Πηγή: Infowar
Δυο γεωπολιτικά ανίσχυρες χώρες, η Ναμίμπια και η Νικαράγουα, ύψωσαν τις τελευταίες εβδομάδες το ανάστημά τους διαλύοντας τον μύθο που θέλει τη Γερμανία να αναγνωρίζει άμεσα και ειλικρινά τα ιστορικά της εγκλήματα. Το Βερολίνο βαρύνεται πλέον με τρεις γενοκτονίες σε λιγότερο από ενάμιση αιώνα. Και δεν φαίνεται να έχει μετανιώσει.
Ένας λαός που ζει για χρόνια υπό αιμοσταγή, στρατιωτική κατοχή, μια ημέρα αποφασίζει ότι δεν μπορεί να ανεχθεί άλλο τον εξευτελισμό και πραγματοποιεί μια ηρωική όσο και αιματηρή κίνηση αντεπίθεσης σκοτώνοντας στρατιώτες και εποίκους του κατακτητή. Ο τελευταίος προχωρά σε μαζική σφαγή αμάχων και διακόπτει την παροχή τροφίμων και νερού αφήνοντας χιλιάδες ανθρώπους να πεθάνουν υπό φρικτές συνθήκες γενικευμένου λιμού. Και όλα αυτά με τη σιωπηρή ανοχή και στήριξη της διεθνούς κοινότητας.
Η παραπάνω περιγραφή δεν αφορά την πρώτη γενοκτονία του 21ου αλλά του 20ού αιώνα, την οποία πραγματοποίησε η Γερμανία το 1906 εξολοθρεύοντας 65.000 με 100.000 μέλη της φυλής Χερέρο, και τουλάχιστον 10.000 μέλη της φυλής Νάμα, στη σημερινή Ναμίμπια.
Η υπόθεση επανήλθε πρόσφατα στην επικαιρότητα όταν η πολιτική ηγεσία της Ναμίμπια καταδίκασε την απόφαση του Βερολίνου να στηρίξει το Ισραήλ στις κατηγορίες για γενοκτονία που αντιμετωπίζει στη Χάγη. Ο πρόεδρος της χώρας, Χάγκε Γκέινγκομπ, σημείωσε ότι «η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει ακόμη εξιλεωθεί πλήρως για τη γενοκτονία που διέπραξε στο έδαφος της Ναμίμπια» και έκανε λόγο για «ανικανότητα της Γερμανίας να αντλήσει διδάγματα από τη φρικτή ιστορία της».
Πράγματι, το Βερολίνο χρειάστηκε 117 χρόνια για να ζητήσει επισήμως συγγνώμη από τη Ναμίμπια και να υποσχεθεί οικονομική ενίσχυση της χώρας (αλλά όχι αποζημίωση των θυμάτων) με ένα δισεκατομμύριο ευρώ σε βάθος τριών δεκαετιών. Αντίθετα, για τη γενοκτονία των Εβραίων ο καγκελάριος Αντενάουερ απολογήθηκε (ως όφειλε) δυο χρόνια μετά την ίδρυση της Δυτικής Γερμανίας και έκτοτε η χώρα έχει προσφέρει (ως όφειλε) περίπου 90 δισεκατομμύρια ευρώ σε αποζημιώσεις.
Οι καταγγελίες της Ναμίμπια αμφισβήτησαν τον μύθο που οικοδομείται εδώ και δεκαετίες ότι η Γερμανία έχει πάντα το θάρρος να ζητά συγγνώμη για τα εγκλήματά της. Κομβικό ρόλο στη σχετική φιλολογία έχει παίξει το βιβλίο «Wages of Guilt» του Ολλανδού ιστορικού και συγγραφέα Ίαν Μπορουμά, ο οποίος συγκρίνει τη στάση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να καταλήξει ότι ενώ η Γερμανία επιδιώκει την εξιλέωση για το Ολοκαύτωμα, η Ιαπωνία δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να ζητήσει πραγματικά συγγνώμη.
Ομολογουμένως το γεγονός ότι στο κέντρο του Τόκιο υπάρχει ένα μνημείο προς τιμήν των Ιαπώνων εγκληματιών πολέμου (σαν να υπήρχε στο Βερολίνο ένα μνημείο προς τιμήν των SS) φαίνεται να δικαιώνει τον Μπορουμά. Η υπόθεση όμως είναι εξαιρετικά πιο σύνθετη.
Τα τελευταία χρόνια διαδοχικοί καγκελάριοι έχουν δηλώσει δημόσια ότι (λόγω του Ολοκαυτώματος) η προστασία της ασφάλειας του Ισραήλ αποτελεί raison d’ état για τη Γερμανία. Πρόκειται για όρο των διεθνών σχέσεων σύμφωνα με τον οποίο η επίτευξη ορισμένων στόχων, συνήθως στην εξωτερική πολιτική, δεν πρέπει να γνωρίζει νομικούς ή ηθικούς περιορισμούς. Η μακιαβελική αυτή αρχή όμως στην περίπτωση της Γερμανίας παρουσιάζει και ορισμένα περαιτέρω προβλήματα.
Κατ’ αρχάς η ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης δηλώνει εμμέσως πλην σαφώς ότι η εξωτερική πολιτική της δεν δεσμεύεται από το διεθνές δίκαιο, κάτι που δεν είχε τολμήσει να κάνει από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά δεύτερον, οι Γερμανοί αξιωματούχοι δεν δηλώνουν ότι το raison d’ état της Γερμανίας είναι η προστασία των Εβραίων (το οποίο θα ήταν ηθικά αξιέπαινο), αλλά του κράτους του Ισραήλ.
Τις συνέπειες της συγκεκριμένης διάκρισης τις βλέπουμε καθημερινά τους τελευταίους μήνες καθώς τόσο το γερμανικό κράτος όσο και ιδιώτες και πανεπιστήμια στοχοποιούν Εβραίους που τολμούν να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Οι συλλήψεις Εβραίων διαδηλωτών, οι μαύρες λίστες των πανεπιστημίων για Εβραίους ακαδημαϊκούς που ασκούν κριτική στο Ισραήλ και πρόσφατα η δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών εβραϊκών οργανώσεων δεν παραπέμπει σε προσπάθεια εξιλέωσης για το Ολοκαύτωμα αλλά σε επανάληψη της ιστορίας του ναζιστικού κόμματος – έστω και σαν φάρσα.
Ακόμη και έτσι, η άνευ όρων στήριξη στο κράτος του Ισραήλ θα μπορούσε να καλυφθεί με ένα μανδύα ηθικής και καλών προθέσεων αν δεν γινόταν… με το αζημίωτο. Σε ένα από τα σημαντικότερα σημεία του κατηγορητηρίου που παρουσίασε προ ημερών η Νικαράγουα, όταν οδήγησε τη Γερμανία στο Διεθνές Δικαστήριο για «διευκόλυνση της γενοκτονίας», παρουσίαζε ονόματα γερμανικών εταιρειών που θησαυρίζουν από τους πολεμικούς εξοπλισμούς του Ισραήλ.
Η ThyssenKrupp, λόγου χάρη, θα λάβει σχεδόν μισό δισεκατομμύριο ευρώ για την παράδοση τεσσάρων κορβετών Sa’ar 6, που έχον ήδη χρησιμοποιηθεί εναντίον στόχων στη Γάζα. H Mercedes εξασφάλισε ένα ακόμη χρυσό συμβόλαιο για 500 φορτηγά που θα μεταφέρουν ισραηλινά άρματα μάχης ενώ η Dynamit Nobel AG (εταιρεία που ίδρυσε ο Άλφρεντ Νόμπελ) πουλάει τις αντιαρματικές ρουκέτες MATADOR, τις οποίες το Ισραήλ χρησιμοποιεί και εναντίον κτιρίων στη Γάζα.
Στη λίστα των τυχερών ακολουθούν η Renk Group, η Rheinmetall, η MTU κ.ά. Σύμφωνα με το Reuters οι εξαγωγές γερμανικών οπλικών συστημάτων προς το Ισραήλ δεκαπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2022, ενώ στρατιωτικοί αναλυτές σχολιάζουν ότι όσο αυξανόταν η ισραηλινή βαρβαρότητα τόσα περισσότερα όπλα πουλούσε η γερμανική βιομηχανία στο Ισραήλ.
Η άμεση κερδοφορία είναι ένας από τους πιο πρόσφατους παράγοντες της άνευ όρων στήριξης του Βερολίνου στο Τελ Αβίβ. Στο πέρασμα του χρόνου η γερμανική βοήθεια εξαργυρώνεται επίσης σε γεωπολιτικά οφέλη στη Μέση Ανατολή, βελτίωση της διεθνούς εικόνας του Βερολίνου, «απόδειξη» της υποτιθέμενης αποναζιστικοποίησης της δεκαετίας του ’50 κ.ο.κ.
Ακόμη και ο Αντενάουερ, άλλωστε, ο πρώτος Γερμανός πολιτικός που ζήτησε επισήμως συγγνώμη για το Ολοκαύτωμα, σε συνέντευξή του το 1966 δήλωσε ότι η Γερμανία πλήρωσε αποζημιώσεις στο Ισραήλ «για να ανακτήσει τη θέση της στη διεθνή σκηνή» και γιατί «οι Εβραίοι είναι ακόμη και σήμερα πολύ ισχυροί, ιδιαίτερα στην Αμερική». Μια κλασική περίπτωση γερμανικού, φιλοϊσραηλινού αντισημιτισμού.