Το ζήτημα της εξόδου από τον καπιταλισμό δεν ήταν ποτέ πιο επίκαιρο. Τίθεται με τους όρους και τον επείγοντα χαρακτήρα μιας ριζικής καινοτομίας. Από την ίδια του την ανάπτυξη, ο καπιταλισμός άγγιξε ένα όριο το οποίο είναι ανίκανος να ξεπεράσει.
Η κρίση του συστήματος εκδηλώνεται τόσο σε μακρο-οικονομικό όσο και σε μικρο-οικονομικό επίπεδο. Βασίζεται κυρίως σε μια τεχνοεπιστημονική αναστάτωση που επιφέρει μια ρήξη στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και καταστρέφει με τον αντίκτυπό της τα θεμέλια της δύναμης και της ικανότητάς του να αναπαράγεται. Θα προσπαθήσω να αναλύσω αυτή την κρίση πρώτα από μακρο-οικονομική σκοπιά και κατόπιν μέσα από τα αποτελέσματά της για τη λειτουργία και τη διαχείριση των επιχειρήσεων.
Η εισαγωγή της πληροφορικής και η αυτοματοποίηση της παραγωγής επέτρεψαν την παραγωγή αυξανόμενων ποσοτήτων εμπορευμάτων με μειωνόμενες ποσότητες εργασίας. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος περιορίζεται διαρκώς και η τιμή των προϊόντων τείνει προς τα κάτω. Κι όμως, όσο η ποσότητα εργασίας για μια δεδομένη παραγωγή μειώνεται τόσο η αξία που παράγεται ανά εργαζόμενο –η παραγωγικότητά του- πρέπει να αυξάνεται ούτως ώστε ο όγκος του εισπράξιμου κέρδους να μη μειώνεται.
Έχουμε συνεπώς αυτό το φαινομενικό παράδοξο: όσο περισσότερο αυξάνεται η παραγωγικότητα, τόσο περισσότερο πρέπει να αυξάνεται επιπλέον για να αποφευχθεί η μείωση του όγκου του κέρδους.
Η κούρσα της παραγωγικότητας τείνει έτσι να επιταχύνει τους ρυθμούς της, οι πραγματικοί εργαζόμενοι να μειώνονται, η πίεση στο προσωπικό να γίνεται πιο έντονη, το επίπεδο και ο όγκος των μισθών να περιορίζονται. Το σύστημα εξελίσσεται προς ένα εσωτερικό όριο όπου η παραγωγή και η επένδυση στην παραγωγή παύουν να είναι αρκετά αποδοτικές.
Οι αριθμοί πιστοποιούν πως έχουμε φτάσει σ’ αυτό το όριο. Η παραγωγική συσσώρευση του παραγωγικού κεφαλαίου δε σταματά να υποχωρεί. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι 500 επιχειρήσεις του δείκτη Standard and Poor’s διαθέτουν 631 δισεκατομμύρια ρευστών αποθεμάτων· το ήμισυ των κερδών των αμερικανικών επιχειρήσεων προέρχεται από ενέργειες στις κεφαλαιαγορές.
Στη Γαλλία, η παραγωγική επένδυση των επιχειρήσεων του δείκτη CAC 40[1] δεν αυξάνεται ακόμα κι όταν τα κέρδη τους εκτινάσσονται. Ένα αυξανόμενο μέρος των συσσωρευμένων κεφαλαίων -που η παραγωγή δε μπορεί να αξιοποιήσει στο σύνολό τους – διατηρεί τη μορφή του χρηματιστικού κεφαλαίου. Εγκαθιδρύεται έτσι μια χρηματοοικονομική βιομηχανία που τελειοποιεί συνεχώς την τέχνη της δημιουργίας χρήματος μέσα από την αποκλειστική αγοραπωλησία διαφόρων μορφών χρήματος.
Το ίδιο το χρήμα είναι το μοναδικό εμπόρευμα που η χρηματοοικονομική βιομηχανία παράγει με ολοένα και περισσότερο παρακινδυνευμένες και ολοένα και λιγότερο ελεγχόμενες ενέργειες στις χρηματιστικές αγορές. Ο όγκος του κεφαλαίου που απορροφά και διαχειρίζεται η χρηματοοικονομική βιομηχανία υπερβαίνει κατά πολύ τον όγκο του κεφαλαίου που αξιοποιεί η πραγματική οικονομία (το σύνολο των χρηματοοικονομικών ενεργητικών φτάνει τα 160.000 δισεκατομμύρια, δηλαδή τρεις ή τέσσερις φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ).
Η «αξία» αυτού του κεφαλαίου είναι καθαρά εικονική: βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στο δανεισμό και στην «καλή θέληση», δηλαδή στις προσδοκίες: το χρηματιστήριο κεφαλαιοποιεί τη μελλοντική μεγέθυνση, τα μελλοντικά κέρδη των επιχειρήσεων, τη μελλοντική άνοδο των τιμών των ακινήτων, τα κέρδη που μπορούν να προκύψουν από αναδιαρθρώσεις, συγχωνεύσεις, συγκεντρώσεις κ.λπ.
Οι τιμές του χρηματιστηρίου διογκώνονται από τα κεφάλαια και τις μελλοντικές τους υπερ-αξίες και τα νοικοκυριά παρακινούνται από τις τράπεζες να αγοράσουν (μεταξύ άλλων) μετοχές και μερίσματα επενδυτικών εταιρειών ακινήτων, να επιταχύνουν έτσι την άνοδο των τιμών, να δανειστούν από την τράπεζά τους όλο και μεγαλύτερα ποσά ώστε να αυξήσουν το εικονικό χρηματιστηριακό τους κεφάλαιο.
Η κεφαλαιοποίηση των προσδοκιών κέρδους και μεγέθυνσης συντηρεί το μεγεθυνόμενο δανεισμό, εκτρέφει μια οικονομία της οποίας η ρευστότητα οφείλεται στην τραπεζική ανακύκλωση εικονικών υπερ-αξιών και επιτρέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες μια «οικονομική ανάπτυξη» που, καθώς βασίζεται στον εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό, απέχει πολύ από το να είναι ο κύριος κινητήριος μοχλός της παγκόσμιας ανάπτυξης (περιλαμβανόμενης και της κινεζικής ανάπτυξης).
Η πραγματική οικονομία γίνεται ένα παράρτημα των κερδοσκοπικών φουσκών που συντηρούνται από τη χρηματοοικονομική βιομηχανία. Μέχρι που, αναπόφευκτα, οι φούσκες θα σκάσουν, θα παρασύρουν τις τράπεζες σε αλυσιδωτές χρεοκοπίες απειλώντας το παγκόσμιο πιστωτικό σύστημα με κατάρρευση και την πραγματική οικονομία με μια σοβαρή και παρατεταμένη ύφεση (η ιαπωνική ύφεση κρατάει ήδη δεκαπέντε χρόνια).
Παρότι κατηγορούμε την κερδοσκοπία, τους φορολογικούς παραδείσους, την αδιαφάνεια και την έλλειψη ελέγχου της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας (και συγκεκριμένα των hedge funds), η απειλή της ύφεσης, και μάλιστα η κατάρρευση που επικρέμαται πάνω από την παγκόσμια οικονομία, δεν οφείλεται στην έλλειψη ελέγχου· οφείλεται στην ανικανότητα του καπιταλισμού να αυτοαναπαραχθεί. Διαιωνίζεται και λειτουργεί μόνο πάνω σε εικονικές και ολοένα και πιο επισφαλείς βάσεις. Η υποτιθέμενη αναδιανομή των εικονικών υπερ-αξιών των φουσκών μέσω της φορολογίας απλά θα επέσπευδε αυτό που η χρηματοοικονομική βιομηχανία προσπαθεί να αποφύγει: την υποτίμηση του τεράστιου όγκου των χρηματοοικονομικών ενεργητικών και τη χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος.
Η «οικολογική αναδιάρθρωση» δε μπορεί παρά να επιβαρύνει την κρίση του συστήματος. Είναι αδύνατον να αποφύγουμε μια κλιματική καταστροφή χωρίς να εγκαταλείψουμε οριστικά τις οικονομικές μεθόδους και την οικονομική λογική που μας καθοδηγούν εδώ και 150 χρόνια. Αν παρατείνουμε την τωρινή τάση, το παγκόσμιο ΑΕΠ θα τριπλασιαστεί ή θα τετραπλασιαστεί μέχρι το 2050. Κι όμως, σύμφωνα με την έκθεση του Συμβουλίου για το Κλίμα του ΟΗΕ, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα πρέπει να μειωθούν κατά 85% μέχρι τότε για να περιορίσουμε την κλιματική υπερθέρμανση κατά 2°C μάξιμουμ. Αν δεν το καταφέρουμε, οι συνέπειες θα είναι μη αναστρέψιμες και μη ελεγχόμενες.
Η αποανάπτυξη είναι συνεπώς μονόδρομος για την επιβίωσή μας. Αλλά προϋποθέτει μιαν άλλη οικονομία, έναν άλλο τρόπο ζωής, έναν άλλο πολιτισμό, άλλες κοινωνικές σχέσεις. Και όσο αυτές απουσιάζουν, η κατάρρευση δε θα μπορούσε να αποφευχθεί παρά χάρη σε περιορισμούς, σε παροχές αγαθών με δελτίο, σε αυταρχική κατανομή των πόρων -χαρακτηριστικά όλα τους μιας οικονομίας πολέμου. Η έξοδος από τον καπιταλισμό θα λάβει συνεπώς χώρα με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο, πολιτισμένα ή βάρβαρα. Το ερώτημα αφορά μόνο στη μορφή που αυτή η έξοδος θα πάρει και στο ρυθμό με τον οποίο θα εξελιχθεί.
Η βάρβαρη μορφή μας είναι ήδη οικεία. Επικρατεί σε πολλές περιοχές της Αφρικής, που δυναστεύονται από τους πολέμαρχους, από τη λεηλασία των ερειπίων της νεωτερικότητας, από τις σφαγές και το τράφικινγκ, στο φόντο της πείνας. Τα τρία μέρη της ταινίας Μαντ Μαξ ήταν αφηγήσεις επιστημονικής φαντασίας. Η μορφή της εξόδου από τον καπιταλισμό, αντίθετα, δεν είναι κάτι που οραματιζόμαστε σπάνια. Η αναφορά στην κλιματική καταστροφή που μας απειλεί μας οδηγεί γενικά στο να οραματιστούμε μια «αλλαγή της νοοτροπίας», αλλά η φύση αυτής της αλλαγής, οι συνθήκες της δυνατότητάς της, τα εμπόδια που πρέπει να υπερβαθούν, μοιάζουν να προκαλούν τη φαντασία.
Το να οραματιστούμε μιαν άλλη οικονομία, άλλες κοινωνικές σχέσεις, άλλους τρόπους και μέσα παραγωγής θεωρείται «μη ρεαλιστικό», λες και η κοινωνία του εμπορεύματος, της μισθωτής εργασίας και του χρήματος είναι αξεπέραστη. Στην πραγματικότητα, πληθώρα συγκλινόντων δεικτών υποδεικνύουν πως το ξεπέρασμα ξεκίνησε ήδη και πως οι πιθανότητες μιας πολιτισμένης εξόδου από τον καπιταλισμό εξαρτώνται κυρίως από τη δική μας ικανότητα να διακρίνουμε τις τάσεις και τις πρακτικές που αναγγέλλουν αυτή τη δυνατότητα.
Ο καπιταλισμός οφείλει την επέκταση και την κυριαρχία του στη δύναμη που απέκτησε μέσα σε έναν αιώνα, ταυτόχρονα πάνω στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Αποκόπτοντας πρώτα τους εργάτες από τα μέσα της εργασίας τους και από τα προϊόντα τους, εξασφάλισε σταδιακά το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής και τη δυνατότητα να ενσωματώνει την εργασία. Πιο συγκεκριμένα, διαιρώντας και εκμηχανίζοντας την εργασία μέσα στις μεγάλες εγκαταστάσεις, μετέτρεψε τους εργαζόμενους σε εξαρτήματα των μεγαμηχανών του κεφαλαίου. Κάθε ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής από τους παραγωγούς έγινε έτσι αδύνατη.
Περιορίζοντας την εξουσία τους πάνω στη φύση και τον προορισμό των προϊόντων, εξασφάλισε στο κεφάλαιο σχεδόν το μονοπώλιο της προσφοράς και συνεπώς τη δύναμη να ευνοεί σε όλους τους τομείς την πιο αποδοτική παραγωγή και κατανάλωση, καθώς και τη δύναμη να κατασκευάζει τις ορέξεις και τις επιθυμίες των καταναλωτών, τον τρόπο με τον οποίο θα ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους. Σε αυτή ακριβώς τη δύναμη η επανάσταση της πληροφορικής άρχισε να ανοίγει ρωγμές.
Αρχικά, η χρησιμοποίηση της πληροφορικής στόχευε στη μείωση του κόστους παραγωγής. Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αυτή η μείωση του κόστους να επιφέρει μιαν αντίστοιχη πτώση της τιμής του εμπορεύματος, έπρεπε να αναιρεθούν με κάποιο τρόπο και κατά το δυνατόν οι νόμοι της αγοράς. Αυτή η αναίρεση συνίσταται στην απονομή ασύγκριτων ιδιοτήτων στα εμπορεύματα· χάρη στις ιδιότητες αυτές, τα εμπορεύματα φαίνονται χωρίς ισοδύναμο και παύουν έτσι να εμφανίζονται ως απλά εμπορεύματα.
Η εμπορική αξία (η τιμή) των προϊόντων έπρεπε άρα να εξαρτηθεί περισσότερο από τις άυλες, μη μετρήσιμες ιδιότητές τους, παρά από την ουσιαστική χρησιμότητά τους (αξία χρήσης). Αυτές οι άυλες ιδιότητες -το στυλ, η πρωτοτυπία, το πρεστίζ της μάρκας, η σπανιότητα ή η «αποκλειστικότητα» – έπρεπε να παρέχουν στα προϊόντα μιαν υπόσταση συγκρίσιμη με αυτή των έργων τέχνης: αυτά έχουν μια αυθυπόστατη αξία, δεν υπάρχει κανένα μέτρο που να μας επιτρέπει να εγκαθιδρύσουμε ανάμεσά τους μια σχέση ισοδυναμίας ή «δίκαιης τιμής». Άρα δεν πρόκειται για πραγματικά εμπορεύματα.
Η τιμή τους εξαρτάται από τη σπανιότητά τους, από τη φήμη του δημιουργού, από την επιθυμία του πιθανού αγοραστή. Οι άυλες, μη συγκρίσιμες ιδιότητες παρέχουν στην παραγωγό εταιρεία το ισοδύναμο ενός μονοπωλίου και τη δυνατότητα να εξασφαλίσει μια πρόσοδο λόγω πρωτοτυπίας, σπανιότητας ή αποκλειστικότητας.
Αυτή η πρόσοδος κρύβει, αναπληρώνει και συχνά υπεραναπληρώνει τον περιορισμό της οικονομικής αξίας που επιφέρει η πτώση του κόστους παραγωγής για τα προϊόντα ως εμπορεύματα με ανταλλάξιμο μεταξύ τους χαρακτήρα σύμφωνα με τη σχέση ισοδυναμίας τους. Άρα, από οικονομικής άποψης, η καινοτομία δε δημιουργεί αξία: αποτελεί το μέσο για να δημιουργήσουμε από τη σπανιότητα μια πηγή προσόδου και να εξασφαλίσουμε μια επαυξημένη τιμή σε σχέση με τα ανταγωνιζόμενα προϊόντα. Το μέρος της προσόδου στην τιμή ενός εμπορεύματος μπορεί να είναι δέκα, είκοσι ή πενήντα φορές μεγαλύτερο από το κόστος παραγωγής του και αυτό δεν ισχύει μονάχα στα είδη πολυτελείας. Ισχύει επίσης και για τα είδη καθημερινής χρήσης όπως τα αθλητικά παπούτσια, τα μπλουζάκια, τα κινητά, οι δίσκοι, τα τζην κ.λπ.
Κι όμως, η πρόσοδος δεν είναι της ίδιας φύσης με το κέρδος: δεν αντιστοιχεί στη δημιουργία μιας επιπρόσθετης αξίας, μιας υπεραξίας. Ανακατανέμει το συνολικό όγκο της αξίας στο κέρδος των αποδοτικών επιχειρήσεων και εις βάρος των άλλων· δεν αυξάνει τον όγκο αυτόν[2]. Καθώς η αύξηση της προσόδου γίνεται ο σκοπός που καθορίζει την πολιτική των επιχειρήσεων –πιο σημαντικός από το κέρδος που προσκρούει στο εσωτερικό όριο που αποδείχθηκε πιο υψηλό- ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις επιχειρήσεις αφορά πρώτα απ’ όλα στην ικανότητα και στην ταχύτητα των καινοτομιών. Απ’ αυτήν εξαρτάται πρώτα απ’ όλα το μέγεθος της προσόδου. Έτσι, προσπαθούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους στο λανσάρισμα καινούργιων προϊόντων, μοντέλων ή στυλ, με την πρωτοτυπία του ντιζάιν, με την επινοητικότητα των διαφημιστικών τους εκστρατειών, με την «προσωποποίηση» των προϊόντων.
Η επιτάχυνση της αχρήστευσης, η οποία πάει μαζί με τον περιορισμό της αντοχής και της δυνατότητας επισκευής των προϊόντων, γίνεται το αποφασιστικό μέσο για την αύξηση του όγκου των πωλήσεων. Υποχρεώνει τις εταιρείες να επινοούν διαρκώς νέες ανάγκες και επιθυμίες, να παρέχουν στα εμπορεύματα αξία συμβολική, κοινωνική, ερωτική, να διαδίδουν μια «κουλτούρα της κατανάλωσης» που ποντάρει στη εξατομίκευση, στη θεωρία του μοναδικού, στην αντιζηλία, στο φθόνο, εν συντομία σε αυτό που ονόμασα αλλού «αντικοινωνική κοινωνικοποίηση».
Σ’ αυτό το σύστημα, όλα αντιτίθενται στην αυτονομία των ατόμων· στην ικανότητά τους να αναστοχάζονται μαζί για τους κοινούς τους σκοπούς και τις κοινές τους ανάγκες· στην ικανότητά τους να συνεννοούνται για τον καλύτερο τρόπο μείωσης της σπατάλης, να εξοικονομούν πόρους, να αναπτύσσουν μαζί, ως παραγωγοί και καταναλωτές, μια κοινή αντίληψη περί του επαρκούς –αυτό που ο Ζακ Ντελόρ ονόμαζε «ολιγαρκή αφθονία».
Προφανώς, η ρήξη με την τάση «να παράγουμε περισσότερο και να καταναλώνουμε περισσότερο» και ο αυτόνομος επανακαθορισμός ενός μοντέλου ζωής που θα στοχεύει στο να κάνουμε περισσότερα και καλύτερα με λιγότερα μέσα, σημαίνει τη ρήξη με τον πολιτισμό όπου δεν παράγουμε τίποτα απ’ αυτά που καταναλώνουμε και δεν καταναλώνουμε τίποτα απ’ αυτά που παράγουμε· όπου παραγωγοί και καταναλωτές είναι διαχωρισμένοι και όπου ο καθένας αντιτίθεται στον εαυτό του υιοθετώντας πότε τη μία και πότε την άλλη του ιδιότητα, ξεχνώντας πως στην ουσία είμαστε όλοι και παραγωγοί και καταναλωτές· όπου όλες οι ανάγκες και όλες οι επιθυμίες υποτάσσονται στην ανάγκη να κερδίζουμε χρήμα και στην επιθυμία να κερδίζουμε περισσότερο· όπου η δυνατότητα αυτο-παραγωγής για αυτο-κατανάλωση μοιάζει αδίκως απρόσιτη και γελοιωδώς ξεπερασμένη.
Ωστόσο, η «δικτατορία πάνω στις ανάγκες» χάνει τη δύναμή της. Η επιρροή που ασκούν οι εταιρείες πάνω στους καταναλωτές γίνεται πιο εύθραυστη παρά την εκτίναξη των δαπανών του μάρκετινγκ και της διαφήμισης. Η τάση για αυτοπαραγωγή ξανακερδίζει έδαφος λόγω του αυξανόμενου βάρους που έχουν τα άυλα περιεχόμενα στη φύση των εμπορευμάτων. Το μονοπώλιο της προσφοράς ξεφεύγει λίγο λίγο απ’ το κεφάλαιο.
Καθώς οι γνώσεις, οι ιδέες, οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή και στη δημιουργία των εμπορευμάτων καθοριζόταν σύμφωνα με τις μηχανές και σύμφωνα με τα είδη στα οποία ενσωματωνόταν για μια συγκεκριμένη χρήση, το κεφάλαιο δεν ήταν δύσκολο να ιδιωτικοποιήσει και να μονοπωλήσει τα άυλα περιεχόμενα. Η ιδιωτική ιδιοκτησία των γνώσεων και των ιδεών ήταν δυνατή επειδή αυτές ήταν αδιαχώριστες από τα αντικείμενα που τις ενσάρκωναν. Ήταν ένα συστατικό του παγίου κεφαλαίου.
Όλα όμως αλλάζουν όταν τα άυλα περιεχόμενα δεν είναι πια αδιαχώριστα από τα προϊόντα που τα περιέχουν ούτε από τα πρόσωπα που τα κατέχουν· όταν φτάνουν σε μία ύπαρξη ανεξάρτητη από κάθε ιδιαίτερη χρήση και όταν μπορούν, μεταφρασμένα σε λογισμικό, να αναπαραχθούν σε απεριόριστες ποσότητες με ελάχιστο κόστος. Έτσι, μπορούν να γίνουν ένα άφθονο υλικό το οποίο χάρη στην απεριόριστη διαθεσιμότητά του, χάνει κάθε ανταλλακτική αξία και εμφανίζεται στο δημόσιο χώρο ως δωρεάν κοινό αγαθό –εκτός κι αν μπορέσουμε να το εμποδίσουμε απαγορεύοντας την πρόσβαση και την απεριόριστη χρήση σε εκείνους στους οποίους προσφέρεται.
Το πρόβλημα που θίγει η «οικονομία της γνώσης» προέρχεται από το γεγονός πως η άυλη διάσταση από την οποία εξαρτάται η αποδοτικότητα των εμπορευμάτων δεν είναι, στην εποχή της πληροφορικής, της ίδιας φύσης με τις προηγούμενες: δεν πρόκειται για ιδιωτική ιδιοκτησία ούτε για ιδιοκτησία των επιχειρήσεων ή των συνεργατών τους· είναι από τη φύση της μη ιδιοτικοποιήσιμη και άρα δε μπορεί να γίνει πραγματικό εμπόρευμα. Μπορεί μονάχα να μεταμφιεστεί σε ιδιωτική ιδιοκτησία και εμπόρευμα διατηρώντας την αποκλειστική της χρήση με νομικά ή τεχνικά τεχνάσματα (μυστικούς κωδικούς πρόσβασης).
Αυτή η μεταμφίεση όμως δεν αλλάζει σε τίποτα την πραγματικότητα ενός κοινού αγαθού που έχει απλά μεταμφιεστεί: παραμένει ένα μη-εμπόρευμα που δεν πωλείται και που η ελεύθερη πρόσβαση και χρήση του απαγορεύονται αφού παραμένουν πάντοτε δυνατές, αφού παραμονεύουν τα «παράνομα αντίγραφα», οι «απομιμήσεις», οι απαγορευμένες χρήσεις. Ο ίδιος ο υποτιθέμενος ιδιοκτήτης δε μπορεί να το πουλήσει δηλαδή να μεταβιβάσει την ιδιωτική ιδιοκτησία σε κάποιον άλλο, όπως θα έκανε με ένα πραγματικό εμπόρευμα· Μπορεί μονάχα να πουλήσει το δικαίωμα στην πρόσβαση και στη χρήση «με άδεια».
Η οικονομία της γνώσης βασίζεται έτσι σε ένα είδος πλούτου που τείνει προς το κοινό αγαθό και τα διπλώματα και τα κοπιράιτ που υποτίθεται πως το ιδιωτικοποιούν δεν αλλάζουν τίποτα· η σφαίρα του δωρεάν επεκτείνεται ασταμάτητα. Η πληροφορική και το ίντερνετ υποσκάπτουν τα θεμέλια του βασιλείου του εμπορεύματος. Ό,τι μπορεί να μεταφραστεί σε ψηφιακή και αναπαραγώγιμη, επικοινωνίσιμη γλώσσα χωρίς έξοδα, τείνει αναπότρεπτα να γίνει κοινό αγαθό και μάλιστα ένα κοινό αγαθό οικουμενικό εφόσον μπορούν όλοι να αποκτήσουν πρόσβαση σ’ αυτό και να το χρησιμοποιήσουν.
Οποιοσδήποτε μπορεί να αναπαράγει με τον υπολογιστή του άυλα περιεχόμενα όπως το ντιζάιν, τα σχέδια κατασκευής ή συναρμολόγησης, οι χημικοί τύποι και οι εξισώσεις· να επινοήσει τα δικά του στυλ και μορφές· να εκτυπώσει κείμενα, να αντιγράψει δίσκους, να αναπαραγάγει πίνακες. Περισσότερα από 200 εκατομμύρια αρχεία είναι πραγματικά προσβάσιμα ως «κοινές δημιουργίες».
Στη Βραζιλία, όπου η δισκογραφική βιομηχανία διαθέτει στην αγορά 15 νέα CD κάθε χρόνο, οι νέοι στις φαβέλες αντιγράφουν 80 την εβδομάδα και τα πουλάνε στο δρόμο. Τα τρία τέταρτα των υπολογιστών που κατασκευάστηκαν το 2004 είχαν αυτοπαραχθεί στις φαβέλες με τη χρησιμοποίηση υλικών που βρισκόταν στα αζήτητα. Η κυβέρνηση υποστηρίζει τους συνεταιρισμούς και τις άτυπες ομαδώσεις αυτοπαραγωγής με σκοπό τον αυτο-εφοδιασμό[3].
Ο Κλαούντιο Πράντο που διευθύνει το τμήμα ψηφιακού πολιτισμού στο Υπουργείο Πολιτισμού της Βραζιλίας έλεγε πρόσφατα: «η δουλειά είναι ένα είδος υπό εξαφάνιση… Υπολογίζουμε να ξεπεράσουμε τη σκατοπερίοδο του 20ου αιώνα για να πάμε απευθείας από το 19ο στον 21ο αιώνα». Η αυτοπαραγωγή των υπολογιστών για παράδειγμα υποστηρίχθηκε επίσημα: πρόκειται για την ενθάρρυνση της «ιδιοποίησης των τεχνολογιών από τους χρήστες με σκοπό τον κοινωνικό μετασχηματισμό».
Το επόμενο στάδιο θα είναι λογικά η αυτοπαραγωγή των μέσων παραγωγής. Θα επανέλθω σ’ αυτό. Εκείνο που μας ενδιαφέρει επί του παρόντος, είναι πως η κύρια παραγωγική δύναμη και η κύρια πηγή προσόδων γίνεται σταδιακά δημόσια ιδιοκτησία και τείνει προς το δωρεάν· πως η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και άρα και το μονοπώλιο της προσφοράς γίνονται σταδιακά αδύνατα· πως έτσι η επιρροή του κεφαλαίου στην κατανάλωση χαλαρώνει και πως η κατανάλωση μπορεί να χειραφετηθεί από την προσφορά εμπορευμάτων.
Πρόκειται για μια ρήξη που υποσκάπτει τα θεμέλια του καπιταλισμού. Ο αγώνας ανάμεσα στα «ιδιόκτητα λογισμικά» και τα «ελεύθερα λογισμικά» (ελεύθερα, «free» σημαίνει επίσης στα αγγλικά «δωρεάν») ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα της κεντρικής διαμάχης της εποχής. Επεκτείνεται και προεκτείνεται στον αγώνα ενάντια στην εμπορευματοποίηση των πρωταρχικών μορφών πλούτου –η γη, οι σπόροι, το γονιδίωμα, τα πολιτιστικά αγαθά, οι γνώσεις και οι κοινές δεξιότητες που συγκροτούν την καθημερινή κουλτούρα και οι οποίες είναι πρότερες της ύπαρξης της κοινωνίας. Από την τροπή που θα πάρει αυτός ο αγώνας εξαρτάται η πολιτισμένη ή η βάρβαρη μορφή που θα λάβει η έξοδος από τον καπιταλισμό.
Αυτή έξοδος προϋποθέτει απαραίτητα πως θα χειραφετηθούμε από την επιρροή που ασκεί το κεφάλαιο πάνω στην κατανάλωση και από το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής. Σημαίνει την αποκαταστημένη ενότητα του υποκειμένου της παραγωγής και του υποκειμένου της κατανάλωσης και άρα την αυτονομία που θ’ ανακαλύψουμε μέσω του καθορισμού των αναγκών μας και του τρόπου ικανοποίησής τους.
Το αξεπέραστο εμπόδιο που είχε στήσει ο καπιταλισμός σ’ αυτήν την πορεία ήταν η ίδια η φύση των μέσων παραγωγής που χρησιμοποιούσε: εγκαθίδρυαν μια μεγαμηχανή στην οποία όλοι ήμασταν υπηρέτες και η οποία μας υπαγόρευε τους στόχους που έπρεπε να ακολουθήσουμε και το βίο που έπρεπε να διάγουμε. Αυτή η περίοδος φτάνει στο τέλος της. Τα μέσα της αυτοπαραγωγής υψηλής τεχνολογίας κάνουν τη βιομηχανική μεγαμηχανή θεωρητικά απαρχαιωμένη.
Ο Κλαούντιο Πράντο επικαλείται την «ιδιοποίηση των τεχνολογιών» καθώς το κοινό κλειδί για όλες, η πληροφορική, είναι ιδιοποιήσιμη απ’ όλους. Γιατί, όπως ζητούσε ο Ιβάν Ίλλιτς, «ο καθένας μπορεί να τη χρησιμοποιήσει χωρίς δυσκολία όσο συχνά ή όσο σπάνια θέλει… χωρίς η χρήση στην πραγματικότητα να καταπατά την ελευθερία του άλλου να κάνει το ίδιο»· γιατί αυτή η χρήση (πρόκειται για τον ορισμό των συμβιωτικών μέσων από τον Ίλλιτς) «παροτρύνει την προσωπική ολοκλήρωση» και αυξάνει την αυτονομία όλων. Ο ορισμός που δίνει ο Πέκα Χιμάνεν στην «Ηθική του Χάκερ» είναι πολύ κοντινός: ένας τρόπος ζωής που προτάσσει τις χαρές της φιλίας, του έρωτα, της ελεύθερης συνεργασίας και της προσωπικής δημιουργικότητας».
Τα υψηλής τεχνολογίας μέσα, ήδη υπάρχοντα ή εν αναπτύξει, γενικά συγκρίσιμα με τα περιφερειακά του υπολογιστή, μας προσανατολίζουν προς ένα μέλλον όπου πρακτικά καθετί απαραίτητο και επιθυμητό θα μπορεί να παράγεται σε συνεργατικά ή κοινοτικά εργαστήρια· όπου οι δραστηριότητες της παραγωγής θα μπορούν να συνδυάζονται με τη μάθηση και τη διδασκαλία, με τον πειραματισμό και την έρευνα, με τη δημιουργία νέων γεύσεων, αρωμάτων και υλικών, με την επινόηση νέων μορφών και τεχνικών γεωργίας, κατασκευής, ιατρικής κ.λπ.
Τα κοινοτικά εργαστήρια αυτοπαραγωγής θα είναι διασυνδεδεμένα σε παγκόσμια κλίμακα για να μπορούν να ανταλλάζουν ή να κοινοποιούν τις εμπειρίες, τις επινοήσεις, τις ιδέες και τις ανακαλύψεις τους. Η εργασία θα παραγάγει κουλτούρα και η αυτοπαραγωγή θα αποτελεί ένα μέσο προσωπικής ανάπτυξης.
Δύο συγκυρίες συνηγορούν υπέρ ενός τέτοιου τύπου ανάπτυξης. Η πρώτη είναι πως υπάρχουν πολλές ικανότητες, ταλέντα και δημιουργικότητα που η καπιταλιστική οικονομία δε μπορεί να χρησιμοποιήσει. Αυτό το πλεόνασμα ανθρώπινων πόρων δε μπορεί να γίνει παραγωγικό παρά μέσα σε μια οικονομία όπου η παραγωγή πλούτου δεν υποτάσσεται σε κριτήρια αποδοτικότητας. Η δεύτερη είναι πως «η δουλειά είναι ένα είδος υπό εξαφάνιση».
Δε λέω πως αυτές οι ριζικές μεταμορφώσεις θα πραγματοποιηθούν. Λέω μονάχα πως για πρώτη φορά, μπορούμε να επιθυμούμε να πραγματοποιηθούν. Τα μέσα υπάρχουν όπως και οι άνθρωποι που δουλεύουν μεθοδικά. Είναι πιθανό να αναδημιουργήσουν πρώτοι οι Νοτιοαμερικάνοι ή οι Βορειοαφρικάνοι, στα φτωχά προάστια των ευρωπαϊκών πόλεων, τα εργαστήρια αυτοπαραγωγής των φαβελών ή των πόλεων απ’ όπου κατάγονται.”