Το νέο βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου «Μεγάλη Ιδέα (1844-1922). Από τους εθνικούς μύθους στη φωτιά της Σμύρνης» δεν αποτέλεσε έκπληξη για όσους έχουν διαβάσει, ήδη, το πρώτο του βιβλίο, «21 ρωγμές στην επίσημη ιστορία για το 1821», που κι αυτό είχε βγει από τις εκδόσεις Τόπος. Όπως και το πρώτο βιβλίο, έτσι κι αυτό, αποτελεί συνεισφορά του συγγραφέα στη μελέτη σημαντικών πτυχών της νεοελληνικής ιστορίας από μια σκοπιά μαρξιστική, αποδομώντας κυρίαρχα αφηγήματα της αστικής ιστοριογραφίας.
Με το πρώτο βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου να βγαίνει πέρσι, ως συμβολή στον διάλογο για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του ’21, το νέο του έργο παρεμβαίνει στη συζήτηση για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ξετυλίγοντας το νήμα των ιστορικών διαδικασιών που οδήγησαν από τη διακήρυξη της Μεγάλης Ιδέας, το 1844, στην τραγωδία και τον ξεριζωμό του μικρασιατικού Ελληνισμού.
Μέσα από μια σειρά κειμένων που είχαν δημοσιευτεί κατά καιρούς στην ιστοσελίδα kommon.gr και πολλών άλλων που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, στο βιβλίο αυτό επιχειρείται η διερεύνηση των ιδεολογικών προϋποθέσεων και των πρακτικών που επί έναν περίπου αιώνα σημάδεψαν τη νεοελληνική ιστορία. Από τότε που το νεοσύστατο ελληνικό Βασίλειο έθεσε ως κεντρικό στόχο την επέκτασή του, όχι μόνο στα εδάφη της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, έχοντας διαμορφώσει ελληνική εθνική συνείδηση, επιδίωκε την εθνική αποκατάσταση, αλλά και ευρύτερα στον ιστορικό χώρο της πάλαι ποτέ Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Αποκαλύπτονται, έτσι, πτυχές μιας ιδεολογίας και μιας πολιτικής που πολύ πέραν των δίκαιων αλυτρωτικών επιδιώξεων -καθώς οι κάτοικοι του μικρού Βασιλείου αποτελούσαν μικρό μέρος του εθνικού συνόλου- απέβλεπε σε μια εδαφική επέκταση που θα μπορούσε να καταστήσει την Ελλάδα μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Αυτονόητη, λίγο-πολύ, επιδίωξη μιας αστικής τάξης που, ήδη από τον 18ο αιώνα, είχε αναδειχθεί στην ισχυρότερη αστική τάξη της Βαλκανικής και της ανατολικής Μεσογείου.
Καθώς, όμως, το Βασίλειο που ονειρευόταν να γίνει Αυτοκρατορία ήταν μικρό, δεν θα μπορούσε παρά να συνυπολογίζει, στην επιδίωξη της όποιας επέκτασης, τις διαθέσεις και την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Με μία απ’ αυτές, και συγκεκριμένα τη Βρετανία, να έχει ιδιαίτερα βαρύνοντα λόγο στην πολιτική ζωή του ελληνικού κρατιδίου.
Ιστορικά γεγονότα όπως ο Κριμαϊκός Πόλεμος του 1853-1856, η Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, το 1864, η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της Άρτας, το 1881, οι κρητικές επαναστάσεις, ο «ατυχής» Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, το Μακεδονικό, αλλά και η τρικουπική εκσυγχρονιστική απόπειρα που κατέληξε στη χρεοκοπία του 1893, και η βενιζελική εκσυγχρονιστική απόπειρα, αναφέρονται σε λιγότερο ή περισσότερο σχετικά εκτενή κεφάλαια. Με την παράθεση εξαιρετικά ενδιαφερόντων στοιχείων, για τη σύνδεσή τους τόσο με τον μεγάλο εθνικό στόχο της Μεγάλης Ιδέας, όσο και με την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως της Βρετανίας.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στις πολεμικές περιπέτειες της περιόδου 1912-1922, από τους Βαλκανικούς Πολέμους και την εμπλοκή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την εκστρατεία στην Ουκρανία κατά του κράτους των σοβιέτ, μέχρι την απόβαση ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία, τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τότε που το ελληνικό κράτος διπλασίασε τα εδάφη του και το όραμα της «Μεγάλης Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» έμοιαζε να σαρκώνεται. Σε συνδυασμό, μέχρι το 1920, τόσο με την αστική εκσυγχρονιστική πολιτική όσο και με την πρόσδεση στους βρετανικούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή. Αλλά και σε αντιπαράθεση όχι μόνο με την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και με τα γειτονικά βαλκανικά κράτη και κυρίως τη Βουλγαρία.
Το τελευταίο αυτό σημείο έχει ξεχωριστή σημασία και επισημαίνεται στο βιβλίο: η προωθούμενη ελληνική Μεγάλη Ιδέα βρισκόταν σε οξύτατο ανταγωνισμό με ανάλογες επεκτατικές βλέψεις των άλλων κρατών της Βαλκανικής, που διεκδικούσαν τα ίδια οθωμανικά εδάφη. Βασισμένα σε εθνικούς μύθους ανάλογους με τον ελληνικό.
Το βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου αναφέρεται, σχετικά εκτενώς, στην κυρίαρχη πολιτική μορφή εκείνων των χρόνων, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Παραθέτοντας στοιχεία που απομυθοποιούν τον «Εθνάρχη», αναδεικνύοντας την προσήλωσή του στον Θρόνο, στα ταξικά συμφέροντα των πιο δυναμικών μερίδων της αστικής τάξης και στην άμεση σύνδεση αυτών των συμφερόντων με τους σχεδιασμούς του βρετανικού ιμπεριαλισμού.
Η Μικρασιατική Καταστροφή, μακριά από το είναι, απλά και μόνο, το αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών και στρατιωτικών χειρισμών των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων του 1920-1922, σηματοδότησε τον τερματισμό μιας τυχοδιωκτικής εξόρμησης του ελληνικού αστισμού και του ελληνικού κράτους για κυριαρχία στην καθ’ ημάς Ανατολή, που φέρει τη σφραγίδα της πολιτικής προσωπικότητας του Βενιζέλου.
Πλούσιο σε ιστορικά στοιχεία, ιδιαίτερα προσεκτικό σε εκτιμήσεις και συμπεράσματα που δεν βγαίνουν αβίαστα και επιπόλαια, το βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην αντιπαράθεση με τα κυρίαρχα αστικά μυθεύματα που ακούστηκαν και γράφτηκαν και φέτος, με την ευκαιρία των 100 χρόνων από την εθνική καταστροφή του 1922.
Ως μία, ίσως, έλλειψή του θα μπορούσε να αναφερθεί η παραγνώριση των εσωτερικών κοινωνικών – ταξικών ανταγωνισμών της περιόδου στην οποία αναφέρεται, και συγκεκριμένα η απουσία αναφοράς στην κυρίαρχη αντίθεση μεταξύ του αναπτυσσόμενου και επεκτεινόμενου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του κόσμου της απλής εμπορευματικής παραγωγής, που αποτελούσε την τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού και τον βασικό αντίπαλο των βίαιων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, οι οποίες συνεπάγονταν την αποστέρηση της εργασιακής του ανεξαρτησίας και την προλεταριοποίηση.
Εντούτοις, το βιβλίο παρεμβαίνει σ’ ένα καίριο πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης: αυτό της ιστορίας. Και η ανάγνωση, η συζήτηση για τα ζητήματα που θέτει και η διάδοσή του συνιστούν μια διαδικασία χρήσιμη στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης στο ιδεολογικό επίπεδο.