«Μια μικρή, μεγάλη στιγμή, στην ιστορία μιας άγριας χειμωνιάτικης νύχτας… της κανονικής ιστορίας που τη γράφουν κανονικοί άνθρωποι… ένα τσιγάρο δρόμος, ένα τρεχαλητό από το ένα σπίτι στο άλλο… τότε που αψηφάς τα πάντα, τότε γράφεις ιστορία».
Στις συλλήψεις των αγωνιστών, μελών της ΚΝΕ και της ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ, που μαζί με μέλη του Ρήγα Φεραίου, μαοϊκούς και άλλους, ανένταχτους φοιτητές, πρωτοστάτησαν στην κατάληψη του Πανεπιστημίου της Πάτρας κατά την εξέγερση του Νοέμβρη 1973, αναφέρεται το βιωματικό βιβλίο του Σεραφείμ Βρακά, «Ο Σκληρός Φλεβάρης του ’74», που βγήκε από τις εκδόσεις ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ Καρτέρης.
Τότε που η Χούντα του Ιωαννίδη θριαμβολογούσε για τις μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών, κομπάζοντας για τη διάλυση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Όπως γινόταν επί σειρά χρόνων, κάθε που η Ασφάλεια «διέλυε» αυτό τον μηχανισμό, που τον είχε διαλύσει ξανά και ξανά κι όλο μπροστά της τον έβρισκε. Αν και το χτύπημα του Φλεβάρη του 1974 ήταν το πιο ισχυρό κατά τη χουντική εφταετία. Με δεκάδες συλλήψεις στελεχών του κόμματος, της ΚΝΕ και της ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ, ανάμεσά τους και των ηγετικών κομματικών στελεχών, Νίκου Καλούδη, Μίνας Γιάννου, Αντώνη Αμπατιέλου κ.ά.

Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο που αναφέρεται στα γεγονότα αυτά της Πάτρας, έχοντας και μια εντυπωσιακή ιδιαιτερότητα: ο Σεραφείμ Βρακάς, ο Μάκης, όπως τον γνωρίζουμε όσοι σχετιζόμαστε με το Αιγάλεω, ο «Άλκης» του βιβλίου, γράφει για το πώς τα βίωσε ο ίδιος, σε ηλικία, τότε, μόλις δεκατεσσάρων ετών. Και μιλάει με μια σπάνια αμεσότητα και με λόγο αρθρωμένο με εκπληκτική ζωντάνια, που δεν σ’ αφήνει να σταματήσεις την ανάγνωση, πριν φτάσεις στην τελευταία σελίδα.
Μαθητής του γυμνασίου είχε βρεθεί στην Πάτρα, ακολουθώντας τον αδελφό του, τον Γιάννη, φοιτητή του Μαθηματικού. Με τους γονείς παράτυπους και χωρίς χαρτιά, μετανάστες στη Νέα Υόρκη. Γιατί, φυσικά, είναι μύθευμα ο ισχυρισμός ότι οι Έλληνες μετανάστευαν πάντα νόμιμα.
Με τη σύλληψη του Γιάννη ξεκινάει η αφήγηση του «Άλκη» και με τη σύλληψη και του ίδιου την ίδια μέρα, στο σπίτι που έμεναν. Και την ανάκριση του δεκατετράχρονου μαθητή, με το πιστόλι στραμμένο πάνω του, που συνεχίστηκε στην Ασφάλεια.

Ο «Άλκης» ήξερε πως ο αδελφός του και οι φίλοι του, επίσης φοιτητές, συμμετείχαν στην παράνομη αντιδικτατορική δραστηριότητα. Μαζί τους είχε βρεθεί κι αυτός τον Νοέμβρη στο κατειλημμένο Πανεπιστήμιο. Και είχε καταλάβει πως σχετίζονταν με την παράνομη ΚΝΕ. Η οποία, μετά τις πρώτες συλλήψεις στην Αθήνα, εξέδωσε φύλλο του «Οδηγητή», όπου ξεχώριζε ένα άρθρο με τίτλο «Η στάση μας στην ανάκριση», δίνοντας την κατεύθυνση «σιωπή και άγνοια»:
Δεν μιλάμε για τίποτα, δεν ξέρουμε τίποτα απ’ όσα μας ρωτάνε.
Αυτό το φύλλο είχε φροντίσει κάποιος από τον παράνομο μηχανισμό να πετάξει κάτω από την εξώπορτα του διαμερίσματος όπου έμεναν τα δυο αδέλφια. Το πρωί της επόμενης μέρας πιάστηκε ο Γιάννης. Το μεσημέρι, γυρνώντας απ’ το σχολείο, θα βρει ο «Άλκης» τους ασφαλίτες να τον περιμένουν έξω απ’ το σπίτι.
Ο Βρακάς αναφέρεται εκτενώς και πάντα με μια γραφή που σε κρατάει καθηλωμένο στην ανάγνωση, στην περιπέτειά του στην Ασφάλεια, υπογραμμίζοντας ξανά και ξανά ότι αυτά που πέρασε ο ίδιος, που τελικά δεν κρατήθηκε, ήταν ελάχιστα μπροστά στα όσα τράβηξαν οι συλληφθέντες φοιτητές. Μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του, που του επέτρεψαν να τον δει μετά από πολλές προσπάθειες και κάμποσες βδομάδες μετά τη σύλληψή του:
Ο Γιάννης ήταν χάλια. Το πρόσωπό του άσπρο και γεμάτο σπυριά. Τα μαλλιά του και τα γένια του είχαν μεγαλώσει και ήταν πολύ βρώμικα. Βρώμικα ήταν και τα χέρια του και τα ρούχα του. Φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος και τουρτούριζε, παγωμένος από το κρύο. Χαμογελούσε πλατιά.
Ήταν ακριβώς αυτή η ηρωική στάση, που εξέφραζε το πλατύ χαμόγελο του κρατούμενου αγωνιστή και των άλλων συντρόφων του, που γελοιοποιούσε τον εγκληματικό μηχανισμό της Ασφάλειας. Στον οποίο το βιβλίο αναφέρεται επίσης εκτεταμένα, με επισημάνσεις όπως αυτή για τον αρχιασφαλίτη, που έδειχνε κουρασμένος από τις αλλεπάλληλες ανακρίσεις:
Χρειάζεται κόπος και πολλές υπερωρίες για να μπορέσεις να καταστρέψεις τις ζωές των ανθρώπων, δεν είναι παίξε γέλασε, θέλει πολλή δουλειά.
Το βιβλίο μάς μεταφέρει εύστοχα στο γενικότερο κλίμα της εποχής, όταν «εκτός από τους αστυνομικούς, τους φανερούς και κρυφούς ασφαλίτες, είχε πήξει ο τόπος και από χαφιέδες. Απλοί πολίτες, άλλοι από συμφέρον, άλλοι από φόβο, άλλοι εκβιαζόμενοι, άλλοι από υποχρέωση, άλλοι -οι χειρότεροι απ’ όλους- από άποψη, από “ιδεολογία” συνεργάζονταν και έδιναν πληροφορίες στις “αρχές”. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας, ο γείτονας, ο περιπτεράς, ο ταβερνιάρης, ο μανάβης, ο συμφοιτητής, ο καθηγητής… απλοί καθημερινοί άνθρωποι στήριζαν, με τον τρόπο του ο καθένας, το καθεστώς… ένας μεγάλος μηχανισμός παρακολούθησης και συλλογής πληροφοριών. Πού να πας για να μη σε πάρει το μάτι τους;»
Από το κριτικό του βλέμμα δεν διαφεύγει ούτε η παθητική στάση μεγάλου μέρους της κοινωνίας. Και φυσικά, θα ήταν αδιανόητο για ένα παιδί δεκατεσσάρων ετών, που βρέθηκε ολομόναχο μετά τη σύλληψη του αδελφού του και των στενών τους φίλων, ενώ απέφευγε και όσους άλλους δεν είχαν συλληφθεί, γνωρίζοντας ότι η Ασφάλεια σίγουρα τον παρακολουθούσε και δεν ήθελε να τους μπλέξει, να μη νιώθει πικρία γι’ αυτή την παθητικότητα.

Μέρες του Καρναβαλιού στην Πάτρα κι ο κόσμος στους δρόμους, στις πλατείες και στα μαγαζιά γλεντάει μασκαρεμένος. «Μερικά στενά πιο κάτω κάποιοι βασανίζονται […] Έφυγε βαρύς για το σπίτι… ήταν πολύ αργά… η διασκέδαση φούντωνε… κάποιοι άνθρωποι βασανίζονται στην Ασφάλεια… καλή διασκέδαση!»
Ο «Άλκης» θα βρεθεί μετά από ένα δίμηνο στην Αθήνα, όπου είχε μεταφερθεί ο αδελφός του, προφυλακισμένος στον Κορυδαλλό. Κι εκεί θα ’ρθει και η μητέρα τους, που πληροφορήθηκε το τι είχε συμβεί, και βέβαια με το που εμφανίστηκε στις αμερικάνικες υπηρεσίες για να της δοθούν τα χαρτιά για επιστροφή στην Ελλάδα, αποκαλύφθηκε πως ήταν παράτυπα εκεί και της απαγορεύτηκε η επάνοδος στις ΗΠΑ. Αν και «τα κατάφερε και τους ξεγέλασε για μια ακόμα φορά», πήρε βίζα για ένα μήνα και ξαναγύρισε στη δουλειά της στην Αμερική.
Στην Αθήνα θα βρίσκεται ο «Άλκης» όταν θα πέσει η δικτατορία και θα απελευθερωθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι. Μαζί και ο Γιάννης. Τότε που όλος εκείνος ο εσμός των ασφαλιτών βασανιστών θα ισχυρίζεται πως δεν είχε κακές προθέσεις, αλλά απλώς εκτελούσε εντολές. Και έμειναν ατιμώρητοι.
Και τα παιδιά που αγωνίστηκαν τότε να λοιδορούνται σαν τη γενιά που κατέστρεψε την Ελλάδα γιατί, λέει, εξαργύρωσαν αυτό που έκαναν… Πόσο αστείο να ισχυρίζεσαι ότι την ώρα του βασανιστηρίου του, της φάλαγγας, του γκλομπ, του πόνου, της κραυγής, της απόγνωσης, της εξορίας, της ερπύστριας του τανκ, της φυλακής, της καταστροφής του, κάποιος σκεφτόταν ότι τα κάνει όλα αυτά, τα υπομένει όλα αυτά, για να γίνει μεθαύριο, κάποτε, που δεν ξέρει αν ποτέ θα έρθει αυτό το αύριο, βουλευτής ή υπουργός… Τα παιδιά που εγώ γνώρισα στην συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν εξαργύρωσαν απολύτως τίποτα, γύρισαν στα σπίτια τους, στις δουλειές τους, σεμνά, έτσι όπως ακριβώς μπήκαν σε αυτόν τον αγώνα και πάντα έλεγαν ότι δεν έκαναν τίποτα, μπροστά σε άλλους αγωνιστές που έδωσαν τα πάντα για τη λευτεριά αυτού του τόπου, αυτής της πατρίδας.

