«Οι δρόμοι είναι φτιαγμένοι για να τους βρίσκεις»
Μιγκέλ ντε Σαλαμπέρτ, Εσωτερική εξορία
Η αστική κοινωνία των Νεότερων χρόνων προϋποθέτει οργάνωση, ορθολογικότητα, συστηματικότητα, κοινωνική διαφοροποίηση και προοπτική[1]. Το δίκαιο εκτελεί ρυθμιστική-κυρωτική λειτουργία επιβάλλοντας σε μία κοινωνία πρότυπα ρυθμιστικής συμπεριφοράς με σκοπό την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων[2]. Το δίκαιο με όλες τις ιδιαιτερότητες του συνιστά ένα κοινωνικό φαινόμενο, που διατηρεί αφενός μία σχετική κανονιστική αυτονομία, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σε σχέσεις διαρκούς αλληλεπίδρασης με τα λοιπά κοινωνικά φαινόμενα. Συντελεί με αυτόν τον τρόπο στη συγκρότηση και οργάνωση ενός κοινωνικού συνόλου όσο και στη μεταβολή και εξέλιξη αυτού[3]. Το ισχύον κάθε φορά δίκαιο εκφράζει και ρυθμίζει συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις. Αποτελεί μια συνισταμένη του συσχετισμού δυνάμεων εντός ορισμένης κοινωνικής συμβίωσης. Ως επί το πλείστο το δίκαιο τυποποιεί τις κοινωνικές σχέσεις (σχέσεις προσώπων ή σχέσεις προσώπων με πράματα) και τις καθιστά έννομες[4].
Το δίκαιο, βέβαια, αντανακλά τον συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ενσαρκώνοντας τη βούληση της κυρίαρχης τάξης, του κράτους και του νομικού της συστήματος[5]. Η αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων αποτυπώνεται πάντα στο δίκαιο. Κατά συνέπεια το κυρίαρχο οικονομικό και πολιτικό σύστημα υποτάσσει πάντα τις νομοθετικές κατακτήσεις των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων ως δευτερεύουσες. Σε γενικές γραμμές το δίκαιο συνιστά την έκφραση του κυρίαρχου κοινωνικού-οικονομικού σχηματισμού, στο οποίο αποτυπώνεται η οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της άρχουσας τάξης[6].
Περαιτέρω, το δίκαιο αλληλεπιδρά με την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική συμβάλλοντας στην κοινωνική μεταβολή, καθώς οι εκάστοτε νομοθετικές παρεμβάσεις μπορούν να επηρεάσουν τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις[7] και κατά συνέπεια να συμβάλουν στην επιτάχυνση ή στην επιβράδυνση της πολιτικής κρίσης του συστήματος[8]. Κοντολογίς, μπορεί να επιταχύνει την κοινωνική πρόοδο, εφόσον εκφράσει τις διεκδικήσεις των καταπιεζόμενων τάξεων και στρωμάτων για την προώθηση μιας κοινωνικής ριζικής αλλαγής, αλλά και να συντελέσει στην επιβράδυνση της κοινωνικής εξέλιξης αφομοιώνοντας μέσω των μεταρρυθμίσεων τις τάσεις για ριζικές αλλαγές. Σε κάθε περίπτωση το δίκαιο συνιστά ένα σύστημα, που δεν μπορεί να ξεφύγει από τα όρια, που καθορίζει ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής και τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης[9].
Η σχετική, βέβαια, αυτοτέλεια επιτρέπει στο δίκαιο να εκφράζει ενίοτε και ορισμένα από τα αιτήματα των ασθενέστερων εκμεταλλευόμενων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην κοινωνική αλλαγή, αλλά και ενδεχομένως σε πρόκληση κοινωνικής έκρηξης[10]. Για παράδειγμα το οκτάωρο στην εργασία ενσωματώθηκε στο δικανικό μας σύστημα, κατόπιν μακροχρόνων συλλογικών προσπαθειών των εργαζομένων[11], συνιστώντας, αναμφισβήτητα, μια πολιτική μεταρρύθμιση, που βελτίωσε την καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης και έδωσε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τον ευρύτερο ελεύθερο χρόνο της για την πολιτική χειραφέτηση της[12]. Στην πραγματικότητα η 8ωρη ημερήσια εργασία είχε θεσπιστεί στην Ελλάδα το 1920 στην βιομηχανία (ν. 2269/1920) και από το 1932 είχε επεκταθεί στους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας (ΠΔ 27/1932). Αμφότερα τα νομοθετήματα θεσπίστηκαν από τις κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου καθιερώνοντας εβδομαδιαία απασχόληση τότε 48ωρών. Το 40ωρο αποτέλεσε την κατάκτηση της μεταπολίτευσης και ιδίως της δεκαετίας της «αλλαγής» του 80, καθώς εκπροσωπούσε ένα από τα βασικά συνδικαλιστικά αιτήματα των συνδικάτων την εποχή εκείνη.
Ωστόσο, οι κρατούντες πάντα γνωρίζουν, ότι με τους λαϊκούς αγώνες εξασφαλίζεται η προοπτική ικανοποίησης των κοινωνικών αιτημάτων και προς τούτο λαμβάνουν όλα τα σχετικά προληπτικά μέτρα, τα οποία προσανατολίζονται, είτε στην παραπληροφόρηση και υφαρπαγή της συναίνεσης του λαού, είτε στην καταστολή όλων των αντιδράσεων, ενώ χρησιμοποιούνται, διαχρονικά, τα πιο ανεπτυγμένα μέσα για τους σκοπούς αυτούς. Προς τούτο, σήμερα, η τεχνολογία και ιδιαίτερα η τεχνητή νοημοσύνη, συχνά, τίθεται στην υπηρεσία της οικονομικής ολιγαρχίας με σκοπό τον έλεγχο των συνειδήσεων, αλλά και την πιο άρτια διοργάνωση των πολέμων και της καταστολής[13]. Χαρακτηριστικά, άλλωστε, στοιχεία της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης σύγχρονης διακυβέρνησης η απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών και η επακόλουθη απορρύθμιση της εργασίας, η αντιμετώπιση των κρίσεων χρέους μέσω δανεισμού λόγων δομικών προσαρμογών, οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων αγαθών που ως πρότινος φάνταζαν αδιανόητες και η περικοπή των δημόσιων δαπανών με σκοπό την συρρίκνωση αν όχι εξαφάνιση του κοινωνικού κράτους και εκποίησης της δημόσιας περιουσίας[14].
Μέσω της νεοφιλελεύθερης, λοιπόν, πολιτικής επιτυγχάνεται η αναδιανομή του πλούτου υπέρ μιας ολιγαρχίας. Οι βουλήσεις των πολιτών ενσωματώνονται απορροφώνται από ένα απρόσωπο σύστημα, που λειτουργεί ερήμην τους μετατρέποντας την πολιτική σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων που ανατίθεται τεχνοκράτες και άτομα με ειδικές γνώσεις με αποτέλεσμα να φαλκιδεύεται η δημοκρατία[15]. Στον νεοφιλελευθερισμό δημιουργούνται νέες μορφές πολιτικής κυριαρχίας και δικαίου. Ενώ στον κλασικό φιλελευθερισμό το κράτος αναλαμβάνει εντός της λειτουργίας της αγοράς την εγγύηση των δικαιωμάτων, στον νέο φιλελευθερισμό το κράτος προστατεύει μόνο ό,τι δεν ζημιώνει την αγορά. Η αρχή του ανταγωνισμού συνιστά τον θεμέλιο λίθο της κοινωνίας του νεοφιλελευθερισμού που συγκροτείται μέσα από ένα κράτος που λαμβάνει τη μορφή μιας επιχείρησης που αποδυναμώνει το κράτος δικαίου, το οποίο υφίσταται για να εξυπηρετεί της προσταγές της αγοράς[16].
Σε αυτό το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο θεσπίστηκε, πρόσφατα, το νέο εργασιακό νομοσχέδιο του 2025, με τίτλο “Δίκαιη Εργασία για Όλους”, που καθιέρωσε μεταξύ άλλων τη δυνατότητα επέκτασης της ημερήσιας εργασίας έως 13 ώρες για έναν εργοδότη, κάτι που μέχρι σήμερα επιτρεπόταν μόνο με συνδυασμό δύο εργασιών. Μολονότι, το όριο των 13 ωρών δεν είναι καθημερινό ή ανεξέλεγκτο και μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με ρητή συναίνεση του εργαζομένου και με ανώτατο όριο 37 ημερών ετησίως, ενώ ο εργαζόμενος αποζημιώνεται με προσαύξηση 20% από την 9η ώρα και 40% από τη 10η έως την 13η ώρα κρίθηκε αρνητικά από την αντιπολίτευση και τα συνδικάτα. Το αιτιολογικό της απόρριψης του σχετικού νομοσχεδίου ήταν, πως ανεξάρτητα από τις δικλείδες ασφαλείας, η θεσμοθέτηση του 13ώρου ανοίγει επικίνδυνο μονοπάτι για κατάχρηση, μετατρέποντας την “εθελοντική συναίνεση” σε έμμεσο εξαναγκασμό, ειδικά σε μια αγορά, όπου δεσπόζουν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας ή επισφαλούς απασχόλησης, αν και παραμένει σε ισχύ το πλαφόν των 48 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας κατά μέσο όρο σε τετράμηνο, όπως ορίζουν οι ευρωπαϊκοί κανόνες[17]. Να σημειωθεί, πως όλες οι μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις –ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και εργατικά κέντρα– ήταν αρνητικές στο νομοσχέδιο χαρακτηρίζοντας τον επίμαχο νόμο “εργασιακό έκτρωμα” και καταγγέλλοντας, ότι μετατρέπει τον εργαζόμενο σε “λάστιχο”, αφού καταργεί στην πράξη το 8ωρο παραδίδοντας την αγορά εργασίας στις απαιτήσεις των εργοδοτών. Τον Οκτώβριο του 2025, μάλιστα, διενεργήθηκαν μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις, με συνθήματα κατά της 13ωρης εργασίας και της κατάτμησης των δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, η ΓΣΕΕ ζήτησε όχι απλώς απόσυρση των ρυθμίσεων, αλλά και θεσμοθέτηση αντίστροφων μέτρων, όπως της μείωσης της εβδομαδιαίας εργασίας στις 35 ώρες, την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού και την ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων[18].
Καθίσταται προφανές πως στη σημερινή οικονομική κρίση το εργατικό δίκαιο διαλύεται, τα κοινωνικά δικαιώματα αποδυναμώνονται, η παιδεία δεν χρηματοδοτείται επαρκώς από το κράτος και να καταλήγει να ιδιωτικοποιείται, ενώ εντείνεται η φορολόγηση των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων. Οι νομοθετικές αυτές επιλογές επέβαλαν ένα μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης ήδη με την Ευρωπαϊκή πράξη το 1985 και κατόπιν με τη συνθήκη του Μάαστριχτ και τις τροποποιήσεις της[19]. Ως εξ τούτου καθίσταται προφανές, πως στην μετανεωτερικότητα η ανθρωπότητα περνά μια δύσκολη και ζοφερή περίοδο με αποτέλεσμα την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και αντιθέσεων. Μέσα από την καθημερινή ειδησεογραφία διαπιστώνεται, δυστυχώς, η κυριαρχία της βίας, της εγκληματικότητας, της κοινωνικής αναλγησίας και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, ενώ οι κυρίαρχες τάξεις περισσότερο από ποτέ καταφεύγουν στο ψεύδος, την παραπληροφόρηση, τη συστηματική παραβίαση του νόμου με σκοπό την υποταγή των λαών. Εκμεταλλευόμενες τον αιφνιδιασμό χρησιμοποιούν την τακτική του δόγματος του «σοκ», προκειμένου να προωθήσουν για την ικανοποίηση των συμφερόντων τους καταστροφικές για τους λαούς πολιτικές. Η λογική αυτών των πολιτικών ενεργειών είναι προφανής, καθώς μη έχοντας εξασφαλίσει την συναίνεση της αντιπολίτευσης και το κυριότερο της κοινωνίας επιδιώκεται δολίως με την διαδικασία του κατεπείγοντος ή την κατάθεση μιας ουσιώδης τροπολογίας την ύστατη στιγμή η ψήφιση ενός νομοσχεδίου, που θα μπορούσε να προκαλέσει έντονες αντιπολιτευτικές αντιδράσεις, που θα στοίχιζαν πολιτικά στην κυβέρνηση[20].
Αν μη τι άλλο η αστική τάξη έχει πάντα τους δικούς της τρόπους επιλογής της ηγεσίας με τις οικονομικές σχέσεις, τα μέσα ενημέρωσης σε ρόλο πρωταγωνιστικό να αναδεικνύουν τους πολιτικούς ηγέτες της αρεσκείας τους κατορθώνοντας να τους επιβάλλουν. Καθόλου τυχαία προτιμώνται τα συγκεντρωτικά κόμματα εξουσίας με την εξουσία να συγκεντρώνεται στο πρόσωπο, είτε του Πρωθυπουργού, είτε του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ, συχνά, παρακάμπτεται το αίτημα συμμετοχής των κατώτερων μερίδων στην συμμετοχή άσκησης της εξουσίας[21]. Σε κάθε περίπτωση ο ρόλος της ηγεσίας είναι καθοριστικός στην αποφυγή συγκρούσεων, καθόσον σύμφωνα με τον Σουν Τσουν «η χρηστή πολιτική ηγεσία είναι αυτή, που κάνει τον λαό να βρίσκεται σε αρμονία με τον ηγεμόνα και να τον ακολουθεί σε κάθε κίνδυνο δίνοντας ακόμη και τη ζωή του»[22], ενώ διαχρονικά ο ρόλος της ηγεσίας είχε αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού στην αρχαιότητα με τον Θουκυδίδη να μνημονεύει στα έργα του τις συνέπειες μιας κακής ηγεσίας[23].
Εν ολίγοις, το δίκαιο από κοινού με την πολιτική ιδεολογία αποτέλεσε τον κυρίαρχο ρυθμιστή των κοινωνικών σχέσεων στην καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη κοινωνία. Αν και εκφράζει την τυπική ισότητα μεταξύ εργάτη, τραπεζίτη και μισθωτού, εντούτοις πίσω από τη νομική ισοτιμία υποκρύπτονται οι ταξικές αντιθέσεις και οι κοινωνικές πραγματικές ανισότητες[24]. Τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων και οι συνακόλουθες σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης σε όλο το κοινωνικό πλαίσιο ρυθμίζονται από το δίκαιο, το οποίο θεσπίζει την κατ’ επίφαση ισοτιμία των υποκειμένων του δικαίου[25]. Όταν, όμως, το δίκαιο συνιστά προϊόν μιας πραγματικής δημοκρατικής διαδικασίας μπορεί να αποτελέσει έναν σημαντικό θεσμό βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Η νομική, η πολιτική επιστήμη και η κοινωνιολογία από κοινού μπορούν να ερμηνεύσουν την κοινωνική πραγματικότητα, να αναδείξουν τα προβλήματα και τις παθογένειες και να λειτουργήσουν ως εφαλτήριο προώθησης δυνατών λύσεων και θεραπείας των εξελίξεων[26].
Κοντολογίς ο 21ος αιώνας θα είναι αιώνας σκληρών αγώνων για την εξουσία κατά τη διάρκεια του οποίου οι λαοί θα επιδιώξουν την απελευθέρωση και τη χειραφέτηση τους. Οι ίδιες οι λαϊκές δυνάμεις θα κληθούν να οργανώσουν τον αγώνα για την επιβίωση τους ενάντια ακόμη και στα πιο εξελιγμένα μέσα, που διαχρονικά χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη, όπως της τεχνητής νοημοσύνης, που χρησιμοποιεί η οικονομική ολιγαρχία για την προώθηση των συμφερόντων της[27]. Σε αυτόν τον αγώνα θα βρουν σίγουρα συμμάχους στην νομική επιστήμη, την πολιτική επιστήμη και την κοινωνιολογία, ώστε να μπορούν να κατανοούν τους κανόνες και το ρόλο, που κάθε φορά επιτελεί το δίκαιο στην κοινωνική μεταβολή, να κατακτήσουν την αλήθεια και να αποκτήσουν ιδεολογική υπεροχή έναντι του αντιπάλου τους. Τέλος, ο Φ. Κάστρο σε μία από τις τελευταίες ομιλίες του 2005 επισήμανε ότι: «η ανθρωπότητα διατρέχει κίνδυνο, έχει να διασώσει όχι μόνο την ειρήνη, έχει να διασώσει το (ανθρώπινο) είδος και πιστεύω, ότι μπορεί να το διασώσει. Δεν θα μιλήσω για αυτό αν ήμουν απαισιόδοξος, αν πίστευα, ότι δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα»[28].
Αθήνα, 12/11/2025
Κριτσίκης Αλέξανδρος
Δικηγόρος Δρ Νομικής
ΜΕ Πάντειο Πανεπιστήμιο & ΔΠΘ
[1] Βλ. Παπαχρήστου Θ. (1999), Κοινωνιολογία του Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1999, σελ. 25, 109.
[2]Βλ. Μάνεση Α. (1980), Κριτικές σκέψεις για την έννοια και τη σημασία του δικαίου, Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Τσάτσο, σ. 327 επ.
[3]Βλ. Ιντζεσίλογλου Ν. (2012), Κοινωνιολογία του Δικαίου, Εισαγωγή σε μία ρεαλιστική νομική επιστήμη-διεπιστημονική προσέγγιση του νομικού φαινομένου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα, σελ. 41.
[4]Βλ. Μάνεση Α. (1980), Συνταγματικό Δίκαιο, Ι, Αθήνα: Εκδ. Σακούλα, σελ. 16.
[5] Για την πιστή αντανάκλαση του συσχετισμού των δυνάμεων στο δίκαιο και το κράτος βλ. Μάνεση Α. (1980), Συνταγματική θεωρία και πράξη, Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα, σελ. 738-739, ομοίως του ιδίου, Δίκαιο-Σύνταγμα-πολιτική, (1980), Αθήνα: Παρατηρητής, σελ. 37
[6] Βλ. Καλτσώνη Δ. (2014), Δίκαιο, Οικονομική κρίση και Δημοκρατία, Αθήνα: Τόπος, σελ. 42, 44.
[7] Βλ. Kazimircuk V.- Toumanov V.-Stejnberg V. (1996), «Diritto e ricerche sociologiche nell’URSS», στον τόμο R. Treves (επιμ.), La sociologia del diritto, Milano: ed. di Comunita, σελ. 123 κ.ε.
[8] Βλ. Ένγκελς Φ. (1975), Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, Αθήνα: εκδ. Μπάυρον, τ.β. σελ. 231.
[9] Βλ. Καλτσώνη Δ. (2014), σελ. 46, ομοίως Velasco E., The Allende regime in Chille: an historical and legal analysis: part II. Loyola of Los Angeles Law Review (vol. 9, σελ. 711 κ.ε, 716 κ.ε).
[10] Βλ. Ένγκελς Φ. (1981), Ο Λουδοβίκος Φουερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σελ. 58.
[11] Βλ. Καλτσώνη Δ. (2014), ο.π. σελ. 38, 47 ομοίως την επιστολή του Ένγκελς στον Σμιτ, στο: Μάρξ Κ.-Ένγκελς Φ., Διαλεκτά έργα, τ. ΙΙ, σελ. 580.
[12] Βλ. Καλτσώνη Δ. (2025), Η τέχνη του πολέμου για την εξουσία, Αθήνα: Τόπος, σελ. 37.
[13] Βλ. Καλτσώνη Δ., (2025), ο.π., σελ. 258-259, στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι «…η τεχνητή νοημοσύνη στην πληροφόρηση, στην αστυνόμευση και στις ένοπλες δυνάμεις, υπό τον έλεγχο της ολιγαρχίας θα καταστήσει ανεπίστρεπτη την κυριαρχία της…».
[14] Βλ. Βάκη Φ. (2021), Νεοφιλελευθερισμός, Δημοκρατία & Δικαιώματα, Αθήνα: Ευρασία, σελ. 11
[15]Βλ. Βάκη Φ. (2021), Νεοφιλελευθερισμός, Δημοκρατία & Δικαιώματα, Αθήνα: εκδόσεις Ευρασία, σελ. 11
[16] Βλ. Βάκη Φ. (2011), ο.π., σελ. 11
[17] Βλ. Νέο εργασιακό νομοσχέδιο: Υπερψηφίστηκε η τροπολογία για το 13ώρο με 158 «ναι», στο: https://www.lifo.gr/now/politics/neo-ergasiako-nomoshedio-yperpsifistike-i-tropologia-gia-13oro-me-158-nai/ πρόσβαση 24.10.2025 και αναλυτικότερα για τις νέες εργασιακές ρυθμίσεις τον ν. 5239/2025.
[18] Κλημεντίδη Σ. (24-10-2025), 13ωρο, 4ήμερη εργασία και ψηφιακή κάρτα: Οι νέοι κανόνες στην εργασία, στο: https://www.capital.gr/me-apopsi/3952002/13oro-4imeri-ergasia-kai-psifiaki-karta-oi-neoi-kanones-stin-ergasia/ πρόσβαση 24.10.2025.
[19] Βλ. Δουζίνα Κ., Η Ευρώπη που έρχεται, περ. Ουτοπία, τευχ. 96, σελ. 114.
[20] Βλ. Καλτσώνη Δ., (2025), ο.π. σελ. 95, 257.
[21] Βλ. Καλτσώνη Δ., (2025), ο.π. σελ. 242.
[22] Βλ. Σουν Τσου, Η Τέχνη του Πολέμου, 1.3.
[23] Βλ. Θουκυδίδης (2011), Ιστορία, Αθήνα: Πόλις, Γ 93.
[24] Βλ. Καλτσώνη Δ. (2014), ο.π. σελ. 86.
[25] Βλ. Μάρξ Κ. (1989), Για το κράτος, Αθήνα: Έξαντας, σελ. 41-42.
[26] Βλ. Καλτσώνη Δ. (2014), ο.π. σελ. 221.
[27] Βλ. Καλτσώνη Δ. (2025), ο.π. σελ. 258-260.
[28] Βλ. Castro F. (2007), El dialogo, de civilizaciones, La Harvana, Oficina de Publicaciones del Consejo de Estado, σελ. 35.

