.
Αυτό είναι το βασικό περιεχόμενο της περίφημης «δεύτερης μεταπολίτευσης» και του «εκσυγχρονισμού», που οδηγούν στο πολιτικό λιντσάρισμα του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, στον ευνουχισμό και την τελική υποταγή του, με την «πρωτοπόρα» συμβολή τής ταξικά εκφυλισμένης Αριστεράς την περίοδο της «κάθαρσης» και των συγκυβερνήσεων Τζαννετάκη και Ζολώτα.
Ύστερα από έναν αιώνα αλλεπάλληλων εξωτερικών περιπετειών και εσωτερικής πολιτικής ανωμαλίας, ο ελληνικός καπιταλισμός συντονίζεται, στη δεκαετία του ’90, πιο σταθερά με το βηματισμό του παγκόσμιου συστήματος. Ολοκληρώνει σε ένα βαθμό (αν και όχι πλήρως) την εκκαθάριση του εδάφους του από μια σειρά ιστορικών ιδιομορφιών που εμπόδιζαν την ανάπτυξή του. Αυτή τη δυναμική εκφράζει και στη σημερινή φάση η σημαία της κυβέρνησης για ρήξεις και τομές με τα συμφέροντα «κλειστών ομάδων».
Έτσι, ο ελληνικός καπιταλισμός αποτελεί πλέον όχι περιφερειακό, «καθυστερημένο» τμήμα του συστήματος, αλλά οργανικό στοιχείο, έστω και δεύτερης ταχύτητας, του πυρήνα της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης στα συγκεκριμένα δημογραφικά, οικονομικά και γεωπολιτικά του όρια. Αυτό το «κεκτημένο» είναι το σταθερό εφαλτήριο για εξορμήσεις στην άμεση ζώνη επέκτασής του – κατά κύριο λόγο στα Βαλκάνια, τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες και τη Μέση Ανατολή. Εξορμήσεις, που ώς τα σήμερα δεν έχουν επιφέρει τα αναμενόμενα στρατηγικά αποτελέσματα, τόσο εξαιτίας των εσωτερικών προβλημάτων στη λειτουργία της αγοράς των ανατολικών χωρών, όσο και της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων στην περιοχή σε σχέση με το «ειδικό βάρος» του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού.
Η αστικοποίηση, η συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού και η εισβολή των καπιταλιστικών σχέσεων στο χωριό, παρά την ορισμένη υστέρησή τους, δεν διαφοροποιούνται ποιοτικά από τη γενική εξέλιξη στις χώρες της πρώτης ταχύτητας. Πλάι στους παραδοσιακούς κινητήρες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα (ναυτιλία, κατασκευές, τουρισμός) αναπτύσσονται νέοι βιομηχανικοί κλάδοι στρατηγικής σημασίας. Οι τομείς των τηλεπικοινωνιών, της φαρμακευτικής βιομηχανίας και των υπηρεσιών γνωρίζουν αλματώδη εξέλιξη, ενώ η συρρίκνωση και μετακόμιση σε άλλες χώρες παραδοσιακών κλάδων της μεταποίησης (κλωστοϋφαντουργία, ναυπηγοεπισκευαστικές δραστηριότητες, χαλυβουργία κ.α.) επίσης ακολουθούν τις γενικές τάσεις του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου. Η μετατροπή της Ελλάδας από χώρα εξαγωγής μεταναστών σε χώρα υποδοχής προσφέρει νέες ευκαιρίες κερδοφορίας στο ελληνικό κεφάλαιο και αποτυπώνει ανάγλυφα τη διεθνή του αναβάθμιση.
Ο διαρκής ανταγωνισμός της ελληνικής αστικής τάξης με την τουρκική, που παίρνει νέες μορφές μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στις φιλοδοξίες της. Αξιοποιώντας την αναβαθμισμένη στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέση της, η ελληνική ολιγαρχία επιδιώκει ένα οριστικό κλείσιμο των εκκρεμοτήτων με την Τουρκία, θεωρώντας ότι βρίσκεται σε θέση σχετικής ισχύος, μετά και την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ (από εδώ και η πιο διαπραγματευτική θέση της Αθήνας και της Λευκωσίας στην τελευταία εμπλοκή με το σχέδιο Ανάν). Ωστόσο, η τουρκική ολιγαρχία δεν έχει λόγο να προχωρήσει σε έναν «ιστορικό συμβιβασμό» τη στιγμή που οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή (και κυρίως στο Ιράκ, με τη ντε φάκτο αυτονόμηση των Κούρδων) εγγράφουν σοβαρές απειλές για την ίδια, ενώ η ευρωπαϊκή προοπτική της κάθε άλλο παρά δεδομένη μπορεί να θεωρηθεί. Από αυτή την άποψη, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος επεισοδίων τύπου Ιμίων στο Αιγαίο, ή άλλων κρίσεων στην Κύπρο ή και τη Θράκη, που θα δώσουν στην Τουρκία τη δυνατότητα, ποντάροντας στα ισχυρά της χαρτιά (τη γεωστρατηγική θέση και τη στρατιωτική της υπεροχή) να αποκομίσει κέρδη στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο.
Οι κίνδυνοι αυτοί μεγαλώνουν καθώς ο αμερικανικός παράγοντας, στον ανταγωνισμό του με τον ευρωπαϊκό, δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήσει ελεγχόμενες κρίσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις (όπως και στα Δυτικά Βαλκάνια) για να ενισχύσει τον επιδιαιτητικό του ρόλο και τα προγεφυρώματά του στην περιφέρεια του ευρωπαϊκού κέντρου. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες εξελίξεις και κυρίως η εντυπωσιακά γρήγορη ανάπτυξη ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού-αντιιμπεριαλιστικού ρεύματος στη σημερινή Τουρκία (που από ορισμένες απόψεις θυμίζει τη δική μας μεταπολίτευση) δίνουν ώθηση στις αριστερές, διεθνιστικές δυνάμεις και στις δύο πλευρές του Αιγαίου να συγκροτήσουν κοινό μέτωπο εναντίον των εξωτερικών τυχοδιωκτισμών και του κινδύνου ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία ιστορική κοινωνική και πολιτική οπισθοδρόμηση και τους δύο λαούς.
2. Ο αστικός συνασπισμός εξουσίας
Οι τομές του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στην παραγωγική διαδικασία, στην οργάνωση της εκμετάλλευσης και του ανταγωνισμού σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, επιδρούν στο «εποικοδόμημα» και ειδικά στο αστικό κράτος, που με τη σειρά τους, ειδικά στη φάση που διανύουμε, αντεπιδρούν στην παραγωγική «βάση». Μέσα από την κρίση του Κράτους Πρόνοιας αναπτύσσεται ένας ευρύτερος, αντιδραστικός συνασπισμός εξουσίας της αστικής τάξης, με πυρήνα του το μεταλλαγμένο κράτος-επιτελείο πολιτικής και στρατηγικής του κεφαλαίου.
Ήδη, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, το Κράτος Πρόνοιας, ως μορφή αστικού κράτους του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού/ύστερου ιμπεριαλισμού, μπαίνει σε πολλαπλή κρίση. Ειδικά, μπαίνει σε κρίση ο αστικός κρατικός προγραμματισμός (με την κρίση του 1972-’73 αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να αποτρέψει τις οικονομικές κρίσεις, ενώ με τη μετέπειτα διαρκή ύφεση αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί ούτε την καπιταλιστική ανάπτυξη), ενώ και η λειτουργία των δημόσιων ή κρατικά ελεγχόμενων επιχειρήσεων χάνει τον προωθητικό ρόλο της και μετατρέπεται σε βαρίδι για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου (οι δημόσιες επιχειρήσεις υπερχρεώνονται, απαρχαιώνονται, υπερδιογκώνονται κλπ.). Η δεύτερη πλευρά του Κράτους Πρόνοιας που μπαίνει σε κρίση είναι η «κοινωνική πλευρά» του, το «αριστερό χέρι του κράτους» σύμφωνα με τον Πιερ Μπουρντιέ (με πιο χαρακτηριστική έκφραση την καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων και τη συνεπακόλουθη κατάρρευσή τους). Σε τροχιά κρίσης μπήκαν και η πολιτική οργάνωση των διεθνών σχέσεων, το αστικό πολιτικό σύστημα, το κομματικό μοντέλο κ.α. Θεμέλιο αυτής της πολλαπλής κρίσης είναι η μετάβαση προς τη σημερινή εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού όπου κυριαρχεί ο βίαιος σφετερισμός της αξίας της εργατικής δύναμης, τα απανωτά προγράμματα λιτότητας και η ανάγκη ενίσχυσης του ταξικού ρόλου του κράτους. Η κυριότερη συνέπεια όλων των παραπάνω (και όσων έχουμε περιγράψει στα προηγούμενα κεφάλαια) είναι ότι από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 – αρχές του ’70, μπαίνει σε κρίση η ιδιαίτερη λειτουργία του Κράτους Πρόνοιας, η οργάνωση της συναίνεσης των εργαζόμενων μαζών στην ηγεμονία και κυριαρχία του κεφαλαίου. Η συναίνεση αμφισβητείται από τους εργαζόμενους και από τα αριστερά (γαλλικός Μάης και γερμανικό Φθινόπωρο του ’68, παρατεταμένος «ιταλικός Μάης» στη δεκαετία του ’70 κλπ.), αλλά κυρίως από τα δεξιά: Στη δεκαετία του ’80, ο ριγκανισμός-θατσερισμός δίνει επιθετική απάντηση στην κρίση με το σύνθημα «μικρό και ευέλικτο κράτος» και με περιεχόμενο μια αντιδραστική αναμόρφωση των «σχέσεων αστικής εξουσίας».
Τα κυριότερα «εξωτερικά γνωρίσματα» αυτής της αντιδραστικής αναμόρφωσης είναι: Η τάση κατάργησης της διάκρισης των τριών εξουσιών σε όφελος της εκτελεστικής (κυβέρνηση), η απομάκρυνση της τελευταίας από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και η πλήρης αδιαφάνεια, η εκχώρηση αρμοδιοτήτων του έθνους-κράτους στους υπερεθνικούς θεσμούς, η σύγκλιση και η επακόλουθη κρίση των πολιτικών κομμάτων του συστήματος, η εκτρωματική ενίσχυση του «σκληρού κράτους» (αστυνομία, στρατός, μυστικές υπηρεσίες συνδυάζονται μεταξύ τους, ταυτόχρονα, παίζουν «νόμιμα» άμεσο πολιτικό ρόλο), η εμφάνιση και στερέωση του «βελούδινου κράτους» –των ΜΜΕ, της «Τηλεξουσίας» και γενικότερα του μηχανισμού πολιτιστικής κυριαρχίας, όπως οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, η Εκκλησία κ.α.–, η μεθοδική «αποκέντρωση» οικονομικών, πολιτικών και κατασταλτικών λειτουργιών του κράτους με την ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και η εκχώρηση «κρατικών αρμοδιοτήτων» σε κοινωνικούς φορείς (συνδικάτα, σύλλογοι κ.α.). Καθένα από αυτά πρέπει να μελετηθεί βαθύτερα. Όλες οι παραπάνω πτέρυγες συνεργάζονται μόνιμα, συμπλέκονται, ενοποιούνται διατηρώντας τη σχετική τους αυτοτέλεια (και τον ανταγωνισμό τους) «κάτω από τις διαταγές» της εθνικής κυβερνητικής-εκτελεστικής εξουσίας. Έτσι βγαίνει στην επιφάνεια και ενισχύεται η κύρια ταξική πλευρά του αστικού κράτους, η περιφρούρηση της ατομικής ιδιοκτησίας που μπαίνει σε βαθιά κρίση σε όλες τις μορφές της. Παράλληλα, η κρίση της «πανκοινωνικής λειτουργίας» του κράτους οδηγεί στην ανάγκη οργάνωσης μιας νέου τύπου συναίνεσης εργαζόμενων και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων στη βάση της «προάσπισης» των ατομικών, κατακερματισμένων συμφερόντων και της «αντιτρομοκρατικής ασφάλειας». Εδώ, κρίσιμο ρόλο παίζει κυρίως τη βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης και η βιομηχανία των «ατομικών» αξιών και οραμάτων.
Πυρήνας του αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας της αστικής τάξης είναι το κράτος-επιτελείο πολιτικής και στρατηγικής του κεφαλαίου για τη γενική ρύθμιση της διευρυμένης αναπαραγωγής, την αντιμετώπιση της εξάντλησής της, τη ρύθμιση της αγοράς και την αντιμετώπιση των άλλων κρατών-ανταγωνιστών στο διεθνή καταμερισμό. Ενισχύεται αποφασιστικά η πολιτική, άμεσα καταπιεστική πλευρά του κράτους. «Ο βασιλιάς εμφανίζεται γυμνός», σκληρός και ταξικός. Ενισχύεται, όπως δείξαμε, ο πολιτικός ρόλος του κράτους, η εξωοικονομική βία, ειδικά στη σημερινή φάση. Αυτή η τάση βρίσκεται πίσω από το σύνθημα για «επανίδρυση του κράτους» και τις προσπάθειες της κυβέρνησης Καραμανλή, όπως και πίσω από την «ανανέωση» του μεταλλαγμένου ΠΑΣΟΚ.
Ο αντιδραστικός συνασπισμός εξουσίας εσωτερικοποιεί στη λειτουργία του το ρόλο των διεθνών οργανισμών στους οποίους συμμετέχει. Τα εθνικά κράτη δημιούργησαν και στηρίζουν τους διεθνείς οργανισμούς του κεφαλαίου, όπως την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, ιδιαίτερα στη σημερινή φάση των συνολικών κρισιακών φαινομένων και της πολιτικής τρομοκρατίας ενισχύεται η ιδιαίτερη πολιτική στήριξη των εθνικών κρατών από τα υπερεθνικά όργανα του κεφαλαίου. Θεμελιώδης πολιτικός στόχος των διεθνικών ιμπεριαλιστικών θεσμών είναι η αποφασιστική στήριξη του κάθε φορά ξεχωριστού έθνους-κράτους για να ανταποκριθεί στο βασικό καθήκον του, στη διατήρηση της κλονιζόμενης κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης. Για να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι από την πολιτική παρέμβαση των εργαζόμενων, η προοπτική κάθε ριζικής, αντικαπιταλιστική ανατροπής και επανάστασης σε μια χώρα. Για να μην «σπάσει ο αδύνατος κρίκος της αλυσίδας» στο επίπεδο ενός έθνους-κράτους. Παρά τις προσπάθειες της καπιταλιστικής διεθνοποίησης-«παγκοσμιοποίησης» και όσα υποστηρίζουν οι απολογητές της, στις συνθήκες της κρίσης του «πανκοινωνικού ρόλου» του κράτους και της έντασης της ανισομετρίας και των ανταγωνισμών, η τάση του εθνικού «αδύνατου κρίκου» αναπτύσσεται μακροπρόθεσμα με νέους τρόπους. Από αυτή την άποψη, με τη συμμετοχή στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς ενισχύεται και δεν αποδυναμώνεται η κύρια αποστολή του αστικού κράτους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το πεδίο του έθνους-κράτους, όχι μόνο παραμένει, αλλά αναβαθμίζεται ως το αποφασιστικό «επιτελείο» της κοινωνικής και πολιτικής τάξης και αυτή είναι η αιτία και η βαθύτερη εσωτερική συνάφεια του αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας. Από την άλλη, παρ’ όλες τις δυσκολίες που βάζει ο τελευταίος, η πάλη για την ανατροπή του και την επανάσταση σε κάθε ξεχωριστή χώρα αναδεικνύεται με νέους τρόπους σε άμεσα καθοριστικό πεδίο για τη διεθνιστική επαναστατική προοπτική.
3. Οι δυνάμεις του αστικού πολιτικού συστήματος
Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων έχουν επιφέρει σοβαρές μεταβολές και στο χαρακτήρα των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων – μεταβολές που επίσης οφείλουμε να λάβουμε υπόψη στη χάραξη μιας μάχιμης πολιτικής γραμμής.
Η Νέα Δημοκρατία διατηρεί και εκσυγχρονίζει την ταξική φυσιογνωμία της, ως κόμμα μεγαλοαστικού χαρακτήρα, με πλατιά υποστήριξη από μικροαστικά και ανώτερα ενδιάμεσα στρώματα, με παράλληλη προσπάθεια διεύρυνσης προς ένα κοινωνικό μπλοκ των πιο «δυναμικών» ενδιάμεσων μισθωτών στρωμάτων και του ρεύματος των «εξατομικευμένων» επιδιώξεων μέσα στους εργαζόμενους και στη νεολαία, αλλά και σε τμήματα των πιο αποδιαρθρωμένων λαϊκών και εργατικών τμημάτων. Είναι ο ένας βασικός πολιτικός εκπρόσωπος του παραδοσιακού ελληνικού βιομηχανικού και τραπεζιτικού κεφαλαίου, όπως αυτό μετασχηματίζεται στα πλαίσια των νέων μορφών οργάνωσης των καπιταλιστικών σχέσεων και της διαπλοκής με το διεθνή ιμπεριαλισμό, κατά προτεραιότητα με το ευρωπαϊκό του κέντρο. Η μακρά παραμονή εκτός κυβερνητικής εξουσίας και το γεγονός ότι ήταν το ΠΑΣΟΚ που διαχειρίστηκε, κατά κύριο λόγο, την κρίσιμη καπιταλιστική αναδιάρθρωση, από τη μια αποδυνάμωσε σχετικά και προσωρινά τη ΝΔ στα πιο ανερχόμενα τμήματα του σύγχρονου κεφαλαίου, ενώ από την άλλη τη βοήθησε να δημιουργήσει σημαντικά αλλά ασταθή προγεφυρώματα και σε ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης του ιδιωτικού, κυρίως, αλλά και του δημόσιου τομέα, των καταπιεζομένων και της νεολαίας. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε και στην εμφάνιση μιας τάσης «λαϊκής Δεξιάς», μέσα στις γραμμές της, που κυρίως συμπληρώνει και μόνο δευτερευόντως αντιπαρατίθεται στο κυρίαρχο μεγαλοαστικό-νεοφιλελεύθερο ρεύμα της, με έντονη ροπή προς σκληρά αστυνομικές, ξενοφοβικές και ακροδεξιές αντιλήψεις. Το ενδεχόμενο να οδηγήσει η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης από τη Νέα Δημοκρατία σε ρήγματα που θα τροφοδοτήσουν, στο μέλλον, μια πολύ πιο μαζική και «σοβαρή» ακροδεξιά απ’ ό,τι καταφέρνει σήμερα ο Καρατζαφέρης, δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ακόμη περισσότερο τα προβλήματα και η κρίση στην Εκκλησία άφησαν ένα κενό στην ιδεολογική εκπροσώπηση του «θυμωμένου λαϊκού συντηρητικού κοινού» που μπορεί να τροφοδοτήσει ακροδεξιά ρεύματα.
Το σημερινό ΠΑΣΟΚ είναι το άλλο βασικό αστικό κόμμα, λαϊκής και εργατικής όμως κατά κύριο λόγο υποστήριξης, με ιδιαίτερη επιρροή στα νέα ενδιάμεσα μισθωτά στρώματα, που μαζί με εξαγορασμένα εργατικά στοιχεία, συγκροτούν την ιδιόμορφη ελληνική εργατική και συνδικαλιστική «αριστοκρατία». Τα αποκρυσταλλωμένα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του εκφράζουν την εξυπηρέτηση των μεγαλοαστικών συμφερόντων με προνομιακούς, αλλά όχι και μόνιμους, δεσμούς με τα πιο ευνοημένα τμήματα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Το ΠΑΣΟΚ παρακολουθεί και συντάσσεται (όχι πια με διαφορά φάσης) με τη γενικότερη οριστική μετάλλαξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, από το ρεφορμισμό των συλλογικών εργατικών διεκδικήσεων στον σοσιαλφιλελευθερισμό των ατομικών (περισσότερο φαντασιακών παρά πραγματικών) δυνατοτήτων κοινωνικής ανέλιξης. Η μακρά παραμονή του στην εξουσία γιγάντωσε τη διαπλοκή του με το κράτος, το κεφάλαιο, (ιδιαίτερα με νέα, δυναμικά ανερχόμενα και διεθνοποιημένα τμήματά του) και τον εξωτερικό παράγοντα. Δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ωστόσο το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ διατηρεί ακόμη, με πολύ δεξιότερους όρους απ’ ό,τι στο παρελθόν, οργανικούς δεσμούς πολιτικής εκπροσώπησης με το μεγαλύτερο τμήμα της εργατικής τάξης, τόσο στον δημόσιο τομέα, που αποτελεί και το αριθμητικά σοβαρότερο κομμάτι του σημερινού συνδικαλιστικού κινήματος, όσο και σε βασικούς κλάδους του ιδιωτικού τομέα. Οι δεσμοί αυτοί με την εργατική τάξη σφυρηλατήθηκαν με βάση την αξιοποίηση των συνθημάτων, των εμπειριών, αλλά κυρίως των αντιφάσεων και της μακράς μικροαστικής διαπαιδαγώγησης της Αριστεράς, κυρίως στην πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης. Ιδιαίτερο κοινωνικό όχημα για την ηγεμονία στη σύγχρονη εργατική τάξη, αποτέλεσε και αποτελεί ακόμα, σε ένα βαθμό, η επιρροή του στα μισθωτά στρώματα μικροαστικής και ενδιάμεσης κοινωνικής συγκρότησης και στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ωστόσο, αυτοί οι δεσμοί με τη σύγχρονη εργατική τάξη μπαίνουν σε δοκιμασία καθώς η συναίνεση στις ακραίες αντεργατικές πολιτικές πληρώνεται με διασπάσεις στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και αποσυσπείρωση της οργανωμένης βάσης. Επιπλέον, η δεξιά μετάλλαξή του αφήνει κενά πολιτικής εκπροσώπησης στα αριστερά του, από τα οποία αδυνατεί να ωφεληθεί έστω και στο ελάχιστο η κοινοβουλευτική Αριστερά λόγω στρατηγικής ανεπάρκειας και πολιτικών επιλογών (από το μεγάλο ρήγμα της κυβέρνησης Τζαννετάκη μέχρι τις σημερινές επιλογές του ΣΥΝ και με άλλο τρόπο του ΚΚΕ). Σε αντίθεση με τη Νέα Δημοκρατία, η βασική πολιτική πίεση στο χώρο του ΠΑΣΟΚ ασκείται όχι από τα δεξιά αλλά από τα αριστερά, χωρίς να αποκλείεται στο μέλλον η αναβίωση, εντός ή εκτός ΠΑΣΟΚ, πολιτικών μορφών ενός σοσιαλδημοκρατικού ή και πιο μαχητικού ρεφορμισμού. Η προσπάθεια για κοινή αγωνιστική δράση με την εργατική-λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ και η αποδέσμευση, μεσοπρόθεσμα, σημαντικών δυνάμεών του σε αντικαπιταλιστική πολιτική προοπτική, αποτελεί αναγκαία κατεύθυνση για την οικοδόμηση ενός ισχυρού ταξικού αριστερού πόλου που θα υπερβαίνει τα ιστορικά όρια της μεταπολιτευτικής Αριστεράς.
Ο Συνασπισμός είναι μικροαστικό κόμμα, με βασική υποστήριξη από τα νέα μικροαστικά ή μεσαία μισθωτά στρώματα, ιδίως της διανοητικής εργασίας, και από ορισμένα αντίστοιχα τμήματα που προσεγγίζουν ή εντάσσονται στη σύγχρονη εργατική τάξη. Επιδιώκει να καλύψει το κενό μιας «σοβαρής» ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, σε μια εποχή όπου το ΠΑΣΟΚ στρέφει το βλέμμα στις κορυφές του πιο αμερικανικού, φιλελεύθερου παραδείγματος. Πολιτικά, είναι διχασμένος ανάμεσα στη στρατηγική της Κεντροαριστεράς, που μοιραία τον οδηγεί σε πολιτική ουράς έναντι του ΠΑΣΟΚ και στη στρατηγική της Παναριστεράς, που κινδυνεύει, αντί να του προσφέρει ακροατήριο στο ΚΚΕ, να οδηγήσει τμήμα της επιρροής του στο «μεγαλύτερο αδελφό» της Αριστεράς, στην κατεύθυνση μιας νέας αυταπάτης για ένα πιο ενισχυμένο κοινοβουλευτικό ποσοστό. Οι αριστερόστροφες διαφοροποιήσεις του, κυρίως σε επίπεδο ύφους και δευτερευόντως σε επίπεδο πολιτικής ουσίας, μετά την πρόσφατη αλλαγή ηγεσίας του, ανοίγουν ένα παράθυρο αντικαπιταλιστικής επικοινωνίας με τα εργατικά τμήματα της βάσης του, ευρύτερα, κοινής δράσης και πολιτικού διαλόγου. Σε στρατηγικό επίπεδο όμως υπερκαθορίζονται από τη θεμελιακή επιλογή για υποστήριξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, από τη μη αμφισβήτηση του καπιταλισμού ως προσπελάσιμου ιστορικού ορίζοντα της ανθρωπότητας και από τη λογική της «ενότητας στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή», που σημαίνει τελικά –και ανεξάρτητα από προθέσεις– προσαρμογή στην πιο «αριστερή» παραλλαγή της αστικής πολιτικής («σοσιαλισμός με δημοκρατία» αλλά χωρίς επανάσταση και εργατική εξουσία, αστικός κοινοβουλευτισμός).
Το ΚΚΕ, ως προς τα κυρίαρχα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του, είναι κόμμα μικροαστικής ηγεμονίας και εργατικής-λαϊκής υποστήριξης, με έμφαση στα εργατικά και μεσαία στρώματα καθοδικής κοινωνικής κινητικότητας, που θίγονται πιο πολύ από τις αναδιαρθρώσεις. Η ίδια η ιστορία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και ο ρόλος του ΚΚΕ σε αυτήν, οι ιδιαίτερες εξάρσεις και κυρίως οι αντιφάσεις των αγώνων του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος της χώρας μας, καθορίζουν την αίγλη και τα όρια του ΚΚΕ. Άλλωστε αυτά δεν επέτρεψαν και τη μεταμόρφωσή του σε κόμμα του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» όπως έγινε σε πολλές χώρες. Η διατήρηση μιας σχηματικής αλλά «κομμουνιστικής» ταυτότητας σε επίπεδο συμβόλων και ορισμένων ιδεολογικών εξαγγελιών (όχι όμως σε επίπεδο θεωρητικού πολιτισμού, πολιτικού προγράμματος και πράξης) τη δύσκολη εποχή της ιδεολογικής παρανομίας της κομμουνιστικής Αριστεράς μετά την κατάρρευση, του χάρισε ένα μεγάλο βαθμό συνοχής και την υποστήριξη σημαντικού τμήματος αριστερών με επαναστατικές διαθέσεις, εξαιτίας και των αδυναμιών και αντιφάσεων της επαναστατικής Αριστεράς.
Ωστόσο, η άρνηση της αναγκαιότητας μιας συνολικής κομμουνιστικής επανίδρυσης, η επίμονη άρνηση αυτοκριτικής, η προσήλωσή του στη στρατηγική των χρεοκοπημένων και αστικά μεταλλαγμένων «σοσιαλιστικών» καθεστώτων το οδηγούν στην αυτάρκεια, στην ακραία πολιτική και θεωρητική περιχαράκωση. Οδηγούν στην άρνηση του σημερινού περιεχομένου της αντικαπιταλιστικής πάλης και μια επαναστατικής τακτικής αποδέσμευσης ευρύτερων δυνάμεων από την αστική πολιτική, στο σεχταρισμό στο μαζικό κίνημα και την πολιτική και ιδιαίτερα στην εχθρότητα απέναντι στα εγχειρήματα της εργατικής και κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο την ποσοτική εξασθένισή του, αλλά και την ποιοτική υποβάθμιση των δεσμών του με τις μάζες τις οποίες επιδιώκει να «εκπροσωπεί» πολιτικά.
Η πίεση της ίδιας της πραγματικότητας, αλλά και των καλύτερων επεξεργασιών και δράσεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, έχει τον αντίκτυπό της στο χώρο του ΚΚΕ, που είναι πολύ λιγότερο «μονολιθικός» απ’ όσο συνήθως πιστεύεται. Αν και η κύρια πίεση που δέχεται άμεσα ο οργανωμένος κορμός του εξακολουθεί να είναι προς το παρόν από τα δεξιά, παραμένει γεγονός ότι στο χώρο του ΚΚΕ και της ευρύτερης επιρροής του βρίσκεται ένα σημαντικό τμήμα δυνάμεων που από ταξική, ιστορική και πολιτική σκοπιά είναι ευαίσθητες στο εγχείρημα της κομμουνιστικής επανίδρυσης.
Το ΚΚΕ και γενικότερα το ρεύμα του μαχητικού, «κομμουνιστικού» ρεφορμισμού έχει σφυρηλατήσει, μέσα από μακρόχρονη ιστορική διαμόρφωση, τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του: Την πολιτική και στρατηγική συνεργασία με μη ευνοημένα, θιγόμενα τμήματα των αστικών τάξεων ενάντια στον «κύριο εχθρό», την ηγεμονική πυραμίδα των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Στις νέες συνθήκες, όπου υποβαθμίζεται ο ιδιαίτερος ρόλος και η όποια αντίσταση αυτών των δυνάμεων, το ΚΚΕ οδηγείται σε δυο κατευθύνσεις: Από τη μια μεριά σε ορισμένες ριζικές, για τα μέτρα του, αριστερές αναπροσαρμογές με επίκεντρο το κοινωνικό ζήτημα και την εργατική τάξη. Από την άλλη μεριά, παρά την παταγώδη διάψευση και ήττα αυτής της πολιτικής, στην άρνηση και καταπολέμηση, ακόμα πιο επίμονα (και ταυτόχρονα πιο ευέλικτα), του αντικαπιταλιστικού ταξικού πολιτικού περιεχομένου.
Στην πραγματικότητα, ο κυρίαρχος κοινωνικός και ιδεολογικός χαρακτήρας του σημερινού ΚΚΕ (αντικειμενικά και ανεξάρτητα από προθέσεις) είναι να δρα ως βασικός μοχλός, ως ιδιόμορφο, ακραίο αριστερό χαράκωμα για την ταξική και ιδεολογική ηγεμόνευση και καθήλωση των δυνάμεων της επαναστατικής και κομμουνιστικής χειραφέτησης, μέσα στο «παλιό» εκμεταλλευτικό σύστημα.
Από αυτή την άποψη, δυνάμεις της ανεξάρτητης αριστεράς και το ΝΑΡ δίκαια αντιμάχονται τη δορυφοροποίηση γύρω από την καθεστωτική Αριστερά, αλλά αυτό φυσικά δεν αρκεί. Κυρίως θα πρέπει να προβάλλουν την πρόταση και την πρακτική της αντικαπιταλιστικής εργατικής πολιτικής ενότητας και της κομμουνιστικής πολιτιστικής αναζήτησης, αντιπαράθεσης και επαναθεμελίωσης, χωρίς ισοπεδωτισμούς, απέναντι στους αγωνιστές που κινούνται στο χώρο του ΚΚΕ και ευρύτερα του ιδιόμορφου κομμουνιστικού ρεφορμισμού της εποχής μας. Θα πρέπει σ’ αυτά τα πλαίσια να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τις δικές τους τάσεις αμυντικής αντανακλαστικής περιχαράκωσης, βιαστικών ιστορικών και πολιτικών αφορισμών και «εύκολης» πολιτιστικής και πολιτικής υποτίμησης, απέναντι στις δυνάμεις που προσβλέπουν σε αυτό. Θα πρέπει κυρίως να αντιπαραθέσουν στο ιστορικά κραυγαλέο έλλειμμα στρατηγικής και τακτικής αυτού του χώρου, ένα συνολικό πρόγραμμα επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής.
Κεφάλαιο Β΄
Κομμουνιστικό πρόγραμμα
Επαναστατική στρατηγική και τακτική
ΤΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΡΕΥΜΑΤΑ
1. Η διαλεκτική σχέση επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής
Τ |
ο πρόγραμμα ενός εργατικού κόμματος καλείται να αποκρυσταλλώσει σε συγκεκριμένη στρατηγική και τακτική την επαναστατική δυναμική των αντιθέσεων της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής. Στόχος του δεν είναι μια «έφοδος στον ουρανό» από τη σκοπιά ενός ουτοπικού ηθικολόγου σοσιαλισμού, αλλά η μαχόμενη-υλιστική «κατάκτηση του ουρανού με τ’ άστρα πάνω στη Γη». Είναι ο θεωρητικός και πολιτικός επανεξοπλισμός μιας Αριστεράς που βλέπει τον κομμουνισμό, όχι ως ιδεατή κοινωνική αρχιτεκτονική ενός απρόσιτου μέλλοντος, αλλά ως «το πραγματικό κίνημα που αλλάζει την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων», στην κατεύθυνση της αταξικής κοινωνίας των ελεύθερα αυτοδιαχειριζόμενων παραγωγών. Αυτό σημαίνει ότι η χάραξη στρατηγικής-τακτικής δεν μπορεί να είναι μια «ελεύθερη», καθαρά υποκειμενική πράξη, ένα αυθαίρετο «πολιτικό πρόταγμα» της επαναστατικής πρωτοπορίας. Αν η τελευταία θέλει οι προγραμματικές της ιδέες να γίνουν υλική δύναμη κατακτώντας τις μάζες, οφείλει να «ανακαλύψει», να επεξεργαστεί και να συμπυκνώσει το συγκεκριμένο συνδυασμό στρατηγικής-τακτικής που έχει αντικειμενικά ανάγκη η ίδια η μισθωτή εργασία, στη συγκεκριμένη εποχή, στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και στη συγκεκριμένη χώρα.
▪ H στρατηγική μιας επαναστατικής οργάνωσης οριοθετεί το σκοπό της ύπαρξής της, τους ανώτερους τελικούς στόχους της τάξης την οποία εκφράζει, τις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν συμφέρον να τους κατακτήσουν, το χαρακτήρα της επανάστασης και τις μορφές του επαναστατικού περάσματος. Αποτελεί την καθοριστική πλευρά στην πολιτική ταυτότητα και στη θεωρητική και πολιτική πρακτική της οργάνωσης και του ταξικού εργατικού κινήματος, το πιο «μόνιμο» στοιχείο τους στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής. Περιγράφει το γενικό καθοριστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λύνονται αποφασιστικά, καθολικά και με μη αντιστρεπτό τρόπο τα βασικά επαναστατικά καθήκοντα για το πέρασμα σε μια ανώτερη βαθμίδα κοινωνικής οργάνωσης.
▪ Η επαναστατική τακτική αναδεικνύει τα συγκεκριμένα, σε κάθε ιστορική περίοδο, κεντρικά μέτωπα των εργατικών και ευρύτερων λαϊκών-δημοκρατικών συγκρούσεων για την ουσιαστική, υλική βελτίωση των όρων ζωής και πάλης των εργαζόμενων, με συνολική κατεύθυνση τον κλονισμό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και γενική επιδίωξη την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, δηλαδή, την υλική, μαζική προσέγγιση και πραγματοποίηση της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης. Αποτελεί το πολιτικά αποφασιστικό στοιχείο του προγράμματος, υπηρετώντας τη συγκέντρωση των επαναστατικών δυνάμεων, την πολιτική τους ωρίμανση και συνειδητοποίηση μέσα από την ίδια τους την πείρα, αλλά και την υλική συγκρότηση θεσμών και οργάνων της εργατικής πολιτικής, τη συγκρότηση έστω και σε εμβρυακό επίπεδο, μορφών της εργατικής επαναστατικής εξουσίας και προοπτικής. Είναι το πιο «ευέλικτο» στοιχείο του προγράμματος, καθώς παίρνει υπόψη τους συσχετισμούς της εκάστοτε ιστορικής περιόδου, τα κυρίαρχα κάθε φορά ζητήματα στην ημερήσια διάταξη και δεν απορρέει αυτόματα από κάποιο, μια για πάντα δοσμένο, επαναστατικό «μπίζνες πλαν».
▪ Η σχέση επαναστατικής στρατηγικής – επαναστατικής τακτικής του εργατικού κινήματος είναι μια διαλεκτική σχέση ενότητας και αντίθεσης με αντικειμενική βάση, η οποία καθορίζεται από την τάση της ταξικής πάλης να αμφισβητεί, να κλονίζει, να υπερβαίνει, αλλά και από την άλλη πλευρά, να καθηλώνεται από το θεμελιώδη νόμο του καπιταλισμού, το νόμο της αξίας και της σχετικής εξαθλίωσης, από τους γενικότερους νόμους της καπιταλιστικής κυριαρχίας και να «υποτάσσεται» σε αυτούς.
Η ενότητα, η σύνδεση ανάμεσα στην επαναστατική στρατηγική και τακτική, καθορίζεται τελικά από την ενότητα των σημερινών, επιτακτικών αναγκών και βασικών συμφερόντων της εργασίας με τα επαναστατικά και κομμουνιστικά τους συμφέροντα. Η επαναστατική τακτική εκπροσωπεί σε κατώτερο επίπεδο, αυτά τα βασικά συμφέροντα της εργασίας «στο σήμερα» και αποτελεί τον αναγκαίο δρόμο προώθησής τους, καθώς και αντικαπιταλιστικής πολιτικής μετατόπισης ευρύτερων δυνάμεων στην κατεύθυνση της επανάστασης. Η μόνιμη αντίθεση ανάμεσα στην επαναστατική στρατηγική και τακτική στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας (αλλά και πέρα από αυτό, στην αντικαπιταλιστική επανάσταση και τον κομμουνισμό), καθορίζεται από τους φραγμούς που βάζουν οι θεμελιώδεις νόμοι του καπιταλιστικού συστήματος. Στα πλαίσια αυτά, οι αντιφάσεις της ταξικής πάλης, η αδυναμία της εργατικής πολιτικής να επιβληθεί ολοκληρωτικά στις συνθήκες της αστικής κυριαρχίας, καθορίζουν τη δεσπόζουσα αντίθεση της τακτικής με τη στρατηγική.
Η προσπάθεια των επαναστατών για την περίφημη, «συγκεκριμένη σύνδεση» στρατηγικής και τακτικής δεν είναι και τόσο απλή υπόθεση, ούτε λύνεται με τη γενική αποδοχή του στρατηγικού προτάγματος ή με τη γενική υποβάθμιση ή απόρριψη της επαναστατικής τακτικής. Προϋποθέτει τη σχετική τους αυτοτέλεια, την αναγνώριση των ορίων που έχει η ενότητά τους και -ιδιαίτερα στη σημερινή ιστορική περίοδο- την κατανόηση της δεσπόζουσας αντίθεσής τους. Προϋποθέτει, επομένως, την αναγνώριση της αναγκαιότητας για σχετική σύνδεση της στρατηγικής και της τακτικής στο σήμερα με την αξιοποίηση στο έπακρο των «υλικών» στοιχείων της ενότητάς τους. Από την άλλη πλευρά επιβάλλει την αναγκαιότητα των μεγάλων επαναστατικών αλμάτων για την ιστορική σύνδεση και ενότητά της, στα πλαίσια της οριστικής νίκης του κομμουνισμού. Αυτή η διαδικασία δεν γίνεται, βέβαια, αυτόματα και υποκειμενικά, ούτε με κάποιο προγραμματικό ή κινηματικό λογάριθμο. Ούτε αρκεί να επαναλαμβάνει κανείς τις γενικές επεξεργασίες του 1ου Συνεδρίου. Αντίθετα, απαιτεί την επεξεργασία μιας σαφούς, διακριτής επαναστατικής τακτικής στην κατεύθυνση αυτής της υπέρβασης, ανατρέποντας το συγκεκριμένο επίπεδο της αντίθεσης και τους συσχετισμούς της περιόδου. Δεν προωθείται από μια διαγώνια «πολιτική γραμμή» που ξεκινάει σήμερα και καταλήγει στον κομμουνισμό.
Η ανάγκη διαρκούς υπέρβασης της δεσπόζουσας αντίθεσης απαιτεί να τοποθετηθεί η σχέση επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής και –με διαφορετικό τρόπο– για κάθε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Αυτή η ανάγκη, επίσης, υπογραμμίζει τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η αυτοτελής προβολή και η υλική επίδραση του στρατηγικού προγράμματος στο παρόν, όπως και τη σημασία που έχει ο γενικότερος ρόλος της κομμουνιστικής πρωτοπορίας. Άρα, και εδώ δεν αρκεί να επαναλαμβάνουμε τις γενικά σωστές διατυπώσεις του 1ου Συνεδρίου ότι «η τακτική για την εργατική πολιτική είναι ο επαναστατικός αγώνας σε κάθε ζήτημα, σε κάθε φάση και η στρατηγική είναι η επανάσταση μέχρι το τέλος».
Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν κάτω από το άγχος να διαχωριστούμε από τις θεωρίες των σταδίων, διατυπώνονται απόψεις, όπως και στο τελικό Σχέδιο Θέσεων, του τύπου: «για την εργατική πολιτική, η αντικαπιταλιστική πάλη και η κομμουνιστική προοπτική δεν είναι ξεχωριστά στάδια», διατηρώντας τη σύγχυση γύρω από τη διαλεκτική εξέλιξη της ταξικής πάλης, τις αναγκαίες ποιοτικές καμπές από το σήμερα στην επαναστατική κατάσταση και τα μεγάλα άλματα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της μετάβασης στον κομμουνισμό. Δεν αρκεί να επαναλαμβάνει κανείς γενικά, σε διάφορους τόνους, την απόρριψη της ρεφορμιστικής τακτικής και στρατηγικής των σταδίων και των «ενδιάμεσων λύσεων» που καθηλώνουν την πάλη στα όρια του συστήματος. Χρειάζεται να επεξεργαστεί συγκεκριμένα την επαναστατική τακτική, να αναδείξει τη συγκεκριμένη σύνδεση και αντίθεσή της με τη στρατηγική στο σήμερα (και με άλλο τρόπο ιστορικά), καθώς και να προωθήσει θεωρητικά και υλικά την αυτοτελή προβολή του στρατηγικού προγράμματος.
Η σχέση ενότητας και αντίθεσης ανάμεσα στη στρατηγική και την τακτική διατηρείται έως την οριστική υπέρβαση της δεσπόζουσας αντίθεσής τους και την οριστική ενοποίησή τους μόνο στο πλαίσιο της νίκης της κομμουνιστικής, διεθνιστικής κοινωνίας. Ωστόσο, ο τρόπος που συνδέονται η στρατηγική και τακτική μεταξύ τους, δεν είναι ίδιος μέσα στον ιστορικό χρόνο: Διαφορετικός είναι, με βάση τα χαρακτηριστικά και τους συσχετισμούς της σημερινής ιστορικής περιόδου, άλλος θα είναι σε περίοδο επαναστατικών γεγονότων ή προεπαναστατικών και πολύ περισσότερο επαναστατικών καταστάσεων. Και ακόμα, ποιοτικά διαφορετική θα είναι η σχέση ενότητας-αντίθεσης ανάμεσα στα τακτικά καθήκοντα και προβλήματα της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης και στα στρατηγικά της Εργατικής Δημοκρατίας και άλλη, πάλι, ανάμεσα στην τελευταία και στο μεγάλο άλμα της Κομμουνιστικής Διεθνιστικής Απελευθέρωσης.
Η διαλεκτική σύνδεση στρατηγικής-τακτικής δεν είναι απλώς μια «ιδέα». Στηρίζεται σε αντικειμενικά και υποκειμενικά, επαναστατικά στοιχεία που αναδεικνύει η σύγχρονη εποχή του καπιταλισμού σε συνδυασμό με τη σημερινή ιστορική περίοδο, αλλά και με τα ειδικά χαρακτηριστικά της νέας φάσης, τα οποία περιγράψαμε. Στην ανατρεπτική, εργατική πλευρά αυτού του συνδυασμού, πρέπει να «ανακαλύψουμε» τη λύση της επαναστατικής σύνδεσης στρατηγικής-τακτικής στις σημερινές συνθήκες.
Μέσα στην «άμεση» πραγματικότητα, υπάρχουν συγκεκριμένες σχέσεις, δυνάμεις, ταξικά εργατικά συμφέροντα και πρακτικές, αντίστοιχα αιτήματα, πολιτικοί στόχοι και διεκδικήσεις, ιδέες, μορφές πάλης και οργάνωσης, που εκπροσωπούν τη βασική πλευρά των εργατικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων (συνηθίζουμε να την χαρακτηρίζουμε ως «αντικαπιταλιστική-ταξική» ή «επαναστατική» τάση ή κατεύθυνση του εργατικού αγώνα). Επίσης, αυτά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία εκπροσωπούν τη στρατηγική προοπτική του εργατικού κινήματος μέσα στον άμεσο αγώνα, με αντιφατικό τρόπο και σε «κατώτερο», σήμερα, επίπεδο. Η δυναμική τους είναι αφάνταστα ευρύτερη από τις σημερινές «πολιτικές πρωτοπορίες» τους. Η γενικότερη ταξική πάλη για την αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης, από ένα σημείο ανάπτυξής της και μετά, αναγεννά διαρκώς τις αντικαπιταλιστικές τάσεις, που συγκρούονται με τα πλαίσια των νόμων του συστήματος. Παράλληλα, οι τελευταίες συνυπάρχουν με τις εργατικές τάσεις που εκπροσωπούν την υπόκλιση και την υποταγή στα αστικά πλαίσια.
Ο θεμέλιος λίθος, ο κινητήρας της επαναστατικής τακτικής είναι η διαπάλη ανάμεσα στη διαρκή προσπάθεια της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής πλευράς να συνενώσει και να μετασχηματίσει το συνολικό αγώνα των εργαζόμενων σε ανεξάρτητη, πολιτική επαναστατική βάση, και από την άλλη, στις δυνάμεις και τις τάσεις που προωθούν τη διατήρηση και ενίσχυση του κατακερματισμού του εργατικού αγώνα και την υποταγή του στους νόμους του συστήματος.
Οι διάφορες παραλλαγές του ρεφορμισμού και αντίστοιχα του αναρχισμού, ιδιαίτερα στη σημερινή ιστορική περίοδο, μπροστά στη «σκληρή» αντίθεση της επαναστατικής στρατηγικής-τακτικής, καταργούν τόσο την ενότητα όσο και την αντίθεση ανάμεσα στη στρατηγική και την τακτική, με διάφορους συνδυασμούς. Πρόκειται για μια παράδοση δεκαετιών που καθόρισε την πορεία ενσωμάτωσης του αριστερού, κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος.
▪ Το ταξικά εκφυλισμένο κομμουνιστικό κίνημα είχε και έχει την τάση να απολυτοποιεί και να αντιμετωπίζει στατικά την αντίθεση και τη σχετική αυτονομία της στρατηγικής και της επαναστατικής τακτικής. Μετατρέπει την πρώτη σε «εικόνισμα» και τη δεύτερη σε πολιτική ουράς απέναντι στην πιο «αριστερή» πτέρυγα του αστικού πολιτικού κόσμου. Αναλόγως, τμήματα του μαρξιστικού-λενινιστικού χώρου που προσπάθησαν να αρθρώσουν μια εξ αριστερών κριτική στο κομμουνιστικό κίνημα, στην εποχή της νεότητάς τους, περιορίστηκαν, τελικά, στην πολιτική έκφραση ενός ρηχού ριζοσπαστισμού μικροαστικών στρωμάτων, υψώνοντας Σινικά Τείχη ανάμεσα στη στρατηγική και τακτική. Στα λόγια υπερασπίζονται (δογματικά) κάποιες «αιώνιες» επαναστατικές αρχές και στην πράξη εφαρμόζουν την πολιτική γραμμή ενός «ρεαλιστικού», αμυντικού ρεφορμισμού στο όνομα των αρνητικών συσχετισμών.
▪ Ο κινηματισμός της αυτονομίας και, πολύ περισσότερο, το αναρχικό ρεύμα αρνείται και την επαναστατική στρατηγική και την επαναστατική τακτική, ενώ φαντασιώνεται ότι τις συνθέτει μέσω του ακραίου υποκειμενισμού της «Πράξης» και της «Ρήξης».
▪ Οι τάσεις του παραδοσιακού αριστερισμού έχουν μικρότερη έκταση και άλλη μορφή, σήμερα, αλλά δεν αποκλείεται να αναγεννηθούν στο μέλλον εφ’ όσον δεν καλυφθεί το ιστορικό έλλειμμα ενός ισχυρού εργατικού-επαναστατικού πόλου. Πρόκειται για ένα ρεύμα που είχε την τάση να αρνείται κάθε τακτική, κάθε ελιγμό, κάθε συγκεκριμένο υπολογισμό των συσχετισμών ως ταξική προδοσία, εκφυλίζοντας το εργατικό πρόγραμμα σε ανώφελη, μεγαλόστομη ρητορεία μάταιων πόθων (μια αντανακλαστική, ανίσχυρη και ατελέσφορη αντίδραση στο δεξιό οπορτουνισμό). Συχνά μεταλλάσσεται και συνδέεται με το μαχητικό οικονομισμό και τον ανανεωμένο αναρχοσυνδικαλισμό της αυτονομίας, ως αριστερός αντικατοπτρισμός του επιχειρούμενου ατομικού κατακερματισμού της εργατικής τάξης.
Το ΝΑΡ προσπάθησε να υπερβεί αυτές τις κληρονομικές ασθένειες των διάφορων εκδοχών του «παλιού», επανασυνδέοντας τη στρατηγική με την τακτική και αναγνωρίζοντας τον καθοριστικό, ιστορικά, ρόλο της πρώτης και τον αποφασιστικό, πολιτικά, ρόλο της δεύτερης. Στην πράξη, ωστόσο, η δράση μας σφραγίστηκε από την υποτίμηση της επαναστατικής στρατηγικής και του ανώτερου, σήμερα, κομμουνιστικού χαρακτήρα της (κι αυτό δεν έχει να κάνει με το πόσο συχνά κλίναμε σε όλες τις πτώσεις την επανάσταση και τον κομμουνισμό), πράγμα που εκφράστηκε ανάγλυφα στην υποβάθμιση της θεωρίας και της ίδιας της επαναστατικής οργάνωσης. Παράλληλα, σε αυτή τη βάση και εν μέρει λόγω ασαφειών και απολυτοτήτων στις προγραμματικές μας επεξεργασίες, υποτιμήσαμε το σχετικά αυτοτελή ρόλο της τακτικής ως το αποφασιστικό, κάθε φορά, πεδίο προώθησης του συνολικού επαναστατικού προγράμματος και της στρατηγικής. Από εδώ απορρέει η πολυσυζητημένη απόσπαση από τα γενικότερα πολιτικά μέτωπα και τις διαθέσεις των εργαζομένων και της νεολαίας.
2. Η σχέση μεταξύ μεταρρύθμισης, επαναστατικής τακτικής και επανάστασης
«Η επεξεργασία σωστών αποφάσεων τακτικής
έχει τεράστια σημασία για ένα κόμμα» που δεν θέλει
«να σέρνεται απλώς στην ουρά των γεγονότων».
B. I. Λένιν, Οι Δυο Τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας
Οι ανεπάρκειες που αναφέραμε αντανακλούν, ως ένα βαθμό, μια πραγματική και βαθιά οργανική αντίφαση της επαναστατικής τακτικής, που συνοδεύει πάντα τις προσπάθειες των κομμουνιστών, όπως η χελώνα συνοδεύεται από το καβούκι της:
▪ Γενικά, στις συνθήκες της ταξικής κοινωνίας, η αντιμετώπιση των κρίσιμων εργατικών λαϊκών προβλημάτων, η προώθηση αντικαπιταλιστικών δημοκρατικών κατακτήσεων και η επιβολή επαναστατικών μεταρρυθμίσεων προσκρούει στο φράγμα της γενικής λειτουργίας του νόμου της σχετικής εξαθλίωσης και στους γενικότερους νόμους της αστικής κυριαρχίας. Για αυτό τελικά, όλα τα παραπάνω έχουν πολύ στενά όρια χωρίς επαναστατικού τύπου μεταβολές στον πολιτικό συσχετισμό, χωρίς την ανεξάρτητη συγκρότηση της εργατικής πολιτικής και, κυρίως, χωρίς την επιδίωξη από τώρα, και τελικά, την κατάκτηση της επαναστατικής, πολιτικής εξουσίας.
▪ Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι αδύνατο να κερδηθούν τα ευρύτερα εργατικά στρώματα με την υπόθεση του επαναστατικού μετασχηματισμού, χωρίς μια συνολική, πολιτική προώθηση των άμεσων εργατικών αντικαπιταλιστικών δικαιωμάτων, χωρίς διαρκή αγώνα που δεν θα περιορίζεται σε μια αφηρημένη, προπαγανδιστική ζύμωση, αλλά θα επιδιώκει πραγματικά να επιβάλλει τις πιο ώριμες, επιτακτικές και αναγκαίες διεκδικήσεις, στην κατεύθυνση της αντίστασης, της ήττας και της ανατροπής της αστικής πολιτικής.
Η παραπάνω αντίφαση αναδεικνύεται με πολύ μεγαλύτερη οξύτητα στη νέα εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και ειδικά στη σημερινή περίοδο: Η ανάγκη αποτελεσματικής αντίστασης απέναντι στην ποιοτική επιδείνωση της θέσης των εργαζόμενων, σήμερα, απαιτεί διεκδικήσεις και κατακτήσεις που να αλλάζουν τη συνολική θέση των εργατών σε βάρος του κεφαλαίου, να επιδιώκουν την πραγματική βελτίωση της κατάστασής τους. Το τελευταίο, όμως, συγκρούεται με την εκτίναξη της σχετικής εξαθλίωσης των εργαζόμενων και τη σημερινή αντεπαναστατική δυναμική του συστήματος. Για αυτούς τους λόγους, οι διεκδικήσεις και κατακτήσεις πρέπει να υπερβαίνουν όχι μόνο τη σημερινή αντεπαναστατική δυναμική, αλλά και τους νόμους του συστήματος, να υπερβαίνουν τα όριά του. Πρέπει να έχουν βασικά αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και επαναστατική κατεύθυνση.
Στη σημερινή εποχή, η περίφημη στον επαναστατικό μαρξισμό σχέση ανάμεσα στην ταξική εργατική μεταρρύθμιση και στην επανάσταση (από τη μια η ενότητα τους και από την άλλη η δεσπόζουσα αντίθεσή τους), τροποποιείται ριζικά, χωρίς φυσικά να καταργείται. Η ταξική, αντικαπιταλιστική μεταρρύθμιση και σε ανώτερο επίπεδο, η επαναστατική τακτική, συνδέονται στενότερα και πιο ουσιαστικά με την επανάσταση. Για να ολοκληρωθούν απαιτούν περισσότερο και πιο άμεσα την καθοριστική αναγκαιότητα της επανάστασης και την ενότητα μαζί της, χωρίς να ταυτίζονται με αυτήν, χωρίς να ξεπερνούν τεχνητά τη βασική αντίθεσή τους.
Από αυτή την άποψη, η πραγματική δυναμική της Ιστορίας είναι εντελώς αντίστροφη από αυτό που υποστηρίζει η αγοραία λογική του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού, που λέει ότι η επανάσταση είναι μια «ουτοπία», χρήσιμη ίσως ως πηγή έμπνευσης, και ότι η μεταρρύθμιση είναι ο μόνος «πολιτικός ρεαλισμός» που μας απομένει. Στον καπιταλισμό, και πολύ περισσότερο στο σημερινό του στάδιο, ουσιαστικά ισχύει το ανάποδο: Ο πραγματικός ρεαλισμός είναι η επανάσταση και η χρήσιμη κατά κάποιο τρόπο «ουτοπία» είναι, μέχρι ενός ορισμένου σημείου, η «τακτική» της αντικαπιταλιστικής, ταξικής, πολιτικής μεταρρύθμισης και ανατροπής.
Στις μέρες μας ο όρος «μεταρρύθμιση» έχει γίνει κακόφημος, όχι μόνο στους κύκλους των επαναστατών (ως αντίδραση στη μακρόχρονη κυριαρχία του ρεφορμισμού-οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα) αλλά και στους ευρύτερους κύκλους των εργαζομένων, ειδικά των νέων. Διόλου αδικαιολόγητα: Σήμερα, αυτοί που μιλάνε διαρκώς για «μεταρρυθμίσεις» είναι οι αρχιερείς του νεοφιλελευθερισμού και της αντεπαναστατικής εκστρατείας του κεφαλαίου και σε παγκόσμιο επίπεδο το υπερεπιθετικό ρεύμα του αμερικανικού νεοσυντηρητισμού. Αντίθετα, τα εργατικά συνδικάτα, τα αριστερά κόμματα, τα κινήματα κατά του πολέμου και της παγκοσμιοποίησης εμφανίζονται ως εκπρόσωποι του «κατεστημένου», του «κοινωνικού και γεωπολιτικού στάτους κβο», δυνάμεις της κοινωνικής και πολιτικής αρτηριοσκλήρωσης που αντιστέκονται, περίπου όπως οι παλαιοημερολογίτες, στο «νομοτελειακό» ρεύμα της «αλλαγής». Οι κατεστημένες ηγεσίες της ευρύτερης αστικής και μικροαστικής Αριστεράς φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή την αντιδραστική ιστορική αντιστροφή. Έχοντας εγκαταλείψει προ πολλού την επανάσταση, αδυνατούν να χαράξουν, στη σημερινή εποχή, οποιαδήποτε στοιχειωδώς αποτελεσματική γραμμή συνεκτικής τακτικής ακόμα και για τη δική τους ρεφορμιστική αντίληψη και πρακτική.
Σήμερα, το εργατικό κίνημα βρίσκεται μπροστά σε ένα πραγματικό σταυροδρόμι, καλείται να ακολουθήσει τέσσερις πιθανούς δρόμους.
Πρώτος δρόμος: Η υποταγή στο νόμο της σχετικής εξαθλίωσης των εργαζομένων με τα σύγχρονα χαρακτηριστικά του, που συχνά οδηγούν έως την απόλυτη επιδείνωση της γενικής κατάστασης των εργατών. Σε αυτά τα πλαίσια, καλείται να επιλέξει το «εφικτό» των άμεσων βελτιώσεων, με βάση την ενίσχυση της δικής «μας» επιχείρησης και του δικού «μας» κράτους. Περιμένοντας, τελικά, την καλή θέληση του αστικού ρεφορμισμού, που ενδεχόμενα θα αναγκασθεί να πάρει κάποια στοιχειώδη μέτρα εκτόνωσης και εξισορρόπησης των εντάσεων, για την αναζωογόνηση της σύγχρονης εκμετάλλευσης, σε κάποια καμπή όξυνσης των αντιφάσεων, σε κάποια στροφή των εξελίξεων. Στην πραγματικότητα, σε έναν τέτοιο δρόμο, η εργατική τάξη εξαναγκάζεται είτε να αρκεστεί σε μια διαπραγμάτευση των ρυθμών επιδείνωσης της ζωής της, είτε να παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια συλλογικής διεκδίκησης, βουλιάζοντας στο δρόμο του ατομικού κατακερματισμού-ανταγωνισμού. Σε αυτό το δρόμο καλεί η κυρίαρχη, δεξιά πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία έχει προσαρμοστεί στην καθεαυτή αστική γραμμή των αντιδραστικών-αντιλαϊκών «μεταρρυθμίσεων». Αντικατέστησε την (ρεφορμιστική και γι’ αυτό ουτοπική) επιδίωξη της κοινωνικής ισότητας με το σύνθημα της «κοινωνίας ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων», που αποτέλεσε και την κεντρική ιδέα στο πρόσφατο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ.
Δεύτερος δρόμος: Οι διάφορες πολιτικές μορφές του εργατικού (αντιδεξιού, αντινεοφιλελεύθερου, αντιμονοπωλιακού κλπ.) ρεφορμισμού. Στην πράξη, καταλήγουν σε παραλλαγές της προηγούμενης επιλογής. Αρνούνται το συνολικό, πολιτικό πρόγραμμα ανατρεπτικών, αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων και, πρακτικά, περιορίζουν την εργατική πάλη σε αμυντικές μάχες οπισθοφυλακών, στα όρια τελικά της σημερινής αντεπαναστατικής δυναμικής και των απαράβατων νόμων του συστήματος. Ο Συνασπισμός οραματίζεται μια συνολική, δημοκρατική… αυτομεταρρύθμιση της ιμπεριαλιστικής Ευρωπαϊκής Ενωσης και του σύγχρονου καπιταλισμού. Το ΚΚΕ, όπως και άλλα ρεύματα κομμουνιστικής αναφοράς, καταστρώνουν καταλόγους επί καταλόγων εργατικών, δημοκρατικών, ακόμα και αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων, στα επιμέρους μέτωπα. Τις αντιμετωπίζουν όμως, είτε ως απλούς «στόχους ζύμωσης», που δεν μπορούν να υλοποιηθούν σήμερα λόγω «αρνητικών συσχετισμών», είτε εκφυλίζονται σε ασύνδετα μεταξύ τους «προγράμματα πάλης των επί μέρους χώρων». Στην καλύτερη περίπτωση, αυτή η τακτική δεν μπορεί να αναπαράγει τίποτα περισσότερο από ένα κατακερματισμένο «συνδικαλιστικό αντάρτικο», κατά βάση αμυντικού χαρακτήρα, που αδυνατεί να ανυψωθεί σε πανεργατικό, πολιτικό αγώνα, αδυνατεί να αποσπάσει οποιαδήποτε ουσιαστική κατάκτηση υπέρ των εργατικών συμφερόντων και να συνδεθεί με την επανάσταση.
Τρίτη επιλογή για το εργατικό κίνημα, που επηρεάζει ειδικά τις αριστερές, μαχητικές πτέρυγές του: Να αποδεχθεί («από τα αριστερά» και στο όνομα του «να μην καλλιεργούνται αυταπάτες») το «αδύνατο» και ίσως «επικίνδυνο» ενός σχετικά αυτοτελούς προγράμματος τακτικής συνολικών αντικαπιταλιστικών εργατικών-δημοκρατικών στόχων και, αντίστοιχα, σχετικών κατακτήσεων, που θα συνδέονται με την επιδίωξη και την πραγματοποίηση της επανάστασης. Αυτή η επιλογή συνήθως εμφανίζει μια «μεταμφίεση» της στρατηγικής ως τακτική. Κι αυτό φαντάζει σε μερικούς σαν κάτι το «πολύ επαναστατικό». Ενώ δεν είναι παρά μια ομπρέλα για τους κινδύνους, τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις του άμεσου αντικαπιταλιστικού αγώνα, για τις παγίδες και τις κατηγορίες περί απομάκρυνσης από την επανάσταση, ενδιάμεσων στόχων και σταδίων κλπ., που τους οδηγεί, τελικά, σε μια τακτική στα πλαίσια του συστήματος.
Στην πραγματικότητα, η τακτική τους ή παραμένει στη «λούφα» του οικονομισμού ή εμφανίζεται ως «παραλλαγή» της στρατηγικής. Έτσι απομονώνονται από τον άμεσο, πολιτικό αγώνα των εργατών, από τη δυνατότητα του αντικαπιταλιστικού μετασχηματισμού του, από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης τους σε ανώτερες καμπές. Έτσι, οι αντικαπιταλιστικοί πολιτικοί στόχοι του άμεσου αγώνα φαντάζουν στα μάτια των αγωνιζόμενων εργατών, όχι ως ώριμο γέννημα και ως αναγκαιότητα της πάλης τους με νικηφόρα προοπτική, αλλά σαν στενά κομματικές επιδιώξεις κάποιων πρωτοποριών και ως ξένη από τα προβλήματά τους υπόθεση. Στην πραγματικότητα αυτή η λογική απομακρύνει αντί να φέρνει πιο κοντά την επανάσταση.
Ο τέταρτος δρόμος του εργατικού κινήματος είναι η συγκεκριμένη σύνδεση της επαναστατικής στρατηγικής και της αντίστοιχης τακτικής, καθώς και της αμοιβαίας, σχετικής τους αυτοτέλειας, στο σήμερα και στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Είναι ο δρόμος για την πραγματική και όχι προπαγανδιστική προσπάθεια ρήξης με τη σημερινή δυναμική και γενικότερα με τα όρια και τους νόμους του συστήματος. Για τη διεκδίκηση και την απόσπαση ουσιαστικών κατακτήσεων. Είναι ο δρόμος για την πραγματική ήττα της τρομοκρατικής εκστρατείας του κεφαλαίου, του αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας και των κυβερνήσεών του. Είναι ο δρόμος που συνδέει αυτόν τον αγώνα με την αντικαπιταλιστική επανάσταση.
Η «επανάσταση-κοινωνική αναγκαιότητα» γίνεται «επανάσταση-πολιτική δυνατότητα» όχι μέσω της άρνησης των αντικαπιταλιστικών, εργατικο-δημοκρατικών κατακτήσεων και μεταρρυθμίσεων, αλλά μέσω της πιο συνεπούς προώθησης των αναγκαίων, σε κάθε ιστορική εποχή, αντικαπιταλιστικών εργατικών κατακτήσεων «μέχρι τα άκρα». Ποτέ και πουθενά οι εργατικές μάζες δεν υιοθέτησαν την επανάσταση μόνο από την αναγκαία προβολή της καθοριστικής επαναστατικής αναγκαιότητας. Κερδήθηκαν από την επανάσταση παλεύοντας για Ψωμί, Ειρήνη, Ελευθερία και πείστηκαν, θεωρητικά και πρακτικά, ιδιαίτερα μέσα από την ίδια την πείρα τους, ότι αυτά δεν μπορούν να εξασφαλιστούν χωρίς μια εξουσία τύπου Κομούνας, Σοβιέτ, Εργατικών Συμβουλίων ή Λαϊκών Επιτροπών.
Με αυτά τα δεδομένα, ουσιώδες συστατικό της στρατηγικής-τακτικής της εργατικής οργάνωσης είναι ο επανακαθορισμός της σχέσης επανάστασης – αντικαπιταλιστικής εργατικής μεταρρύθμισης – επαναστατικής τακτικής στη σημερινή εποχή. Κυρίως ζητούμενο είναι όχι κάποια εξαντλητικά κατεβατά «άμεσων στόχων πάλης», ενδεχομένως λίγο πιο «αριστερών», «διεκδικητικών», «φιλόδοξων» από εκείνα που ήδη βρίσκονται στην «αγορά πολιτικών ιδεών», με τεράστια προσφορά και μηδαμινή ζήτηση. Κεντρικό ζητούμενο είναι να αποσαφηνίσουμε τη λογική, την κεντρική κατεύθυνση μιας «αντικαπιταλιστικής τομής με στρατηγικό περιεχόμενο», που θα γεφυρώνει το σκληρό σήμερα με το επαναστατικό αύριο του εργατικού αγώνα: Ένα σύνολο ιστορικά αναγκαίων, κοινωνικών και, ιδιαίτερα, εργατικών-δημοκρατικών, αντικαπιταλιστικών, πολιτικών διεκδικήσεων και κατακτήσεων. Που θα επιδιώκει να τις προωθήσει στο έδαφος του καπιταλισμού γνωρίζοντας ότι πρόκειται για σχετικές, προσωρινές και ανολοκλήρωτες κατακτήσεις. Που θα επιβληθούν από ένα πολιτικό, ταξικό εργατικό κίνημα με μεθόδους μαζικού πολιτικού εκβιασμού της αστικής τάξης. Διεκδικήσεις και κατακτήσεις που θα φέρουν τον κλονισμό της αστικής κυριαρχίας, την ποιοτική αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών υπέρ της αντικαπιταλιστικής εργατικής πολιτικής. Που θα οδηγούν στην ουσιαστική προσέγγιση, τη μαζική επιδίωξη και τελικά, στην πραγματοποίηση της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης.
Το πρόγραμμα της επαναστατικής τακτικής, όπως άλλωστε και της αντίστοιχης στρατηγικής, περιέχει σε διαλεκτική αλληλεξάρτηση: α) το περιεχόμενο των συνολικών πολιτικών στόχων και τα σχετικά κάθε φορά όρια της επιβολής τους, που είναι η βασική πλευρά του προγράμματος, β) το συσχετισμό ταξικής βίας και τις μορφές που μπορούν να επιβάλλουν τους πολιτικούς στόχους, γ) το επαναστατικό υποκείμενο που συμβάλλει αποφασιστικά στην ενοποίηση και ανάπτυξη της πάλης των ευρύτερων δυνάμεων της και τέλος, δ) την ενότητα θεωρίας και πράξης, που είναι το συνολικό αποτέλεσμα όλων των πλευρών κι αποτελεί το καθοριστικό πεδίο όπου συνδέεται η στρατηγική με την πολιτική, αγωνιστική πράξη των εργαζόμενων, το πεδίο όπου πραγματοποιείται η επαναστατική συνειδητοποίηση των εργαζομένων.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΜΑΣ:
ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Η στρατηγική μας απάντηση στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας είναι η διαλεκτικά αναπτυσσόμενη διαρκής επανάσταση, που αρχίζει με την εργατική εξουσία και την αντικαπιταλιστική επανάσταση, πραγματοποιεί το άλμα της εργατικής δημοκρατίας και ολοκληρώνεται ως σοσιαλιστική, με τη νίκη της κομμουνιστικής διεθνιστικής απελευθέρωσης.
Η επανάσταση δεν αποτελεί έναν εναλλακτικό (πιο γρήγορο ή πιο βίαιο) δρόμο προς τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, αλλά τον μόνο εφικτό δρόμο προς τον κομμουνισμό. Καμία κυρίαρχη τάξη κανενός κοινωνικού σχηματισμού που γνώρισε η Ιστορία δεν κατευθύνθηκε χαρούμενη προς το τέλος της, νανουρισμένη από τις σταδιακές μεταρρυθμίσεις και τις μελωδίες της δημοκρατίας – και βέβαια δεν το έκανε, ούτε πρόκειται να το κάνει ποτέ η αστική τάξη. Όποιος είναι έντιμος με τον εαυτό του και με τις μάζες στις οποίες απευθύνεται, οφείλει να παραδεχτεί ότι άρνηση της επανάστασης σημαίνει άρνηση του ίδιου του κοινωνικού μετασχηματισμού. Άλλωστε, η επανάσταση δεν καθορίζεται κυρίως ούτε από τις μορφές της, ούτε από τους ρυθμούς της, ούτε από το τι καλείται να γκρεμίσει, αλλά από το θετικό της περιεχόμενο, από την ποιοτικά νέα κοινωνική και πολιτική οργάνωση που καλείται να συγκροτήσει.
Ο χαρακτήρας της επανάστασης ως διαρκούς, αντικαπιταλιστικής, σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής υπονοεί ότι οι μάζες δεν μπορούν να οικοδομήσουν τον κομμουνισμό χωρίς μια μακρά περίοδο «δυαδικής κυριαρχίας-εξουσίας» ανάμεσα στον παλιό καπιταλιστικό κόσμο, που έχει ηττηθεί στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, αλλά παραμένει αρχικά κυρίαρχος και στη συνέχεια πολύ ισχυρός στο επίπεδο της οικονομίας, των παραγωγικών σχέσεων και του πολιτισμού, πολύ περισσότερο στο διεθνή περίγυρο που τείνει να πνίξει κάθε σοσιαλιστική απόπειρα σε εθνική ή έστω περιφερειακή κλίμακα. Αυτό θα είναι το διαρκές πολιτικό «πανεπιστήμιο» της εργατικής τάξης, γιατί η ίδια δεν μπορεί να ανυψωθεί σε διευθύνουσα-αυτοδιευθυνόμενη τάξη της κοινωνίας κάτω από τους ασφυκτικούς χρονικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς περιορισμούς του παλιού καθεστώτος. Από αυτή την άποψη, η διαρκής επανάσταση και τα άλματά της αποτελούν μια αναγκαία πορεία, όχι μόνο γιατί η αστική τάξη δεν μπορεί με άλλο τρόπο να συντριβεί, αλλά και γιατί η εργατική τάξη δεν μπορεί με άλλο τρόπο να χειραφετηθεί. Το διαρκές της επανάστασης δεν σημαίνει ότι θα πρόκειται για μια γραμμική, ειρηνική, εξελικτική πορεία. Αντίθετα, θα πρόκειται για μια πορεία με συγκεκριμένους «κόμβους», σημεία συμπύκνωσης όλων των ταξικών ανταγωνισμών, άλματα και ελιγμούς, προσωρινές υποχωρήσεις και επανεξορμήσεις για το πέρασμα από ένα στάδιο του κοινωνικού επαναστατικού μετασχηματισμού σε ένα νέο, ανώτερο.
▪ Το πρώτο, ποιοτικό άλμα προς το σοσιαλισμό-κομμουνισμό είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και το αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό, κομμουνιστικής κατεύθυνσης κίνημά της, το τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής και η εγκαθίδρυση ενός επαναστατικού κράτους εργατικής ηγεμονίας, που θα επιβάλει όλα τα αιτήματα της επαναστατικής τακτικής. Θα ανοίξει το δρόμο της ταξικής πάλης για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, για την κατ’ αρχήν επικράτηση των σχέσεων σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού χαρακτήρα πάνω στις κυρίαρχες ακόμα καπιταλιστικές σχέσεις, τη μετατροπή της εργατικής τάξης σε κοινωνικά, οικονομικά πολιτικά κυρίαρχη τάξη με την πλήρη έννοια, την πραγματοποίηση του άλματος της Εργατικής Δημοκρατίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Έτσι η πρώτη, εναρκτήρια πράξη της διαρκούς επανάστασης είναι η εργατική εξουσία και η Αντικαπιταλιστική Επανάσταση, που ανοίγει τον ανώτερο κύκλο του ταξικού αγώνα για την Εργατική Δημοκρατία. Η Αντικαπιταλιστική Επανάσταση είναι η άμεση στρατηγική μας επιδίωξη, όχι με την έννοια του σύντομου, αλλά με την έννοια ότι ανάμεσα στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, την άμεση επαναστατική πάλη στα πλαίσια της αστικής κυριαρχίας και την Εργατική Δημοκρατία, και παραπέρα το σοσιαλισμό-κομμουνισμό, δεν υπάρχει άλλη ενδιάμεση, βιώσιμη βαθμίδα «λαϊκής εξουσίας». Η Αντικαπιταλιστική Επανάσταση αποτελεί, τον κρίκο σύνδεσης της επαναστατικής τακτικής με τη στρατηγική. Αποτελεί το βασικό πεδίο και το γενικότερο «κριτήριο» σύνδεσης των πολιτικών στόχων, των μορφών του εργατικού-δημοκρατικού αγώνα και της «μετωπικής» οργάνωσης της επαναστατικής τακτικής, με την καθοριστική επιδίωξη της στρατηγικής αναγκαιότητας. Αποτελεί το βασικό πεδίο της πολιτικής και της θεωρητικής «συνειδητοποίησης» των δυνάμεων του «άμεσου» ταξικού αντικαπιταλιστικού αγώνα, γύρω από την επιδίωξη της ουσιαστικής επαναστατικής νίκης. Ενώ από την άλλη μεριά η Αντικαπιταλιστική Επανάσταση, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για το μεγάλο άλμα της Εργατικής Δημοκρατίας.
▪ Αυτό σημαίνει ότι η Εργατική Δημοκρατία δεν θα συγκροτηθεί «την πρώτη ημέρα» της αντικαπιταλιστικής επανάστασης. Η αρχική φάση της επανάστασης θα γεννήσει διάφορες προσωρινές πολιτικές μορφές, οι οποίες θα συνενώσουν τα καλύτερα στοιχεία από την παράδοση της Κομούνας, των Σοβιέτ, των Εργατικών Συμβουλίων, των Λαϊκών Επιτροπών της Ελεύθερης Ελλάδας, με τις νέες, ποιοτικά ανώτερες επιστημονικο-τεχνικές, παραγωγικές και πολιτιστικές δυνατότητες της εποχής μας. Αυτές οι μεταβατικές προς την Εργατική Δημοκρατία επαναστατικές πολιτικές μορφές θα κληθούν, πρώτα απ’ όλα, να καταστρέψουν την παλιά, αστική κρατική μηχανή, σε συνθήκες όπου ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ακόμη κυρίαρχος (αν και έχει κλονιστεί), σε εθνικό και, πολύ περισσότερο, πάντα σχετικά, σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο και να δημιουργήσουν, από τις πρώτες κιόλας στιγμές της επανάστασης, τα αναγκαία προγεφυρώματα για το πέρασμα από την κυρίως αντικαπιταλιστική στην κυρίως σοσιαλιστική φάση της. Παράλληλα, αυτή η πρώτη φάση και οι προσωρινές πολιτικές μορφές που θα γεννήσει, θα αναδειχθούν σε πεδίο αναμέτρησης για την ιδεολογική-πολιτική ηγεμονία στο εσωτερικό του αντικαπιταλιστικού, ταξικού μετώπου και κινήματος, ανάμεσα στις δυνάμεις του μέχρι το τέλος κομμουνιστικού, διεθνιστικού προσανατολισμού και στους φορείς των αστικών συμφερόντων, των μικροαστικών ταλαντεύσεων και οπισθοχωρήσεων, που θα τείνουν διαρκώς να αναγεννήσουν την αντεπανάσταση και την ιστορική οπισθοδρόμηση.
▪ Η Εργατική Δημοκρατία θα αποτελέσει ποιοτικό άλμα μέσα στην επανάσταση, με γενικότερες διεθνείς αλληλεπιδράσεις και αναφορές, ανοίγοντας την αυλαία του δεύτερου, κατ’ εξοχήν «δημιουργικού», σοσιαλιστικού σταδίου της. Φυσικά, θα οικοδομηθεί σε συνθήκες σκληρής ταξικής πάλης, καθώς οι καπιταλιστικές σχέσεις θα συνεχίζουν να έχουν σημαντικό βάρος σε εθνικό επίπεδο και να κυριαρχούν βασικά στο διεθνές περιβάλλον. Το κύριο καθήκον αυτής της περιόδου θα είναι η επέκταση και ωρίμανση των σοσιαλιστικών σχέσεων μέχρι του σημείου που η πορεία προς τον κομμουνισμό να καταστεί μη αντιστρεπτή. Κάτι που προϋποθέτει τη νίκη της επανάστασης σε μια αρκετά διευρυμένη περιφερειακή και διεθνή βάση και τη συμμαχία των νεαρών Εργατικών Δημοκρατιών με τη διεθνή εργατική τάξη και τα εργατικά αντιιμπεριαλιστικά, και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του υπόλοιπου κόσμου.
Για το επαναστατικό εργατικό κομμουνιστικό κίνημα της νέας εποχής, η κατάκτηση της Εργατικής Δημοκρατίας είναι ο βασικός επαναστατικός κρίκος, το βασικό στρατηγικό πεδίο της σύνδεσης της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης με το καθοριστικό, κομμουνιστικό άλμα. Πρόκειται για ένα στρατηγικό κρίκο που δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν οι επαναστάσεις και το επαναστατικό κίνημα της προηγούμενης εποχής. Αποτέλεσε το πεδίο όπου εκδηλώθηκε η αδυναμία τους να προχωρήσουν και να βαθύνουν την επαναστατική διαδικασία, εκείνο το πεδίο όπου εκδηλώθηκαν οι αντιφάσεις τους καθώς και οι τάσεις οι σχέσεις και οι δυνάμεις που «επέβαλαν» την ήττα και την οπισθοδρόμηση των επαναστάσεων.
Το πρόγραμμα της Εργατικής Δημοκρατίας είναι η απάντησή μας στο πιο καθοριστικό ερώτημα όλων των αριστερών πρωτοποριών, όλων των ριζοσπαστικών τμημάτων των εργαζομένων και της νεολαίας, ιδιαίτερα μετά το «Σοκ και Δέος» της κατάρρευσης των γραφειοκρατικών, εκμεταλλευτικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και την εμπειρία των δυσμενέστατων συσχετισμών δύναμης της ιστορικής περιόδου που διανύουμε: Τι θα έπρεπε και τι θα μπορούσε να κάνει μια Αριστερά άξια της Ιστορίας και της αποστολής της αν έπαιρνε την εξουσία αύριο, όχι στις ιδεατές συνθήκες ενός κόσμου αγγέλων, αλλά στη σκληρή πραγματικότητα μιας κοινωνίας με τη βαριά κληρονομιά του καπιταλισμού και την εχθρική βασικά περικύκλωση του διεθνούς καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού.
▪ Το καθοριστικό άλμα της διαρκούς επανάστασης, το «άλμα των αλμάτων», είναι η Κομμουνιστική Διεθνιστική Απελευθέρωση. Αυτή κατοχυρώνει την αυτοδιεύθυνση των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, καταλύει την διεθνή κυριαρχία του κεφαλαίου και τους εθνικούς ανταγωνισμούς, προωθεί την εθελοντική, διεθνιστική ενότητα των ξεχωριστών εθνών, καταργεί τις τάξεις, το χρήμα και τις εμπορευματικές σχέσεις, απονεκρώνει το κράτος, μετατρέπει την πολιτική από καταπιεστική διεύθυνση ανθρώπων σε επιστημονικό, πανκοινωνικό σχεδιασμό και υπερβαίνει τελικά τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα σε κυβερνήτες και κυβερνώμενους, σε διευθύνοντες-διευθυνόμενους, πόλη-χωριό, χειρώνακτες-διανοητικά εργαζόμενους. Σημαίνει την αρχή της πραγματικής Ιστορίας της κοινωνίας, σε διαρκή μεταβολισμό με τη Φύση, το «πέρασμα από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας και της αυτοανάπτυξης του κοινωνικού ανθρώπου».
Η διαλεκτικά αναπτυσσόμενη, διαρκής επανάσταση αρνείται την παραδοσιακή ρεφορμιστική λογική των αντεπαναστατικών «σταδίων» που καθηλώνουν στο κατώτερο επίπεδο και υποτάσσουν την αντικαπιταλιστική, ταξική πάλη στις αστικές δυνάμεις, αντί να την προωθούν, σε ανώτερες αντικαπιταλιστικές καμπές, στην επιδίωξη και πραγματοποίηση της εργατικής εξουσίας. Αρνούμαστε αυτή τη λογική, όχι βέβαια από κάποια μικροαστική ανυπομονησία που μας κάνει να θέλουμε «να κόψουμε δρόμο», «να πάμε πιο γρήγορα». Η ιστορική πείρα λέει ότι τα κομμουνιστικά κόμματα που επέλεξαν αυτή τη στρατηγική, στην πράξη ακολούθησαν πολιτική ουράς απέναντι στο υποτιθέμενο και κατά κανόνα ανύπαρκτο «πιο προοδευτικό» τμήμα της αστικής τάξης (αντιφασιστικό, πατριωτικό, αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό και πάει λέγοντας), δηλαδή απέναντι σε ολόκληρη την αστική τάξη. Οι «Βάρκιζες» και τα «αθροίσματα των δημοκρατικών δυνάμεων» αποτελούσαν καρπούς ή δυνατότητες που προέκυπταν από αυτή την πολιτική φιλοσοφία. Στην εποχή μας, η στρατηγική μιας αντιιμπεριαλιστικής-αντιμονοπωλιακής επανάστασης είναι καθαρά ουτοπική: Δεν υπάρχει «αντιιμπεριαλιστικό» τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης, καθώς η Ελλάδα έχει συνδεθεί οργανικά με το ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο και έχει αναπτύξει χαρακτηριστικά ιμπεριαλιστικής χώρας μέσου επίπεδου ανάπτυξης, ενώ έχει μπει στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Επίσης, δεν υπάρχει «αντιμονοπωλιακό» τμήμα της αστικής τάξης, με ανεξάρτητα ταξικά συμφέροντα από τα μονοπώλια (η μικρή και μεσαία αστική τάξη μπορεί να συμπιέζεται από το μονοπωλιακό κεφάλαιο, αλλά «οραματίζεται» να γίνει κι αυτή μονοπώλιο). Φυσικά η αντιιμπεριαλιστική πλευρά αποτελεί οργανικό στοιχείο του εργατικού αντικαπιταλιστικού αγώνα, όχι όμως σε συμμαχία με τμήματα του κεφαλαίου, αλλά εναντίον τους, όχι ως υποκατάστατο του αντικαπιταλιστικού-εργατικού σοσιαλιστικού μετώπου, αλλά ως πεδίο οικοδόμησής του.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΤΑΚΤΙΚΗ:
ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
ΜΕ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
1. Ο κεντρικός πολιτικός στόχος, το πρόγραμμα
και ο συσχετισμός ταξικής βίας
Ο κεντρικός πολιτικός στόχος της τακτικής μας πρότασης, το «άμεσο» πολιτικό πρόγραμμα που προτείνουμε στις ευρύτερες αγωνιζόμενες δυνάμεις των εργαζομένων για τη σημερινή, συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, είναι η Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή με επιδίωξη την Αντικαπιταλιστική Επανάσταση. Ανατροπή που θα σηματοδοτήσει την ήττα της διαρκούς και πολλαπλής, τρομοκρατικής εκστρατείας του Κεφαλαίου και του αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας στη χώρα μας, σε όλα τα βασικά μέτωπα: Στο μέτωπο της εργασίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων, στο μέτωπο των δημοκρατικών ελευθεριών, στο μέτωπο της πάλης κατά της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, κατά των ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων, στο μέτωπο του πολιτισμού, της θεωρίας, των ιδεών και της πληροφόρησης.
Το περιεχόμενο αυτής της τομής είναι ένα σύνολο κοινωνικά ώριμων και αναγκαίων, όσο και λαϊκά αποδεκτών, αντικαπιταλιστικών πολιτικών διεκδικήσεων και κατακτήσεων, που βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση με τα γενικότερα ταξικά και πολιτικά όρια του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος. Είναι ένα σύνολο αντικαπιταλιστικών πολιτικών διεκδικήσεων και κατακτήσεων, όχι με βάση την προϋπόθεση της άμεσης κατάκτησης της εργατικής εξουσίας, αλλά με την έννοια της προετοιμασίας και της έμπρακτης διαπαιδαγώγησης για να ωριμάσουν οι συνθήκες ώστε να μπει με μαζικό, υλικό τρόπο «στην ημερήσια διάταξη». Με την έννοια της άρνησης και της αντίστασης, της ήττας, του κλονισμού και της ανατροπής και ιδιαίτερα της σχετικής αντικαπιταλιστικής υπέρβασης, απέναντι στην αντεπαναστατική δυναμική της περιόδου, αλλά και γενικότερα απέναντι στους κοινωνικούς και πολιτικούς νόμους της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Παράλληλα, το πλαίσιο των αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων και κατακτήσεων εκφράζει μια κατεύθυνση που είναι πολιτικά αναγκαία και αποδεκτή από ευρύτερες δυνάμεις εργαζομένων. Μπορεί να οδηγήσει τους εργαζόμενους στη θεωρητική και πολιτική τους συνειδητοποίηση, με βάση την ίδια την αγωνιστική εμπειρία τους, και να τους συνδέσει με την επιδίωξη της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης. Το πρόγραμμα αυτό αποτελεί τη «γέφυρα» ανάμεσα στις άμεσες, επιμέρους, ταξικές διεκδικήσεις ενός νέου, νικηφόρου, εργατικού κινήματος και στο μεταβατικό πρόγραμμα της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης, της Εργατικής Δημοκρατίας και της Κομμουνιστικής Διεθνιστικής Απελευθέρωσης.\
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η τακτική μας είναι εργατική-αντικαπιταλιστική. Είναι δημοκρατική από τη σκοπιά της αντικαπιταλιστικής εργατικής αντίληψης και πρακτικής, γιατί το μέτωπο για τη δημοκρατία και ενάντια στην αντιδημοκρατική, τρομοκρατική εκστρατεία του κεφαλαίου έχει αποφασιστική σημασία στη σημερινή περίοδο. Στη νέα εποχή ο «πόλεμος για τη δημοκρατία» αναδεικνύεται στο «αποφασιστικό μέτωπο» της συνολικής ταξικής πάλης. Η τακτική μας είναι ανατρεπτική, γιατί θέτει σαν στόχο μια ποιοτική τομή της εργατικής πολιτικής πάλης ώστε να ανατρέψει την αντεπαναστατική υπεροχή και την ασφυκτική πρωτοβουλία του κεφαλαίου, στη σημερινή περίοδο.
Η γενική αυτή κατεύθυνση διαφοροποιείται ταξικά και ριζικά από τις παραλλαγές, του αστικού ρεφορμισμού και των αντίστοιχων μεταρρυθμίσεών του, που στις διάφορες στροφές της ταξικής πάλης, θα καλούνται ενδεχόμενα να παίζουν το ρόλο του «ηπιότερου» διαχειριστή της γενικής επίθεσης. Διαφοροποιείται ταξικά και ριζικά και από τις πολυποίκιλες μορφές του εργατικού ρεφορμισμού και των αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων, των κάθε λογής αντιδεξιών, αντινεοφιλελεύθερων, ή «αντιμονοπωλιακών» μετώπων και της «λαϊκής» οικονομίας.
Στα πλαίσια όλων των διαλεκτικά συνδεόμενων πλευρών της επαναστατικής τακτικής (περιεχόμενο στόχων, μορφές βίας, υποκείμενο και η σύνδεσή της με τη στρατηγική), οι δυο πρωταρχικές πλευρές, που προσδιορίζουν και την ανάπτυξη όλων των άλλων, είναι το περιεχόμενο των στόχων και, δεύτερο, οι μορφές βίας για την επιβολή τους. Οι εργαζόμενοι, για να κατανοήσουν το σύνολο της τακτικής μας, έχουν ανάγκη από συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους και αιτήματα που θα έχουν πραγματικό αντίκρυσμα στους όρους ζωής και ελευθερίας τους, καθώς και απάντηση στο ερώτημα εάν, πώς και πότε μπορούν να επιβληθούν. Για να μπορούν έτσι να στρατευθούν ή να στηρίξουν το ΑΕΜ, τον πόλο και πολύ περισσότερο την αναγκαιότητα της εργατικής εξουσίας.
α) Το βασικό περιεχόμενο των στόχων και η κατεύθυνση του προγράμματος της Αντικαπιταλιστικής Δημοκρατικής Ανατροπής με επιδίωξη την Αντικαπιταλιστική Επανάσταση πιστεύουμε ότι πρέπει να είναι:
▪ Στο μέτωπο της πολιτικής πάλης για τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα των εργαζομένων και των καταπιεζόμενων η γενική κατεύθυνση θα είναι η διεκδίκηση και η σχετική επιβολή συνολικών, αντικαπιταλιστικών, πολιτικών, εργατικών κατακτήσεων – η αποφασιστική μείωση των κερδών και του χρόνου εργασίας – και η ουσιαστική βελτίωση της θέσης των εργαζόμενων σε βάρος του Κεφαλαίου, που θα σπάει το φράγμα της σχετικής εξαθλίωσης και της αύξησης της συνολικής υπεραξίας, αμφισβητώντας και κλονίζοντας το νόμο της αξίας. Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφονται στόχοι όπως: Η αύξηση των μισθών πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η παράλληλη μείωση του χρόνου εργασίας, η κατάργηση της ελαστικής και μερικής εργασίας. Η απαλλαγή των μισθωτών από κάθε εισφορά στα ασφαλιστικά ταμεία, η κατάργηση της φορολογίας των μισθωτών και των συνταξιούχων, η κατάργηση του ΦΠΑ στα είδη λαϊκής κατανάλωσης και παράλληλα, η ουσιαστική αύξηση της φορολογίας των κερδών. Η δωρεάν, δημόσια και ποιοτική Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, Κοινωνική Ασφάλιση, η πλήρης ισοτιμία των μεταναστών κ.α.
▪ Στο μέτωπο της δημοκρατίας, η αντίστοιχη κεντρική κατεύθυνση θα είναι η εμβρυακή οικοδόμηση «θεσμών», οργάνων της εργατικής πολιτικής σε ανταγωνισμό με την αστική εξουσία, από την κλίμακα του μεμονωμένου εργοδότη μέχρι εκείνη της κεντρικής, πανεθνικής πολιτικής. Ουσιαστικά θα πρόκειται για πρωτόλειες μορφές προώθησης μιας δυαδικής εξουσίας, οι οποίες θα τείνουν να ξεπεράσουν το στενό ορίζοντα του αστικού κοινοβουλευτισμού (που θέλει την κυβέρνηση «απόλυτο μονάρχη για τέσσερα χρόνια» και τον ατομικό πολίτη-εργαζόμενο «υπήκοο για τέσσερα χρόνια») και να ολοκληρωθούν σε ένα είδος παράλληλης «Εργατικής Εθνοσυνέλευσης». Με άλλα λόγια, η ουσιαστική διεκδίκηση και κατάκτηση αυτής της περιόδου στο πεδίο της δημοκρατίας θα συνίσταται όχι απλά στην κατάργηση κάθε είδους αυταρχικών νόμων και θεσμών, αλλά, κατά κύριο λόγο, στη συγκρότηση και ισχυροποίηση ανεξάρτητων θεσμών, συνολικού εργατικού-πολιτικού αγώνα, εργατικού ελέγχου και επιβολής της θέλησης της εργατικής-λαϊκής πλειοψηφίας. Ουσιαστική πλευρά αυτής της προσπάθειας θα είναι και η οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου πλέγματος μέσων ενημέρωσης και πολιτιστικής έκφρασης, στα χέρια των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Γενικά, η επαναστατική στρατηγική και τακτική δεν πρέπει μόνο να μιλάει μόνο, αλλά και να πρωτοστατεί σε αυτό το μέτωπο.
Τα κριτήρια του αγώνα για τις ελευθερίες είναι: α) Η «ντε φάκτο» (αλλά όσο γίνεται και η «ντε γιούρε») κατοχύρωση στο δικαίωμα των εργαζόμενων να επιβάλουν τις διεκδικήσεις τους στις κυβερνήσεις, στο κεφάλαιο, στο σύστημα με την μαζική, ταξική, εργατική βία. β) Η ευρύτερη, κοινωνική και πολιτική αναγνώριση «στο ανώτατο δικαίωμα» της επαναστατικής δράσης του εργατικού κινήματος και της εργατικής πολιτικής. γ) Η «ντε φάκτο» και όχι μόνο, κατοχύρωση του δικαιώματος για ανεξάρτητη, αυτοτελή και δημοκρατικά «κυρίαρχη», συγκρότηση του πολιτικού, αντικαπιταλιστικού κινήματος της ίδιας της εργατικής τάξης. Είναι το δικαίωμα στη μετωπική συγκρότησή του, στην ανεξαρτησία του από την αστική πολιτική και το κομματικό της σύστημα. Αλλά, είναι και το δικαίωμά του σε μια διαφορετική ποιοτικά, σχετική, όσο και ουσιαστική του αυτοτέλεια απέναντι στα επαναστατικά (πραγματικά και μη) κόμματα και οργανώσεις.
▪ Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, στο μέτωπο κατά του πολέμου, της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και των ολοκληρώσεων, η αντίστοιχη κεντρική κατεύθυνση θα είναι: Η ολοκληρωτική απόσυρση της Ελλάδας από τα ιμπεριαλιστικά μπλοκ (ΝΑΤΟ, ΕΕ) και του τελευταίου Έλληνα στρατιώτη από οποιοδήποτε ιμπεριαλιστικό εκστρατευτικό σώμα εκτός συνόρων. Η πίεση για καθολική ειρήνη χωρίς εδαφικές διεκδικήσεις με όλες τις γειτονικές χώρες -ιδίως με την Τουρκία- και για περιφερειακή συνεργασία στο έδαφος της ειρήνης, της αποστρατιωτικοποίησης και της κοινωνικής αλληλεγγύης στην ευρύτερη ζώνη των Βαλκανίων και της Μεσογείου. Ιδιαίτερη σημασία, από αυτή την άποψη αλλά και από τη γενικότερη επαναστατική-διεθνιστική προοπτική, έχει η συγκρότηση θεσμών αυτοοργάνωσης και δημοκρατικού ελέγχου στο στρατό.
▪ Το πρόγραμμα της επαναστατικής τακτικής θα προβάλλει ένα πλαίσιο αντίστασης, ανατροπής και αντικαπιταλιστικής υπέρβασης απέναντι στην «πολιτιστική δικτατορία» του κεφαλαίου. Για ένα σύγχρονο, εργατικό, δημοκρατικό, υλιστικό πολιτισμό με κομμουνιστικό περιεχόμενο και με βάση τις κατακτήσεις, τις γνώσεις, τις ιστορικές εμπειρίες και τις αντιθέσεις της εποχής μας.
Αυτή είναι η γενική ουσία ενός προγράμματος Αντικαπιταλιστικής Δημοκρατικής Ανατροπής, το οποίο μπορεί και πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί στα πλαίσια μιας γενικής Προγραμματικής Διακήρυξης στρατηγικής και τακτικής και που θα αναπτύσσεται σε διαρκή αλληλεπίδραση με τους αγώνες και τους στόχους του εργατικού κινήματος.
β) Αποφασιστική πλευρά της επαναστατικής τακτικής είναι ο συσχετισμός ταξικής βίας, ο λεγόμενος «συσχετισμός δύναμης», οι μορφές πάλης, οι τρόποι μαζικού εκβιασμού για την επιβολή των αντικαπιταλιστικών και ταξικών διεκδικήσεων του προγράμματός της. Περιέχει, γενικότερα τη διαλεκτική σύνδεση αυτών των «συσχετισμών ταξικής βίας» με την προοπτική της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης και ειδικά του εργατικού επαναστατικού κράτους. Αναφέρεται, ιδιαίτερα, στον εργατικό-δημοκρατικό και ενωτικό χαρακτήρα της «συνδιαμόρφωσης» των στόχων, των μορφών πάλης και της συγκρότησης του ευρύτερου επαναστατικού μετώπου σε αλληλεπίδραση με το συνολικό αντιφατικό κίνημα των εργαζόμενων.
Η επαναστατική τακτική, πάνω απ’ όλα, αρνείται και κυρίως παλεύει για να υπερβαίνει, την καθήλωση της ταξικής πάλης στα πλαίσια των σημερινών πολιτικών νόμων και θεσμών της αστικής κυριαρχίας. Δεν υποτάσσεται στα όρια της σημερινής πολιτικής υπεροπλίας και ηγεμονίας του Κεφαλαίου. Τα υπολογίζει και δεν διστάζει να παρεμβαίνει με όλους τους τρόπους σε αυτά τα πλαίσια, προκειμένου να τα ανατρέψει. Η επαναστατική τακτική αντιπαραθέτει στους «αστικούς νόμους» και συσχετισμούς ένα συνολικό, διαρκή «ταξικό πολιτικό εκβιασμό» του μαζικού πολιτικού-κοινωνικού-πολιτιστικού κινήματος των εργαζομένων. Αντιπαραθέτει τα δικαιώματα και την ισχύ αυτού του ταξικού πολιτικού κινήματος, που οργανώνουν και εκφράζουν τα ανεξάρτητα, δημοκρατικά συγκροτημένα πολιτικά όργανά του, απέναντι στους θεσμούς και στη βία της αστικής πολιτικής. Για αυτό η επαναστατική τακτική αρνείται και καταπολεμά σε κάθε περίπτωση την ταξική συνεργασία με οποιαδήποτε μορφή του αστικού κράτους και ιδιαίτερα τη συμμετοχή στις αστικές κυβερνήσεις, συνδέοντας αυτή την κατεύθυνση με την αναγκαιότητα και την προοπτική της εργατικής επαναστατικής εξουσίας και του εργατικού κράτους.
Αυτή η βασική κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού αγώνα μετασχηματίζει ποιοτικά τις «μορφές πάλης» -που δεν είναι άλλο πράγμα από τις μορφές βίας. Τις εντάσσει στο περιεχόμενο των στόχων και στην υλικότητα της επιβολής τους, στη διαδικασία της εργατικής πολιτικής πάλης και «συνειδητοποίησης». Αντιμετωπίζει τον κάθε είδους υποκειμενικό και ατομικιστικό φετιχισμό των μορφών πάλης, ιδιαίτερα την εικονική θεαματική εκδοχή τους. Αντιμετωπίζει τις καρικατούρες και τις σχηματικές μεταφορές άλλων συσχετισμών στο σήμερα.
Κανείς δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ξεγελιέται από το πέπλο μυστικότητας και τη σχετική επιφανειακή νηνεμία που υπάρχει ακόμα στη Δύση και ιδιαίτερα στη χώρα μας, γύρω από την άμεση, μαζική χρησιμοποίηση του νέου τρομοκρατικού αντιδημοκρατικού οπλοστάσιου, της σύγχρονης αντεπαναστατικής βαρβαρότητας. Για αυτό αποκτά μεγάλη σημασία η πάλη κατά της «νομιμοφροσύνης» και του σύγχρονου «λεγκαλισμού». (Ο Λένιν έχει πει –και η σημερινή πραγματικότητα επιβεβαιώνει με οξύτητα–, ότι το επαναστατικό κίνημα πρέπει να παλεύει αποφασιστικά γύρω από τα προγράμματα της τακτικής του, φτάνει να μην ξεχνά δυο πράγματα: Να μην σταματά ποτέ να προβάλλει το στρατηγικό του πρόγραμμα και να μην παγιδεύεται ούτε μια στιγμή από το «λεγκαλισμό»). Το επαναστατικό πρόγραμμα πρέπει να πρωτοστατεί για την ανάπτυξη της μαζικής, πολιτικής, δημοκρατικής «επαγρύπνησης» του εργατικού κινήματος, και για την υπέρβαση του ιδιοκτησιακού κατακερματισμού της. Το επαναστατικό κίνημα, δεν πρέπει μόνο να μιλά αλλά και να προετοιμάζεται για τις συνέπειες των εκτιμήσεων και των μεγάλων αντικαπιταλιστικών, εργατικών, δημοκρατικών στόχων του.
Η Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή συγκεφαλαιώνει όλες τις άμεσες, αμυντικές μάχες απέναντι στην πολλαπλή τρομοκρατική επίθεση του Κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού (ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων και απολύσεων, κατάργηση των τρομονόμων, κοινωνική ανυπακοή απέναντι στο Ευρωσύνταγμα και τα ΝΑΤΟϊκά εκστρατευτικά σώματα). Για να τις υπερβεί στο πλαίσιο ενός ανώτερου, θετικού και «επιθετικού» αντικαπιταλιστικού, εργατικού-δημοκρατικού προγράμματος. Το πρόγραμμα αυτό περιέχει αιτήματα και συγκεκριμένους, πολιτικούς στόχους που συνθέτουν ένα ενιαίο πλαίσιο και δεν αποτελεί απλά το άθροισμα, ή πολύ περισσότερο, μια κατακερματισμένη, αποσπασματική έκφραση των επιμέρους μετώπων και επιδιώξεων. Από αυτή την άποψη, οι διεκδικήσεις της επαναστατικής τακτικής και ο στόχος της επιβολής τους συμβάλλουν ώστε οι ταξικοί αγώνες να μην περιορίζονται στις επιμέρους οικονομικές και κοινωνικές διεκδικήσεις ή σε κάποιες έκτακτες πολιτικές διαμαρτυρίες. Στη γενική κατεύθυνση της τακτικής μας υπάρχει η δυνατότητα για μετασχηματισμό των επιμέρους αντιστάσεων σε μια συνολική πολιτική αντίσταση, των επιμέρους ρήξεων σε μια συνολική πολιτική ρήξη, των επιμέρους ανατροπών σε μια συνολική πολιτική ανατροπή, όλων των επιμέρους αγώνων σε ένα «συνολικό, ανεξάρτητο, διαρκή, εργατικό, πολιτικό, ταξικό αγώνα». Ενός αγώνα, που θα παλεύει πραγματικά για την προώθηση του αντικαπιταλιστικού εργατικού πλαισίου και δεν θα περιορίζεται στα κείμενα των συνεδρίων, στις φλογερές προπαγανδιστικές προκηρύξεις, στις διαλέξεις και στις εκλογικές καμπάνιες των μεγαλύτερων ή μικρότερων κομμάτων της Αριστεράς.
Το πρόγραμμα της τακτικής μας αποτελεί, επίσης, το πλαίσιο για την υπέρβαση των άγονων, δήθεν ενωτικών προτάσεων μέσα στο εργατικό κίνημα: Τόσο της γραμμής του «Ελάχιστου Κοινού Παρονομαστή» που προτείνει ο δεξιόστροφος οπορτουνισμός (αντινεοφιλελεύθερα μέτωπα), όσο και της γραμμής του «Μέγιστου Κοινού Διαιρέτη», της σεχταριστικής «ενότητας με τον εαυτό μας» (τύπου ΚΚΕ-ΠΑΜΕ). Θέτει ως θεμέλιο της ενότητας το ιστορικά και ταξικά αναγκαίο και δυνατό, από τη σκοπιά των βασικών συμφερόντων των εργαζομένων και της προοπτικής τους. Οι συνολικοί στόχοι του προγράμματος βρίσκονται σε αγωνιστική «επικοινωνία» και αλληλεπίδραση με τους εργαζόμενους που αντιστέκονται και διεκδικούν λύσεις απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου, χωρίς να μπορούν ή να θέλουν να βγουν έξω από το σύστημα. Η κοινή πάλη για μια συνολική αντικαπιταλιστική ανατροπή είναι το πεδίο μετασχηματισμού της συνείδησης αυτών των εργαζόμενων και ηγεμονίας των επαναστατικών δυνάμεων. Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αυτού του είδους οι αντιστάσεις και διεκδικήσεις περιέχουν μια ανώτερη δυναμική.
Η πρότασή μας για την Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή δίνει στο υποκείμενο της τακτικής, στο Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο-ΑΕΜ, μια κεντρική κατεύθυνση, έναν κεντρικό πολιτικό στόχο. Σε αντιδιαστολή με τις «μετωπικές» λογικές όλων των δυνάμεων του αριστερού ρεφορμισμού («κομμουνιστικό», νεοαριστερό, κινηματικό, αναρχικό) που κατακερματίζουν τον κεντρικό πολιτικό στόχο σε άπειρες λίστες αιτημάτων και το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο σε άπειρα επί μέρους «μέτωπα πάλης» (από αυτή την παράδοση δεν ξεφεύγουν και τα «προγράμματα μεταβατικών μεταρρυθμίσεων» τμημάτων του τροτσκισμού). Με αυτό τον τρόπο αρνούνται, ουσιαστικά, τη δυνατότητα μιας σχετικά συνολικής, πολιτικής νίκης, μιας εφ’ όλης της ύλης ανατροπής της τρομοκρατικής επίθεσης του Κεφαλαίου. Οι δήθεν «μετωπικές» προτάσεις τους είναι περισσότερο για το θεαθήναι, συμβολικές πολιτικές χειρονομίες για τη συγκέντρωση ψήφων ή οπαδών και όχι για την πραγματική, υλική κατάκτηση μιας ανώτερης ποιότητας στην οργάνωση και δράση του κινήματος.
Η Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή έχει συγκεκριμένο στρατηγικό περιεχόμενο. Συνδέεται ουσιαστικά και σε όλες τις πλευρές της με την επαναστατική επιδίωξη, συμβάλλει με αποφασιστικό τρόπο για την εκπλήρωσή της, ενώ καθορίζεται τελικά από αυτήν. Δεν ταυτίζεται με το πρόγραμμα της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης, δεν το υποκαθιστά. Γενικότερα, δεν καταργεί τεχνητά τη δεσπόζουσα αντίθεση με τη στρατηγική, αλλά αναδεικνύει την αναγκαιότητα, την υλικότητα και δυνατότητα της στρατηγικής. Συγκεντρώνει, μετασχηματίζει και διαπαιδαγωγεί δυνάμεις θεωρητικά και ιδιαίτερα πολιτικά-πρακτικά, μέσα από την πείρα τους, για την επιτακτικότητα, τη σχετική «αμεσότητα» και τη ρεαλιστικότητα της εργατικής εξουσίας, και της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης. Οι στόχοι και τα αιτήματα της Αντικαπιταλιστικής Δημοκρατικής Ανατροπής μπορεί και πρέπει να επιβάλλονται σήμερα σχετικά σε διαρκή σύγκρουση με την αστική πολιτική. Ωριμάζοντας έτσι την αναγκαιότητα της μόνιμης και σταθερής δικαίωσής τους μέσα από την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Ουσιαστικά, η «πρώτη πράξη» της εργατικής εξουσίας θα είναι η υλοποίηση και εφαρμογή των μεγάλων ώριμων διεκδικήσεων του άμεσου αντικαπιταλιστικού αγώνα των εργαζόμενων και των καταπιεζόμενων. Αυτό, βέβαια, δεν είναι αυτόματη διαδικασία. Δυνάμεις των εργαζόμενων θα τείνουν στο «καλά ως εδώ» σε αντίθεση με εκείνες τις δυνάμεις που θα επιδιώκουν το επαναστατικό άλμα. Η επαναστατική τακτική περιέχει πάντα τους κινδύνους της αυταπάτης, της καθήλωσης και της οπισθοδρόμησης. Αυτό δεν πρέπει να μας φοβίζει, είναι ένας κίνδυνος που ενυπάρχει σε κάθε κατάκτηση, αλλά και σε κάθε άλμα της Διαρκούς Επανάστασης, όπως άλλωστε έδειξε η ιστορία των επαναστάσεων.
Το πρόγραμμα της επαναστατικής τακτικής προωθεί τη συγκεκριμένη σχετική σύνδεση του άμεσου, πολιτικού αντικαπιταλιστικού αγώνα με τη στρατηγική. Προϋποθέτει τη διαρκή, αυτοτελή θεωρητική προβολή του στρατηγικού προγράμματος και την παρέμβασή του στο σήμερα ως άμεση υλική δύναμη εκπροσωπώντας το «μέλλον του κινήματος». Συμβάλλει στη σύνδεση της κομμουνιστικής πλευράς της στρατηγικής με τις εμπειρίες και τις αναζητήσεις των εργαζομένων, με τη διεκδίκηση ενός άλλου υλικού εργατικού πολιτισμού.
Από την άλλη μεριά, αποτελεί τη βάση και για όλες τις απαραίτητες, συγκεκριμένες άμεσες πολιτικές προτάσεις, για την παρέμβαση στις εναλλασσόμενες συγκυρίες των γεγονότων και των εξελίξεων. Ταυτόχρονα, θα αποτελεί και την ενιαία βάση για την ανάπτυξη και εμβάθυνση των ιδιαίτερων προγραμμάτων πάλης στα πολιτικά μέτωπα της περιόδου. Η συγκεκριμενοποίηση αυτής της τακτικής στις διάφορες μικρές και μεγάλες στροφές της πολιτικής πάλης είναι εξαιρετικά αναγκαία. Το πρόγραμμα της Αντικαπιταλιστικής Δημοκρατικής Ανατροπής αποτελεί τη βάση για τα συγκεκριμένα συνθήματα και τους στόχους της άμεσης πολιτικής γραμμής, η εκπόνηση των οποίων δεν είναι απλή υπόθεση αλλά δεν μπορεί να υποτιμάται. Μόνον έτσι το πρόγραμμα επικοινωνεί με τους αγώνες των εργαζόμενων και μόνον έτσι μπορεί να συμβάλει στο μετασχηματισμό σε συνολική αντικαπιταλιστική, πολιτική πάλη.
Εντέλει, η Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή είναι ένα πρόγραμμα που θα επιχειρεί να υπερβεί επαναστατικά την αντίθεση ανάμεσα: Στην «κεκτημένη ταχύτητα» που μας κληροδότησε η προηγούμενη εποχή, στην υπέρτερη δυναμική των αντεπαναστατικών δυνάμεων που κυρίως χαρακτηρίζει τη σημερινή ιστορική περίοδο, από τη μια, και στον ανώτερο δυναμισμό, στη στρατηγική υπεροχή των επαναστατικών δυνατοτήτων της νέας εποχής, από την άλλη. Είναι ένα πρόγραμμα με στόχο να αξιοποιεί αυτές τις δυνατότητες, που γεννιούνται και εκφράζονται μέσα στη σημερινή περίοδο, ειδικά στη νέα φάση της, με τα πρώτα αντιφατικά όσο και ελπιδοφόρα, μαζικά, εργατικά αντιπολεμικά και διεθνιστικά ξεσπάσματα που σημαδεύουν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
2. Από τη σημερινή αντιδραστική περίοδο
στην ανατροπή της και στην επαναστατική κατάσταση
«Όπου η εργατική τάξη δεν είναι ακόμα αρκετά προχωρημένη
στην οργάνωσή της για να επιχειρήσει μιαν αποφασιστική εκστρατεία
ενάντια στη συλλογική εξουσία, δηλαδή, ενάντια στην πολιτική εξουσία
των κυρίαρχων τάξεων… πρέπει οπωσδήποτε να διαπαιδαγωγηθεί γι΄ αυτό».
Φ. Ένγκελς, Γράμμα στον Μπόλτε, Σεπτέμβρης 1871
Βρισκόμαστε σε μια ιδιόμορφη ιστορική περίοδο όπου ωριμάζουν μεγάλες εργατικές και λαϊκές διεκδικήσεις με επαναστατική προοπτική ενώ η επανάσταση «απέχει πολύ» από το να βρίσκεται στην «ημερήσια διάταξη». Η επαναστατική τακτική επιδιώκει ακριβώς να καλύψει αυτό το μεγάλο χάσμα. Το πρόγραμμα της Αντικαπιταλιστικής Δημοκρατικής Ανατροπής, βάζοντας ως στόχο την ανατροπή της ουσίας της σημερινής ιστορικής περιόδου, προωθεί και συνδέεται με το αναγκαίο πέρασμα σε μια νέα ιστορική περίοδο. Πρόκειται για μια ανώτερη καμπή, που θα χαρακτηρίζεται από μαζικά επαναστατικά γεγονότα, από την ωρίμανση και κατάκτηση μιας επαναστατικής κατάστασης, σε πανεθνικό και πανκοινωνικό επίπεδο, με βαθύτερες από ποτέ διεθνιστικές αλληλεπιδράσεις. Πρόκειται για μια εκρηκτική εκδήλωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών δυνατοτήτων και των ταξικών αγώνων της νέας εποχής.
Σε αντίθεση με τις ανθρωπιστικές, ρεφορμιστικές και ημιαναρχικές ουτοπίες, η ιστορία των ταξικών αγώνων και η σημερινή πραγματικότητα αποδεικνύουν ότι μόνο αυτή η κορυφαία, στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, περίοδος της επαναστατικής κατάστασης μπορεί να ανεβάσει σε ανώτερο επίπεδο την επιδίωξη της επαναστατικής νίκης και της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης. Μπορεί να βάλει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα του «τσακίσματος της παλιάς κρατικής μηχανής» και της κατάκτησης της εργατικής εξουσίας, να προετοιμάσει τις συνθήκες για την Εργατική Δημοκρατία και την Κομμουνιστική Διεθνιστική Απελευθέρωση. Η πορεία προς τη νίκη της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης μπορεί να έχει πολλαπλές εκδοχές και ταχύτητες, ανεξάντλητες ιδιομορφίες, μπορεί να περάσει από ενδεχόμενες ήττες ή απότομα, προωθητικά άλματα. Ωστόσο, ανεξάρτητα από όλα αυτά και ακριβώς για να επιτευχθεί αυτή η νίκη, το νέο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα είναι υποχρεωμένο στην εποχή μας, σε κάθε χώρα και σε διεθνή κλίμακα, να κατακτήσει μια ανώτερη «ιστορική κατάσταση» ανεξάρτητης, πολιτικής επαναστατικής του συγκρότησης και σχετικά μαζικής επίδρασης. Είναι υποχρεωμένο να αποτινάξει πρώτα τη σημερινή, ασφυκτική ενσωμάτωση στην αστική πολιτική, να έχει «διαπαιδαγωγηθεί», ώστε να μπορεί να μετασχηματίσει τις επαναστατικές καταστάσεις σε νίκη της επανάστασης, για να πραγματοποιηθεί ένα νέο, μεγάλο άλμα της ανθρωπότητας. Αυτός είναι ένας γενικός νόμος με καθολική, διεθνή ισχύ για την επανάσταση της εποχής μας. Ένας νόμος που σφραγίζει και την αναγκαιότητα της επαναστατικής τακτικής στη σημερινή ιστορική περίοδο.
Η Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή βρίσκεται στον αντίποδα των κυβερνητικών προτάσεων τύπου «πλουραλιστική Αριστερά» της Γαλλίας, που καθηλώνουν το εργατικό κίνημα στην ουρά της πιο «ανθρώπινης» εκδοχής του καπιταλισμού. Βρίσκεται στον αντίποδα και των κυβερνήσεων τύπου «λαϊκών μετώπων», που καθορίζονται από τις συμμαχίες και τελικά, την υποταγή σε τμήματα της αστικής τάξης. Μπορεί να επιβληθεί, σχετικά, μόνο με όρους μαζικού, πολιτικού «εκβιασμού» της αστικής τάξης από ένα ισχυρό εργατικό κίνημα σε συνθήκες προεπαναστατικής κρίσης, που δεν έχει ωριμάσει ακόμη ώστε να κορυφωθεί σε ανοιχτή επανάσταση. Παρόμοιες καταστάσεις έτειναν να δημιουργηθούν σε αρκετές χώρες με πολύ διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, στην πορεία των τελευταίων σαράντα χρόνων, σε στιγμές κορύφωσης των ταξικών αντιθέσεων: Από το γαλλικό Μάη του ’68 και την «επανάσταση» των γαριφάλων στην Πορτογαλία μέχρι τα επαναστατικά γεγονότα στην Αργεντινή και την παρατεταμένη προεπαναστατική κρίση στη Βενεζουέλα του Τσάβες. Σπέρματα ανάλογων εξελίξεων υπήρχαν επίσης στα Ιουλιανά και στο Πολυτεχνείο. Η πείρα αυτών των κορυφαίων στιγμών στη σύγχρονη Ιστορία του ελληνικού και του διεθνούς εργατικού κινήματος ελάχιστα έχει μελετηθεί με σοβαρό, μαρξιστικό τρόπο, ένα κενό που οφείλουμε να καλύψουμε κατά το δυνατόν το επόμενο διάστημα.
Σε ανάλογες ρωγμές του ιστορικού χρόνου, με βασικό χαρακτηριστικό την απότομη πολιτική αφύπνιση των εργατικών και ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων, αλλά και την αδυναμία και των δύο μπλοκ (της αστικής και της εργατικής πολιτικής) να επιβάλουν τις δικές τους «τελικές» λύσεις, είναι δυνατό η αστική τάξη να αναγκασθεί, «με το πιστόλι στον κρόταφο», να συρθεί σε σημαντικές υποχωρήσεις προκειμένου να μη χάσει τα πάντα. Σε ανάλογες συνθήκες, ένα ταξικό, πολιτικό εργατικό κίνημα, που θα αγωνίζεται στην κατεύθυνση ενός συνολικού, αντικαπιταλιστικού πλαισίου ανατροπής, μπορεί να οδηγήσει (κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και σε μια ορισμένη καμπή της ταξικής πάλης) σε σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές ήττες για το κεφάλαιο και σε αντίστοιχες αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις για τους εργαζόμενους. Μπορεί να επιβάλλει τη σχετική, αλλά συνολική και ουσιαστική ήττα της σημερινής, πολλαπλής, τρομοκρατικής εκστρατείας του Κεφαλαίου, την ανατροπή της ασφυκτικής κυριαρχίας του αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας στη χώρα μας, υπέρ της εργατικής πολιτικής. Τότε, θα έχει ανατραπεί ουσιαστικά η σημερινή ιστορική περίοδος, θα μπαίνουμε σε μια νέα.
Στην πάλη για την Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή, θα τείνουν να διαμορφώνονται οι πρώτες, εμβρυακές μορφές δυαδικής, πολιτικής εξουσίας. Σε όλη την εξέλιξη της ταξικής πάλης, από σήμερα μέχρι και την περίοδο του ποιοτικού «άλματος» της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης, θα κυριαρχεί αναπόφευκτα το πολιτικό στοιχείο, οι πολιτικοί στόχοι του κινήματος, με κορύφωση το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής. Ωστόσο, στα πλαίσια αυτά, θα εμφανιστούν, ως ένα βαθμό, και στοιχεία «δυαδικής κοινωνίας» με την εμφάνιση δικτύων κοινωνικής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης υπό την ηγεμονία των επαναστατικών, λαϊκών δυνάμεων, όπως έδειξε η πείρα επαναστατικών κινημάτων των τριών τελευταίων δεκαετιών (Ιταλικός «Μάης», Μαύροι Πάνθηρες, ANC στη Νότια Αφρική, Παλαιστίνη κ.α). Παρόλα αυτά, το «κοινωνικό-δημιουργικό» στοιχείο, η ποιοτική αλλαγή των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων θα έρθει στην πρώτη γραμμή με την Αντικαπιταλιστική Επανάσταση και στον αγώνα για την Εργατική Δημοκρατία.
Οι ενδεχόμενες ήττες της αστικής πολιτικής και οι αντίστοιχες κατακτήσεις για τους εργαζόμενους στα πλαίσια της επαναστατικής τακτικής πραγματοποιούνται, ακόμη, στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας. Έτσι, θα έχουν πάντα σχετικό, αντιφατικό, ασταθή, διαφιλονικούμενο και προσωρινό χαρακτήρα. Γιατί: Από τη μια, θα βρίσκονται έξω από τα συγκεκριμένα πλαίσια της γενικής ανοχής και αντοχής των νόμων του συστήματος. Από την άλλη θα βρίσκονται έξω και από τα αναγκαία όρια της ολοκληρωμένης και σταθερής «δικαίωσης», της ικανοποίησης και –πολύ περισσότερο– της κατοχύρωσης των εργατικών αιτημάτων και συμφερόντων. Η όξυνση αυτής της αντίθεσης θα φέρνει στο προσκήνιο, περισσότερο ή λιγότερο επιτακτικά, το μεγάλο ζήτημα, το μεγάλο δίλημμα της επανάστασης ή αντεπανάστασης, τη σύγκρουση ανάμεσα σε έναν ακόμα πιο καταστροφικό γύρο αντεπαναστατικής, αντιδημοκρατικής βαρβαρότητας και σε μια ακόμα πιο αναγκαία και αποφασιστική επαναστατική έφοδο. Γιατί, μια «ισορροπία δυνάμεων», όπως αυτή που περιγράψαμε, θα είναι προσωρινή και εύθραυστη: Είτε θα εξελιχθεί προς τη δυαδική εξουσία, την επαναστατική κατάσταση και την επανάσταση, είτε προς την ανασύνταξη-αντεπίθεση του αστικού μπλοκ, που θα απειλεί να σαρώσει το μεγαλύτερο μέρος των κατακτημένων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών. Ακόμη και σε τέτοιες συνθήκες, τα επαναστατικά εργατικά κόμματα δεν μπορούν να μπουν σε κυβερνητικά παιχνίδια, παρά μόνο επί ποινή πολιτικής αυτοκτονίας. Μπορούν, ωστόσο, να εκμεταλλευθούν τις ποιοτικά ανώτερες δυνατότητες για τη γρήγορη πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική προετοιμασία των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων (αναγκαίο μέρος της οποίας θα είναι και ο γενικός εξοπλισμός) με στόχο το πέρασμα στην Αντικαπιταλιστική Επανάσταση.
Ακόμη και σε περίπτωση ήττας ή υποχώρησης, αυτή η αποφασιστική σύγκρουση του εργατικού κινήματος μπορεί (κάτω από ορισμένες, άλλες προϋποθέσεις) να αντιμετωπίζει την αντεπανάσταση, να προασπίζει σχετικά αποτελεσματικά τις κατακτήσεις. Μπορεί, επίσης, να οδηγεί σε ανώτερες σχετικά καμπές ή και ιστορικές περιόδους, σε περισσότερο ή λιγότερο ριζικές αλλαγές των συσχετισμών υπέρ της εργατικής πολιτικής, ακόμα και σε κάποια κοινωνικά και πολιτικά «κέρδη» για τους εργαζόμενους. Ωστόσο, η σύγχρονη επαναστατική τακτική του εργατικού κινήματος έχει πολύ ανώτερες δυνατότητες από «τους παλιούς καιρούς» για να νικήσει, για να προσεγγίσει και να επιβάλλει την επανάσταση. Γιατί αναπτύσσει από σήμερα την αγωνιστική και επαναστατική αποτελεσματικότητα, ενισχύει την ταξική αυτοπεποίθηση, προβάλλει υλικά στο «τώρα» μια συνολική «μικρογραφία» της αυριανής επαναστατικής προοπτικής και όχι μια καρικατούρα της.
Συνεπώς, το πρόγραμμα για μια Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή μπορεί να αποτελέσει την «τακτική» του επαναστατικού κινήματος, όχι απλά για την πολιτική συγκυρία αλλά για όλη τη συγκεκριμένη πρώτη «ιστορική περίοδο» του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, έως την πολιτική ανατροπή της. Στόχος του προγράμματος είναι μια συγκεκριμένη και όχι μια «εικονική» σύνδεση των ταξικών αγώνων της περιόδου με τη γενική επιδίωξη της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης. Αυτή αποτελεί την πιο άμεση πλευρά της στρατηγικής διαδικασίας, κατοχυρώνει μόνιμα και συνολικά όλα τα αιτήματα του σημερινού πολιτικού, ταξικού αγώνα και του «τακτικού» προγράμματος, είναι αυτή που κυρίως τα αναπτύσσει ποιοτικά προς τον κομμουνισμό.
3. Τα άλλα ρεύματα και οι αντιφάσεις του ΝΑΡ για την τακτική
Η επαναστατική στρατηγική και τακτική βρίσκεται συνολικά σε αντίθεση με την κατά βάση «κοινή», παρ’ όλες τις ανταγωνιστικές διαφορές τους, πρακτική των διάφορων τάσεων: Από τη μια του ρεφορμισμού και από την άλλη του μεταμορφωμένου σήμερα αναρχισμού ή ημιαναρχισμού. Μια πρακτική, η οποία αντιμετωπίζει την ταξική πάλη σαν μια συνεχή εξελικτική διαδικασία, σαν διαδοχικές αμυντικές, όσο και επιμέρους, «προοδευτικές» ή «μαχητικές» μεταρρυθμίσεις, στα πλαίσια τελικά του συστήματος και της δυναμικής του και από την άλλη σαν διαδοχικές, όσο και το ίδιο επιμέρους και εξελικτικές, εικονικές εντέλει «συγκρούσεις».
Αυτές οι πρακτικές δεν αναγνωρίζουν τις καμπές, τις διαφορετικές ποιοτικές ιστορικές περιόδους ή τα αναγκαία, σχετικά πάντα, άλματα της αντικαπιταλιστικής ταξικής πάλης στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αναγνωρίζουν ούτε τα μεγάλα αναγκαία ποιοτικά άλματα και τους μετασχηματισμούς της στρατηγικής επαναστατικής διαδικασίας για την οριστική νίκη της κομμουνιστικής κοινωνίας. Οι μεν ρεφορμιστές, είτε γιατί απαρνούνται την άμεση ταξική αντικαπιταλιστική πάλη και την επαναστατική στρατηγική γενικά, είτε γιατί βολεύονται με την αποθέωση της πρώτης πράξης της κατάληψης της εξουσίας και με τα ιστορικά παραδείγματα της εξελικτικότητας, της στασιμότητας και της ήττας των προηγούμενων επαναστάσεων. Οι δε, σημερινοί κυρίως, αναρχικοί και ημιαναρχικοί γιατί βολεύονται γενικά, με το όραμα μιας μετακομμουνιστικής ατομικής ελευθεριακότητας, που δεν χρειάζεται ποιοτικές καμπές, ανώτερες ιστορικές περιόδους της ταξικής πάλης σήμερα, και πολύ περισσότερο δικτατορίες του προλεταριάτου, κλπ. αύριο, μιας και αυτή η ατομικιστική κυρίως απελευθέρωση, εκπορεύεται και βολεύεται ιδιαίτερα από τα πλαίσια του σημερινού συστήματος, ως η αντίστοιχη εκδοχή του ατομικού ανταγωνισμού, κατάλληλη για τους «καταπιεσμένους».
Αυτή τη διαλεκτική ενότητα των αναγκαίων πλευρών ενός ενιαίου προγράμματος τακτικής και της ουσιαστικής θεωρητικής και έμπρακτης σύνδεσής του με τη στρατηγική, υποβαθμίζουν ποιοτικά οι κάθε λογής «τακτικές» και στρατηγικές, των πολυποίκιλων ρευμάτων, που στριφογυρίζουν μέσα στη σημερινή δυναμική και στους συσχετισμούς του συστήματος.
Η πλευρά του περιεχομένου, η πλευρά κυρίως των αιτημάτων, των συνολικών συγκεκριμένων πολιτικών στόχων, από την πιο βασική πλευρά του «χαρακτήρα» ενός προγράμματος, μετατρέπεται στην πιο υποτιμημένη, όσο και στην πιο συσκοτισμένη πλευρά, στα διάφορα μη επαναστατικά προγράμματα τακτικής, όσο και στρατηγικής.
Και αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι δεν διανοούνται να βάλουν ως στόχο, στη σημερινή ιστορική περίοδο, στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, την υλική, την πραγματική, όσο και σχετική πάντα, επιβολή συνολικών πολιτικών κατακτήσεων υπέρ των εργαζομένων σε ουσιαστική εργατική, δηλαδή σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Δεν θεωρούν ότι μπορούν να διεκδικούν την επιβολή συνολικών πολιτικών κατακτήσεων που να «σπάνε» τελικά και πάντα σχετικά, να βγαίνουν έξω, από τη δυναμική του κέρδους, έξω από τους νόμους, τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, τα όρια της ανοχής και της «αντοχής»του συστήματος και της εξουσίας.
Αυτές οι δυνάμεις αντιμετωπίζουν το «αδιαπέραστα» τείχη, που αντικειμενικά υψώνουν οι «νόμοι» της διαρκούς εκμετάλλευσης των εργαζομένων, στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, για να διακηρύξουν, κυρίως, τη διαρκή αναγκαστική καθήλωση των αιτημάτων των στόχων και των μεταρρυθμίσεων που διεκδικεί η ταξική πάλη, αποκλειστικά στα πλαίσια του συστήματος και της δυναμικής του. Για να αποκηρύξουν τελικά κάθε αναγκαιότητα και δυνατότητα σχετικής, πάντα, αλλά «υλικής» επιβολής και επαναστατικής διαπαιδαγώγησης, των ποιοτικά διαφορετικών, αντικαπιταλιστικών, εργατικά δημοκρατικών κατακτήσεων και «μεταρρυθμίσεων» που συνενώνονται στο επίπεδο της επαναστατικής τακτικής.
Ιδιαίτερα, αυτές οι δυνάμεις υποβαθμίζουν τον «εφ’ όλης της ύλης» πολιτικό χαρακτήρα των αντικαπιταλιστικών εργατικών δημοκρατικών διεκδικήσεων, οι οποίες περιέχουν την ανάγκη να υπερβαίνουν τα επιμέρους μέτωπα, τους επιμέρους αγώνες, να σπάνε το φράγμα του οικονομισμού, και του κινηματικού κατακερματισμού, για να επιχειρούν, μια σχετική υλική επιβολή και «περιφρούρηση» τους. Υποβαθμίζουν το γεγονός ότι μόνο έτσι, τελικά, μπορεί να επιτευχθεί η ουσιαστική, θεωρητική και πρακτική σύνδεσή των σημερινών πολιτικών στόχων με την επανάσταση, μπορεί να επιτευχθεί η ανάδειξη και η όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στο «μικρό», αμφίβολο, αλλά και σχετικά υπαρκτό, «σήμερα» των αντικαπιταλιστικών ταξικών κατακτήσεων με το μεγάλο αναγκαίο και καθοριστικό «αύριο» της επανάστασης.
Mε αυτό τον τρόπο, οι κάθε λογής ρεφορμιστικές και ημιαναρχικές δυνάμεις και τάσεις, με όλες τις διαφορές τους, αντιμετωπίζουν τον «κίνδυνο» που εκπροσωπεί για την πολιτική πρακτική ή την ηγεμονία τους, ακριβώς αυτή η σχετικότητα, η «αντιφατικότητα», ο «προσωρινός» και πάντα «διαφιλονικούμενος» χαρακτήρας των αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας, ο οποίος «ωθεί» αναγκαστικά το κίνημα, στον ανεξάρτητο, από το αστικό κομματικό σύστημα, διαρκή «πολιτικό αγώνα» των ίδιων των εργαζομένων και στη σύνδεσή του με τη συνολική επαναστατική αναγκαιότητα. Και αυτό είναι αναγκαίο και δυνατό, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες των εκρηκτικών αντιθέσεων, και των τάσεων ποιοτικού μετασχηματισμού των εργατικών κινημάτων. Αυτές οι δυνάμεις δεν θεωρούν ότι οι αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις, μπορούν να αποσπούν άμεσα «κέρδη» για τους εργαζόμενους, βαθύτερης διάστασης και προοπτικής, να οδηγούν σε γενικότερες υποχωρήσεις σε πραγματικές «τακτικές» και ευρύτερες ήττες της αστικής πολιτικής.
Από εκεί και πέρα, για όλες αυτές τις δυνάμεις, τα άμεσα αιτήματα και το περιεχόμενό τους παίζουν πάντα το ρόλο της επικοινωνιακής «μπουζουριέρας». Ο καθένας βάζει ό,τι περισσότερο «μπορεί» και συχνά ό,τι θέλει, ιδιαίτερα στα επιμέρους μέτωπα, παραβλέποντας το γεγονός ότι αυτό έχει «κόστος» για την αγωνιστική συνειδητοποίηση των εργαζομένων, κυρίως όσον αφορά το κύρος και την πολιτική πειστικότητα των αντικαπιταλιστικών στόχων και αιτημάτων, το κύρος του ίδιου του ταξικού αγώνα.
Όλες αυτές οι δυνάμεις υποτιμούν την ανάγκη μιας επαναστατικής τακτικής γιατί θεωρούν ότι τα πρώτα ενδεικτικά, όσο και αντιφατικά ανατρεπτικά στοιχεία των εργατικών κινημάτων, οι «ασυνήθιστες» πλευρές των εξελίξεων σε μια σειρά χώρες (στην Ευρώπη του Όχι, στη Γαλλία των προαστίων, στη Λατινική Αμερική, στο Μεξικό, στην Ασία, στη Μέση Ανατολή στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη, κλπ.), αποτελούν κατά βάση ιδιόμορφες επιβιώσεις μιας δυναμικής παλιών κινημάτων αντίστασης. Δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι αυτά τα ριζοσπαστικά ρεύματα απηχούν, πολύ αδύναμα ακόμα, το μέλλον ενός κινήματος που θα υπερβαίνει τα αστικά όρια στο περιεχόμενο και στις μορφές πάλης για την επιβολή των επιτακτικών διεκδικήσεών του. Αυτές οι λογικές και οι αντιλήψεις δεν αφήνουν ανεπηρέαστες και τις δυνάμεις της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και του ΝΑΡ και τις ευρύτερες ριζοσπαστικές δυνάμεις.
Αυτή η παράδοση εξακολουθεί ακόμα να ηγεμονεύει στις αντιφατικές δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς, αλλά και στο εγχείρημα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Το αποτέλεσμα είναι, από τη μια πλευρά να παραιτούνται συχνά από την επεξεργασία επαναστατικής τακτικής για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, περιορίζοντας τις πολιτικές προτάσεις τους στη συγκυρία και σε κατακερματισμένους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους. Κι από την άλλη, να παραιτούνται από την αναγκαία (σε όλες τις συνθήκες), συγκεκριμένη, θεωρητική και πρακτική προβολή του στρατηγικού προγράμματος, κάτω από το φόβο της απομάκρυνσης από την πραγματικότητα, ή λόγω των διαθέσεων των εργαζομένων, ή κάτω από την πίεση της πραγματικής ανάγκης για μια τρέχουσα «πολιτική γραμμή». Άλλες φορές πάλι, επιχειρούν να λύσουν το ζήτημα της διαλεκτικής σύνδεσης στρατηγικής και τακτικής με μια τεχνητή υπερπήδηση της αντίθεσής τους, στα πλαίσια μιας γραμμικής υπέρβασης και με ένα είδος απλουστευτικής μονοκονδυλιάς, που φαίνεται από πρώτη ματιά να μας απαλλάσσει από τους ρεφορμιστικούς κινδύνους της επαναστατικής τακτικής, από τον κόπο της στρατηγικής και από τη διαρκή πάλη για τη συγκεκριμένη, ιστορική σύνδεσή τους.
Είναι φανερό ότι κι εμείς, στην προσπάθειά μας να αποφύγουμε την αντεπαναστατική πρακτική του ενσωματωμένου εργατικού κινήματος που «αποθέωνε» την «τακτική» και επέβαλε την υποταγή της στρατηγικής στον τακτικισμό, πέρα από τα ουσιαστικά βήματα που κάναμε, δεν αποφύγαμε σοβαρά λάθη. Δεν αποφύγαμε αντιλήψεις, που οδηγούσαν συχνά σε μια τυπική, σχηματική ισοπεδωτική ταύτιση και συγχώνευση στρατηγικής και τακτικής. Λάθη που ξεκινούν από την υποτίμηση του καθοριστικού κομμουνιστικού περιεχομένου της στρατηγικής και του «υλικού» ρόλου της επαναστατικής θεωρίας, από την υποτίμηση της ανώτερης επαναστατικής κομμουνιστικής δυνατότητας της εποχής και καταλήγουν στη διπλή υποβάθμιση της στρατηγικής και της τακτικής, στην «αλληλοεξουδετέρωσή» τους, στην αδυναμία για μια συγκεκριμένη ουσιαστική σύνδεσή τους στο σήμερα και ιστορικά.
Λάθη που «ανοίγουν το δρόμο» σε έναν ιδιόμορφο μαχητικό «εξελικτικισμό», χωρίς ποιοτικές διαλεκτικές καμπές, διαρκών «ρήξεων» χωρίς συνολική πολιτική ρήξη, διαρκών συνδέσεων με τη στρατηγική χωρίς σύνδεση, διαρκών επικλήσεων της καθοριστικότητας της στρατηγικής, χωρίς «στρατηγική παρέμβαση», η οποία θα «αποτυπωνόταν» τουλάχιστον, στη θεωρητική πολιτιστική πάλη και στον αποφασιστικό αυτοτελή ρόλο της κομμουνιστικής οργάνωσης. Αυτός ο ιδιόμορφος εξελικτικισμός «αντικαπιταλιστικού χρώματος», τις περισσότερες φορές καταλήγει, αναπόφευκτα, ακριβώς στον «τακτικισμό» και στην πιο ειδική μορφή του, στον κινηματικό κατακερματισμό, στην απολιτικοποίηση της συνολικής μας προσπάθειας.
ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ:
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ
1. Το ΑΕΜ κάτω από τις αρνητικές επιδράσεις των αντίπαλων ρευμάτων
και των αντιφάσεών μας
Από τα τέλη του 18ου αιώνα, μετά τη θεωρητική νίκη του μαρξισμού και σε αντιπαράθεση με τα αντίπαλα ρεύματα (το ρεφορμιστικό-τρεϊντγιουνιονιστικό και το αναρχικό), το εργατικό κομμουνιστικό κίνημα προσπαθεί να προσεγγίσει υλιστικά και ταξικά τις βασικές κατηγορίες της επαναστατικής εργατικής πολιτικής. Με τη συμβολή των Μαρξ και Ένγκελς «ανακαλύπτει» την επαναστατική τακτική και στρατηγική και τη μεταξύ τους σχέση (ανάμεσα στα άλλα και με την περίφημη «Κριτική στο Πρόγραμμα της Γκότα» του Μαρξ προς το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα). Στις αρχές του 20ου αιώνα η πολιτική θεωρία του μαρξισμού αναπτύσσεται και βαθαίνει με το έργο, ιδιαίτερα του Λένιν, αλλά και άλλων επαναστατών. Μέχρι περίπου το τέλος της δεκαετίας του ’20, κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί την υποκατάσταση του κεντρικού πολιτικού στόχου, του προγράμματος και των μορφών βίας της τακτικής από το υποκείμενο της τακτικής: Η αντιπαράθεση μεταξύ Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων για τις «Δυο Τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας» στην προεπαναστατική Ρωσία, όπως και η αντιπαράθεση με τους μισοαναρχικούς Εσέρους, αφορά πρώτ’ απ’ όλα και πάνω απ’ όλα την κεντρική κατεύθυνση, το πρόγραμμα, τα ακριβή συνθήματα-αιτήματα, τις μορφές και τους συσχετισμούς βίας (στάση απέναντι στο πρόβλημα της «κυβέρνησης», ένοπλος αγώνας ή όχι κλπ). Η πορεία ταξικού εκφυλισμού της Τρίτης Διεθνούς από τα μέσα του 1920 ανατρέπει σταδιακά αυτό τον «πολιτικό πολιτισμό» και επιβάλλει μια αντεπαναστατική αντιστροφή: Δίνει ολοένα και περισσότερο κεντρική σημασία στο «υποκείμενο» της τακτικής αντί του περιεχομένου σε τέτοιο σημείο, ώστε το «μέτωπο» να αντικαθιστά το «περιεχόμενο». Κι όλα αυτά, παράλληλα με την πορεία αντικατάστασης του λενινιστικού «Ενιαίου Εργατικού Μετώπου» από τα διάφορα μικροαστικά «Λαϊκά Μέτωπα». Αυτός ο «πολιτισμός του φορέα» καταδυναστεύει από τότε όλα τα αριστερά πολιτικά ρεύματα και αναβιώνει με ποικίλες μορφές ως τις μέρες μας.
Και αυτό γίνεται, αντικειμενικά, προκειμένου να προβάλλεται από τις μη επαναστατικές τάσεις η ενίσχυση του «υποκειμένου», του «φορέα», της οργάνωσης, του κόμματος, ή του όποιου «μετώπου» οι ίδιοι προτείνουν, ως το βασικό περιεχόμενο, ως ο χαρακτήρας της τακτικής-στρατηγικής. Η πρακτική υποκατάστασης «του περιεχομένου δια του υποκειμένου» έχει να κάνει κυρίως με την εκφυλισμένη, αστική τελικά στρατηγική και τη στρεβλωμένη ιστορική εμπειρία και συνείδηση αυτών των δυνάμεων: ανώτερος ορίζοντάς τους είναι ο «έλεγχος» του υποκειμένου της εξουσίας. Πίσω από αυτή την επιδίωξή τους κρύβεται ο φόβος για την πραγματική εξουσία των εργαζόμενων, ο φόβος για εκείνο το περιεχόμενο και εκείνους τους πολιτικούς στόχους που οδηγούν στην πλήρη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική χειραφέτησή τους. Θεωρούν ότι η συμπύκνωση του συνολικού προγράμματος στο «υποκείμενο», η πάλη για να «ενισχυθεί» η μορφή και το υποκείμενο (π.χ. το ΚΚΕ ή το «Λαϊκό Μέτωπο»), δηλαδή για να ενισχυθεί τελικά ο «έλεγχός» του, αποτελεί τη βασική ουσία της αλλαγής των συσχετισμών, της συνειδητοποίησης των εργαζομένων, και της σύνδεσής τους με τη στρατηγική.
Αυτή η πρακτική έχει μακρά παράδοση στην ίδια την ιστορία συμβιβασμού των αριστερών δυνάμεων με την αστική αντίληψη και πολιτική, στην ταξική συνεργασία τους με τμήματα της αστικής τάξης. Αναγεννάται από την ανάγκη τους να συσκοτίζουν το περιεχόμενο και τους πολιτικούς στόχους αυτών των «συμμαχιών» απέναντι στους πρωτοπόρους εργάτες. Έχει να κάνει με την ιστορική επίδραση της αστικής επιρροής μέσα στο εργατικό κίνημα, που συνοψίζεται στο ότι «το κίνημα είναι το παν σε σχέση με τους γενικούς πολιτικούς στόχους».
Η αντίληψή τους δεν είναι καθόλου άσχετη με το περιεχόμενο και το χαρακτήρα που δίνουν στο ίδιο το επαναστατικό υποκείμενο. Ουσιαστικά, αποκηρύττουν το βασικό στόχο της κομμουνιστικής πρωτοπορίας που είναι η αυτοτελής, μετωπική και πολιτική συγκρότηση του ταξικού κινήματος των εργαζομένων, των ίδιων των πρωτοπόρων δυνάμεών τους και η κυριαρχία τους σε όλες τις συνθήκες του πολιτικού αγώνα. Μια τέτοια συγκρότηση εκφράζει και τη μοναδική δυνατότητα για μια εργατική πολιτική δράση έξω από τα πλαίσια του αστικού πολιτικού συστήματος και των «εργατικών» κομμάτων του, σε αντίθεση με τη μη εργατική και «κοινοβουλευτική» (τελικά) πολιτική των κάθε είδους ρεφορμιστικών δυνάμεων ή των αναρχικών τάσεων, κοινοβουλευτικών και μη.
Για όλους αυτούς τους λόγους συμπυκνώνουν την τακτική και στρατηγική τους κυρίως στο φαντασιακό τους «υποκείμενο». Είναι αυτό, που από μακρά παράδοση καταλαβαίνουν πιο καλά. Αυτό ξέρουν, αυτό εμπιστεύονται: Προβολή, επιθετικά ή αμυντικά, πάνω από όλα του «μετώπου», του «πόλου» ή του μπλοκ, αντιδεξιού, αντιμονοπωλιακού, λαϊκού, αντινεοφιλελεύθερου ή ριζοσπαστικού, αυτόνομου, αντιεξουσιαστικού ή «μπλακ μπλοκ» κλπ.
Αυτός ο μακρόχρονος «πολιτικός πολιτισμός» έχει επιδράσει και στο ΝΑΡ, στις επεξεργασίες και την πρακτική του. Μαζί με τις γενικότερες αντιφάσεις μας, το Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ) συχνά μετατρέπεται σε ένα «σύμβολο» τακτικής με μπερδεμένο και συσκοτισμένο περιεχόμενο πολιτικών στόχων, με τυπικά εύχρηστο, εύπλαστο και ευκαιριακά «μετακινούμενο» χαρακτήρα. Έτσι το ΑΕΜ, από τη βασική μορφή του υποκειμένου της τακτικής μας με στρατηγικό περιεχόμενο, μετατρέπεται σε ένα στοιχείο που συχνά «καταπίνει» τα άλλα και πιο καθοριστικά στοιχεία. Υποκαθιστά δια της «μορφής» τους συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους και τα πολιτικά αιτήματα της τακτικής στη σημερινή ιστορική περίοδο, όπως και την «ανατρεπτική» κατεύθυνση του ταξικού «συσχετισμού βίας» που απαιτείται για να επιβληθούν. Εάν ακολουθούσαμε αυτή τη μέθοδο για την τακτική (υποκατάσταση του περιεχομένου της «Αντικαπιταλιστικής Δημοκρατικής Ανατροπής με επιδίωξη την Αντικαπιταλιστική Επανάσταση» από το «Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο») και στη στρατηγική, τότε θα έπρεπε να αντικαταστήσουμε την «Αντικαπιταλιστική Επανάσταση – Κομμουνιστική Απελευθέρωση» με στόχους και συνθήματα, όπως «Κομμουνιστικό Κόμμα» ή «Μέτωπο Εργατικής Πολιτικής». Φυσικά, κάτι τέτοιο μόνο αθεράπευτα «δογματικοί» του κόμματος ή του μετώπου θα μπορούσαν να υποστηρίξουν.
Συχνά, το ΑΕΜ τείνει να «καταπιεί» και τον «αναντικατάστατο ρόλο» της κομμουνιστικής οργάνωσης, υποβαθμίζοντας ιδιαίτερα τον αυτοτελή ρόλο του ΝΑΡ σε τελευταία, ουσιαστικά, «πτυχή» του ΑΕΜ. Ενώ από την άλλη υποβαθμίζεται και το ίδιο το ΑΕΜ, που στην πράξη οδηγείται σε διαρκή κατάσταση διάχυσης στις διάφορες αναγκαίες πλευρές του ή στις επιμέρους απόπειρες πολιτικής του συγκρότησης (Αντικαπιταλιστικός Πόλος, Εργατική Αντιπολίτευση, ΜΕΡΑ, Πρωτοβουλία Αγώνα κ.ο.κ.), καθώς στις διάφορες, επίσης αναγκαίες μορφές ενωτικής αλληλεπίδρασης, όπως το Νέο Εργατικό Κίνημα, οι πολιτικο-συνδικαλιστικές συσπειρώσεις, τα ταξικά σωματεία κλπ.
Στις περιπέτειες του ΑΕΜ συγκαταλέγεται και η προσπάθεια να αναγορευθεί περίπου και σε «συγχώνευση» της τακτικής και της στρατηγικής, «περιέχοντας» στους στόχους του σχεδόν τα πάντα, από το «σήμερα» ως την Εργατική Δημοκρατία και την αταξική κοινωνία. Όμως, έτσι το ΑΕΜ οδηγείται αντικειμενικά στο να «καταπιεί», εν είδει προγραμματικής «μαύρης τρύπας», και τη στρατηγική, χωρίς να υπολογίζονται και να αναδεικνύονται στην πρώτη γραμμή τα συγκεκριμένα αιτήματα και οι βασικοί στόχοι της τακτικής με την αυτοτέλειά τους, αντίστοιχα και της στρατηγικής. Χωρίς να υπολογίζονται οι συγκεκριμένες ιστορικές περίοδοι, οι βασικοί πολιτικοί και επαναστατικοί κρίκοι της ταξικής πάλης, οι οποίοι δαιμονοποιούνται, παρομοιαζόμενοι με τα αντεπαναστατικά «στάδια», δηλαδή με τις ταξικές συμμαχίες των εκφυλισμένων εργατικών δυνάμεων με μερίδες της αστικής τάξης. Παρά τις βελτιώσεις που έχουν γίνει στο τελικό Σχέδιο Θέσεων, η γενική κατεύθυνση του κειμένου διατηρείται στα πλαίσια των προαναφερόμενων αντιλήψεων και κυρίως των πρακτικών μας.
Αυτό το μπέρδεμα συνδέεται και με την επίδραση ελευθεριακών αμφιβολιών για το περιεχόμενο του κομμουνιστικού χαρακτήρα της στρατηγικής μας φυσιογνωμίας και της εποχής μας, που γεννά την ουσιαστικά καθόλου επαναστατική και ιδιόμορφα εξελικτική λογική των διαρκών «ρήξεων και ανατροπών» χωρίς συνολική πολιτική ρήξη και ανατροπή, γεγονός που καταλήγει συχνά στον τακτικισμό και στην προσαρμογή της τρέχουσας πολιτικής γραμμής είτε στα έκτακτα πολιτικά γεγονότα, είτε στην τρέχουσα πολιτική «ατζέντα».
Επειδή στην τακτική μας δεν κυριαρχεί το καθοριστικό ζήτημα του πολιτικού περιεχομένου και των στόχων της (κάτι που τη μετατρέπει σε πολιτική γραμμή και τη φέρνει σε επαφή με τους εργαζόμενους), το ΑΕΜ μένει μετέωρο, μετατρέπεται σε μια ιδέα, σε μια αφηρημένη «ζύμωση» χωρίς υλική υπόσταση, χωρίς σάρκα και οστά, χωρίς μαχητές, υποστηρικτές. Έτσι, κλονίζεται η εμπιστοσύνη στη δυνατότητα να γίνουν από σήμερα συγκεκριμένα βήματα στη συγκρότησή του, ενώ καλλιεργείται και η αντίληψη για την ανεδαφικότητά του στις σημερινές συνθήκες.
2. Το ΑΕΜ υπό το πρίσμα της Αντικαπιταλιστικής Δημοκρατικής Ανατροπής
Οι κομμουνιστές είναι υποχρεωμένοι παντού και πάντα να έχουν μια ορισμένη μετωπική πολιτική, όχι μόνο γιατί η εργατική τάξη περιβάλλεται από μεσαία στρώματα που μπορούν να κερδηθούν ή να ουδετεροποιηθούν στην επαναστατική διαδικασία. Αλλά και γιατί η ίδια η εργατική τάξη διασπάται καθημερινά από τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας και την αστική πολιτική (στις συνθήκες μάλιστα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, η διάλυση των παλιών βιομηχανικών πόλεων και συνοικιών, η εξατομικευμένη εργασία, η γεωμετρική ανύψωση των μισθολογικών και άλλων εργασιακών διαφορών, οξύνουν στο έπακρο το πρόβλημα των εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικο-ιδεολογικών της αντιφάσεων). Η εργατική τάξη δεν μπορεί να επανενωθεί σε «τάξη για τον εαυτό της» παρά μόνο μέσα από την ταξική πάλη, και μάλιστα όχι οποιαδήποτε ταξική πάλη, αλλά εκείνη που ανυψώνεται σε πανεθνικό-πολιτικό επίπεδο με αντικαπιταλιστικό, ταξικό περιεχόμενο και επαναστατική, κομμουνιστική κατεύθυνση. Το ΑΕΜ αποτελεί την προσπάθεια συγκέντρωσης των δυνάμεων της Εργατικής Πολιτικής στις σημερινές συνθήκες και στους σημερινούς συσχετισμούς, με στόχο την ανώτερη συγκρότησή τους μέσα από την πάλη για την ανατροπή της σημερινής ιδιόμορφης ιστορικής περιόδου, τη σύνδεσή τους με την επανάσταση και την κομμουνιστική προοπτική. Η συγκρότηση του κοινωνικο-πολιτικού μετώπου, του ευρύτερου υποκειμένου της Αντικαπιταλιστικής Δημοκρατικής Ανατροπής με επιδίωξη την Αντικαπιταλιστική Επανάσταση, συμπυκνώνεται στη γραμμή του Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου (ΑΕΜ). Υποστηρίζουμε ότι το ΑΕΜ αποτελεί το ευρύτερο αντικαπιταλιστικό επαναστατικό μέτωπο της «επαναστατικής τακτικής με στρατηγικό περιεχόμενο». Το άμεσο πολιτικό περιεχόμενο, ο κεντρικός πολιτικός στόχος του ΑΕΜ που καθορίζει το χαρακτήρα του, είναι η ήττα της διαρκούς τρομοκρατικής εκστρατείας του Κεφαλαίου και του αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας στη χώρα μας, είναι η Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή. Το ΑΕΜ συνδέεται με σχέση ενότητας-αντίθεσης με τη στρατηγική της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης και παραπέρα της Εργατικής Δημοκρατίας και της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης και ιδιαίτερα με το ποιοτικά ανώτερο, μετωπικό υποκείμενό τους. Δεν ταυτίζεται μηχανιστικά και εξελικτικά μαζί τους, συνεπώς το ΑΕΜ διατηρεί τη σχετική αυτοτέλεια και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του.
Με το ΑΕΜ παίρνουμε υπόψη τους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης, όχι για να υποταχθούμε σ’ αυτούς, αλλά για να τους ανατρέψουμε. Είναι ο δρόμος για την κατάκτηση της επαναστατικής δημοκρατικής ηγεμονίας μέσα στο ευρύτερο αντικαπιταλιστικό, εργατικό, ρεύμα και το ταξικό κίνημα ενάντια σε κάθε λογική επαναστατικής αγοραφοβίας, που συγχέει την ηγεμονία με τον ηγεμονισμό-σεχταρισμό. Έτσι, το ΑΕΜ διαπερνάται από μια βασική αντίφαση, η οποία αποτελεί και την κινητήρια δύναμη ποσοτικής και ποιοτικής ανάπτυξής του: Από τη μια πλευρά, αποτελεί πεδίο αγωνιστικής συνάντησης, κοινής δράσης, πολιτικού και πρακτικού «διαλόγου», πεδίο γόνιμης αντιπαράθεσης και αντικαπιταλιστικής επίδρασης των επαναστατικών δυνάμεων πάνω στις μάζες που κινούνται κατά βάση στο χώρο του αγωνιστικού ρεφορμισμού και οι οποίες παλεύουν για ουσιαστικές βελτιώσεις, χωρίς να υπερβαίνουν το έδαφος του συστήματος. Από την άλλη, το ΑΕΜ αποτελεί το κύριο πεδίο ενός μόνιμου και σταθερού μετασχηματισμού αυτών των μαζών σε επαναστατική κατεύθυνση, πεδίο συσπείρωσης, ανώτερης ανάπτυξης και δημοκρατικής ηγεμονίας του αντικαπιταλιστικού ταξικού επαναστατικού ρεύματος. Αυτές οι δυο πλευρές συνδέονται διαλεκτικά. Αντανακλούν την αντίφαση ανάμεσα στην επαναστατική τακτική και στις πολιτικές τάσεις που τείνουν να διατηρήσουν την εργατική αντίσταση στα πλαίσια του συστήματος. Η βασική, η στρατηγική λειτουργία του ΑΕΜ είναι ακριβώς η πολιτική μετατόπιση των ευρύτερων αγωνιστικών δυνάμεων από τις παραλλαγές της αστικής και ρεφορμιστικής πολιτικής στην πολιτική γραμμή της Αντικαπιταλιστικής Δημοκρατικής Ανατροπής. Αυτή η πολιτική γραμμή αποτελεί τη βάση και το κριτήριο για να συγκροτηθεί, για να πάρει σάρκα και οστά το ΑΕΜ, από τώρα, στις σημερινές δύσκολες συνθήκες για τη συγκέντρωση της «κρίσιμης μάζας» και στην προοπτική της διαρκούς ανάπτυξής του.
Το ΑΕΜ προωθείται από σήμερα, στο μέτρο των υπαρκτών δυνατοτήτων, σε δύο αλληλένδετα επίπεδα:
▪ Το πρώτο και πιο κρίσιμο είναι η προγραμματική, πολιτική και πολιτιστική ενοποίηση και ανάπτυξη των διαφορετικών υπαρκτών τάσεων και ρευμάτων της αντικαπιταλιστικής πάλης, ιδιαίτερα των ανεξάρτητων αγωνιστών, με στόχο μια ανώτερη στρατηγική συγκρότησή τους (αυτό που συνήθως αποκαλούμε «Πόλο της Αντικαπιταλιστικής Επαναστατικής Αριστεράς»). Η πολιτική ενοποίηση είναι μια περίπλοκη διαδικασία, η οποία πρέπει να αναπτύσσεται συγκεκριμένα και θα καθοριστεί από την παρέμβαση των δυνάμεων της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης.
▪ Το δεύτερο, το πιο βασικό επίπεδο προώθησης του ΑΕΜ είναι η αυτοτελής παρέμβασή του για την αγωνιστική, κοινωνική και πολιτική ενότητας δράσης, με τις δυνάμεις εργατικής, αγωνιστικής αναφοράς στη βάση των πιο επιτακτικών κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων της ταξικής πάλης και με στόχο την ανάπτυξη του συνολικού πολιτικού αγώνα. Σε αυτό το επίπεδο πραγματοποιείται η κύρια λειτουργία του ΑΕΜ: ο ενωτικός, πολιτικός μετασχηματισμός των εργατικών αγώνων, του μαζικού κινήματος, και των πρωτοπόρων εργαζόμενων στα πλαίσια της πάλης για την Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή. Αυτή η διαδικασία απαιτεί την πλήρη, πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια των επαναστατικών δυνάμεων. Πρέπει να επιλέγει στόχους και μορφές που ευνοούν την αγωνιστική ενοποίηση με αντικαπιταλιστική δυναμική και τη νικηφόρα έκβαση των κινητοποιήσεων. Προϋποθέτει την πλήρη ανεξαρτησία των μαζικών οργανώσεων και των μορφών συσπείρωσης από το κράτος, το κεφάλαιο, τους υπερεθνικούς, ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και τα εξαρτήματά τους.
3. Η οργάνωση κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, το ΝΑΡ,
ο Πόλος της Αντικαπιταλιστικής Επαναστατικής Αριστεράς
και το ΜΕΡΑ
Αυτό που καταρχήν θέλουμε να τονίσουμε, τόσο για τον Πόλο της Αντικαπιταλιστικής Επαναστατικής Αριστεράς, όσο και γενικότερα για το ΑΕΜ, είναι η ανάγκη για τον αποφασιστικό, πρωταρχικό, αυτοτελή ρόλο της κομμουνιστικής οργάνωσης. Η ανάγκη αυτή συνδυάζεται με την ιδιαίτερη προσπάθεια ενότητας και συσπείρωσης των ευρύτερων δυνάμεων που προβληματίζονται γύρω από την Κομμουνιστική Επαναθεμελίωση στην εποχή μας. Πρόκειται για τη συσπείρωση των δυνάμεων μιας σχετικά πιο συνειδητής και πρωτοποριακής κομμουνιστικής επαναστατικής παρέμβασης και αναζήτησης. Αυτή την προσπάθεια έχουμε σχεδόν «εγκληματικά» υποτιμήσει, με καθοριστικές συνέπειες πέραν των άλλων και στη συγκρότηση του ΑΕΜ.
Φιλοδοξία μας, στο επίπεδο του Πόλου της Αντικαπιταλιστικής Επαναστατικής Αριστεράς, δεν είναι η απλή συνάθροιση των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ή ο χαλαρός συντονισμός κοινωνικοπολιτικών συσπειρώσεων των επιμέρους μαζικών χώρων. Φιλοδοξούμε, αντίθετα, να επηρεάσουμε και τελικά να συσπειρώσουμε σημαντικές δυνάμεις, πρώτα και κύρια πρωτοποριακής κομμουνιστικής αναφοράς και αναζήτησης, που βρίσκονται ακόμη εγκλωβισμένες στην επίσημη Αριστερά ή κινούνται στο χώρο των ανένταχτων Αριστερών, όπως επίσης και αυθόρμητες, μισοσυνειδητές ή αποσπασματικές τάσεις αντικαπιταλιστικής κριτικής. Εντέλει, σκοπός μας δεν είναι ένας «τρίτος πόλος της Αριστεράς» σαν αντιγραφή των ανάλογων επίσημων εγχειρημάτων –κάτι σαν επιτροπή κοινής σωτηρίας της «υπαρκτής ριζοσπαστικής Αριστεράς»– αλλά η συμβολή μας στην κάλυψη του πραγματικού ιστορικού κενού: ενός ταξικού-αριστερού, εργατικού, αντικαπιταλιστικού και επαναστατικού πόλου με κομμουνιστική προοπτική και με μαζικό αντίκρισμα στην ελληνική κοινωνία και στο εργατικό κίνημα.
Προϋπόθεση για στοιχειωδώς αποτελεσματικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η ποιοτικά ανώτερη, προγραμματική, πολιτική και οργανωτική παρουσία του ΝΑΡ. Η ανεπάρκειά μας σε αυτό το επίπεδο ήταν και ο βασικός παράγοντας που εξασθένισε ή και υπονόμευσε προηγούμενες πρωτοβουλίες μας στο πεδίο των πολιτικών συμμαχιών, όπως ήταν η Μαχόμενη Αριστερά και το ΜΕΡΑ, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται στα μάτια των Αριστερών, ως απλή συνεύρεση πολιτικών γραφείων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Η αυτοκριτική μας στάση για το ΜΕΡΑ δεν έχει τίποτα το κοινό με κριτικές που το απορρίπτουν ως έκφραση του «παλιού κομμουνιστικού κινήματος» οργανώσεων «του σφυροδρέπανου». Τέτοιες κριτικές, στο πρόσωπο του ΜΕΡΑ, ουσιαστικά χτυπούν την ίδια τη λογική του ενιαίου αντικαπιταλιστικού πολιτικού αγώνα (συμπεριλαμβανομένης και της συμμετοχής των επαναστατικών δυνάμεων στις κεντρικές εκλογικές αναμετρήσεις). Ακόμη περισσότερο, δε θεωρούμε ότι η λύση στα προβλήματα της μετωπικής μας πολιτικής θα ήταν «να απαλλαγούμε από τους παλαιοκομμουνιστές» βάζοντας στη θέση τους ένα τμήμα κάποιων άλλων δυνάμεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Το ζητούμενο, κατά τη γνώμη μας, είναι μια προωθητική υπέρβαση των αδυναμιών του ΜΕΡΑ (που προϋποθέτει μια άλλη κατάσταση στο ίδιο το ΝΑΡ) στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της προγραμματικής-στρατηγικής του ενότητας της κομμουνιστικής του φυσιογνωμίας και της επαφής του με τα πιο πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας.
Πρέπει να βλέπουμε το ΑΕΜ ως πεδίο μετατροπής του αυθόρμητου, αποσπασματικού κοινωνικού αγώνα και του χειραγωγήσιμου πολιτικού αγώνα, σε συνειδητό, πανεθνικό, πολιτικό αντικαπιταλιστικό-επαναστατικό αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Είναι ένα πεδίο όπου συγκροτείται η πολιτική επαναστατική πρωτοπορία, το υποκείμενο της επαναστατικής τακτικής που επιδιώκει την πραγματοποίηση της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης, το υποκείμενο που εκπροσωπεί στο σήμερα το «μέλλον του κινήματος»: το στρατηγικό περιεχόμενο του Μετώπου Εργατικής Πολιτικής, δηλαδή, την Εργατική Δημοκρατία και την Κομμουνιστική Απελευθέρωση. Για αυτό, από τώρα και μέσα στο ΑΕΜ, ο ιδιαίτερος αυτοτελής ρόλος των δυνάμεων της Κομμουνιστικής Επαναθεμελίωσης αποτελεί το βασικό κρίκο σύνδεσης του ΑΕΜ με τον μετασχηματισμό του και τη στρατηγική του προοπτική.
Η υποτίμηση της ανώτερης κομμουνιστικής αναγκαιότητας και δυνατότητας της εποχής μας και της κομμουνιστικής στρατηγικής, συνδυάζεται με την υποτίμηση της κομμουνιστικής οργάνωσης, με την καθήλωση του Πόλου και ιδιαίτερα του ΑΕΜ. Επίσης, αυτή η υποτίμηση ανοίγει το δρόμο για την αναβίωση ή και την ενίσχυση της υπεροχής και της ηγεμονίας του κομμουνιστικού ρεφορμισμού και της αντικειμενικής επιρροής του μέσα στο ριζοσπαστικό κίνημα. Ανοίγει το δρόμο στην ηγεμονία των αντιλήψεων που προωθούν ακόμα πιο πεισματικά τη διαστρέβλωση του αυτοτελούς, ενωτικού και ιστορικά καινοτόμου ρόλου του Κόμματος και της κομμουνιστικής πρωτοπορίας. Έτσι ενισχύονται λογικές που επιμένουν να αντιλαμβάνονται το «πρωτοπόρο κόμμα» ως διαχειριστή, εργολάβο, ιδιοκτήτη και εξουσιαστή της επανάστασης και τελικά της ίδιας της εργατικής τάξης.
4. Η Εργατική Λαϊκή Αντιπολίτευση και η κοινή δράση
της Αριστεράς
Η αντικαπιταλιστική, ταξική ενότητα και μετατόπιση ευρύτερων, αγωνιστικών ρευμάτων αποτελεί βασική λειτουργία του ΑΕΜ, μόνιμη και σταθερή επιδίωξή του για την προώθηση της πολιτικής μας. Ωστόσο, παίρνει διάφορες μορφές και εκφράζεται με διάφορα συνθήματα, ανάλογα με τις πολιτικές στροφές και εξελίξεις. Η Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή πρέπει να προωθείται σήμερα με βάση τη συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση, να προβάλει τη δική της πρόταση ενότητας, πρόταση προοπτικής και νίκης των πολιτικών αγώνων. Σε αυτή την κατεύθυνση, σήμερα, η μορφή της Εργατικής Λαϊκής Αντιπολίτευσης μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη των αγώνων και της πολιτικής πάλης στην κατεύθυνση της Ανατροπής, ιδιαίτερα στις συνθήκες της νέας φάσης στην οποία έχουμε εισέλθει.
Η Εργατική Αντιπολίτευση δεν είναι μόνο ή κυρίως μια κατεύθυνση μετωπικής συσπείρωσης για τη συγκυρία μετά την άνοδο της Νέας Δημοκρατίας στην κυβερνητική εξουσία. Άλλωστε, το ΝΑΡ από τη συγκρότησή του πρότεινε την ιδέα μιας «Λαϊκής Αντιπολίτευσης», η οποία χάρισε το όνομά της στην πρώτη εκλογική κάθοδο το εγχειρήματός μας. Η Εργατική Αντιπολίτευση είναι μια μορφή του Μετώπου, η οποία ενισχύει ειδικά την πολιτική αντιπολίτευση του μαζικού κινήματος των εργαζομένων απέναντι στον αντιδραστικό συνασπισμό εξουσίας. Είναι μια συγκεκριμένη πλευρά του ΑΕΜ, του μετώπου, του «υποκειμένου» της τακτικής μας.
Σε αυτή τη βάση, η Εργατική Αντιπολίτευση απευθύνεται σε μια κρίσιμη ζώνη των ταξικών δυνάμεων, από την οποία εξαρτάται η εκπλήρωση του βασικού στόχου του ΑΕΜ και το γενικότερο πολιτικό πρόγραμμα της επαναστατικής τακτικής. Πρέπει να συμβάλλει με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει (όπως άλλωστε και ο Πόλος της Επαναστατικής Αριστεράς, το Νέο Εργατικό Κίνημα κλπ.) για να προβάλλεται και να προωθείται το βασικό πολιτικό περιεχόμενο, οι μορφές πάλης, η ενιαία πρόσκληση επαναστατικής ενότητας της Αντικαπιταλιστικής Δημοκρατικής Ανατροπής.
Η Εργατική Λαϊκή Αντιπολίτευση, όπως άλλωστε και το ΑΕΜ, δεν μπορεί να υποκαθιστά το γενικότερο πρόγραμμα της επαναστατικής τακτικής. Δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται και στην περίπτωσή της μια σκυταλοδρομία «πολιτικών γραμμών» που υποκαθιστούν διαρκώς το περιεχόμενο δια του υποκειμένου και το υποκείμενο δια του περιεχομένου, έπειτα υποκαθιστούν το συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα της τακτικής με τη συγκυριακή ή λιγότερο συγκυριακή «πολιτική γραμμή» κλπ. Δεν πρέπει να σχηματοποιηθεί, να προσθέσει μια ακόμα παραλλαγή τακτικής. Όσο το ΑΕΜ παραμένει ένα «πουκάμισο αδειανό», η Εργατική Λαϊκή Αντιπολίτευση θα αιωρείται χωρίς συγκεκριμένη επίδραση, χωρίς να επιτελεί τον κύριο ρόλο της.
Το ΑΕΜ και οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις επιδιώκουν την κοινή δράση και με τις κάθε λογής «πρωτοπορίες» και ηγεσίες του «συνειδητού» αριστερού ρεφορμισμού και των επίσημων κομμάτων της Αριστεράς, σε κάθε διαφορετικό επίπεδο της πάλης. Η κοινή, ενωτική δράση των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς με αυτές της οργανωμένης ρεφορμιστικής Αριστεράς συγκροτείται με διαφορετικό τρόπο από ότι η πολιτική ταξική ενότητα με τις «μη συνειδητές» δυνάμεις του ρεφορμισμού. Συγκροτείται στη βάση της συγκεκριμένης κάθε φορά επιλογής για το τι ευνοεί την αντικαπιταλιστική πολιτική ενότητα και συγκρότηση των ευρύτερων εργατικών δυνάμεων και του μαζικού κινήματος, σύμφωνα με τη λενινιστική αρχή «χωριστά να βαδίζουμε, μαζί να χτυπάμε». Η κοινή δράση των ευρύτερων δυνάμεων της Αριστεράς πρέπει να εντάσσεται στους γενικότερους στόχους του Μετώπου, στην προβολή και ενίσχυση της πολιτικής γραμμής της Αντικαπιταλιστικής Δημοκρατικής Ανατροπής. Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες ακριβώς αυτή η πολιτική γραμμή μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις τάσεις δορυφοροποίησης γύρω από τη ρεφορμιστική Αριστερά, που απειλούν να οπισθοδρομήσουν τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις.
Οι αρχές της κοινής αριστερής δράσης είναι: α) Η γενικότερη αυτοτελής παρέμβαση, σε περιεχόμενο και τρόπους δράσης, του Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου, β) η συμφωνία στη βάση ενός προωθητικού πολιτικού περιεχομένου, γ) η ισότιμη συνδιοργάνωση του αγώνα, γ) ο διάλογος και η ανοιχτή αλλά γόνιμη αντιπαράθεση των προγραμμάτων μπροστά στους εργαζόμενους, δ) η προοπτική συνέχισης της κοινής δράσης.
ΒΑΣΙΚΟ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΝΑΡ
Kαλύπτοντας το κενό και ολοκληρώνοντας μια αναγκαία πρόταση επαναστατικής τακτικής, για τη σημερινή ιστορική περίοδο, η συμβολή μας για το εργατικό κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής, μπορεί να μετασχηματιστεί ουσιαστικά, να αποκτήσει πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο ενότητας στρατηγικής και τακτικής. Με συναίσθηση της σχηματικότητας που υπάρχει πάντα σε κάθε συνθηματολογία, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε ορισμένες βασικές πλευρές μιας προγραμματικής κατεύθυνσης στρατηγικής και τακτικής στα παρακάτω σημεία:
ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ:
- ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟY ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
- ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗΣ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
- ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΑΘΕ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ, ΚΑΤΑΠΙΕΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
- ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ, ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
- ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ
- ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
- ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ!
- ΠΡΩΤΟΠΟΡΟ ΚΟΜΜΑ, ΜΕΤΩΠΟ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑ
ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗΣ!
ΜΕ ΤΟΝ ΑΜΕΣΟ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ,
ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ, ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ
ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ:
- ΤΗΝ ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΜΟΡΦΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
- ΤΗΝ ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
- ΤΗΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΑ ΚΕΡΔΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΝΔ, ΠΑΣΟΚ ΚΑΙ ΕΕ
- ΤΙΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΗΠΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΕ
- ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΕΣ, ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ
- ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΕΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΝ:
- ΤΟΝ ΠΟΛΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
- ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
- ΕΝΑ ΝΕΟ ΤΑΞΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
- ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓΗ
- ΕΝΩΤΙΚΑ, ΕΡΓΑΤΙΚΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
- ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
ΜΕ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ!
- ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ!
- ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ!
- ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ!
Η προγραμματική Διακήρυξη του ΝΑΡ, το συνολικό πρόγραμμα στρατηγικής και τακτικής θα περιέχει, ασφαλώς, πολύ πιο ουσιαστικά και ολοκληρωμένα, τους στόχους και τις μορφές της στρατηγικής διαδικασίας που απαιτεί η σύγχρονη εποχή και την οποία «ανοίγει» η Αντικαπιταλιστική Επανάσταση. Ταυτόχρονα και σε αλληλεπίδραση με αυτή τη στρατηγική πλευρά, το νέο επαναστατικό πρόγραμμα πρέπει να περιέχει και τα βασικά, αναγκαία, ποιοτικά στοιχεία της επαναστατικής τακτικής για τη σημερινή ιστορική περίοδο.
Το πρόγραμμα αυτό μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί σε μια συνολική Προγραμματική Διακήρυξη που θα απευθύνεται ευρύτερα στους κομμουνιστές, στις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, στους αγωνιστές του ταξικού κινήματος, στους εργαζόμενους και στη νεολαία. Από στρατηγική άποψη και κατεύθυνση θα ρίχνει βάρος στο πρόγραμμα της Εργατικής Δημοκρατίας, που αποτελεί και το βασικό στρατηγικό κρίκο της επανάστασης για την οριστική κομμουνιστική διεθνιστική νίκη της. Στα πλαίσια του προγράμματος της Εργατικής δημοκρατίας θα πρέπει να συνδέονται και να καθορίζονται οι βασικοί στόχοι κυρίως της Αντικαπιταλιστικής Επανάστασης, αλλά και ο βασικός χαρακτήρας των «λύσεων» και των επιδιώξεων της κομμουνιστικής διεθνιστικής αναγκαιότητας της εποχής μας.
Παράλληλα, θα αναπτύσσονται πιο συγκεκριμένα τα συνολικά πολιτικά αιτήματα και οι διεκδικήσεις, οι μορφές πάλης και ταξικής βίας, η αναγκαία συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου και των οργάνων της ταξικής εργατικής πάλης, του ενιαίου «τακτικού» προγράμματος, που συνδέουν τις σημερινές δύσκολες συνθήκες με μια «συνολική, πολιτική, αντικαπιταλιστική και εργατική δημοκρατική τομή» της ταξικής πάλης, με την Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή με Επιδίωξη την Αντικαπιταλιστική Επανάσταση.
Κεφάλαιο Γ΄
Επαναστατικό Υποκείμενο και Σύγχρονο Εργατικό Κίνημα
ΚΟΜΜΑ, ΜΕΤΩΠΟ, ΚΙΝΗΜΑ
1. Το επαναστατικό υποκείμενο
Κεντρικό στοιχείο της νέας επαναστατικής ταυτότητας είναι η επανεξέταση της «τριγωνικής» διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στην κομμουνιστική οργάνωση, το ευρύτερο πολιτικό (σήμερα λέμε αντικαπιταλιστικό εργατικό) μέτωπο εργατικής πολιτικής και το ακόμη ευρύτερο, διεκδικητικό εργατικό κίνημα, που αποτελούν στη διαλεκτική αλληλοδιαπλοκή τους, το εξελισσόμενο ιστορικό, διεθνικό υποκείμενο της διαρκούς επανάστασης. Παρά τις απολυτότητες, τις συγχύσεις, τις ταλαντεύσεις και κυρίως τα πενιχρά πρακτικά αποτελέσματα, οφείλουμε να επαναφέρουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια, το βασικό πυρήνα της λογικής μας:
Ότι δηλαδή, ο καθοριστικός παράγοντας που ωθεί την ταξική πάλη σε ανώτερες σφαίρες, αυτός που λύνει στην πράξη τις αντιθέσεις της παλιάς κοινωνίας και δημιουργεί τις βάσεις για την καινούργια, δεν είναι ούτε το γενικό, αυθόρμητο, αποσπασματικό «κίνημα» της εργατικής τάξης, ούτε από μόνη της η κομμουνιστική της πρωτοπορία, αλλά το πολιτικό μέτωπο της ενοποιημένης, αντικαπιταλιστικής, επαναστατικοποιημένης εργατικής τάξης, που εμπεριέχει μετασχηματισμένους και τους δυο αυτούς παράγοντες.
Η αφετηριακή αυτή θέση μας βάλλεται και θα βάλλεται από δύο διαφορετικές σκοπιές: Από τη σκοπιά εκείνων των δυνάμεων που αποθεώνουν τις «κινηματικές» και απαξιώνουν τις «πολιτικές» και στρατηγικές δυνατότητες της εποχής μας (ένα πολύ ευρύ φάσμα δυνάμεων, που ξεκινούν από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και του Κοινωνικού Φόρουμ για να φτάσουν μέχρι την αυτονομία και τον αναρχισμό). Και από τη σκοπιά ρευμάτων κομμουνιστικής αναφοράς που αναγορεύουν την ενίσχυση ή την ανοικοδόμηση της κομμουνιστικής πρωτοπορίας στο άλφα και το ωμέγα της σημερινής, τουλάχιστον, φάσης του πολιτικού αγώνα σε βάρος, τελικά και των τριών παραγόντων.
Η θέση μας για την καθοριστικότητα του εργατικού αντικαπιταλιστικού μετώπου δεν προέρχεται από μια υποκειμενική ροπή προς την «πολιτική», σε διάκριση από τους «κινηματικούς» και τους «οργανωτικούς». Πολύ περισσότερο δεν σημαίνει υποτίμηση των άμεσων κινηματικών και των στρατηγικών-οργανωτικών καθηκόντων. Το «Κίνημα», ο αυθόρμητος, κυρίως οικονομικός αγώνας της εργατικής τάξης που μετασχηματίζεται σε σταθερό, συνειδητό αντικαπιταλιστικό πολιτικό αγώνα, αποτελεί πάντα την αναγκαία, αλλά ανομοιογενή «πρώτη ύλη», την πρωτοβάθμια πολιτική της εκπαίδευση, το σταθερό έδαφος που αναγεννά την κοινωνική ελπίδα και στις πιο ζοφερές εποχές ιδεολογικής και πολιτικής υποχώρησης. Αποτελεί το αντικειμενικά πρωταρχικό για την οικοδόμηση του επαναστατικού υποκειμένου.
Το Μέτωπο αποτελεί το πεδίο μετασχηματισμού του αυθόρμητου σε συνειδητό, του διεκδικητισμού σε πολιτική και στρατηγική, του γενικού κινήματος σε οργανωμένο επαναστατικό ρεύμα ανατροπής, με τους δικούς του θεσμούς, τα δικά του όργανα, τις δικές του εμβρυακές μορφές της αυριανής Εργατικής Δημοκρατίας. Εν τέλει, είναι το καθοριστικό πεδίο όπου η εργατική τάξη μετατρέπεται από «τάξη καθεαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της», μέχρι την κατάργηση όλων των τάξεων και της πολιτικής στον κομμουνισμό. Είναι το βασικό πεδίο όπου εκφράζεται ο τελικά καθοριστικός ρόλος της εργατικής τάξης και του διαλεκτικά αναπτυσσόμενου κινήματός της.
Η οικοδόμηση της επαναστατικής οργάνωσης των δυνάμεων της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και του κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης έχει πάντα σχετική, ποιοτική προτεραιότητα. Αποτελεί το υποκειμενικά πρωταρχικό για την οικοδόμηση του υποκειμένου. Αυτό δεν σημαίνει μόνο την αναγκαία πολιτική και οργανωτική πρωτοβουλία για την οικοδόμηση του υποκειμένου, αλλά εκπροσωπεί και το στρατηγικό στοιχείο του υποκειμένου, που είναι το στοιχείο της συνειδητής επαναστατικής δυνατότητας του ίδιου του εργατικού κινήματος. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες των καθολικά αρνητικών πολιτικών συσχετισμών, της εμβρυακής-υπαρξιακής κατάστασης του ιστορικού υποκειμένου, αποκτά κρίσιμη, στρατηγικής σημασίας προτεραιότητα, σε τέτοιο βαθμό που καθορίζει την ανάπτυξη και του αντικαπιταλιστικού κινήματος της εργατικής τάξης και του Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου.
Αυτή η θεωρητική πλευρά δεν έχει διευκρινιστεί και αποσαφηνιστεί στον αναγκαίο βαθμό μέχρι σήμερα στο ΝΑΡ, γεγονός που αποτελεί σημαντική αιτία για τις διαφωνίες, ταλαντεύσεις και λάθη μας. Παράλληλα, συσκοτίζονται και τα συγκεκριμένα καθήκοντα «κομματικής οικοδόμησης» που απορρέουν από τη σημερινή ιστορική περίοδο, με αποτέλεσμα η ιεράρχηση του «οργανωτικού προβλήματος» να βρίσκεται πάντα στο τελευταίο σκαλί της δράσης μας, στο όνομα της τρέχουσας «πολιτικής» ή του «κινήματος» ή και των δυο.
2. Η πορεία και τα σημερινά προβλήματα του ΝΑΡ
Αφετηριακή θέση μας για την αυτοκριτική εξέταση της πορείας του ΝΑΡ είναι ότι στα 15 χρόνια της δράσης του η εξέλιξη των ταξικών αγώνων σε ελληνική και διεθνή κλίμακα δεν αδυνάτισε, αλλά ενίσχυσε την ανάγκη της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, που αποτελεί τον καθοριστικό λόγο ύπαρξής μας. Και αν δεν υπήρχε το ΝΑΡ, κάποιοι άλλοι, με καλύτερα ή χειρότερα αποτελέσματα, θα έβαζαν πλώρη για ένα ανάλογο εγχείρημα, που δεν εκφράζει φιλοδοξίες ή υπαρξιακά άγχη μιας ομάδας αγωνιστών, αλλά κοινωνική αναγκαιότητα. Χωρίς έπαρση, θεωρούμε ότι οι δυνάμεις μας είχαν πρωταγωνιστική παρουσία στα προχωρημένα φυλάκια των αγώνων των εργαζόμενων και της νεολαίας όλη αυτή την περίοδο. Και ότι, όπου η κοινωνική μας παρουσία ήταν αρκετά ισχυρή, ο θετικός αντίκτυπος ήταν ορατός και «μετρήσιμος» στην ανάπτυξη του ίδιου του μαζικού κινήματος. Επιπλέον, η αυτοτελής μας συγκρότηση και δράση έδρασε ανασταλτικά απέναντι στα φαινόμενα του ταξικού εκφυλισμού, της πολιτικής ουράς απέναντι στον αστικό πολιτικό κόσμο και της θεωρητικής αφασίας, που μάστιζαν και μαστίζουν την επίσημη Αριστερά. Σημαντικές πλευρές του προγραμματικού μας λόγου και των πρακτικών μας παρεμβάσεων στο κίνημα και την πολιτική δικαιώθηκαν στη δοκιμασία της πράξης και επηρεάζουν σήμερα ακόμη δυνάμεις της Αριστεράς.
Παραμένει, ωστόσο, γεγονός ότι το συνολικό αποτέλεσμα της δράσης μας, κυρίως ως προς τη συγκρότηση ενός στοιχειωδώς μαζικού, επαναστατικού «τρίτου ρεύματος», πόλου και μετώπου στο χώρο της Αριστεράς, είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Κάτι που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο με βάση τους αρνητικούς συσχετισμούς δυνάμεων της ιστορικής περιόδου. Ούτε βέβαια με τα «παλαιού τύπου» σχήματα, που υποστηρίζουν πάντα ότι «η γραμμή ήταν σωστή, αλλά δεν την εφαρμόσαμε σωστά» ή «δεν την κατανόησαν όλοι». Ακόμη περισσότερο, δεν μπορεί να εξηγηθεί με ηθικολογίες και εξορκισμούς των προσωπικών αντιπαραθέσεων και εκφυλιστικών φαινομένων στην εσωκομματική μας ζωή. Παρόμοια φαινόμενα είναι υπαρκτά και ανησυχητικά, αποτελούν ωστόσο διαστρεβλωμένη (κάποτε στα όρια του νοσηρού) αντανάκλαση της αντιπαράθεσης υπαρκτών ιδεολογικών και, σε τελική ανάλυση, ταξικών ρευμάτων, και δεν είναι αποτέλεσμα απλώς γνωσιολογικών προβλημάτων. Αν δεν το αναγνωρίσουμε, θα είναι σαν να υποτιμάμε σε ακραίο βαθμό την όλη προσπάθειά μας και τις ίδιες τις αντιθέσεις μας. Το ζητούμενο είναι να εντοπίσουμε τα γόνιμα, προωθητικά στοιχεία των αντιθέσεων, που θα επιτρέψουν τη σύνθεση όσων μπορούν να συντεθούν και τη δημοκρατική, συντροφική «αντιπαράθεση» στα ζητήματα όπου οι αντιθέσεις είναι ανταγωνιστικού χαρακτήρα.
Οι αντιθέσεις γενικά, και ειδικά οι ανταγωνιστικές, δεν λύνονται με το «κουκούλωμα», με την «αγαθή», καλών προθέσεων διάθεση «να αξιοποιήσουμε όλες τις πλευρές» οι οποίες μάλιστα ανάγονται όλες σε «πλευρές της πραγματικότητας» και «αντιφάσεις της εργατικής τάξης», σαν να μην υπάρχουν αντίπαλες τάξεις ή επιδράσεις των θεωριών και του πολιτισμού των αντίπαλων τάξεων στην εργατική και την επαναστατική οργάνωση, πολύ περισσότερο όταν αυτή είναι ακόμα «μεταβατική». Οι αντιθέσεις λύνονται τελικά με την ηγεμονία της επαναστατικής-κομμουνιστικής εργατικής πλευράς που δεν «καταργεί», δεν «διαγράφει» και δεν «εξαφανίζει» ούτε τις αντιφάσεις ούτε τα διαφορετικά ρεύματα. Αλλά τις μετασχηματίζει σε ανώτερο προωθητικό επίπεδο επαναστατικής-κομμουνιστικής ενότητας που απαιτεί την άλλη πλευρά για να κινείται προς τα μπρος. Αντίθετα, η ηγεμονία της μη επαναστατικής πλευράς έχει την τάση να «διαγράφει» και να «εξαφανίζει» την επαναστατική και τελικά να διασπά, να χρησιμοποιεί οργανωτικές μεθόδους επίλυσης των θεωρητικών-πολιτικών διαφορών, όπως έδειξε η μακρόχρονη πείρα όλων των αποτυχημένων και εκφυλισμένων κομμουνιστικών δυνάμεων και όπως δείχνει η πρακτική των αναρχοαυτόνομων ομάδων.
Από την ίδρυσή του, το ΝΑΡ είχε διπλό χαρακτήρα: Από τη μια πλευρά, προϊόν κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος (και μάλιστα ιστορικής κρίσης του, σε μια εποχή ήττας όλων των προτύπων του, από το τριτοδιεθνιστικό και το τροτσκιστικό μέχρι το ευρωκομμουνιστικό και το μαοϊκό), από την άλλη απόπειρα υπέρβασης αυτής της κρίσης στο πλαίσιο μιας συνολικής επανίδρυσης. Η αντιφατικότητα αυτή σημάδεψε το πολιτικό μας DNA: Το στοιχείο της άμεσης, πολιτικής αντιπαράθεσης με το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα, που βρισκόταν τότε στο ζενίθ του εκφυλισμού του, υπερείχε της καθοριστικής ανάγκης για θετική διαφοροποίηση απέναντί του στο στρατηγικό, προγραμματικό επίπεδο. Μέρος των δυνάμεων που μας ακολούθησαν, το έκαναν γιατί συμφωνούσαν μαζί μας κυρίως σ’ αυτό που απορρίπταμε και όχι σ’ αυτό που θέλαμε να οικοδομήσουμε. Συχνά, η αριστερή τους διαφοροποίηση, μέσω του ΝΑΡ, ήταν ένα είδος ηρωικού «χορού του Ζαλόγγου με προστατευτικό δίχτυ» για τη δρομολογημένη έξοδό τους από τις δυσκολίες του επαναστατικού κινήματος.
Σε κάθε περίπτωση, η ανεπαρκής επεξεργασία μιας συνεκτικής επαναστατικής φυσιογνωμίας και πολιτικής, τόσο στην περίοδο που βρισκόμαστε στο ΚΚΕ, όσο και στη συνέχεια, επέτρεπε τη συνύπαρξη διαφορετικών ρευμάτων, κάποτε με ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά. Αυτή η «θολούρα» αντικατοπτρίστηκε στο λόγο, στην πρακτική, ακόμη και στον τίτλο μας. Καθοριστικής σημασίας ήταν και η «γενετική» μας αδυναμία, που δεν έγινε δυνατό να καλυφθεί στη συνέχεια, ως προς την πολιτική και οργανωτική μας σύνδεση με την εργατική τάξη, ιδιαίτερα με τα πρωτοπόρα τμήματά της, περιορίζοντας την εμβέλειά μας κατά κύριο λόγο σε φοιτητικά και «μεταφοιτητικά» στρώματα της μισθωτής διανόησης, που μετονομάζονται αδιάκριτα σε «εργατική βάση» του ΝΑΡ. Η βιασύνη μας να «επιστρέψουμε» σε μια «ηγεμονική» πολιτική, χωρίς να έχουμε οικοδομήσει σε επαρκή βαθμό τις προγραμματικές, θεωρητικές και οργανωτικές προϋποθέσεις της αυτοτελούς μας ύπαρξης –κάτι που εκδηλώθηκε με τις πρωτοβουλίες για τη Λαϊκή Αντιπολίτευση και τη Μαχόμενη Αριστερά– περισσότερο ανακύκλωνε παρά αντιμετώπιζε αυτές τις κρίσιμες αδυναμίες.
3. Ο στρατηγικός και πολιτικός χαρακτήρας
του «οργανωτικού προβλήματος»
Το πρώτο συνέδριο του ΝΑΡ (όπως και η τέταρτη πανελλαδική του συνδιάσκεψη στη συνέχεια) σηματοδότησε μια σοβαρή προσπάθεια «αντίστροφης ιεράρχησης» των προτεραιοτήτων μας. Ωστόσο, οι επεξεργασίες μας και οι πρακτικές τους εφαρμογές δεν κατάφεραν να φτάσουν εκείνη την κρίσιμη μάζα που ήταν αναγκαία για να διαμορφώσουν μια σταθερή, προωθητική δυναμική. Οι εσωτερικές αντιφάσεις των προγραμματικών απαντήσεων και της οργανωτικής συγκρότησής μας, ο ανολοκλήρωτος χαρακτήρας τους και, στη βάση αυτή, η διαφορετική ποιότητα κατανόησης και οι πολλαπλές ερμηνείες που δίνονταν στην καθημερινή ζωή ύψωναν σοβαρά εμπόδια.
Αυτή η εκτίμηση δεν μειώνει καθόλου την αποφασιστικότητά μας να αναμετρηθούμε με τις αδυναμίες και τα λάθη μας. Ούτε σημαίνει, ότι θα πετάξουμε για μια ακόμη φορά «το παιδί μαζί με τα άπλυτα». Ότι, δηλαδή, θα πετάξουμε το βασικά ορθό, όπως πιστεύουμε, πυρήνα των συλλήψεών μας μαζί με τις αντιφάσεις και τα λάθη τους. Αντίθετα, σημαίνει πάνω απ’ όλα νέες τομές μέσα από τη συνέχεια και διόρθωση αυτού του πυρήνα, νέο επίπεδο ανάπτυξής του, μεγαλύτερη σαφήνεια μέσα από την αποσαφήνιση εννοιών και διατυπώσεων, νέο ανώτερο επίπεδο θεωρητικής και προγραμματικής συμφωνίας μέσα από τη συζήτηση και σύνθεση, για να επιτευχθεί μια επαναστατική ενότητα δράσης. Για να μετατραπεί το ΝΑΡ σε μια εργατική, κομμουνιστική οργάνωση και, μεσοπρόθεσμα, να συμβάλει αποφασιστικά στη συγκέντρωση των δυνάμεων του κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Πέρα από τις αντιφάσεις και τα κενά στην ανάλυσή μας για τον καπιταλισμό και στη στρατηγική μας πρόταση, πέρα από την έλλειψη μιας επαρκώς επεξεργασμένης επαναστατικής τακτικής για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, το καθοριστικό πρόβλημα που διαιωνίστηκε ήταν, κατά τη γνώμη μας, η υποτίμηση, στην πράξη, της επαναστατικής θεωρίας, τελικά της ίδιας της επαναστατικής οργάνωσης.
Σωστά το πρώτο συνέδριο προχώρησε σε μια αποφασιστική τομή σε σχέση με τη γραφειοκρατική αντίληψη ενός «κόμματος-παντογνώστη», μιας πρωτοπορίας-«μηχανικού» του μέλλοντος, με την εργατική τάξη στο ρόλο του «οικοδόμου». Σωστά προσπαθήσαμε να επαναφέρουμε, στο φως της συσσωρευμένης ιστορικής πείρας και των νέων δεδομένων της εποχής μας, τον επαναστατικό πυρήνα της μαρξιστικής αντίληψης για τη σχέση του κόμματος με το πολιτικό μέτωπο και το εργατικό κίνημα, του συνειδητού με το αυθόρμητο, της εργατικής τάξης με την πολιτική πάλη. Ωστόσο, στην προσπάθειά μας αυτή δεν διευκρινίσαμε στον αναγκαίο βαθμό ότι το επαναστατικό κόμμα (ή τα επαναστατικά κόμματα) κάνει πολιτική με άλλο τρόπο από την τάξη – με τρόπο πιο μόνιμο, πιο καθολικό και συνεπή «μέχρι το τέλος» της επαναστατικής ανατροπής και του κομμουνισμού. Αποτέλεσμα, στην πράξη, ήταν συχνά να αναζητάμε σε συσπειρώσεις των μαζικών χώρων χαρακτηριστικά «κόμματος» και στο κόμμα χαρακτηριστικά πολυφωνικής «συσπείρωσης».
Οι διαφορετικές αντιλήψεις για το χαρακτήρα της οργάνωσης αποτυπώθηκαν και στις αντιπαραθέσεις του Συνεδρίου και της Συνδιάσκεψης για το «οργανωτικό» (με αιχμή την επαναστατική ενότητα αντίληψης και δράσης), αλλά κυρίως σε όλη την εσωοργανωτική μας ζωή, στο διάστημα που μεσολάβησε από τότε. Ασφαλώς, το θέμα δεν τίθεται με όρους «ποιος θέλει οργάνωση και ποιος όχι» ή «ποιος θέλει σκληρή-πειθαρχημένη και ποιος ελαστική-δημοκρατική οργάνωση». Κατά την αντίληψή μας, η ουσιαστική, ανταγωνιστική αντίθεση που οφείλουμε να λύσουμε βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λογικές για το χαρακτήρα όχι μόνο της οργάνωσης, αλλά συνολικά των καθηκόντων και του ιστορικού ορίζοντα των επαναστατών στην εποχή που ζούμε (μιλάμε για λογικές, όχι για «στρατόπεδα» που χωρίζουν αμνούς από ερίφια).
Η μία λογική θεωρεί ότι στην εποχή μας μπορεί να τεθεί –και τίθεται, είτε το θέλουμε είτε όχι– το θέμα του «όλου», της συνολικής κοινωνικής επανάστασης, με βάση τις μακροπρόθεσμες δυνατότητες της νέας εποχής. Αυτό καθορίζει, αντίστοιχα, ποιοτικά ανώτερα καθήκοντα στο επαναστατικό κόμμα ή στο κόμμα που θέλει να γίνει επαναστατικό: Την κατάκτηση της συνολικής αυτοτέλειας της πρωτοπορίας, τη διαρκή αναζήτηση, προώθηση και υπεράσπιση της αντικειμενικής, επαναστατικής αλήθειας, στο πλαίσιο μιας ενωτικής πολιτικής στρατηγικής-τακτικής για την ανύψωση του συνόλου της εργατικής τάξης σε «τάξη για τον εαυτό της», όχι στο ακαθόριστο μέλλον, αλλά στο βιολογικό ορίζοντα των δικών μας γενιών.
Η δεύτερη λογική, που, ανεξάρτητα από τη ρητορική συμφωνία περί «κομμουνιστικής» προοπτικής, καταλήγει τελικά στην αντίληψη ότι οι σημερινοί συσχετισμοί δυνάμεων δεν επιτρέπουν παρά ένα κατακερματισμένο κοινωνικό-πολιτικό «αντάρτικο» για τη δημιουργία αντίβαρων ή ρωγμών στην αστική κυριαρχία, όχι όμως για να τεθεί με πραγματικούς, υλικούς όρους το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Η λογική μιας βολονταριστικής «Πράξης», όπου η αναζήτηση και υπεράσπιση της αλήθειας υποκαθίσταται από τον εκλεκτικισμό και τον «επαναστατικό» πολυσυλλεκτισμό. Αυτή η λογική βρίσκεται στον αντίποδα του θεμέλιου λίθου της μαρξιστικής, εργατικής οργάνωσης που είναι η διαλεκτική ενότητα επαναστατικής θεωρίας και πράξης: Ξεκινάμε από την επαναστατική πράξη, γενικεύουμε θεωρητικά, επιστρέφουμε από ανώτερο επίπεδο στο πεδίο της πράξης, όπου κρίνονται τελικά όλες οι θεωρίες (φυσικά, μιλάμε για την «πράξη» της τάξης και όχι της παρέας μας). Πρόκειται για μια λογική που συνδυάζει τον οπορτουνισμό, την υπόκλιση στις αστικές «αλήθειες», με το σεχταρισμό και την εχθρότητα απέναντι σε οτιδήποτε αμφισβητεί τη μικρή «εξουσία» της, το μικρό «μαγαζάκι» της, στο κόμμα, στην πολιτική συσπείρωση ή στο συνδικάτο. Τελικά, είναι η λογική ενός ηττημένου στρατηγικά κινήματος που, καθώς αδυνατεί να υψωθεί στο επίπεδο των πραγματικών, ταξικών του αντιπάλων, κατασκευάζει αντίπαλους στα δικά του, χαμηλά όρια.
Έχει ειπωθεί κατά καιρούς ότι το ΝΑΡ είναι μια μεταβατικού χαρακτήρα πολιτική οργάνωση, παιδί της εποχής του, αναγκασμένο να ζει και να παλεύει με τις αντιφάσεις του. Αυτό είναι μόνο ως ένα βαθμό σωστό. Μπορεί, όμως, να μετατραπεί σε συμφιλίωση με παραλυτικά και εκφυλιστικά φαινόμενα, στο βαθμό που δεν ξεκαθαρίζει κανείς σε τι συνίσταται η «μεταβατικότητα» του ΝΑΡ. Η απάντηση στο δικό μας «τι να κάνουμε;», αυτό που πρέπει να γίνουμε, αυτό που θα ’πρεπε να είμαστε, αυτό που απαιτεί η εποχή μας, είναι: Συνεκτική, εργατική, μαρξιστική οργάνωση ομοϊδεατών επαναστατών, μεταβατική προς το μαζικό κόμμα της κομμουνιστικής επανίδρυσης, απελευθέρωσης. Ένα κόμμα το οποίο, φυσικά, δεν θα οικοδομηθεί μόνο από εμάς, αλλά από το σύνολο των δυνάμεων κομμουνιστικής, επαναστατικής αναφοράς, αυτών που υπάρχουν σήμερα και αυτών που θα απελευθερωθούν αύριο, στο βαθμό που θα ωριμάσει, με μαζικούς όρους, η ιστορική, πολιτική σύγκρουση που θα σφραγίσει την εποχή μας. Έχουμε συνείδηση αυτής της ιστορικής «μεταβατικότητας» και δεν υιοθετούμε τις απλοϊκές, «οργανωτίστικες» λογικές του τύπου «δώστε μου 300 αποφασισμένους επαναστάτες και θα αλλάξω τον κόσμο».
Αλλά το πρόβλημα με το ΝΑΡ δεν είναι ότι δεν κατάφερε να γίνει (που δεν θα μπορούσε, σ’ αυτή την περίοδο) το μαζικό, εργατικό, κομμουνιστικό κόμμα των ονείρων μας. Είναι ότι δεν κατάφερε να διαμορφωθεί καν σε κομμουνιστική οργάνωση ομοϊδεατών που θα έχει πρωτοπόρα συμβολή στη δημιουργία των πολιτικών, ιδεολογικών και οργανωτικών προϋποθέσεων για τη συγκρότηση ενός τέτοιου κόμματος. Αντίθετα, οικοδομήσαμε ένα συγκεκριμένο «μοντέλο» οργάνωσης, που στο όνομα της κάθαρσης από τα «κατάλοιπα του ΚΚΕ» και τον «ιεραρχικό δημοκρατικό συγκεντρωτισμό», χαρακτηρίζεται από έναν οργανωτικό φιλελευθερισμό με ατομοκεντρικό συγκεντρωτισμό. Μ’ αυτή την έννοια, το 2ο συνέδριό μας χρειάζεται να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα ώστε να τερματιστεί η κακώς νοούμενη ως «αιώνια μεταβατικότητα» συντήρηση αυτού του «μοντέλου» που μπήκε ήδη σε κρίση, που μεταθέτει διαρκώς την αποσαφήνιση της ιδεολογικής φυσιογνωμίας, της προγραμματικής ταυτότητας, των οργανωτικών αρχών και του εργατικού πολιτισμού μας. Η κρίση του ΝΑΡ έγκειται στη διαπάλη ανάμεσα στην αναγκαιότητα και δυνατότητα να μετατραπεί το ΝΑΡ σε μια εργατική, επαναστατική οργάνωση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και στην καθήλωσή του στη σημερινή «μεταβατική» κατάσταση που οδηγεί με τη σειρά της σε εκφυλιστικά φαινόμενα. Μια από τις πιο επείγουσες πλευρές αυτής της προσπάθειας είναι η αποφασιστική αντιμετώπιση των προσωπικών επιθέσεων και συκοφαντιών που έχουν σχετικά αυτονομηθεί από το πεδίο των θεωρητικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων, χαρακτηρίζονται από μια ακραία πάλη για «πλειοψηφία» και «εξουσία» χωρίς ηγεμονία ιδεών, για διαμόρφωση συσχετισμών μέσω μηχανισμών και στοίχισης πίσω από άτομα και παρέες και όχι από αρχές και θέσεις. Πρόκειται για φαινόμενα ιδιοκτησιακής αντίληψης για το κόμμα και το κίνημα, σε ένα περιβάλλον που δηλητηριάζεται από το ανταγωνιστικό περιβάλλον και την υποτίμηση της κοινής στράτευσης. Η αντιμετώπισή τους δεν είναι ζήτημα ενός επαναστατικού σαβουάρ βιβρ, αλλά ζωτικό ζήτημα ύπαρξης του ΝΑΡ, διότι οδηγεί στην απογοήτευση και παραίτηση συντρόφων από τον αγώνα, στο «σπάσιμο» του ηθικού, της εμπιστοσύνης και της αλληλεγγύης, των στοιχείων ενός βαθύτερου εργατικού πολιτισμού που καθορίζουν τη φυσιογνωμία ενός κομμουνιστικού οργανισμού.
Για αυτή την κατάσταση σαφώς υπάρχουν ευθύνες σε όλα τα όργανα, σε όλα τα στελέχη του ΝΑΡ και τους συντρόφους. Είναι, όμως, ίδιας ποιότητας οι ευθύνες; Οι σύντροφοι που μεθοδεύουν, ακολουθούν ή υιοθετούν αυτές τις πρακτικές έχουν την κύρια ευθύνη για την υπονόμευση της προοπτικής του ΝΑΡ. Οπωσδήποτε, η βάση του προβλήματος είναι οι πολιτικές και θεωρητικές διαφορές, μαζί με την αντιφατική σύνθεση του ΝΑΡ. Αλλά, το πρόβλημα έχει και τη σχετική αυτοτέλειά του, πράγμα που είναι ανεπίτρεπτο να παρακάμπτεται, ώστε να διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση. Σε ορισμένους συντρόφους υπάρχει η αυταπάτη, ότι το πρόβλημα είναι γνωσιολογικό ή είναι πρόβλημα πειθούς ή χειρισμών. Δεν κατανοείται ότι οι πρακτικές αυτές έχουν αντικειμενικές ρίζες και ότι αντιμετωπίζονται με μέτωπο απέναντί τους και με την ηγεμονία της εργατικής, κομμουνιστικής αντίληψης και ηθικής.
Πιστεύουμε βέβαια, ότι την καθοριστική ευθύνη φέρει εκείνη η πλευρά, που γνώριζε το πρόβλημα εδώ και καιρό, το εντόπισε και επιδίωκε την αντιμετώπισή του, όχι όμως με επαρκή πολιτικό τρόπο.
4. Για μια νέα σχέση με τη μαρξιστική θεωρία και τον εργατικό πολιτισμό
Η υποτίμηση του ρόλου της οργάνωσης –τελικά, υποτίμηση των δυνατοτήτων και των απαιτήσεων της ιστορικής εποχής– πουθενά δεν εκφράστηκε με πιο ανάγλυφο τρόπο από ό,τι συνέβη στο πεδίο της θεωρίας. Με τη δύναμη του συμπιεσμένου ελατηρίου, που απελευθερώνεται για να στραφεί ορμητικά στο αντίθετο άκρο, αντικαταστήσαμε, στην πράξη, την αυτάρκεια του εγχειριδιακού Μαρξισμού με την ανάλαφρη ανεμελιά ενός είδους «επαναστατικού» πλουραλισμού, που συχνά δεν απέχει πολύ από τον αγνωστικισμό. Μαρξ, Λένιν, Λούξεμπουργκ, Γκράμσι, Τρότσκι, Μάο, Αλτουσέρ, αλλά και Πολάνι, Καστοριάδης, Μαρκούζε, Νέγκρι, Φωτόπουλος και ό,τι θεωρία ή φρούτο εποχής έτυχε να πέσει στα χέρια μας, μπαίνει με τη μεγαλύτερη ευκολία στο «επαναστατικό» μίξερ. Σε αυτό το φόντο, ο «κομμουνισμός» καταλήγει κάποτε μια σημαία ευκαιρίας, διαβατήριο μιας ελευθεριακότητας (και μάλιστα, όχι στην πιο «κοινωνική», αλλά στην ατομική της εκδοχή), ή απλώς ένα ηθικό «πρόταγμα», χωρίς καμία επιστημονική τεκμηρίωση στο έδαφος του ιστορικού υλισμού. Ακόμη και ο όρος «επιστημονικός σοσιαλισμός» απαξιώνεται, καθώς απολυτοποιείται ο ιδεολογικός καθορισμός και η αντιδραστική, έως καταστροφική κοινωνική αξιοποίηση της Επιστήμης από το Κεφάλαιο και σχετικοποιούνται, στα όρια της άρνησης, η γνωστική της αξία και οι απελευθερωτικές κοινωνικές δυνατότητες που δημιουργεί για τον κόσμο της εργασίας.
Αυτός ο ιδεολογικός πολυσυλλεκτισμός, με έντονα στοιχεία επίδρασης από ταξικά εχθρικά ρεύματα, ακυρώνει ως ένα βαθμό ένα από τα σημαντικότερα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διέθετε, παρά τις μικρές οργανωτικές και πολιτικές του δυνάμεις, το ΝΑΡ από την ίδρυσή του: Την ιδεολογική ακτινοβολία ενός ρεύματος που ήθελε να είναι επαναστατικό χωρίς να είναι δογματικό, καινοτόμο χωρίς να είναι «μεταμοντέρνο», σε πολύ ευρύτερα στρώματα αριστερών αγωνιστών.
Η οπισθοδρομική αυτή εξέλιξη, που πρέπει άμεσα να αντιστραφεί, έχει πολύ σοβαρότερες αρνητικές επιπτώσεις στη νέα, «τρομοκρατική» φάση του παγκόσμιου συστήματος, όπου αναβαθμίζεται όχι μόνο η ωμή βία αλλά και ο ιδεολογικός αγώνας του εχθρού. Η ταχύτατη εξάπλωση του εθνικισμού και του ανορθολογισμού, με κύρια έκφραση τη θρησκεία, είναι δύο από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του υπερεπιθετικού και υπεραντιδραστικού ολοκληρωτικού καπιταλισμού στο ιδεολογικό πεδίο. Είναι η ίδια η αποδόμηση κάθε είδους κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης από τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό, που στρέφει μεγάλο μέρος των λαϊκών μαζών, από την Αμερική μέχρι την Κίνα (και ιδίως των πιο «πληβειακών», χτυπημένων από την κρίση λαϊκών μαζών) στην αγκαλιά του σοβινισμού, της θρησκείας ή της σέχτας, σε αναζήτηση κάποιου υποτυπώδους αντίβαρου «κοινοτικής- συλλογικής» ζωής και αλληλεγγύης. Κάποιου πραγματικού ή ιδεατού «δικτύου κοινωνικής συνοχής» που να ξεπερνάει τη διάλυση της κοινωνίας, και πρώτα απ’ όλα των μισθωτών εργαζομένων, σε ένα ασπόνδυλο σύνολο ανταγωνιστικών ατόμων, που μάχονται για την επιβίωσή τους τρώγοντας ο ένας τον άλλο, σε ένα Σύμπαν εχθρικών, μοναχικών ξένων.
Αυτή την «αυθόρμητη» τάση, που επωάζεται από τους οικονομικούς μετασχηματισμούς της καθημερινότητας, ενισχύουν και οργανώνουν συνειδητά οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης και κυρίως το κυρίαρχο, παγκόσμια, νεοσυντηρητικό ρεύμα. Αδυνατώντας να ενσωματώσουν την εργατική τάξη όπως κατά την περίοδο του κρατικού-μονοπωλιακού καπιταλισμού, με πολιτικές πλήρους απασχόλησης και μαζικής κατανάλωσης, αδυνατώντας να προσφέρουν κάποιο θετικό κοινωνικό-πολιτικό όραμα στο σύγχρονο προλεταριάτο, προσπαθούν (επιτυχώς, ως τώρα, κυρίως στις ΗΠΑ) να το διασπάσουν και να προσεταιριστούν τα πιο «χτυπημένα» κομμάτια του με τους εσωτερικούς «πολέμους των πολιτισμών» (θρησκεία, αμβλώσεις, διδασκαλία του Δαρβίνου, εθνοτικές διαφορές, πατριωτισμός κλπ).
Το τραγικό είναι ότι ακόμη και στις δικές μας γραμμές βρίσκουν αυξανόμενη επιρροή απόψεις που όχι μόνο αδυνατούν να συλλάβουν τον υλικό πυρήνα του εθνικισμού, της θρησκείας, γενικά του ανορθολογισμού στη νέα εποχή, αλλά δραπετεύουν στη σφαίρα ενός αφελούς, «ρομαντικού» ιδεαλισμού αποδίδοντας αυτά τα φαινόμενα στον… «ψυχρό, εργαλειακό ορθολογισμό» και στον «οικονομισμό» της Αριστεράς, που αδυνατεί, υποτίθεται, να απαντήσει, στις υπαρξιακές και αξιακές αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου!
Είναι αδύνατο να ξεφύγουμε από αυτή την παραλυτική ατμόσφαιρα, που ακυρώνει εκ προοιμίου οποιαδήποτε στοιχειωδώς σοβαρή προσπάθεια συγκρότησης μιας σύγχρονης, επαναστατικής θεωρητικής και προγραμματικής φυσιογνωμίας, χωρίς μια πραγματική «Πολιτιστική-Μορφωτική Επανάσταση» στις γραμμές μας και στο σύνολο των αριστερών πρωτοποριών της εποχής μας. Από αυτή τη σκοπιά, είναι χαρακτηριστική η πολεμική που αναπτύχθηκε από μερίδα συντρόφων μετά την 4η Συνδιάσκεψη εναντίον της προσπάθειας για δημιουργία μιας «θεωρητικής σχολής» του ΝΑΡ και η οποία τελικά οδηγήθηκε σε ναυάγιο. Στο δεύτερο συνέδριό μας καλούμαστε να θέσουμε κάποια ανώτερα θεμέλια για μια νέα, πιο δημιουργική πορεία, πράγμα που πρέπει να αποτυπωθεί στο κείμενο της Προγραμματικής Διακήρυξης και, ακόμη περισσότερο, στο κείμενο των Οργανωτικών Αρχών Λειτουργίας, το οποίο επίσης θεωρούμε αναγκαίο να εκπονηθεί και να ψηφιστεί, μαζί με μια πρώτη συζήτηση για την «Κομμουνιστική» μετονομασία του ΝΑΡ.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΝΕΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Ο θεωρητικός και προγραμματικός επανεξοπλισμός της Αριστεράς, ορισμένα αναγκαία στοιχεία του οποίου προσπαθήσαμε σε χοντρές γραμμές να περιγράψουμε, δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, ούτε να υλοποιηθεί σε συνθήκες επαναστατικής αγρανάπαυσης, παρά μόνο σε διαρκή αλληλεπίδραση με τις πραγματικές αγωνίες και τους υπαρκτούς αγώνες της υπαρκτής εργατικής τάξης της εποχής μας. Αν έπρεπε να αναζητήσουμε, από το σύνολο του ιστορικού κεκτημένου του Μαρξισμού, μια μόνο φράση που να συμπυκνώνει τον βαθύ πυρήνα της στρατηγικής και τακτικής μας, αυτή θα ήταν, ίσως, η παρότρυνση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», σύμφωνα με την οποία οι κομμουνιστές οφείλουν «να αντιπροσωπεύουν στο σημερινό κίνημα το μέλλον του κινήματος». Και ως προς την αντίληψή μας για τη σχέση αντικαπιταλιστικού οικονομικού και πολιτικού αγώνα, θα ανατρέχαμε στη διατύπωση του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία «αν (οι εργάτες) υποχωρούσαν άνανδρα στην καθημερινή σύγκρουσή τους με το κεφάλαιο, θα αποδείχνονταν ανίκανοι να επιχειρήσουν ένα οποιοδήποτε πλατύτερο κίνημα». Υπό αυτό το πρίσμα καλούμαστε να επεξεργαστούμε, στη θεωρία και την πράξη, την αντίληψη που έχουμε διαμορφώσει για την ανάγκη συγκρότησης ενός νέου εργατικού κινήματος.
Αυτή την ανάγκη συμμερίζονται –έστω αυθόρμητα, αποσπασματικά και διαισθητικά– ευρύτερα στρώματα εργαζομένων, πολύ πέρα από τις όποιες αριστερές πολιτικές πρωτοπορίες. Κοινή είναι η διαπίστωση ότι οι διεκδικητικοί αγώνες των εργαζομένων, όπως και η πολιτική τους κινητοποίηση για τα ευρύτερα λαϊκά-δημοκρατικά προβλήματα, δεν βρίσκονται μόνο πολύ πίσω από τα μεγάλα απεργιακά κύματα των δεκαετιών του ’70 και του ’80, αλλά, πολύ περισσότερο, δεν ανταποκρίνονται στην οξύτητα των αντιθέσεων της εποχής μας. Δεν ανταποκρίνονται ούτε καν στην άμεση απαίτηση για αναχαίτιση της επέλασης του κεφαλαίου, που χειροτερεύει ιστορικά τις συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο που διανύουμε.
Το πρόβλημα είναι περισσότερο ποιοτικό παρά ποσοτικό. Ασφαλώς, τα τελευταία χρόνια δεν έλειψαν ορισμένες μεγάλες κλαδικές ή και πανεθνικές αναμετρήσεις με σοβαρό πολιτικό αντίκτυπο (επί Μητσοτάκη στην ΕΑΣ, την Ολυμπιακή, επί Σημίτη στις Τράπεζες, τους εκπαιδευτικούς και άλλους κλάδους, για το ασφαλιστικό). Σε όλο τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, με την αρχική εμφάνιση των πρώτων κρισιακών φαινομένων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, μαζί με την κύρια τάση «άνανδρης υποχώρησης» όπως στον ΟΤΕ, εκδηλώνονται τάσεις αναζωογόνησης του συνδικαλιστικού κινήματος. Κατά κύριο λόγο με τη μορφή αμυντικών αγώνων, που έδρασαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ως καταλύτες για την ανατροπή αντιλαϊκών κυβερνήσεων και αποτέλεσαν την κυριότερη κοινωνική δεξαμενή του αντιφατικού, αλλά ελπιδοφόρου κινήματος εναντίον της καπιταλιστικής «παγκοσμιοποίησης».
Πέρα, όμως, από την αδυναμία τους (πλην ορισμένων εξαιρέσεων) να αποφέρουν σημαντικές νίκες, αυτές οι σημαντικές αγωνιστικές «εκρήξεις» δεν κατάφεραν να διασταυρωθούν και να γονιμοποιήσουν ένα ευρύτερο συνολικό πολιτικό κίνημα, να αφήσουν πίσω τους κάποια πρώτα, ορατά σημάδια επιστροφής της εργατικής τάξης ως αυτόνομης, από το Κεφάλαιο και τα αστικά κόμματα, δύναμης καθολικής, κοινωνικής χειραφέτησης. Αντανάκλαση αυτής της αδυναμίας είναι και η χτυπητή αντίθεση ανάμεσα στην πρωτοποριακή συμβολή των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στους μαζικούς αγώνες και τα υψηλά συνδικαλιστικά ποσοστά στους χώρους όπου έχει κοινωνική παρέμβαση, από τη μια πλευρά, και στην πολύ χαμηλότερη γενική πολιτική της επιρροή στους ίδιους χώρους, από την άλλη. Τηρουμένων των αναλογιών, η ίδια τάση ισχύει και για τα ρεφορμιστικά κόμματα της πέραν του ΠΑΣΟΚ Αριστεράς.
1. Ο «βιομηχανικός φεουδαρχισμός» της εποχής μας
Οι εργατικές πρωτοπορίες πρέπει να περάσουν από τον επίπονο δρόμο της κατανόησης των νέων, ποιοτικών, αντικειμενικών δυσκολιών και εμποδίων που ορθώνει μπροστά τους ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός. Αυτός είναι ο πρώτος όρος για να υπερβούν τις δυσκολίες και να ανατρέψουν τα εμπόδια.
Προφανείς και πολυσυζητημένοι είναι ορισμένοι από τους παράγοντες που δυσκολεύουν, στην εποχή μας, ακόμη και την πρωτόλεια, οικονομική πάλη της εργατικής τάξης: Η αρνητική επίδραση από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (που παρά το γραφειοκρατικό, ιδιόμορφα εκμεταλλευτικό του χαρακτήρα λειτουργούσε ως ο αθέατος «τέταρτος παράγοντας» στο τρίγωνο κράτους-εργοδοσίας-εργαζομένων) και από την κρίση της πολιτικής Αριστεράς, σε όλες τις μορφές της. Η στροφή της ηγεσίας της σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελευθερισμό. Η μετατροπή των συνδικάτων σε «κοινωνικούς εταίρους» (με καταλυτικής σημασίας για τη χώρα μας την περίοδο των κυβερνήσεων Τζαννετάκη και Ζολώτα) και των ηγεσιών τους σε πολιτικά ενυδρεία για την παραγωγή βουλευτών και υπουργών. Ή ακόμη, αν πάμε πιο πίσω στο χρόνο, το γεγονός ότι η μεγάλη, ιστορικής σημασίας μάχη εναντίον των αντιδραστικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων την εποχή του Ριγκανισμού-Θατσερισμού (δεκαετίες ’70-’90) ουσιαστικά δεν δόθηκε ποτέ, σε ελληνική αλλά και διεθνή κλίμακα, με συντεταγμένο και αποφασιστικό τρόπο (στην Ελλάδα, ο μόνος νόμος που καταργήθηκε με όρους μαζικού, λαϊκού κινήματος ήταν ο ν. 815/78 για τα Πανεπιστήμια). Ορισμένες μεγάλες μάχες στην περίοδο του παρατεταμένου Ιταλικού «Μάη», στην Πορτογαλία μετά την επανάσταση των γαριφάλων ή στην Αγγλία των ανθρακωρύχων και των λιμενεργατών, είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Το πρόβλημα, όμως, δεν εξαντλείται σε κάποιες «πουλημένες ηγεσίες» ή στους αρνητικούς πολιτικούς συσχετισμούς. Η αρνητική, για το εργατικό κίνημα, έκβαση των ταξικών αγώνων στις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90, είχε ως αποτέλεσμα μια ποιοτικά νέα κατάσταση στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων και της όλης κοινωνικής δομής.
Η επέλαση του νέου κοινωνικού «ολοκληρωτισμού» δίνει την, σχετική πάντα, οικονομική, κοινωνική και πολιτική δυνατότητα στο Κεφάλαιο να διασπά, να κατακερματίζει, να «εξατομικεύει» τον πυρήνα της εργατικής τάξης (την κοινωνικοποίηση και το διεθνισμό της). Στη βάση αυτή, δεν έχει χάσει την ικανότητα και αποκτά νέα δυνατότητα να οικοδομεί κοινωνικές συμμαχίες με τα ξεχωριστά, τμήματά της, είτε προσφέροντας κάποια μίζερα προνόμια, είτε γενικά δίνοντας «διέξοδο» στη συλλογική εξαθλίωση με φιλοδωρήματα τύπου ΕΚΑΣ ή εφάπαξ. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ακόμη και ο κλασικός φασισμός-«εθνικοσοσιαλισμός» κατόρθωσε να προσεταιριστεί μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, προσφέροντάς τους τη στρατηγική διέξοδο του εθνικιστικού-πολεμικού κράτους πρόνοιας.
Στις συνθήκες του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, οι δυνατότητες και οι συμμαχίες του Κεφαλαίου οικοδομούνται πολύ διαφορετικά από την εποχή του ΚΜΚ των μεταπολεμικών «παχιών αγελάδων». Συντρίβει τα συλλογικά, κοινωνικά δικαιώματα των εργατών-παραγωγών πλούτου, στο όνομα του ατομικού δικαιώματος του «ελεύθερου» πωλητή εργατικής δύναμης, του ατομικού εργάτη-καταναλωτή εμπορευμάτων και του ατομικού εργάτη-κατόχου μετοχών στο Χρηματιστήριο για τα ανώτερα τμήματα της εργασίας. Μέσω του δανεισμού, της υπερχρέωσης και των πιστωτικών καρτών, μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης, παιδείας και υγείας, υποθηκεύει τον σημερινό άμεσο μισθό της εργασίας και υπονομεύει τον έμμεσο. Η ευλύγιστη απασχόληση αντισταθμίζεται με τη δυνατότητα για δεύτερη και τρίτη δουλειά, η κατάργηση της επετηρίδας με τη δυνατότητα «επιτυχίας» στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, η συμπίεση του κόστους παραγωγής υπόσχεται φτηνότερα προϊόντα στην αγορά και καλύτερη πορεία της μετοχής της επιχείρησης στο Χρηματιστήριο. Η πολιτική μετάλλαξη της Σοσιαλδημοκρατίας από τον συλλογικό, ρεφορμιστικό αγώνα στον Τρίτο Δρόμο των «ίσων (ατομικών) δυνατοτήτων», στο στυλ των Μπλερ-Σρέντερ-Γ. Παπανδρέου, δεν θα ήταν δυνατή αν δεν προϋπήρχε αυτή η βαθύτερη κοινωνική μετάλλαξη, που παρασύρει μεγάλο μέρος της εκλογικής της βάσης.
Παράλληλα, η υστερική επιτάχυνση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών σε συνθήκες διαρκούς εξάντλησης των περιθωρίων ανόδου της κερδοφορίας, τους οδηγεί σε μια «πολιτική οικονομία του Φόβου» για την άντληση και της τελευταίας εκμεταλλεύσιμης ικμάδας της ζωντανής εργασίας. Οι μορφές καθημερινής τρομοκρατίας στους εργασιακούς χώρους παίρνουν διαστάσεις σύγχρονου «βιομηχανικού φεουδαρχισμού υψηλής τεχνολογίας». Η ψηφιακή επανάσταση χρησιμοποιείται για τη γιγάντωση της παρακολούθησης, του χαφιεδισμού και του ηλεκτρονικού Τεϊλορισμού, ενώ τα επιτεύγματα της Γενετικής και της Ιατρικής αρχίζουν να αξιοποιούνται –κι αυτό θα γίνεται σε πολύ μεγαλύτερη έκταση στο μέλλον– για την επιβολή ενός «γενετικού απαρτχάιντ» στην αγορά εργασίας και στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων. Συνολικά, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός τείνει να αποδιαρθρώσει κάθε μορφή συλλογικής οργάνωσης και πάλης της εργατικής τάξης, ακόμη και σε ρεφορμιστικά πλαίσια, και να την υποκαταστήσει με την ατομική διαπραγμάτευση του κάθε πωλητή εργατικής δύναμης με τον καπιταλιστή. Λόγω του παροξυσμένου ανταγωνισμού και της πτώσης της κεροδοφορίας παθαίνει «αλλεργία» σε κάθε συνολική, πανκοινωνική παραχώρηση, ακόμη και σε στοιχειώδεις ουσιαστικές αυξήσεις μισθών στα πλαίσια του ενός εργοδότη ή του ενός κλάδου. Το μόνο που «ανέχεται», κι αυτό με το ζόρι και όπου ξεσπούν αγώνες, είναι δημαγωγικές επιμέρους διορθώσεις με τη μορφή πουρμπουάρ, που παίρνει το χαρακτήρα μιας συλλογικής επίδειξης ελεημοσύνης της αστικής τάξης.
Από την άλλη πλευρά, η ταχύτατα αναπτυσσόμενη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας επέτρεψε στο «νομαδικό», πολυεθνικό κεφάλαιο να επιβάλει ένα είδος παγκόσμιου κοινωνικού ντάμπινγκ, μεταναστεύοντας στις χώρες με το χαμηλότερο κόστος παραγωγής (δηλαδή, με τα χαμηλότερα μεροκάματα, τη μικρότερη συνδικαλιστική οργάνωση και τις πιο χαλαρές περιβαλλοντικές νόρμες). Η πίεση του πολυεθνικού κεφαλαίου οδηγεί τις εθνικές κυβερνήσεις να προσαρμόζονται, βαθμιαία, στον ελάχιστο παρονομαστή και βάζει το πιστόλι του οικονομικού εκβιασμού στον κρόταφο των συνδικάτων (ή δέχεστε να δουλεύετε περισσότερο, με χαμηλότερα μεροκάματα στην αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας, ή φεύγουμε και πάμε στην Τσεχία). Η μετανάστευση μεγάλου μέρους της μεταποιητικής βιομηχανίας σε χώρες μέσου επίπεδου ανάπτυξης (π.χ. Κίνα, Λατινική Αμερική, Ανατολική Ευρώπη) και σε αναπτυξιακές ζώνες του Τρίτου Κόσμου, οδήγησε στο θάνατο των παλιών, βιομηχανικών πόλεων, όπου ζούσε και εργαζόταν ένα συμπαγές βιομηχανικό προλεταριάτο. Αυτή η γεωγραφική διάχυση του εργατικού πληθυσμού δυσκολεύει την ενότητα της εργατικής τάξης σε επίπεδο χώρου παραγωγής και τόπου κατοικίας και επιβάλλει την αποκατάστασή της στο ανώτερο επίπεδο των κοινών στόχων, των κοινών αγώνων, του κοινού εργατικού πολιτισμού. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργούν οι νέες εργασιακές σχέσεις των «ευλύγιστων-απασχολήσιμων» εργατών, χωρίς σταθερή εργασία, σταθερό ωράριο και σταθερές απολαβές, η δομική ανεργία, όπως και η απότομη μεγέθυνση του μεταναστευτικού πληθυσμού στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης.
2. Η ανώτερη τάση της χειραφέτησης
Ωστόσο, η νέα εποχή του εργατικού κινήματος σφραγίζεται όχι μόνο από τις αντικειμενικές δυσκολίες των νέων σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας και των σημερινών πολιτικών ταξικών συσχετισμών, αλλά και από τις ποιοτικά ανώτερες δυνατότητες προσέγγισης της κοινωνικής χειραφέτησης – κάτι που υποτιμούν σταθερά όλες οι μορφές του οπορτουνισμού και του ταξικά εκφυλισμένου κομμουνιστικού κινήματος. Μέσα στην ίδια τη συγκεκριμένη σχέση Κεφαλαίου-Εργασίας στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, μαζί με τις δυσκολίες και σε αντίθεση με αυτές, αναπτύσσεται αντικειμενικά η τάση κοινωνικοποίησης και διεθνισμού της εργατικής τάξης, της επαναφοράς στο συλλογικό αγώνα. Κυρίως, η σύγχρονη εργατική τάξη προβάλλει ποιοτικά ενισχυμένη όσο ποτέ, ως φορέας νέων παραγωγικών δυνάμεων, συγκριτικά ανώτερης μόρφωσης-κατάρτισης, πολύ πιο πλούσιας ιστορικής πείρας και, πάνω απ’ όλα, ως φορέας των νέων, σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η επανάσταση της Πληροφορικής, με πυρήνα τον ηλεκτρονικό υπολογιστή (το πρώτο καθολικό, μετά τον τροχό, εργαλείο στην ιστορία) καθιστά τον μεμονωμένο εργάτη ικανό να διαχειρίζεται τα ίδια δεδομένα με τον διευθυντή του, και τον συλλογικό εργάτη απείρως πιο ώριμο να μετατραπεί σε αυτοδιευθυνόμενη-διευθύνουσα τάξη της παραγωγικής διαδικασίας και της κοινωνίας, απομυθοποιώντας εντελώς το διευθυντικό-τεχνοκρατικό προνόμιο. Παράλληλα, η επανάσταση της Γενετικής και της Μοριακής Βιολογίας (ανεξάρτητα και σε αντίθεση με την καταστροφική χρησιμοποίησή τους από το Κεφάλαιο) επιτρέπει δυνητικά στους παραγωγούς του πλούτου μια αδιανόητη μέχρι χθες σχέση «φιλικής» ιδιοποίησης-μετασχηματισμού της Φύσης, την επιμήκυνση της ανθρώπινης ζωής και την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας σε συνθήκες πανκοινωνικού σχεδιασμού της οικονομίας
Επίσης, η εργατική τάξη, με μαρξιστικά κοινωνικά κριτήρια, αναπτύσσεται ποσοτικά (στην Ελλάδα φτάνει το 55%-60% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού). Μάλιστα, στο πέρασμα του 21ου αιώνα έγινε για πρώτη φορά «πλειοψηφική» σε παγκόσμια κλίμακα, ξεπερνώντας τους αγρότες και τα ευρύτερα στρώματα της υπαίθρου. Η καταστροφή βιομηχανικών κλάδων, ιδίως στη μεταποίηση, στις χώρες της πρώτης ταχύτητας, αντισταθμίζεται με το παραπάνω, στο εσωτερικό αυτών των χωρών, με την «εκβιομηχάνιση» υπηρεσιών και κλάδων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και, σε διεθνή κλίμακα, με την ταχύτατη ανάπτυξη της μεταποίησης στην περιφέρεια.
Φυσικά, η μαρξιστική μελέτη της σύγχρονης εργατικής τάξης αποτελεί μεγάλο, κρίσιμο και σε μεγάλο βαθμό ανοιχτό πρόβλημα για τους επαναστάτες. Από τις πιο συνηθισμένες πηγές θεωρητικών συγχύσεων και πολιτικών λαθών είναι αφενός μεν ο περιορισμός της εργατικής τάξης μόνο στο βιομηχανικό προλεταριάτο παραγωγής υλικών προϊόντων και τεχνητής συρρίκνωσης της παραγωγικής εργατικής τάξης που παράγει άμεσα υπεραξία, αφετέρου δε η αυθαίρετη διεύρυνση των ορίων της, με την αναγωγή σε «εργατική τάξη» του μεγαλύτερου μέρους της μισθωτής διανόησης και των νέων μισθωτών μεσαίων στρωμάτων. Εξίσου εσφαλμένη είναι η απολυτοποίηση των εσωτερικών διαιρέσεων του εργατικού πληθυσμού και του ρόλου τους, η αποσπασματική ανάδειξη σε ρόλο εργατικών πρωτοποριών ορισμένων τμημάτων του προλεταριάτου, που κατέχουν κρίσιμη θέση στην παραγωγή (όπως οι διανοητικά εργαζόμενοι) ή καταπιέζονται διπλά (όπως η «νεολαία της εργασιακής περιπλάνησης», οι μετανάστες κλπ.), η οποία, αντί να αναδεικνύει τις δυνατότητες ενοποίησης, οδηγεί στη θεωρητικοποίηση του κατακερματισμού. Παρόμοιες θεωρήσεις δρουν ανασταλτικά για μια στοιχειωδώς αποτελεσματική, επαναστατική πολιτική τόσο στο πεδίο του εργατικού κινήματος όσο και σε εκείνο της κομματικής οικοδόμησης.
Το κρίσιμο, κατά τη γνώμη μας, πρόβλημα είναι να περιγράψουμε με σχετική σαφήνεια εκείνο το συνολικό τμήμα της σύγχρονης σύνθετης εργασίας της εργατικής τάξης («παλιάς» και «νέας», χειρωνακτικά και διανοητικά εργαζόμενης, Ελλήνων και μεταναστών) που λόγω της επαφής του με τις πιο πρωτοπόρες παραγωγικές δυνάμεις του σημερινού καπιταλισμού και λόγω της μεγαλύτερης ισχύος του μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, αποφέρει μεγαλύτερα μερίδια υπεραξίας στον συλλογικό καπιταλιστή (επομένως, του προξενεί και μεγαλύτερη ζημιά αν «κατεβάσει τους διακόπτες»). Το τμήμα εκείνο που έχει τον πιο προωθημένο ρόλο στην ταξική πάλη και μπορεί να αναδειχθεί σε μοχλό ενότητας του συνόλου της τάξης σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, με βάση την πάλη ενάντια στο βίαιο σφετερισμό της ανώτερης, μάλιστα, αξίας της εργατικής δύναμης από το Κεφάλαιο. Αυτό το κομμάτι, που διαχέεται σε όλη την παραγωγή, αλλά συγκεντρώνεται κυρίως σε ορισμένους κλάδους (νέες τεχνολογίες, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, τράπεζες, μεγάλοι κατασκευαστικοί όμιλοι, μεταφορές, αγροτοδιατροφική βιομηχανία, σύγχρονοι κλάδοι υγείας) παίζει, τηρουμένων των αναλογιών, στη σημερινή εποχή το ρόλο που έπαιζαν οι πρωτοπόροι εργάτες στην κλωστοϋφαντουργία και τους σιδηρόδρομους στην Αγγλία της εποχής του Μαρξ, ή στη χαλυβουργία, την ηλεκτρική και πολεμική βιομηχανία στην εποχή του Λένιν.
3. Νέο ταξικό εργατικό κίνημα, το θεμέλιο του ΑΕΜ
Ο οικονομικός αγώνας της εργατικής τάξης για τις άμεσες, ζωτικές διεκδικήσεις της παραμένει το πρωταρχικό επίπεδο συσπείρωσης και πολιτικής της «εκπαίδευσης». Ακριβώς ο οικονομικός αγώνας, που αναπαράγεται διαρκώς από τις πραγματικές αντιθέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι που αναγεννά διαρκώς, ακόμη και στις χειρότερες συνθήκες πολιτικής υποχώρησης της Αριστεράς, τις δυνατότητες για ανασύνταξη του ρεύματος της καθολικής κοινωνικής χειραφέτησης. Όπως έλεγε ο Λένιν, κάθε απεργία, στο βαθμό που εξελίσσεται «μέχρι τα άκρα», προβάλλει ως «μικρογραφία της επανάστασης», καταλύοντας προσωρινά την αστική εξουσία, το διευθυντικό δικαίωμα, την ηγεμονία και την «πολιτική οικονομία» του Κεφαλαίου στην κλίμακα του εργοστάσιου ή του βιομηχανικού κλάδου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση της πανεθνικής, συντονισμένης, εργατικής πάλης, που εξελίσσεται σε μετωπική ρήξη με την αστική τάξη, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και το δικαστικό βραχίονα του κράτους, την ίδια την αστική νομιμότητα, δηλαδή σε πολιτική πάλη. «Από τα σποραδικά οικονομικά κινήματα», έγραφε ο Ένγκελς, αναπτύσσεται «ένα πολιτικό κίνημα, δηλαδή, ένα κίνημα της τάξης για να επιβάλει τα συμφέροντά της με γενική μορφή, με μορφή που έχει γενική, κοινωνικά αναγκαστική ισχύ».
Τα παραπάνω ισχύουν ακόμη περισσότερο στη σημερινή εποχή, όπου η απόσπαση σημαντικών, έστω και προσωρινών, κατακτήσεων είναι δυνατή μόνο με μορφές «μαζικού πολιτικού εκβιασμού» του κεφαλαίου από ένα ισχυρό, αποφασισμένο εργατικό κίνημα. Από όλα αυτά προκύπτει ότι οι δυνάμεις της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, όχι μόνο δεν υποτιμούν τον αναντικατάστατο ρόλο των άμεσων εργατικών διεκδικήσεων, αλλά αντίθετα ενισχύουν μέσα στους αγώνες την ανάγκη να υπάρξουν συγκεκριμένες νίκες, ρωγμές στην ισοπεδωτική κυριαρχία της αστικής πολιτικής, προς όφελος των συμφερόντων, του ηθικού, της ενότητας και της πρωτοβάθμιας πολιτικής «εκπαίδευσης» των εργαζομένων. Αρνούμαστε την ηττοπαθή λογική της καθήλωσης της εργατικής πάλης στα όρια μιας άσφαιρης, συμβολικής διαμαρτυρίας, άμεσα εξαργυρώσιμης σε ψήφους του κόμματος (λογική ΠΑΜΕ-ΚΚΕ, τμήματα του μ-λ χώρου) ή σε κινηματικά χάπενινγκ εκτόνωσης (χώρος του αναρχισμού και της αυτονομίας) ή στον περιορισμό του οικονομικού αγώνα σε αμυντικούς στόχους, στην απόκρουση αντιλαϊκών μέτρων του αντιπάλου, στο όνομα του ότι, δήθεν, δεν είναι δυνατή στις σημερινές συνθήκες η απόσπαση ουσιαστικών παραχωρήσεων, η σχετική πάντα επιβολή αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων. Και τα τρία αυτά ρεύματα, στην πράξη αρνούνται τη «διαπαιδαγώγηση» της εργατικής τάξης, ώστε να κατανοεί με τη δική της πείρα την ανάγκη βαθύτερων πολιτικών και κοινωνικών μεταβολών, μέχρι την αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της εργατικής δημοκρατίας. Έτσι, το καθένα από αυτά και από διαφορετικούς δρόμους, ξαναγυρίζει στην ενίσχυση του «εαυτού» του, σε αντιπαράθεση με τα άλλα ρεύματα και, κυρίως, με το επαναστατικό.
Αντίθετα, η διαλεκτική μεταξύ του οικονομικού αγώνα των εργαζομένων ενός χώρου ή ενός κλάδου και του αντικαπιταλιστικού πολιτικού αγώνα του συνόλου της τάξης για την ουσιαστική, υλική βελτίωση των όρων ζωής και πάλης της με κατεύθυνση την καθολική, κομμουνιστική χειραφέτηση, υπερβαίνει ενωτικά τις τεχνητές, απόλυτες διαχωριστικές γραμμές του παραδοσιακού ρεφορμισμού, αλλά και του ταξικά εκφυλισμένου κομμουνιστικού κινήματος. Τη λογική, δηλαδή, που θέλει τους εργάτες να παλεύουν για τα άμεσα, οικονομικά συμφέροντά τους και το κόμμα να έχει την αποκλειστικότητα στην «πολιτική». Φυσικά αυτή η υπέρβαση δεν σημαίνει ταύτιση του οικονομικού με τον πολιτικό αγώνα, αλλά επεξεργασία συγκεκριμένης πολιτικής τακτικής σε περιεχόμενο και μορφή για το πέρασμα από τον μισοαυθόρμητο, αποσπασματικό, οικονομικό στον συνειδητό, γενικευμένο, πολιτικό αγώνα, αξιοποιώντας τις νέες δυνατότητες της εποχής. Η πεισματική «ιδιομορφία» αυτής της υπέρβασης, την οποία «ξεχνούν» πολλοί στην Αριστερά, είναι ότι δεν μπορεί να γίνει αυθόρμητα, αλλά μόνο συνειδητά, μόνο μέσα από την παρέμβαση των επαναστατικών δυνάμεων
Το Νέο Εργατικό Κίνημα είναι για μας τελικά το σχετικά αυτοτελές πολιτικό μέτωπο της εργατικής τάξης που μέσα από ιδιαίτερες, σύνθετες διαδικασίες συνδέει τον οικονομικό με τον πολιτικό αγώνα και τον μετασχηματίζει σε συνολικό αντικαπιταλιστικό πολιτικό αγώνα για τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματά της. Είναι το πεδίο «επαφής» των επαναστατικών δυνάμεων με τις πλατιές ρεφορμιστικές εργατικές μάζες και του συνειδητού μετασχηματισμού τους σε κοινωνικο-πολιτικό θεμέλιο του Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου, μέσα από τις εμπειρίες του κοινού αγώνα. Είναι το περιεχόμενο, τα αιτήματα, το πρόγραμμα και το σχέδιο αυτού του αγώνα. Είναι οι μέθοδοι «μαζικού πολιτικού εκβιασμού» του Κεφαλαίου και των κυβερνήσεων για την απόκρουση των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων και για την, σχετική πάντα, επιβολή των ταξικά και πολιτικά αντίθετων αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων παραχωρήσεων και «μεταρρυθμίσεων». Και είναι όλες οι σχετικά αυτοτελείς μορφές οργάνωσης της μαχόμενης εργατικής τάξης: Από το επίπεδο του ταξικού σωματείου έως τα ανεξάρτητα όργανα συντονισμού των αγώνων τους. Από τις πολιτικοσυνδικαλιστικές συσπειρώσεις και το δικό τους συντονισμό έως την πανελλαδική, μετωπική κίνηση για το νέο, ταξικό εργατικό κίνημα.
Η λογική μας για την ανάπτυξη του νέου εργατικού κινήματος, από το κατώτερο έως το ανώτερο επίπεδο στις σημερινές συνθήκες της ταξικής κυριαρχίας υπακούει στο σχήμα: Αυτοτέλεια και άμεση αγωνιστική ταξική Ενότητα – ενωτικός αντικαπιταλιστικός μετασχηματισμός ευρύτερων δυνάμεων – Νέα Ανώτερη Ενότητα και αυτοτέλεια σε σταθερή πολιτική βάση. Αυτό σημαίνει: Αυτοτέλεια της ταξικής αντικαπιταλιστικής πτέρυγας από τη ρεφορμιστική για την ευρύτερη και πιο αποτελεσματική, άμεση αγωνιστική ενότητα της τάξης στο θεμελιακό επίπεδο του συλλογικού, οικονομικού-διεκδικητικού αγώνα και των πρωτοβάθμιων κλαδικών ή εργοστασιακών-επιχειρησιακών, ή ακόμα και των δευτεροβάθμιων (στο επίπεδο ενός βιομηχανικού κλάδου) συνδικάτων.
Σημαίνει το μετασχηματισμό ευρύτερων δυνάμεων σε ανώτερη ταξική ενότητα και οργάνωση ενός συνολικού, σταθερού, συλλογικού αγώνα για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης των συγκεκριμένων χώρων και κλάδων, σε κατεύθυνση σταθερής αντιπαράθεσης με τα όρια και τους «νόμους» του κεφαλαίου και των κερδών του. Σημαίνει μια ανώτερη καμπή του οικονομικού ταξικού τους αγώνα, που χωρίς να χάνει τον «οικονομικό» ταξικό χαρακτήρα του, συνδέεται μόνιμα και σταθερά, όσο και με ουσιαστική σχετική αυτοτέλεια, με την αποφασιστική κατεύθυνση της ταξικής του πολιτικοποίησης, για τον «κρίσιμο» μετασχηματισμό του οικονομικού αγώνα σε πολιτικό αντικαπιταλιστικό. Η περίπτωση των ταξικών σωματείων, των πολιτικο-συνδικαλιστικών συσπειρώσεων, της ταξικής πτέρυγας στα σωματεία και στο γενικότερο οικονομικό αγώνα, κλπ.
Σημαίνει παραπέρα τον ανώτερο μετασχηματισμό του ταξικού οικονομικού αγώνα, σε συνολικό πολιτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων. Σημαίνει την «ανώτερη ενότητα» των πρωτοπόρων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων με τις ευρύτερες μετασχηματιζόμενες ταξικές δυνάμεις στα πλαίσια του νέου εργατικού κινήματος. Σ’ αυτό το πεδίο του ταξικού οικονομικού αγώνα και της διαδικασίας της πολιτικοποίησής του ως το επίπεδο του πολιτικού αντικαπιταλιστικού αγώνα, «από όλους τους εργάτες για όλους τους εργάτες», για τα κοινωνικά δικαιώματά τους ενάντια στο συλλογικό καπιταλιστή και το κράτος του, υλοποιείται, γενικότερα, σε «πυρηνικό» επίπεδο, η λογική του ενιαίου εργατικού μετώπου του Λένιν, του αγώνα «τάξης απέναντι σε τάξη». Ιδιαίτερη σημασία σήμερα έχει η οικοδόμηση σχέσεων κοινής δράσης με τον αγωνιστικό ρεφορμισμό στο επίπεδο του οικονομικού-διεκδικητικού αγώνα, όπου τα περιθώρια είναι πολύ ευρύτερα από ό,τι στο επίπεδο του συνολικού πολιτικού αγώνα.
Σε αυτό το επίπεδο, του πολιτικού αντικαπιταλιστικού αγώνα για τα συνολικά εργατικά δικαιώματα, η ανώτερη ενότητα και το νέο εργατικό κίνημα αναπτύσσονται μέσα από μια καινούρια αντίφαση. Είναι η αντίφαση ανάμεσα στο ρεύμα του μετασχηματιζόμενου, ανολοκλήρωτου, ασταθούς πολιτικού αγώνα, που έχει την τάση να επιστρέφει στη διαπραγμάτευση της «αγοραπωλησίας» της εργατικής δύναμης ως κύριο περιεχόμενο της πάλης, έχει τη τάση να «καθηλώνεται» στον «οικονομικό αγώνα», όχι για να τον ενισχύει και να τον μετασχηματίσει ποιοτικά, και στο επαναστατικό αντικαπιταλιστικό ρεύμα του σταθερού, μόνιμου πολιτικού αγώνα για τα οικονομικά και τα συνολικά πολιτικά πολιτιστικά δικαιώματα και τους γενικότερους στρατηγικούς στόχους της εργατικής τάξης.
Αυτό το ρεύμα των πρωτοπόρων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων αποτελεί τον πιο σταθερό υπερασπιστή της πάλης για διαρκή μείωση της εκμετάλλευσης σε βάρος των κερδών, για να πάρει η εργατική τάξη «πίσω τα κλεμμένα», αλλά και γενικότερα όλο τον κοινωνικό πλούτο που παράγει. Αποτελεί τον πιο σταθερό υπερασπιστή της πολιτικής αντικαπιταλιστικής ενότητας του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Τον πιο σταθερό υπερασπιστή για μια ανώτερη «επιστροφή» στον οικονομικό ταξικό αγώνα, προκειμένου να ενισχυθεί η σχετική του αυτοτέλεια, προκειμένου να αναπτυχθεί ο σταθερός αγωνιστικός προσανατολισμός, η ενότητα και ο μετασχηματισμός ευρύτερων δυνάμεων.
Το πρωτοπόρο αντικαπιταλιστικό ρεύμα κυρίως συμβάλλει στην ανάπτυξη της κοινής προσπάθειας για ένα ποιοτικά ανώτερο επίπεδο του γενικού αντικαπιταλιστικού πολιτικού αγώνα για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζόμενων, για το μετασχηματισμό του σε Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο και για τη γενικότερη σύνδεσή του με τη στρατηγική της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της εργατικής δημοκρατίας, με τη στρατηγική της ανώτερης επαναστατικής ενότητας του συνόλου της τάξης.
Σε αυτά τα πλαίσια έχει ανάγκη να αναπτύσσει παραπέρα την αυτοτέλειά του, προκειμένου να ενισχύει την ενότητα, τη σχετική αυτοτέλεια, τη διεύρυνση και την επαναστατική προοπτική του νέου εργατικού κινήματος. Εννοείται ότι η διάκριση ανάμεσα στα τρία αυτά επίπεδα της δράσης μας είναι καθαρά μεθοδολογική και όχι χρονική. Δεν σημαίνει, δηλαδή, ότι «παλεύουμε σήμερα για τα οικονομικά ζητήματα, αύριο οργανώνουμε την πολιτικό αγώνα για αυτά, μεθαύριο φτιάχνουμε τον πολιτικό πόλο των ταξικών δυνάμεων και μεθαύριο παλεύουμε για την επανάσταση».
4. Τα συνδικάτα βασική οργάνωση των εργαζομένων
και ο ταξικός μετασχηματισμός τους
Η βασική μορφή οργάνωσης των εργαζομένων στον άμεσο διεκδικητικό αγώνα τους παραμένει το συνδικάτο. Η ιστορία των ταξικών αγώνων, παλιότερη και πιο πρόσφατη, δεν ανέδειξε άλλη αποτελεσματική και ανθεκτική στο χρόνο μορφή «πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης» της εργατικής τάξης και συσπείρωσης του οικονομικού αγώνα. Ακόμη και το ελπιδοφόρο, στην ανομοιογένειά του, κίνημα κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, όπου πήρε μαζικές διαστάσεις, είχε ως βασικό κορμό τα εργατικά συνδικάτα. Ο ταξικός μετασχηματισμός των συνδικάτων δεν εξυπηρετείται από μια εγκεφαλική αναζήτηση ενός μηχανιστικού διαχωρισμού «έξω από το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα», η οποία οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Για παράδειγμα, σημαντικό μέρος του κινηματισμού στη Γαλλία, που απολυτοποίησε θεωρητικά τα κινήματα των «Χωρίς Δουλειά, Στέγη, Χαρτιά και Δικαιώματα», οδηγήθηκε στην ATTAC. Κάτω από αυτή την επίδραση, μεταξύ άλλων, οδηγηθήκαμε στην υποτίμηση της σημασίας για την κατάκτηση της έδρας στο τελευταίο συνέδριο του ΕΚΑ. Όσο για τη λεγόμενη (εν πολλοίς φαντασιακή) «κοινωνία των πολιτών» και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ιδιόμορφα επιχειρηματικά δίκτυα, σιτιζόμενα από τις κυβερνήσεις, την Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνή ιδρύματα, που λειτουργούν ως αμορτισέρ απορρόφησης των κοινωνικών κραδασμών με «ιεραποστολικού» τύπου δράσεις ή και σε βραχίονες προώθησης ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών (βλ. Κοσσυφοπέδιο). Αν και παρόμοιες «νέες» μορφές κοινωνικής οργάνωσης εμφανίζονται ως υπέρβαση παλιών μορφών της πολιτικής και οικονομικής πάλης, στην πράξη πηγαίνουν πίσω από το ιστορικό κεκτημένο του εργατικού κινήματος, προωθούν τη «βαλκανιοποίηση» του κοινωνικού ζητήματος σε απειράριθμους, αντιφατικούς στόχους και δρουν πολύ περισσότερο αντιδημοκρατικά και ανεξέλεγκτα από τα παραδοσιακά εργατικά κόμματα και συνδικάτα.
Ασφαλώς, τα εργατικά συνδικάτα, πέρα από τα πάγια, εγγενή όριά τους (στενά επαγγελματικός κατακερματισμός της εργατικής οργάνωσης, που αναπαράγει τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, ροπή προς το συντεχνιασμό, διάσπαση της εργατικής τάξης κατά μήκος κομματικών-παραταξιακών γραμμών, εργατική γραφειοκρατία) έχουν μπει σε περίοδο βαθιάς κρίσης, ήδη από το πρώτο κύμα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Πέρα από τη διαρκή αιμορραγία τους σε μέλη, την πολύ αδύνατη συγκρότησή τους στον ιδιωτικό τομέα, την αδυναμία τους να καλύψουν τους μετανάστες, τους ανέργους και τη νεολαία της εργασιακής περιπλάνησης, τα ποιοτικά καινούργια στοιχεία της νέας εποχής είναι: Η πλήρης υποταγή τους στον κατακερματισμό της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο. Ο περιορισμός τους στον αυθόρμητο αναποτελεσματικό οικονομικό αγώνα. Η έντονη διαπλοκή, μεγαλύτερη από ποτέ, με τους κρατικούς μηχανισμούς, τα επιχειρηματικά δίκτυα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως από το δευτεροβάθμιο επίπεδο (Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες) και πάνω. Και τελικά, η μετατροπή τους σε θεσμούς απορρόφησης των κοινωνικών κραδασμών σε όφελος της αστικής πολιτικής, σε θεσμούς ηγεμονίας ενάντια στις τάσεις ταξικού οικονομικού και πολιτικού αγώνα. Τα φαινόμενα αυτά είναι και η βασική αιτία για τη γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης μεγάλων μαζών εργαζομένων, ιδιαίτερα νέων, απέναντι όχι μόνο στις συνδικαλιστικές ηγεσίες, αλλά και στα ίδια τα συνδικάτα. Οι κομμουνιστές οφείλουν να αξιοποιήσουν το γόνιμο, ριζοσπαστικό φορτίο αυτής της κριτικής στάσης, έχοντας ανοιχτό μέτωπο, ταυτόχρονα, σε λογικές μοιρολατρίας και παραίτησης με «αριστερή» μεταμφίεση (δεν απεργώ γιατί το συνδικάτο είναι πουλημένο).
Στις σημερινές συνθήκες, βασικός στόχος είναι ο ταξικός μετασχηματισμός των συνδικάτων σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής. Είμαστε υποχρεωμένοι να δουλέψουμε μέσα από τα υπάρχοντα συνδικάτα, κυρίως τα πρωτοβάθμια (εκτός αν πρόκειται ξεκάθαρα για σωματεία-σφραγίδες) και να πρωτοστατήσουμε στη δημιουργία τους όπου δεν υπάρχουν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ακρωτηριάσουμε τη δράση μας στα σημερινά τους όρια. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να αντιστραφεί η κυρίαρχη τάση για υποταγή-κατακερματισμό-εξάρτηση από την αστική πολιτική, το κράτος, τον εργοδότη, την ΕΕ, τα αστικά και μικροαστικά κόμματα και να αποκτήσουν, όσο το δυνατόν περισσότερα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σωματεία, προσανατολισμό στο συλλογικό, διεκδικητικό και αποφασιστικό οικονομικό αγώνα για να «πάρουν πίσω τον κλεμμένο πλούτο». Στο βαθμό που διαμορφώνεται μια κρίσιμη μάζα, μπαίνει επί τάπητος το ζήτημα του μόνιμου και όχι ευκαιριακού συντονισμού τους, δηλαδή το ζήτημα της δημιουργίας ενός μόνιμου συντονιστικού των ταξικών σωματείων και ενός ανεξάρτητου κέντρου αγώνα, τα οποία θα «εισάγουν» την ανάγκη και θα τροφοδοτούν τις εμπειρίες για συνολικό, πολιτικό αγώνα για τα εργατικά δικαιώματα.
Επίσης, οι ίδιες οι αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή και τις εργασιακές σχέσεις θέτουν επί τάπητος την ανάγκη σοβαρών αλλαγών στον τρόπο συγκρότησης των συνδικάτων ώστε να ξεπεράσουν τον κατακερματισμό της εργατικής πάλης. Το ζήτημα αυτό χρήζει σοβαρής μελέτης, σε συνεργασία με όλες τις ταξικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος και υπερβαίνει τους παλιούς προβληματισμούς περί εργοστασιακού ή κλαδικού συνδικάτου. Ωστόσο, δεν επιτρέπεται να ταλαντευόμαστε αιώνια. Η γενική κατεύθυνσή μας προτείνουμε να είναι η συγκρότηση συνδικάτων σε ευρύτερη βάση, ώστε να καλύπτουν όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες της εργατικής τάξης ενάντια στον κάθε εργοδότη και στον κλάδο των εργοδοτών (π.χ. ενιαίο συνδικάτο τηλεπικοινωνιών, κατασκευών, Τύπου, κλπ.) διατηρώντας, ωστόσο, και μορφές συνένωσης σε επίπεδο πόλης και νομού. Επιπλέον, είναι ανάγκη να καταπολεμήσουμε τη λογική των διαταξικών συνδικάτων, που συνενώνουν μισθωτούς εργάτες και στελέχη επιχειρήσεων, να υπερασπιστούμε το στοιχείο της εργατικής δημοκρατίας της βάσης ενάντια στη λογική της γραφειοκρατικής εκπροσώπησης και να παλέψουμε για την ενιαία συνδικαλιστική έκφραση μόνιμων και προσωρινά απασχολούμενων εργαζομένων, Ελλήνων και μεταναστών κλπ.
Φυσικά, η προώθηση αυτών των γενικών κατευθύνσεων πρέπει να παίρνει υπόψη την πείρα και τις διαθέσεις των ίδιων των εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να αντιπαλέψουμε τη λογική του κυρίαρχου, γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, που αναζητά διέξοδο στην κρίση του μέσω της απομάκρυνσης των συνδικάτων από το βασικό πεδίο οργάνωσης και πάλης, το πεδίο της παραγωγής, στην κατεύθυνση συνδικάτων με βάση τον τόπο κατοικίας, με ολοένα και περισσότερο «πολιτιστικό-κοινωφελές» και ολοένα και λιγότερο ταξικό-διεκδικητικό χαρακτήρα.
5. Η αριστερή, ταξική αντικαπιταλιστική πτέρυγα
Στις σημερινές συνθήκες καλούμαστε να συγκροτήσουμε, μαζί με άλλες ταξικές δυνάμεις, μια ισχυρή αριστερή, ταξική αντικαπιταλιστική πτέρυγα στους κόλπους των υπαρχόντων συνδικάτων, πρωτοστατώντας στην προσπάθεια για υπέρβαση των παραταξιακών-γραφειοκρατικών διαχωρισμών (που επιβάλλει ο κυβερνητικός-εργοδοτικός συνδικαλισμός και ο μαχητικός ρεφορμισμός) από τη σκοπιά της ταξικής ενότητας, καταπολεμώντας κάθε μορφή γραφειοκρατικού σφετερισμού και διαπλοκής με το αστικό κράτος, το κεφάλαιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση και διάσπασης των εργαζομένων με βάση τα μη επαναστατικά «κομματικά μέτωπα».
Σ’ αυτή την κατεύθυνση, σημαντικό ρόλο καλούνται να παίξουν οι πολιτικο-συνδικαλιστικές συσπειρώσεις, η ποιοτική αναβάθμιση των οποίων αποτελεί ζήτημα προτεραιότητας για τις δυνάμεις του ΝΑΡ στους εργατικούς χώρους. Οι εν λόγω συσπειρώσεις, που δημιουργήθηκαν κατά κανόνα ύστερα από σημαντικές αναμετρήσεις-τομές των επιμέρους επαγγελματικών χώρων, εκφράζοντας τις πιο αγωνιστικές, ριζοσπαστικές τάσεις τους, έχουν κατακτήσει ένα διακριτό στίγμα, στη βάση του γενικού αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού τους, της εργατικο-δημοκρατικής λογικής στη λειτουργία τους και της αντίθεσής τους σε κάθε μορφή ταξικής συνεργασίας και πολιτικής συναίνεσης με τον αστικό κόσμο. Αποτελούν, ακόμα σε εμβρυακή μορφή, τη βάση του νέου, ταξικού εργατικού κινήματος, το άμεσο πεδίο επικοινωνίας του με τις πλατιές μάζες των εργαζόμενων, μια «πηγή άντλησης» εργατικών δυνάμεων που συσπειρώνονται πρωτόλεια κυρίως στην οικονομική πάλη ανά επιχείρηση και κλάδο και μετασχηματίζονται πολιτικά σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Απέχουν πολύ, ωστόσο, σήμερα από το να έχουν κατακτήσει εκείνο το επίπεδο προγραμματικής ενότητας και οργανωτικού-αγωνιστικού συντονισμού που απαιτεί η ίδια η σημερινή φάση της αντεργατικής επίθεσης. Ο αναγκαίος συντονισμός τους σε ανώτερο επίπεδο, ώστε να αναδεικνύονται στην ταξική πτέρυγα του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να γίνει με εσωστρεφείς διαδικασίες, που θυμίζουν συνένωση «πολιτικών γραφείων», όπως γίνεται εν πολλοίς σήμερα και στενεύουν τον ορίζοντά τους, αλλά με μαζικούς όρους, μέσα από την ίδια τη δράση των ευρύτερων μαζών και θα είναι, κατ’ ανάγκη, μια μακρόχρονη διαδικασία που ξεκινά από το «σήμερα».
6. Ενιαία πανελλαδική ταξική κίνηση του νέου εργατικού κινήματος
Παράλληλα, οφείλουμε να υπερβούμε τα όρια που θέτει ο συνδικαλιστικός-επαγγελματικός κατακερματισμός, συμβάλλοντας ενεργά στην προώθηση της ιδέας μιας ενιαίας, ανεξάρτητης και ταξικής κοινωνικο-πολιτικής κίνησης του νέου, ταξικού εργατικού κινήματος, η οποία θα συσπειρώνει τις ευρύτερες δυνατές πρωτοπόρες δυνάμεις του μαζικού αγώνα στη βάση ενός συνολικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος διεκδικήσεων (ενός σύγχρονου «Κοινωνικού Συντάγματος») και η οποία θα δίνει συγκεκριμένη μορφή στο περιεχόμενό του. Στο βαθμό που το «νέο εργατικό κίνημα» δεν μορφοποιείται από σήμερα έστω εμβρυακά, ακυρώνεται το περιεχόμενο και εκφυλίζεται σε μια «λογική» για ιδεολογικά μαθήματα. Χωρίς να αποσπάται από το πρωταρχικό επίπεδο της ταξικής πάλης, που είναι οι σχέσεις εκμετάλλευσης στους χώρους εργασίας, η κίνηση του νέου εργατικού κινήματος οφείλει να αναπτύξει σε ποιοτικά ανώτερο βαθμό και την παρέμβασή της στο σύνολο των προβλημάτων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, πρώτα απ’ όλα στα ευρύτερα λαϊκά μέτωπα της Παιδείας, της Υγείας και του Περιβάλλοντος. Αφενός γιατί τα κρίσιμα αυτά πεδία αναδεικνύονται σε μοχλούς πρόσθετης εκμετάλλευσης των εργαζόμενων, καθώς ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός βαθμιαία απαλλοτριώνει δημόσιες-κοινωνικές υπηρεσίες, αναγκάζοντας τους εργαζόμενους να αγοράζουν ατομικά, ως καταναλωτές, αυτό που ήταν άλλοτε και θα έπρεπε να είναι σε πολύ μεγαλύτερη έκταση κοινωνικό αγαθό (μεταφορές, φροντιστήρια, ιδιαίτερα, ιδιωτικές ασφαλίσεις, ιδιωτικά γυμναστήρια, έξοδα για διακοπές, κλπ). Αφετέρου γιατί τα ζητήματα αυτά αποτελούν κρίσιμα πεδία οικοδόμησης συμμαχιών της εργατικής τάξης με τη μεσαία μισθωτή διανόηση (τμήματα μηχανικών, γιατρών, ερευνητών κλπ.) και γενικότερα τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού στο έδαφος των λαϊκών αναγκών της εποχής μας.
Η συγκρότηση μιας τέτοιας κίνησης είναι προς όφελος τόσο των συνδικαλιστικών-πολιτικών συσπειρώσεων όσο και του ευρύτερου εργατικού κινήματος. Πρωταρχική προϋπόθεση είναι να ριζώσει στους βασικούς παραγωγικούς κλάδους, ιδιαίτερα στις μεγάλες μονάδες, και να αναπτύξει πρωτοπόρες παρεμβάσεις στην οργάνωση και τη νικηφόρα έκβαση της εργατικής πάλης. Επιπλέον, μια τέτοια κίνηση οφείλει, σε συστράτευση με τις πιο πρωτοπόρες δυνάμεις της μισθωτής διανόησης (από τους χώρους της παραγωγής, αλλά και της Τέχνης, της Επιστήμης και της δημοσιογραφίας) να λειτουργεί ως κέντρο επεξεργασιών, διαρκές «παρατηρητήριο των κοινωνικών δικαιωμάτων στους εργασιακούς χώρους», δίκτυο επικοινωνίας-πληροφόρησης και φορέας ενός νέου, εργατικού πολιτισμού αλληλεγγύης και δημιουργικότητας. Πέρα από την αναγκαιότητα, στο όνομα της οποίας όλοι ορκιζόμαστε, εμείς πιστεύουμε ότι μια κρίσιμη μάζα και οι στοιχειώδεις όροι δημιουργίας μιας κίνησης του νέου, ταξικού, εργατικού κινήματος έχουν δημιουργηθεί μέσα από τους αγώνες της προηγούμενης δεκαετίας και την παρέμβαση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων σε αυτούς, ενώ η σημασία της αναβαθμίζεται στις επερχόμενες ταξικές αναμετρήσεις. Η έλλειψή της, στα χρόνια που πέρασαν, αποτέλεσε βασικό ανασταλτικό παράγοντα στη γενίκευση, τη σταθερότητα και τον πολιτικό προσανατολισμό των αγώνων, καθήλωσε τις πολιτικο-συνδικαλιστικές συσπειρώσεις στα σημερινά τους όρια και αποτέλεσε ένα αόρατο φρένο για τον βαθύτερο πολιτικό συντονισμό τους.
Μια βασική αιτία της αντιπαράθεσης γύρω από το ΕΚΑ, ήταν η διαρκής αναβολή συγκεκριμένων πρωτοβουλιών προς αυτή την κατεύθυνση, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ενώ οι όποιες πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση, αντιμετωπίζονται με καχυποψία, ακόμη και εχθρικά.
7. Για τις κοινωνικές συμμαχίες στις νέες συνθήκες
Η συγκρότηση ενός Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου δεν σημαίνει παραγνώριση της ανάγκης οικοδόμησης ευρύτερων συμμαχιών της εργατικής τάξης με τα άλλα εκμεταλλευόμενα στρώματα, και κυρίως τη μεσαία μισθωτή διανόηση, τη φτωχή αγροτιά, αλλά και τα «κλασικά» μεσαία στρώματα, ειδικά των καταπιεζομένων «αυτοαπασχολούμενων». Αντίθετα, παίρνει υπόψη της το γεγονός ότι η οικοδόμηση αυτών των συμμαχιών τίθεται με διαφορετικούς όρους στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού από τα προηγούμενα στάδια, όπου δεν είχε προχωρήσει στο σημερινό βάθος η ουσιαστική και τυπική υποταγή της διανοητικής εργασίας και της αγροτικής οικονομίας στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή. Επιπλέον, η διεύρυνση των νέων μεσαίων στρωμάτων, κυρίως της διανοητικής εργασίας, και η συρρίκνωση της αγροτιάς στη σύγχρονη εποχή δεν σημαίνουν ότι η εργατοαγροτική συμμαχία χάνει ολωσδιόλου τη σημασία της.
Ιδιαίτερη σημασία για τη συγκρότηση του ΑΕΜ αποκτά η συμμαχία με τα μεσαία στρώματα της μισθωτής διανόησης, κάτω από την ηγεμονία της (χειρωνακτικά και διανοητικά εργαζόμενης) εργατικής τάξης. Πρόκειται για το κύριο πεδίο αντιπαράθεσης των συμμαχιών εργατικής και αστικής τάξης στην παραγωγή. Σήμερα, η αστική τάξη ηγεμονεύει καθοριστικά πάνω στα μεσαία στρώματα της μισθωτής διανόησης και στη βάση αυτή καθοδηγεί τα σημερινά συνδικάτα (η πλειονότητα των ηγεσιών τους, ειδικά στο τριτοβάθμιο επίπεδο, αποτελείται από εκπροσώπους αυτών των στρωμάτων) και, μέσω αυτών, διαχωρίζει και αποσπά την εργατική γραφειοκρατία. Με αυτόν τον τρόπο ηγεμονεύει συνολικά στην εργατική τάξη. Με προϋπόθεση την ενότητα της εργατικής τάξης και στη βάση της αναπτυσσόμενης οικονομικής κρίσης και των αναδιαρθρώσεων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που σπρώχνει διαρκώς μέρος αυτών των στρωμάτων «προς τα κάτω», μπορούν να «πείθονται» για το «όφελος» μιας συμμαχία τους με το σύγχρονο προλεταριάτο.
Η συμμαχία με την εργαζόμενη αγροτιά, παρότι τίθεται σήμερα με διαφορετικούς όρους, έχει πολλαπλή σημασία για το εργατικό κίνημα. Από καθαρά «αμυντική» σκοπιά, η βίαιη προλεταριοποίηση του αγροτικού πληθυσμού από τον αχαλίνωτο καπιταλισμό της εποχής μας διευρύνει τις τάξεις του βιομηχανικού, απεργοσπαστικού στρατού των ανέργων στα αστικά κέντρα και ωθεί προς τα κάτω τον πήχη των εργατικών διεκδικήσεων, ενώ μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να αποτελέσει ευνοϊκό φυτώριο για την Ακροδεξιά (το ίδιο συμβαίνει με τον «θάνατο του εμποράκου», τη συντριβή των παλιών, μεσαίων στρωμάτων της πόλης). Από την «επιθετική» σκοπιά των νέων επαναστατικών δυνατοτήτων (που είναι και η κύρια), η εργατοαγροτική συμμαχία σε αντικαπιταλιστική βάση διευκολύνεται από την τάση ταξικής πόλωσης στο εσωτερικό της αγροτιάς, τη διεύρυνση των εργατών γης και των φτωχών, αυτοαπασχολούμενων αγροτών, τη μείωση της απόστασης πόλης-χωριού. Επιπλέον, η εργατοαγροτική συμμαχία φέρνει στο προσκήνιο το πανκοινωνικό ζήτημα της διατροφής και της γενικότερης σχέσης ανθρώπου-Φύσης, που αποκτά εκρηκτική οξύτητα και τεράστιο αντικαπιταλιστικό φορτίο στην εποχή μας.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ
Ό,τι ισχύει συνολικά για τη σύγχρονη εργατική τάξη στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ισχύει πρωταρχικά και ιδιαίτερα για την εργατική νεολαία.
▪ Η νέα εργατική βάρδια εκπαιδεύεται και χειρίζεται τα ανώτερα παραγωγικά μέσα που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία, όπως είναι ο υπολογιστής και το διαδίκτυο. Η επιστημονική επανάσταση της πληροφορικής και η συγκεκριμένη αντιδραστική τεχνολογική εφαρμογή της στην παραγωγή δοκιμάζονται πρώτα απ’ όλα πάνω στην εκπαιδευόμενη και εργαζόμενη νεολαία, η οποία γίνεται ο κύριος φορέας, τόσο των αλλοτριωτικών, όσο και των επαναστατικών δυνατοτήτων της νέας εποχής. Η σημερινή εργατική νεολαία εντάσσεται σε μια παραγωγική διαδικασία που είναι περισσότερο από ποτέ διεθνοποιημένη και κοινωνικοποιημένη, ενώ ζει σε συνθήκες ενός γιγαντιαίου άλματος στην παραγωγή κοινωνικού πλούτου. Αλλά, και για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώνεται μια νέα γενιά που αντιμετωπίζει τον άμεσο κίνδυνο να ζήσει χειρότερα από τους γονείς της: Περισσότερο άγχος, περισσότερος κόπος, από πιο νωρίς, με λιγότερες προοπτικές απασχόλησης, μεγαλύτερη εργασιακή περιπλάνηση και ανασφάλεια, ρηχότερες ανθρώπινες σχέσεις. Αυτή η αντίθεση σφραγίζει τη σημερινή νέα γενιά και συσσωρεύει ένα εκρηκτικό επαναστατικό δυναμικό που έχει ήδη «δείξει τα δόντια του»: Στην αντιπολεμική «καταιγίδα των πόλεων» Δύσης και Ανατολής, στην παλαιστινιακή Ιντιφάντα, στην ιρακινή αντίσταση, στο Αργεντινάζο και στη Βενεζουέλα, η νεολαία ήταν η αιχμή του δόρατος στα μεγάλα εργατικά και λαϊκά ξεσπάσματα.
▪ Ένα δεύτερο, ποιοτικά καινούργιο στοιχείο είναι η κρίση κοινωνικής ενσωμάτωσης συνολικά της νεολαίας, από πολλές απόψεις διαφορετική και πολύ βαθύτερη από εκείνη του τέλους της δεκαετίας του ’60 – αρχών δεκαετίας του ’70, που σηματοδότησε τη γέννηση του «νεολαιίστικου κινήματος» στις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Σήμερα, για τη μεγάλη πλειοψηφία της νεολαίας, το σύστημα δεν υπόσχεται μόνο μια δουλειά η οποία αδυνατεί να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές, μορφωτικές και κοινωνικές ανάγκες της, αλλά πολύ χειρότερα, μια μακρόχρονη περιπλάνηση ανάμεσα στην ανεργία και τη μισοανεργία-ημιαπασχόληση. Μια κατάσταση διαρκούς υπερέντασης, όπου ο νέος ταυτόχρονα «γερνάει» πιο γρήγορα, καθώς φορτίζεται από τις τεράστιες απαιτήσεις του ανταγωνισμού ήδη από τα εφηβικά του χρόνια και «παραμένει παιδί» για μεγαλύτερο διάστημα, καθώς αναγκάζεται να στηρίζεται στην οικογένεια των γονιών του για να καταφέρει να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή, το μοντέλο ζωής και εργασίας που δοκιμάζεται στη νέα γενιά επηρεάζει με άλλους όρους τον κορμό της σταθερής απασχόλησης και επεκτείνεται ιδιόμορφα στις ηλικίες άνω των 40 και ειδικά άνω των 50: Για πολλούς γονείς της εργατικής οικογένειας διαμορφώνονται περίπου παρόμοιες συνθήκες δομικής ανεργίας, εργασιακής περιπλάνησης και ανασφάλειας, επιβεβαιώνοντας ειρωνικά και από την ανάποδη το γνωστό τραγούδι «ο πενηντάρης είν’ ένας νέος της εποχής». Πλευρά αυτής της κρισιακής πραγματικότητας, μεταξύ άλλων, είναι και η περίφημη «επιστροφή στην οικογένεια».
▪ Παράλληλα, η Εκπαίδευση υποτάσσεται πλήρως στο Κεφάλαιο και την Αγορά, χάνει το παραδοσιακό της φωτοστέφανο ως μηχανισμός ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας για τα παιδιά των εργατικών και λαϊκών οικογενειών. Σε συνδυασμό με τη γενικότερη πολιτιστική κρίση της εποχής μας, δυσκολεύει την ουσιαστική επιστημονική και κοινωνική μόρφωση της νέας γενιάς, τη γόνιμη επαφή με τις πιο προωθημένες κατακτήσεις του πολιτισμού και την ιδεολογική, κοσμοθεωρητική αναζήτηση (εντελώς άλλο πράγμα είναι η γρήγορη αφομοίωση λειτουργικών, κυρίως τεχνολογικών γνώσεων). Κι όλα αυτά, τη στιγμή που η ίδια η έκρηξη των παραγωγικών δυνάμεων και της Γνώσης απαιτούν έναν καθολικά μορφωμένο εργαζόμενο άνθρωπο, με σφαιρική αντίληψη για τη Φύση και την Κοινωνία, με μεγαλύτερες και πολυπλοκότερες δεξιότητες. Η Εκπαίδευση προβάλλει περισσότερο καθαρά τον ταξικό της χαρακτήρα, συνδέεται βαθύτερα με την Εργασία, το αλλοτριωτικό παρόν της και την απελευθερωτική προοπτική της, κλονίζοντας τις αυταπάτες για μια δήθεν «αυταξία της γνώσης».
▪ Το τέταρτο, ποιοτικά καινούριο στοιχείο είναι ότι, παρά τη σχετική μείωση των νέων στις ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού (κάτι που δεν ισχύει για πολλές χώρες του «τρίτου κόσμου», όπως το Ιράν, η Αίγυπτος κλπ.) η εργατική νεολαία αποκτά πλειοψηφική θέση στο σύνολο της νεολαίας με την τάση καταστροφής της μικρομεσαίας αγροτιάς και των «κλασικών» μεσαίων στρωμάτων, καθώς και με την τάση σχετικά μαζικής προλεταριοποίησης της αυριανής διανόησης, της νεολαίας που σήμερα σπουδάζει. Φυσικά, η νεολαία παραμένει διαταξική κοινωνική κατηγορία με κύριο χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δεν έχει αποκρυσταλλωμένη θέση στην παραγωγή, ότι βρίσκεται στη διαδικασία κοινωνικοποίησής της, με αποτέλεσμα να διαπερνάται από όλα τα ανταγωνιστικά ρεύματα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σε σχέση με το παρελθόν, ενισχύεται η τάση διάκρισης της νεολαίας ως κοινωνικής κατηγορίας (ως μιας ενότητας κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής συμπεριφοράς), που από τη μια την καθιστούν ενιαίο «τάργκετ γκρουπ» για τη βιομηχανία του πολιτισμού και από την άλλη την καθιστούν ικανή να αντιδρά για παράδειγμα, σχετικά ενιαία και μαζικά σε τρανταχτά κοινωνικά γεγονότα (όπως στην εισβολή κατά του Ιράκ). Στα πλαίσιά της, όμως, έρχονται σε αλληλεπίδραση και συγκρούονται οι μετασχηματιζόμενες κοινωνικές τάξεις και στρώματα, προβάλλοντας στο σήμερα τη μελλοντική ταξική διαπάλη, την ενότητα της εργατικής τάξης και τις συμμαχίες της.
Σε αυτό το φόντο, το ζήτημα της εργασίας και της εκπαίδευσης, το ζήτημα των εργασιακών και μορφωτικών δικαιωμάτων της νεολαίας αναδεικνύεται σε καθοριστικό πρόβλημα για τη μεγάλη πλειοψηφία της νεολαίας, φέρνοντάς την αντικειμενικά και ως ένα βαθμό εμπειρικά, πιο κοντά στις διεκδικήσεις και τη συνολική ιστορική προοπτική της εργατικής τάξης. Παράλληλα, οι αλλαγές στο κοινωνικό «είναι» της, σε συνδυασμό με το ιδεολογικό μπλακ-άουτ των αρχών της δεκαετίας του ’90, κάνουν την προσέγγισή της με το εργατικό κίνημα περισσότερο «κοινωνική» και λιγότερο «πολιτική-οραματική», σε σύγκριση με το ριζοσπαστικό-αντιιμπεριαλιστικό ρεύμα της μεταπολίτευσης. Η σφοδρή σύγκρουση των δυνατοτήτων της εποχής και της ανεβασμένης αξίας της εργατικής δύναμης των νέων με τις πραγματικές κοινωνικές δυνατότητες, οι συνθήκες κοινωνικής και πολιτιστικής ασφυξίας της νέας γενιάς διαμορφώνουν αντικειμενικά συνθήκες για μια βαθύτερη ενότητα μεταξύ των γενιών της εργατικής τάξης, φέρνουν τη νεολαία πιο κοντά και με πιο βαθύ, κάποτε «σπαρακτικό» τρόπο στην επαναστατική τάση της εργατικής τάξης.
Το Κεφάλαιο επιχειρεί να ακυρώσει αυτή τη δυνατότητα. Χρησιμοποιεί τη νέα βάρδια της εργασίας ως μέσο για τη συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης κάτω από την αξία της, αλλά και ως μοχλό πρόσθετης οικονομικής εκμετάλλευσης και ψυχολογικής ομηρίας-συντηρητικοποίησης της εργατικής οικογένειας. Προσπαθεί, επίσης, να προωθήσει με όλα τα μέσα τη διάσπαση της εργατικής τάξης σε «νέους και παλιούς»: Η γενίκευση της ευλύγιστης και προσωρινής απασχόλησης δικαιολογείται στο όνομα της καταπολέμησης της νεανικής ανεργίας και οι ακρωτηριασμοί των ασφαλιστικών δικαιωμάτων στο όνομα της σωτηρίας των ασφαλιστικών ταμείων για τις νεότερες γενιές. Το σημερινό ιστορικό-κοινωνικό προβάδισμα της νεολαίας σε γνώση, τεχνικές δεξιότητες, χρήση των νέων παραγωγικών μέσων σε σχέση με τις μεγαλύτερες ηλικίες, το ονομαζόμενο από τις αστικές θεωρίες «χάσμα γενεών», χρησιμοποιείται από το Κεφάλαιο για να διαιωνίσει τη διάσπαση της εργατικής τάξης και την κυριαρχία του. Στο θεωρητικό επίπεδο, αυτές οι αντιδραστικές επιδιώξεις εμπεδώνονται με τα ιδεολογήματα περί νέου αγεφύρωτου χάσματος των γενεών, «βαμπίρ εναντίον κανιβάλων» κλπ.
Όλα τα παραπάνω έχουν σαν αποτέλεσμα, το ζήτημα της νεολαίας να τίθεται για το σύγχρονο εργατικό κίνημα με έναν διπλό-διαλεκτικό τρόπο: Από τη μια πλευρά, η ανάπτυξη της νέας εργατικής βάρδιας στα πλαίσια της εργατικής τάξης το θέτει ως πρόβλημα ενότητας της τελευταίας και μάλιστα στη σημερινή ιστορική περίοδο, με οξύτατη μορφή. Από την άλλη, η διακριτότητα της νεολαίας ως κοινωνικής κατηγορίας θέτει το ζήτημα ως πρόβλημα συμμαχιών του εργατικού κινήματος. Αυτή η διπλή φύση, επιβάλλει και τη διπλή σχέση του εργατικού κινήματος με το κίνημα της νεολαίας: Από τη μια, «ισοτιμία» νέων και παλαιότερων πρωτοπόρων εργατών στα πλαίσια του «κόμματος» και ταυτόχρονα, «ισοτιμία» του «κόμματος» και της οργάνωσης νεολαίας στα πλαίσια των οργάνων του ΑΕΜ. Από την άλλη «σχετική αυτοτέλεια» του κόμματος και της νεολαίας στα πλαίσια του Μετώπου και του κινήματος. Από τη μια θεωρητική, στρατηγική και τακτική «συμφωνία» και από την άλλη αυτοτελής «συμβολή» σε όλα αυτά, την οποία σέβεται τόσο το «κόμμα» όσο και η νεολαία. Κάθε πλήγμα σε αυτή τη σχέση, αποτελεί ταυτόχρονα πλήγμα κατά του εργατικού και κατά του νεολαιίστικου κινήματος. Η υποτίμηση της ενότητας μεταξύ της εργατικής νεολαίας και των παλαιότερων τμημάτων της εργατικής τάξης οδηγεί στην κατάργηση της ισοτιμίας μεταξύ των πρωτοπόρων εργατών και, τελικά, στην εσωτερική διάσπαση της εργατικής τάξης. Η υποτίμηση της διάκρισης της νεολαίας ως κοινωνικής κατηγορίας οδηγεί στην κατάργηση της σχετικής αυτοτέλειας και των δυο.
Από κάθε άποψη, η ποιοτική σημασία του νεολαιίστικου κινήματος για το επαναστατικό εργατικό κίνημα αναβαθμίζεται. Είναι αδύνατον να αναπτυχθεί το ρεύμα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης εάν δεν επιδράσει άμεσα με τις ιδέες του στη νεολαία και αν δεν «μεταγγίσει» νεανικό αίμα στις φλέβες του. Ο κομμουνισμός θα «ανήκει στη νεολαία» μόνο εάν το εργατικό κίνημα γίνει «νέο» με κάθε σημασία της λέξης. Το κομμουνιστικό κόμμα του μέλλοντος ή θα είναι «κόμμα της νεολαίας» ή δεν θα είναι επαναστατικό. Όπως σε κάθε εποχή μεγάλων κοινωνικών αναδιαρθρώσεων, «επαναστατικό πρόγραμμα για τη νεολαία» σημαίνει πάνω απ’ όλα επαναστατικό πρόγραμμα για τη νέα εποχή του καπιταλισμού, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η νέα γενιά της εργατικής τάξης.
Το επαναστατικό εργατικό κίνημα μπορεί να αφομοιώσει το ριζοσπαστικό δυναμικό αυτής της γενιάς (και να αναγεννηθεί από αυτό) μόνο εφόσον καταφέρει να οικοδομήσει μια συνολική στρατηγική πρόταση και ειδικά μια πρόταση για τα μεγάλα κοινωνικά της προβλήματα, πρώτα απ’ όλα της εργασίας, της μόρφωσης, του στρατού και του πολέμου, του πολιτισμού και της θεωρίας. Στο βαθμό που θα το πετύχει, η νεολαία και ειδικά η εργατική, θα αποτελέσει μια μαχητική κοινωνική δύναμη «πρώτης γραμμής» στο εξελισσόμενο Μέτωπο Εργατικής Πολιτικής για την Αντικαπιταλιστική Επανάσταση, την Εργατική Δημοκρατία και την Κομμουνιστική Απελευθέρωση. Ιδιαίτερα σήμερα, είναι αδύνατον να επιβάλει το εργατικό κίνημα μια Αντικαπιταλιστική Δημοκρατική Ανατροπή με επιδίωξη την Αντικαπιταλιστική Επανάσταση εάν δεν μετεξελιχθεί ποιοτικά η νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση και εάν δεν συγκροτηθεί ένα Αριστερό Αντικαπιταλιστικό Μέτωπο της Νεολαίας ως αναπόσπαστο, ισότιμο και σχετικά αυτοτελές τμήμα του Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου.
Από αυτή τη σκοπιά, οι δυνάμεις της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης διαχωρίζονται από την αντίληψη των άλλων ρευμάτων και δυνάμεων, που παρά τους ανταγωνισμούς τους και με διαφορετικό τρόπο, τελικά συναντιούνται στην υποβάθμιση του επαναστατικού προγράμματος για τη νεολαία. Το ΚΚΕ, με τη Συνδιάσκεψή του για τη νεολαία, προβάλλει σαν προοπτική της την ουτοπική-μικροαστική εκδοχή της «Λαϊκής Εξουσίας-Οικονομίας», ταυτόχρονα αρνείται την επαναστατική παράδοση της διαμόρφωσης ειδικού, σχετικά αυτοτελούς, συνολικού πολιτικού μετώπου για τη νεολαία (ενώ η νεολαία «προσεγγίζει την επανάσταση μέσα από τους δικούς της δρόμους»-Λένιν). Το ειδικό νεολαιίστικο μέτωπο τελευταία αντικαθίσταται από μια «συσπείρωση» σε επιμέρους μέτωπα για να καταλήξει, στην πράξη, σε μια καρικατούρα αυτοτέλειας μέσω των «επιτροπών νέων» στα πλαίσια του ΠΑΜΕ κλπ. Ο Συνασπισμός με τη νεόκοπη ρητορεία για «επιστροφή στη νεολαία», πέρα από το ότι την υποτάσσει στην προοπτική της «Εναλλακτικής Προοδευτικής Διακυβέρνησης» και του «Αντινεοφιλελεύθερου Μετώπου», επίσης αρνείται ένα σχετικά αυτοτελές νεολαιίστικο μέτωπο. Οι δυνάμεις του κινηματισμού και της αυτονομίας, προτείνουν ένα πλαίσιο «νεολαιίστικων» κατακερματισμένων διεκδικήσεων σε ειδικά και επιμέρους «αριστερά προγράμματα πάλης», που κάποτε «θα συναντηθούν» λίγο αυθόρμητα, λίγο κινηματικά και λίγο συνειδητά με διάφορες μορφές. Τέλος, το αναρχικό-αντιεξουσιαστικό ρεύμα αναπαράγει με ανεστραμμένη μορφή όλες τις τάσεις και θεωρίες για τη διάσπαση της νεολαίας με τις μεγαλύτερες γενιές, τον πολιτισμό του «εμφύλιου πολέμου» των γενιών.
Ορισμένα κρίσιμα στοιχεία κριτικής αποτίμησης της δράσης της νΚΑ και ορισμένες βασικές σκέψεις για τις πολιτικές κατευθύνσεις:
▪ Κρίσιμο πρόβλημα για τη νΚΑ είναι να ξεπεράσει το μονόπλευρο προσανατολισμό της στη φοιτητική νεολαία και στους αποφοίτους των ΑΕΙ, ο οποίος δεν οφείλεται σε αντικειμενικές αιτίες αλλά σε θεωρητικές και πολιτικές απολυτότητες και σε μια «φοιτητικοκεντρική» φυσιογνωμία και συγκρότηση. Απαιτείται άμεσα μια εργατική στροφή στην πολιτική και τη φυσιογνωμία της νΚΑ, με στόχο την παρέμβαση στη νεολαία που έχει ήδη ενταχθεί μόνιμα ή παροδικά στην παραγωγική διαδικασία και κυρίως των κρίσιμων κλάδων βιομηχανικής παραγωγής. Στροφή, πρώτα από όλα εκεί όπου υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση νεολαίας (νέες τεχνολογίες, τηλεπικοινωνίες, κατασκευές, διατροφή, εμπόριο, υγεία, τουρισμός, αλλά και ενέργεια, μεταφορές, κλπ). Η νΚΑ μπορεί και πρέπει να πρωτοστατήσει στη συνδικαλιστική οργάνωση των νέων, με εγγραφές εκεί όπου υπάρχουν σωματεία, με συμβολή στη δημιουργία νέων όπου δεν υπάρχουν, με ιδιαίτερες μορφές οργάνωσης νέων εργαζόμενων όπου δεν «επιτρέπει» η εργοδοτική, κυβερνητική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία τη συνδικαλιστική οργάνωση των νέων.
▪ Είναι αναγκαίο να οργανωθεί η παρέμβαση ιδιαίτερα στη νεολαία εργατικής καταγωγής και προοπτικής που σπουδάζει κυρίως στην Τεχνική Εκπαίδευση-Κατάρτιση, δημόσια και ιδιωτική, με στόχο την υπεράσπιση και ανάπτυξη των εργασιακών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων της, παράλληλα με την παρέμβαση στα Γυμνάσια και τα Ενιαία Λύκεια. Κατεύθυνσή μας πρέπει να είναι η συγχώνευσή τους σε μια «Ενιαία, δημόσια, δωρεάν, υποχρεωτική, δωδεκάχρονη Εκπαίδευση» με δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς ταξικούς φραγμούς. Στόχος μας είναι η κατάργηση του διπλού δικτύου τεχνικής και γενικής εκπαίδευσης και όχι η κατάργηση των ΤΕΕ (ή κατ’ αναλογία, των ΤΕΙ), όπως λανθασμένα υποστήριζε ένα τμήμα της οργάνωσης, διότι αυτό σημαίνει «κατάργηση» των όποιων εκπαιδευτικών και εργασιακών δικαιωμάτων έχουν κατακτήσει τα παιδιά της εργατικής τάξης σήμερα. Ιδιαίτερη σημασία, επίσης, έχουν οι διεκδικήσεις μέτρων στήριξης της εργατικής οικογένειας.
▪ Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υπάρχει σαφής υστέρηση των προσπαθειών της νΚΑ στα ΤΕΙ. Το ΝΑΡ πρέπει να βοηθήσει στις επεξεργασίες της οργάνωσης για το χώρο αυτό όπου προετοιμάζεται ένα μεγάλο μέρος της αυριανής εργατικής βάρδιας υψηλής σύνθετης αξίας και όπου ετοιμάζεται μια νέα υποβάθμιση των εκπαιδευτικών και εργασιακών δικαιωμάτων της. Αν δεν αρθεί ο μονομερής προσανατολισμός στα ΑΕΙ και αν δεν στηριχτεί ολόπλευρα η ειδική σπουδαστική και εργατική παρέμβαση στα ΤΕΙ, δεν πρόκειται να αντιμετωπιστούν η σημερινή πλήρης υποχώρηση της ΕΑΑΚ (εκλογικά κάτω από 1%) και η συντριπτική κυριαρχία των ΔΑΠ-ΠΑΣΠ.
▪ Όλα αυτά, όχι μόνο δεν σημαίνουν υποβάθμιση της παρέμβασής μας στα ΑΕΙ, όπου προετοιμάζεται ένα μεγάλο, ποιοτικής σημασίας κομμάτι της νέας εργατικής βάρδιας, αλλά αντίθετα εργατική αναβάθμιση της πολιτικής μας στους φοιτητές (όπως και στο ΔΕΠ και στους εργαζόμενους στα ΑΕΙ). Πολύ περισσότερο, που ο ρόλος της διανοητικά εργαζόμενης εργατικής τάξης αναβαθμίζεται ποιοτικά, ενώ το φοιτητικό κίνημα, από τη μια, έχει μια ιστορική παράδοση συμμαχίας με το εργατικό κίνημα και προσφοράς στην Αριστερά και, από την άλλη, έχει να λύσει μέσα στο Επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο πιο σύνθετα προβλήματα συμμαχιών. Εκτός από το τμήμα προλεταριακής προοπτικής, στα ΑΕΙ προετοιμάζεται και το κύριο σώμα της μεσαίας μισθωτής διανόησης, καθώς και η αυριανή (κυρίως μικρή και μεσαία) αστική τάξη, που περισσότερο από ποτέ σπουδάζει τα παιδιά της και παράλληλα απαιτεί στελέχη «με πτυχίο» και μεταπτυχιακά. Το «τμήμα εργατικής προοπτικής» των ΑΕΙ πρέπει να βρει δρόμους ενοποίησης με την «εργατική» πλειοψηφία των φοιτητών-σπουδαστών των ΤΕΙ, ΙΕΚ, ΤΕΣ, ΤΕΕ και συμμαχίας με τα τμήματα μικροαστικής προοπτικής για να «απομονώσει» τα στρώματα αστικής καταγωγής και προοπτικής, την πανεπιστημιακή-εκπαιδευτική ιεραρχία και τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
▪ Κρίσιμο ρόλο θα παίξει η ανώτερη ενοποίηση της ΕΑΑΚ, η οποία πρέπει να αντισταθεί στις τάσεις κατακερματισμού και συντεχνιασμού που έχουν κερδίσει έδαφος και οδηγούν στην καθήλωσή της, στις τάσεις γραφειοκρατίας και στην πρακτική των συνεννοήσεων κορυφής, ώστε να συμβάλει σε αποτελεσματικές αναμετρήσεις με το κεφάλαιο, τις κυβερνήσεις και την ΕΕ. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, σημαίνει να ενοποιηθεί σε ανώτερη προγραμματική βάση και με εργατοδημοκρατικά χαρακτηριστικά (ενότητα σε προγραμματικό πλαίσιο, αρχή της πλατιάς πλειοψηφίας με πλήρη ελευθερία τάσεων και ρευμάτων, πολυμορφία σχημάτων, αποφασιστικό όργανο η συνέλευση και το «διήμερο», αιρετά και ανακλητά συμβούλια ανά σχολή, πόλη και πανελλαδικά). Ώστε να συμβάλει στην αναγέννηση του φοιτητικού κινήματος, στην ανασυγκρότησή του σε ένα νέο φοιτητικό κίνημα εργατικής κατεύθυνσης χρησιμοποιώντας την αυτοτέλεια της ΕΑΑΚ και την κοινή μετωπική δράση με την ΚΝΕ, τη νεολαία ΣΥΝ και την πολιτικοποιημένη αυτονομία.
▪ Το συντριπτικά πλειοψηφικό αυτό κομμάτι της νεολαίας πιστεύουμε ότι πρέπει να ενοποιηθεί σε ένα Αγωνιστικό Μέτωπο Εργατικής και Σπουδάζουσας Νεολαίας που θα παλεύει με ένα αντικαπιταλιστικό διεκδικητικό πρόγραμμα συγκεκριμένων αιτημάτων ενάντια στις κυβερνήσεις, το κεφάλαιο και την ΕΕ, στα πλαίσια του Νέου Εργατικού Κινήματος. Ξεχωριστό ζήτημα είναι η πολιτική αντικαπιταλιστική ενοποίηση των πρωτοπόρων επαναστατικών δυνάμεων, οργανώσεων και αγωνιστών στη νεολαία, ως συμβολή στον πόλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Μια τέτοια συμβολή δεν μπορεί να αναπτύσσεται σε μια θολή «ευρύτερη κοινωνικοπολιτική πρωτοβουλία» χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό προγραμματικό πλαίσιο.
Η μετεξέλιξη του ΝΑΡ σε επαναστατική, κομμουνιστική οργάνωση απαιτεί την κατευθείαν ένταξη στις γραμμές του, πρώτα απ’ όλα, νέων πρωτοπόρων εργατών, κυρίως της υψηλής σύνθετης εργασίας των καινοτόμων κλάδων, που εντάσσονται ήδη στην παραγωγή ή προετοιμάζονται στην εκπαίδευση. Αυτό, όχι μόνο δεν σημαίνει υποβάθμιση, αλλά τελείως αντίθετα, σημαίνει αναβάθμιση της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση, βαθύτερη σύνδεσή της με το ΝΑΡ και περιφρούρηση της σχετικής της αυτοτέλειας. Για δυο λόγους: Ο ένας είναι ότι οι μεγάλες μάζες νέων εργατών που μπαίνουν στον άμεσο αντικαπιταλιστικό αγώνα και ιδιαίτερα αυτοί που προσεγγίζουν την επαναστατική εργατική πολιτική χρειάζονται οργανωτική στήριξη και πολιτικο-ιδεολογική ενίσχυση για το μετασχηματισμό τους σε συνειδητούς επαναστάτες μέσα από την οργάνωση νεολαίας. Και ο δεύτερος είναι ότι η νεολαία, ως ευρύτερη κοινωνική κατηγορία, περιλαμβάνει στους κόλπους της στρώματα που βρίσκονται είτε στην εκπαίδευση, είτε στην εργασιακή περιπλάνηση (σήμερα, πολύ περισσότερο από ποτέ), είτε σε κοινωνική κινητικότητα ένταξης σε κάποια τάξη ή στρώμα.
Το ΝΑΡ καλείται να επεξεργαστεί πολύ πιο ολοκληρωμένα τις θέσεις του για τη σύγχρονη νεολαία και το κίνημά της, βοηθώντας τόσο σε επίπεδο θέσεων όσο και σε επίπεδο πρωτοβουλιών τη νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση. Σε αυτό το πλαίσιο, οφείλει να δει με βαθύτερο τρόπο τη σχέση ΝΑΡ-νΚΑ στη βάση της, κάτι που δεν έχει γίνει σε επαρκή βαθμό και με συλλογικές διαδικασίες μέχρι σήμερα. Το σημερινό «μοντέλο» σχέσεων, όπου «δεν επιτρέπεται» στο ΝΑΡ να έχει μέλη στη νΚΑ και ταυτόχρονα μετατρέπει τη νΚΑ σε «πανελλαδική επιτροπή» του ΝΑΡ στο όνομα της «ισοτιμίας», εκτός του ότι αντιγράφει παλιά μοντέλα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (σήμερα του Συνασπισμού), οδηγεί σε έναν ιδιόμορφο «ακρωτηριασμό» και την ίδια στιγμή στη «γήρανση» και των δυο: Το πολιτικό-στρατηγικό πρόβλημα είναι ότι υποβαθμίζεται η «υποχρέωση» του ΝΑΡ να «εκθέτει» και να ασκεί αυτοτελή πολιτική παρέμβαση στη νεολαία και ταυτόχρονα το «δικαίωμα» της νΚΑ να ασκεί σχετικά αυτοτελώς και μέσα από τους δικούς της «νεολαιίστικους δρόμους» συνολική εργατική πολιτική για τις νέες γενιές της εργατικής τάξης και γενικότερα για τη νεολαία. Από την άλλη πλευρά, το ΝΑΡ έχει απειροελάχιστα μέλη κάτω των 30 ετών ενώ η νΚΑ έχει πολλά μέλη άνω των 30. Το αποτέλεσμα είναι να υπονομεύεται τόσο η αναγκαία πλευρά της «σχετικής αυτοτέλειας», όσο και η άλλη αναγκαία πλευρά, αυτή της «ισοτιμίας».
Στρεβλή αποτύπωση των αστικών θεωριών για το «χάσμα γενεών» αποτελούν οι θεωρήσεις περί «μάχης γενιών» μέσα στο ΝΑΡ. Αντίθετα, τεράστια σημασία έχει η «όσμωση» ανάμεσα στις διάφορες γενιές του επαναστατικού κινήματος, η κριτική διασταύρωση των εμπειριών τους και η διαμόρφωση ενός πολιτισμού κοινής αναζήτησης της επαναστατικής αλήθειας για την Ιστορία, την κοινωνία, την επιστήμη και τον κόσμο – ενός νέου, εργατικού Διαφωτισμού στην εποχή του κοινωνικού Μεσαίωνα.
Αντί επιλόγου
Ο πήχης έχει ήδη τεθεί ψηλά από την ίδια την ιστορική διαδρομή του εργατικού κινήματος, τις προηγούμενες εποποιίες, τις νίκες και τις ήττες του. Από την Παρισινή Κομμούνα και το μεγάλο Οκτώβρη, μέχρι τη δική μας διπλή ΕΑΜική επανάσταση. Από την Κούβα του Φιντέλ και του Τσε, το Βιετνάμ του Χο Τσι Μινχ και του στρατηγού Γκιαπ, τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα του προηγούμενου ιμπεριαλιστικού σταδίου μέχρι το γαλλικό Μάη και το Πολυτεχνείο. Τίθεται αντικειμενικά ψηλότερα από τις ίδιες τις εκρηκτικές υλικές δυνατότητες της εποχής μας, τις νέας ποιότητας δυσκολίες της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας, τις αναγκαία αναβαθμισμένες συλλογικές και ατομικές αποφάσεις δράσης, αναζήτησης και προσφοράς για τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας που απαιτούν οι καιροί.
Απέναντι σε αυτή τη νέα μεγάλη συνολική κρίσιμη μάχη της εποχής μας, οι επαναστάτες κομμουνιστές αναγνωρίζουν ότι το νέο εργατικό κομμουνιστικό εγχείρημα, για μια σειρά ιστορικούς αντικειμενικούς και ιδιαίτερα υποκειμενικούς λόγους, διανύει ακόμα την πρωτόλεια φάση του, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Χωρίς να έχει συνολική προγραμματική και πρακτική αυτοτέλεια από την αστική πολιτική και ιδιαίτερα χωρίς αισθητή μαζική παρουσία και συνειδητή επίδραση στον επαναστατικό μετασχηματισμό των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων.
Οι αντιθέσεις σ’ αυτήν την «υπαρξιακή» του φάση, σημαδεύονται από τη διαπάλη ανάμεσα στην πλευρά που ηγεμονεύεται από τις ισχυρές επιρροές των πιο πολυποίκιλων, μη επαναστατικών τάσεων και από τα αδύναμα ακόμα, ανολοκλήρωτα, αλλά ωστόσο καθοριστικά προωθητικά χαρακτηριστικά της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Αντιθέσεις και θετικά χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν και το ΝΑΡ.
Είναι επομένως αναγκαίο να διευκρινίσουμε το περιεχόμενο και τη μορφή αυτών των ανταγωνιστικών πλευρών, χωρίς φόβο, χωρίς απόκρυψη, μυστικοποίηση ή δαιμονοποίηση τους, χωρίς την ισοπεδωτική υποβάθμισή τους και χωρίς τη μεταμοντέρνα κατάταξή τους στη γενική κατηγορία μιας ποιοτικά ίδιας, «ελεύθερης», δήθεν αδέσμευτης και ουσιαστικά ουδέτερης αναζήτησης. Πρέπει να αναγνωρίσουμε αυτές τις πλευρές και να τις γνωρίσουμε όσο γίνεται αντικειμενικά, αν θέλουμε να τις υπερβούμε σε επαναστατική κατεύθυνση.
Μια τέτοια αυτοτελής σημαντική συμβολή του συνεδρίου, είναι αντικειμενικά αναγκαία και υπό προϋποθέσεις δυνατή. Πρώτον: Εφόσον μέσα στις σημερινές συνθήκες η όλη πορεία του συνεδρίου καταφέρει τουλάχιστον να συμβάλει στη δημοκρατική και ουσιαστική οργάνωση μιας στοιχειωδώς επαρκούς, προγραμματικής αλλά και πρακτικής ενότητας των αντιφατικών «εσωτερικών», αλλά και ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της υπό διαμόρφωση επαναστατικής κομμουνιστικής πρωτοπορίας. Δεύτερο: Μόνο εάν στην όλη διαδικασία του συνεδρίου καλλιεργηθεί η διαλεκτική αυτογνωσία του ΝΑΡ, η ικανότητά του να αντιμετωπίσει αυτοκριτικά και να υπερβεί τον εαυτό του και την κατάστασή του. Να μετασχηματίσει και να αναπτύξει ποιοτικά την εργατική και κομμουνιστική φυσιογνωμία και δράση του, με καθοριστικό κριτήριο, όχι τις υποκειμενικές του φαντασιώσεις, αλλά τον πρακτικό του ρόλο στην ανάπτυξη ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού ρεύματος της κομμουνιστικής χειραφέτησης, στο συλλογικό αγώνα και την τολμηρή αναζήτηση για την απόκρουση και την ήττα της αντιλαϊκής εκστρατείας του κεφαλαίου και την προώθηση ουσιαστικών πολιτικών και κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων.
Επιδιώκουμε επομένως, τα κρισιακά φαινόμενα που εμφανίστηκαν στο ΝΑΡ να αναστραφούν προς την κατάκτηση μιας νέας ενωτικής αφετηρίας, προς μια συνολική «ποιοτική» κομμουνιστική και εργατική ανάπτυξη, σύμφωνα με τις γενικότερες επιταγές της εποχής και τις επιτακτικές απαιτήσεις της σημερινής ιστορικής πολιτικής περιόδου. Αυτό είναι και το ουσιαστικό στοιχείο της μαχόμενης υλιστικής αυτοκριτικής. Και αυτό απαιτεί και προϋποθέτει συλλογικά οργανωμένη προσπάθεια. Η διαφορά ανάμεσα στη συλλογική προσπάθεια υπέρβασης των δυσκολιών και κρισιακών φαινομένων από τη σκοπιά της ηγεμονίας των επαναστατικών ιδεών και πρακτικών μέσα στο κόμμα, στο μέτωπο και στο κίνημα από τη μια, και από την άλλη στον απολίτικο τελικά, καθοδηγητικό ή μη, συνωμοτικό «ηγεμονισμό», είναι η διαφορά ανάμεσα στην «επαναστατική ενότητα» και στην «αντεπαναστατική εσωτερική διάσπαση».
Βασιζόμενοι στη μαχόμενη υλιστική –και επομένως ιστορικά αισιόδοξη– κριτική αποτίμηση και αυτοκριτική της πολιτικής μας διαδρομής το αναγκαίο μπορεί να γίνει και δυνατό, οι στόχοι μας πράξη!
Αναγνωστάκης Αλέκος
Καραχάλιος Γιάννης
Μάρκου Κώστας
Παπακωνσταντίνου Πέτρος
Τζιαντζής Κώστας
Τσίτκανος Δημήτρης
Αθήνα, 2 Δεκέμβρη 2005