Η απόφαση της Κινεζικής Κεντρικής Τράπεζας να υποτιμήσει [στο τέλος Αυγούστου] , σε τρεις φάσεις, το γουάν σχεδόν κατά 4% έναντι του δολαρίου εξηγήθηκε επισήμως σαν μια κίνηση προς μεγαλύτερο καθορισμό της ισοτιμίας του μέσω των αγορών. Παρόλο που αυτή η εξήγηση ηρέμησε τα χρηματιστήρια σ΄ όλο τον κόσμο, η υποτίμηση του νομίσματος της Κίνας προμηνύει μια σοβαρή όξυνση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Για να δούμε αυτή την υποτίμηση στο κατάλληλο πλαίσιο, πρέπει να θυμηθούμε ότι η Εμπορικά Σταθμισμένη Συναλλαγματική Ισοτιμία (TWER) του γουάν (δηλ. η συναλλαγματική ισοτιμία του έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων η σύνθεση του οποίου καθορίζεται από τη σημασία τους για το εμπόριο της Κίνας) είχε ανατιμηθεί, από το 2005, κατά 50%. Συγκρινόμενη ακόμη και με το έτος 2009, κατά το οποίο σημειώθηκε μια μεγάλη ανατίμηση , η TWER της Κίνας ανατιμήθηκε ένα επιπλέον 20% πρόσφατα, πράγμα που σημαίνει ότι τα αγαθά άλλων χωρών έγιναν σχετικά φθηνότερα συγκρινόμενα με τα κινεζικά, χωρίς η κινεζική κυβέρνηση να αντιδράσει.
Αυτό επέτρεψε σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, να σημειώσουν υψηλότερη οικονομική μεγέθυνση από ό,τι θα είχαν σημειώσει σε διαφορετική περίπτωση, ενώ στην κινεζική οικονομία δεν παρατηρήθηκε σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, εφόσον η εγχώρια ζήτηση αυξανόταν χάρη σε μια φούσκα της αγοράς τίτλων. Με άλλα λόγια, η ανατίμηση του γουάν συνέβαλε σε κάποιο βαθμό στη μετάδοση ερεθίσματος προς τις οικονομίες του υπόλοιπου κόσμου.
Τώρα, η οικονομία της Κίνας αρχίζει να επιβραδύνεται. Η φούσκα έχει διαρραγεί. Και η Κίνα επιδιώκει την προώθηση των εξαγωγών της για να ενισχύσει το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσής της. Γι΄ αυτό ακριβώς υποτίμησε το νόμισμά της. Όλα αυτά σημαίνουν ότι το ερέθισμα που δεχόταν η παγκόσμια οικονομία μέχρι τώρα από ένα ανατιμημένο γουάν δεν πρόκειται να συνεχιστεί. Οι οιωνοί είναι δυσμενείς όσον αφορά την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Είναι αλήθεια ότι μέχρι στιγμής η υποτίμηση που αναγγέλθηκε είναι μικρή , αλλά καθώς συντελείται ύστερα από μια 20ετία, κατά διάρκεια της οποίας δεν σημειώθηκε υποτίμηση του γουάν, δείχνει μια νέα κατεύθυνση στην κινεζική οικονομική πολιτική. Συνεπώς, η τρέχουσα υποτίμηση πιθανώς αποτελεί προάγγελο άλλων παρόμοιων υποτιμήσεων τις μέρες που έρχονται.
Όμως, ακόμη πιο σημαντικές, από ό,τι θα σήμαινε για την παγκόσμια οικονομία αυτή καθ΄ εαυτή η πράξη των Κινέζων, είναι οι αντιδράσεις που είναι πιθανόν να προκαλέσει στις άλλες χώρες. Ήδη αρκετά νομίσματα, συμπεριλαμβανομένης της ινδικής ρουπίας, έχουν υποτιμηθεί έναντι του δολαρίου μετά την υποτίμηση του γουάν. Αυτό συμβαίνει διότι όταν υποτιμάται το γουάν, οι κερδοσκόποι αναμένουν ότι και άλλες χώρες θα αναγκαστούν να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους για να προστατεύσουν τις εξαγωγές τους έναντι του κινεζικού ανταγωνισμού και για να προστατεύσουν την εγχώρια παραγωγή τους έναντι των εισαγόμενων κινεζικών προϊόντων.
Συνεπώς, οι κερδοσκόποι φεύγουν από αυτά τα νομίσματα βάσει της προβλεπόμενης υποτίμησης και έτσι επιταχύνουν μια πραγματική υποτίμηση, ενώ οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών δεν παρεμβαίνουν για να υπερασπιστούν την αξία του νομίσματός τους , επειδή και αυτές , στην επιθυμία τους να αποκρούσουν τον κινεζικό ανταγωνισμό, θέλουν την υποτίμηση. Αυτό σημαίνει ότι πολλά νομίσματα του κόσμου τείνουν να υποτιμούνται έναντι του δολαρίου όταν υποτιμάται το κινεζικό νόμισμα, όπως γίνεται ήδη.
Όσον αφορά τις ΗΠΑ, όταν η αξία του νομίσματός τους ανατιμάται έναντι άλλων νομισμάτων, επηρεάζονται δυσμενώς οι καθαρές αμερικανικές εξαγωγές και άρα η εγχώρια οικονομική δραστηριότητα και η απασχόληση. Τελευταία ασκήθηκε μεγάλη πίεση στη διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ να αυξήσει τα επιτόκιά της — που σήμερα είναι όσο πιο χαμηλά θα μπορούσαν να είναι , σχεδόν μηδενικά– με την αιτιολογία ότι η εγχώρια οικονομία υποτίθεται ότι “βελτιώνεται”. Όλοι ανέμεναν ότι η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ θα αύξανε τα επιτόκια μέσα στον Σεπτέμβριο.
Ωστόσο, τώρα η αύξηση των επιτοκίων θα πρέπει να αναβληθεί , εφόσον οποιαδήποτε αύξηση των επιτοκίων, καθιστώντας το αμερικανικό δολάριο πιο ελκυστικό , θα είχε ως αποτέλεσμα περαιτέρω αύξηση της αξίας του έναντι των άλλων νομισμάτων και θα μείωνε ακόμη περισσότερο το επίπεδο δραστηριότητας της αμερικανικής οικονομίας, ακόμη χαμηλότερα από όσο την ωθεί η τρέχουσα ανατίμηση του δολαρίου (με σχεδόν μηδενικά επιτόκια).
Το πρόβλημα με τις ΗΠΑ είναι, ωστόσο, πως ακόμη και αν αναβάλουν την αύξηση του επιτοκίου, ελάχιστα μπορούν να κάνουν για να εμποδίσουν την ανατίμηση του δολαρίου. Δεν μπορούν να μειώσουν περισσότερο τα επιτόκιά τους, εφόσον ήδη είναι στο κατώτατο επίπεδο. Θα είναι δύσκολο να αποτρέψουν τη μείωση του επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας και απασχόλησης, εκτός αν επιβάλουν ελέγχους στις εισαγωγές με φανερούς ή κρυφούς τρόπους.
Αυτό εξηγεί γιατί οι ΗΠΑ, που πίεζαν την Κίνα όλα αυτά τα χρόνια να επιτρέψει μεγαλύτερο καθορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας της από την αγορά, οργίζονται τόσο όταν η Κίνα ισχυρίζεται ότι έκανε ακριβώς ό,τι της ζητούσαν. Οι ΗΠΑ υπολόγιζαν ότι ο “μεγαλύτερος καθορισμός από την αγορά” της συναλλαγματικής ισοτιμίας της Κίνας θα προκαλούσε μια ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος έναντι του αμερικανικού δολαρίου από την οποία θα επωφελούνταν διευρύνοντας την αγορά τους. Στην πραγματικότητα όμως, ο “μεγαλύτερος καθορισμός από την αγορά” κατέληξε στην υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος, και πολλοί Αμερικανοί νομοθέτες έχουν αρχίσει πλέον να εξαπολύουν μανιασμένες επιθέσεις γι΄ αυτή την έκβαση.
Ιδωμένα από μια διαφορετική οπτική γωνία, τα πράγματα έχουν ως εξής: με την Κίνα να επιθυμεί μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς ως μέσο διέγερσης της εγχώριας οικονομικής μεγέθυνσης που έχει πληγεί από την διάρρηξη της φούσκας στην εγχώρια αγορά τίτλων, ο ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών για μεγαλύτερο μερίδιο μιας λίγο πολύ στάσιμης παγκόσμιας αγοράς εντείνεται. Από τη μια, δεν υπάρχουν παράγοντες που να λειτουργούν προς την επέκταση της παγκόσμιας αγοράς — η διάρρηξη της φούσκας στην αγορά τίτλων της Κίνας εξαφάνισε τον τελευταίο από αυτούς τους παράγοντες επέκτασης.
Από την άλλη, κάθε χώρα, και η Κίνα, μπαίνει στην κούρσα για μεγαλύτερο κομμάτι αυτής τη μη επεκτεινόμενης παγκόσμιας αγοράς. Αναμενόμενα, αυτή η κατάσταση το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επιδεινώσει την ύφεση, εφόσον αποτελεί την κλασική περίπτωση της πολιτικής “κλέβω-το-γείτονά-μου”, που ήταν το χαρακτηριστικό στοιχείο της μεγάλης ύφεσης της δεκαετίας του 1930.
Δύο ακόμη παράγοντες είναι πιθανόν να δράσουν στην ίδια κατεύθυνση. Ο ένας είναι η κατάρρευση του ήδη ασθενικού “κινήτρου προς επενδύσεις” των καπιταλιστών. Μέχρι τώρα, π.χ., η δυνατότητα να πωλούν στην Κίνα είχε λειτουργήσει ως ένα είδος επενδυτικού ερεθίσματος για τους καπιταλιστές των προηγμένων χωρών. Αυτό τώρα εξαλείφθηκε. Επιπροσθέτως, οι διακυμάνσεις της τιμής των νομισμάτων, που δεν κινούνται όλα ανοδικά ή καθοδικά συγχρονισμένα, καθιστούν πολύ πιο δύσκολους τους υπολογισμούς για την κερδοφορία και άρα αυξάνουν το επενδυτικό ρίσκο. Γι΄ αυτούς τους λόγους, και πάλι όπως τη δεκαετία του 1930, όταν οι πολιτικές του “κλέβω-το-γείτονά-μου” μαίνονταν, το “κίνητρο προς επένδυση” των καπιταλιστών θα επηρεαστεί δυσμενώς, επιδεινώνοντας την ύφεση.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι πως η ανατίμηση της αξίας του δολαρίου καθιστά πιο ελκυστικό για τους κερδοσκόπους το να κρατούν δολάρια αντί για πρωτογενή προϊόντα, γι΄ αυτό οι διεθνείς τιμές των πρωτογενών προϊόντων , που ήδη βρίσκονταν σε πτωτική τάση (πράγμα που παρεμπιπτόντως εξηγεί τον “αρνητικό” πληθωρισμό στην Ινδία, σύμφωνα με τον Γενικό Δείκτη Τιμών), έχουν πέσει ακόμη πιο απότομα μετά από την υποτίμηση του γουάν.
Σημειώνεται δε μεγαλύτερη επιδείνωση εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν αναμένεται πλέον από τους επενδυτές να συνεχιστεί η ζήτηση της Κίνας , που σε ένα βαθμό είχε αυξήσει τις τιμές των πρωτογενών προϊόντων. Και αυτό θα μπορούσε να συμβάλει επίσης στην κατάρρευση των τιμών των πρωτογενών προϊόντων.
Η πτώση στις τιμές των πρωτογενών προϊόντων έχει τρεις συνέπειες: πρώτον, σε αρκετές χώρες όπως η Αυστραλία, η Βραζιλία, η Ρωσία και η Χιλή, που είναι σημαντικοί εξαγωγείς πρωτογενών προϊόντων και οι τύχες τους είναι δεμένες με τις τιμές αυτών των προϊόντων, θα σημειωθεί τώρα πτώση στο ρυθμό της οικονομικής μεγέθυνσής τους.
Δεύτερον, οι χώρες-οφειλέτες, όπως η Ελλάδα, θα δουν το πραγματικό βάρος των χρεών τους να αυξάνεται , πράγμα που θα τις σπρώξει ακόμη περισσότερο προς τη χρεοκοπία και θα κάνει τις χώρες πιστωτές και τα ιδρύματα-πιστωτές να τους επιβάλουν ακόμη πιο σκληρά μέτρα “λιτότητας”. Αυτό, με το να μειώνει τη ζήτηση σ΄ αυτές τις χώρες σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και κατά συνέπεια σε όλο τον κόσμο, θα επιδεινώσει την κρίση.
Η τρίτη συνέπεια θα επέλθει μέσω αυτού που ο Αμερικανός οικονομολόγος Ίρβινγκ Φίσερ, ο οποίος ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και έχασε όλη του την περιουσία στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, αποκαλούσε “αποπληθωρισμό του χρέους”. Όχι μόνο οι χώρες, αλλά όλοι οι οφειλέτες θα δουν να αυξάνεται το πραγματικό βάρος των χρεών τους , όταν σημειωθεί πτώση του επιπέδου των τιμών. Για να αποπληρώσουν το χρέος τους θα αναγκαστούν να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία, πράγμα που θα ωθήσει ακόμη περισσότερο προς τα κάτω τις τιμές τους, αυξάνοντας το πραγματικό βάρος του χρέους τους, και αυτό θα μπορούσε να συνεχίζεται συσσωρευτικά.
Με άλλα λόγια, ο “αποπληθωρισμός του χρέους” είναι ένα σύνδρομο που μπορεί να καταλήξει σε οξείες κρίσεις και υφέσεις. Γι΄ αυτό οι καπιταλιστές πάντοτε τρομοκρατούνται με τον “αρνητικό πληθωρισμό” ή με την “απόλυτη πτώση των τιμών”. Από τη στιγμή που μία οικονομία αρχίζει να αντιμετωπίζει μείωση τιμών σε απόλυτους όρους, μπορεί να ολισθήσει ταχύτατα μέσω της εξαπόλυσης της διαδικασίας του “αποπληθωρισμού χρέους”, και η κυβέρνηση και η Κεντρική Τράπεζά της να μην μπορούν να κάνουν παρά ελάχιστα πράγματα για να σταματήσουν την ολίσθηση αυτή.
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία ακροβάτησε κοντά σ΄ αυτό το σενάριο , του “αποπληθωρισμού” ή της απόλυτης πτώσης των τιμών για κάποιο χρονικό διάστημα. (Γνωρίζουμε από την πείρα μας ότι η ινδική οικονομία αντιμετωπίζει “αποπληθωρισμό” βάσει του Γενικού Δείκτη Τιμών, κυρίως λόγω των διεθνών εξελίξεων.) Με την υποτίμηση του κινεζικού γουάν, και τις προσδοκίες που γεννάει αναφορικά με το μέλλον της κινεζικής οικονομικής μεγέθυνσης και το μέλλον των τιμών των πρωτογενών προϊόντων, υπάρχει η πραγματική πιθανότητα “αποπληθωρισμού” στην παγκόσμια οικονομία και συνεπώς η έναρξη του συνδρόμου του “αποπληθωρισμού χρέους”.
Συνεπώς, οι εξελίξεις στην Κίνα είναι πιθανόν να επιδεινώσουν την καπιταλιστική κρίση, με όλους τους τρόπους που περιγράφηκαν.
Είμαστε κοντά στο κατώφλι μιας νέας φάσης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης η οποία θα αποτελέσει μαρτυρία της σημαντικής όξυνσής της.
(*) Ο Prabhat Patnaik είναι Ινδός μαρξιστής οικονομολόγος. Δίδαξε στο Κέντρο Οικονομικών Μελετών και Σχεδιασμού, της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, στο Πανεπιστήμιο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, στο Νέο Δελχί, από το 1974 μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 2010. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Επιτροπής Σχεδιασμού του ινδικού κρατιδίου της Κεράλα από το 2006-2011.
Πηγή: Monthly Review, Αύγουστος 2015. Όπου δημοσιεύτηκε με τον τίτλο “Η υποτίμηση του γουάν”.
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
ΠΗΓΗ στα Ελληνικά