Μπορεί το κόμμα του να θέλει να τον θυμάται ως τον γλυκούλη «μπαρμπα-Τζο» που αντιστάθηκε στην «καταστροφή της αμερικανικής δημοκρατίας», αλλά στην πραγματικότητα η Ιστορία θα καταγράψει τον Μπάιντεν ως «Γενοκτόνο Τζο» και συνεχιστή των πολιτικών εκφασισμού των προκατόχων του.
Η (αναμενόμενη εδώ και εβδομάδες) παραίτηση του Μπάιντεν από την υποψηφιότητα των Δημοκρατικών για την προεδρία των ΗΠΑ προκάλεσε γρήγορα την εκπόνηση εγκωμιαστικών πολιτικών επικήδειων για τον «μεγάλο πολιτικό» και τον «τίμιο άνθρωπο». Ορισμένοι σχολιαστές (των οποίων τα δάκρυα έχουμε ξανασχολιάσει) δεν συγκράτησαν τη συγκίνησή τους και έφτασαν να μιλούν για «έναν από τους σπουδαίους ανθρώπους της Αμερικής».
Όλα αυτά είναι εν μέρει μια μάταιη επιχείρηση διάσωσης των προσχημάτων («savingface», αγγλιστί) για τους Δημοκρατικούς, που εξαναγκάστηκαν σε μία αιφνίδια απόσυρση του εν ενεργεία υποψηφίου τούς λιγότερους από τέσσερις μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές και ενώ ήταν πλέον πασιφανές πως δεν έχει την απαραίτητη πνευματική διαύγεια για τη θέση.
Παράλληλα, πρόκειται για τον συνήθη εξωραϊσμό της μνήμης των πολιτικών πεπραγμένων των ανθρώπων με εξουσία. Πολύ όμορφα λόγια γράφτηκαν και ειπώθηκαν για πολιτικούς όπως ο Ντόναλντ Ράμσφελντ και ο Χένρι Κίσσινγκερ — δεν θα γλύτωνε το ρετουσάρισμα ο Μπάιντεν.
Η Ιστορία όμως θα καταγράψει πως — όπως και για τους προαναφερθέντες — το ρετουσάρισμα δεν δούλεψε. Η προσπάθεια είναι να καταγραφεί ως ο «μπαρμπα-Τζο», ο γλυκούλης γηραιός πολιτικός που, έπειτα από μια ολόκληρη ζωή προσφοράς στην πολιτική του τόπου του (κι αφού έγινε ο «καλύτερος φίλος» του πρώτου μαύρου προέδρου των ΗΠΑ), θυσίασε χρόνια από τη συνταξιοδότησή του για να αντισταθεί στον εκφασισμό της χώρας.
Στην πραγματικότητα θα μείνει στη μνήμη ως ο ορισμός όσων πάνε στραβά εδώ και χρόνια με το Δημοκρατικό κόμμα. Ένα γνήσιο τέκνο της πολυπληθούς δεξιάς πτέρυγας του κόμματος, ο Μπάιντεν δεν δίστασε να συνεργαστεί με ακραιφνείς ρατσιστές από την «απέναντι πλευρά», να κινητοποιήσει την ποινική αυστηροποίηση που έκανε τις ΗΠΑ τη χώρα με τον μεγαλύτερο απόλυτο αριθμό φυλακισμένων στον πλανήτη, να συμβάλλει στην κατοχύρωση της εταιρικής ατιμωρησίας και της κυριαρχίας των οικονομικών ελίτ, να προωθήσει τη γιγάντωση του πολεμικού βιομηχανικού τομέα των ΗΠΑ και τη διαιώνιση των «αιώνιων πολέμων» του. Όλα αυτά, για το πολιτικό παρελθόν του Μπάιντεν, τα έχουμε ξαναπεί όταν αναλάμβανε την εξουσία — όμως πλέον έχουμε και τα τέσσερα χρόνια του ως πρόεδρος.
Στρώνοντας τον δρόμο
Πολύ μακριά από το προσωπείο του αντιφασίστα, υπερασπιστή της δημοκρατίας και πολέμιου του Ντόναλντ Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν στην πραγματικότητα εδώ και τέσσερα χρόνια πράττει ό,τι έπρατταν και οι κυβερνήσεις στις οποίες ήταν αντιπρόεδρος — στρώνει τον δρόμο για τον Ντόναλντ Τραμπ.
Μπορεί να μη συμμερίζεται τη «ρητορική» του Τραμπ, όμως ο Μπάιντεν εφάρμοσε τις πολιτικές του προκατόχου του — αν όχι πανομοιότυπα, τότε έστω κάπως «νερωμένα». Από τη μαζική έκθεση του πληθυσμού στην πανδημία, μέχρι τα «σκληρά σύνορα» στον αμερικανικό Νότο, την καταστολή των κινημάτων και την περαιτέρω παράδοση στα εταιρικά βίτσια, σε όλα ο Τζο πήρε τη σκυτάλη από τον Ντόναλντ και δεν άλλαξε κατεύθυνση.
Η κυβέρνηση των Δημοκρατικών δεν έκανε το παραμικρό για να διασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων σωματικής αυτονομίας και ισότητας που απειλούνται από τη χριστιανοφασιστική συμμαχία Αμερικανών πολιτικών, δικαστικών και ιεροκηρύκων, δεν άλλαξε το προβληματικό καθεστώς υγειονομικής ασφάλισης και απέτυχε να εφαρμόσει επαρκώς ακόμα και το θέμα που σήκωσε ως σημαία της — την ελάφρυνση του γιγαντιαίου φοιτητικού χρέους. Τάχθηκε απέναντι σε σημαντικές εργατικές διεκδικήσεις όπως η αύξηση του βασικού μισθού και κατέστειλε απεργίες που απειλούσαν την κερδοφορία του κεφαλαίου — όσο κι αν εμφανίστηκε να στηρίζει κάποιες άλλες, πιο ξεδοντιασμένες.
Δεν προχώρησε ούτε στο ζήτημα που θεωρητικά χωρίζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τα δύο κόμματα, αυτό της κλιματικής καταστροφής. Το «GreenNewDeal» που ευαγγελίστηκαν οι Δημοκρατικοί κατέληξε να είναι οι νερόβραστες προτάσεις της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων για «μετάβαση» με διατήρηση της κερδοφορίας τους. Τίποτα στα τέσσερα χρόνια κυβέρνησης Μπάιντεν δεν μετρίασε, έστω, την καταστροφή του κλίματος από την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Το πώς όλα αυτά στρώνουν τον δρόμο για τον φασισμό, έχει αναλυθεί πολλάκις. Η εφαρμογή δεξιών, νεοφιλελεύθερων, κερδοσκοπικών πολιτικών από τους δήθεν «φιλελεύθερους κεντρώους» προκαλεί δύο βασικά πράγματα. Αφενός επιτρέπει στην ακροδεξιά να εμφανιστεί ως υπερασπιζόμενη τους «απλούς ανθρώπους», την εργατική τάξη, τους φτωχούς — ως έχουσα «αυθεντικό κίνημα» που θα έλεγαν και κάτι δικοί μας «Δημοκράτες». Και αφετέρου κανονικοποιεί αυτές τις πολιτικές, έτσι ώστε η επερχόμενη ακροδεξιά να μη χρειαστεί να τις αλλάξει εκ βάθρων αλλά απλά να τις τραβήξει προς τα άκρα.
Η τετραετία Μπάιντεν δεν ήταν ένα «φρένο» στην πτώση των ΗΠΑ στον φασιστικό βούρκο — ήταν ίσως ένα χαμήλωμα ταχύτητας, αλλά ουσιαστικά ήταν η συνέχιση της ίδιας πτώσης. Εάν τα παραπάνω δεν επαρκούν (που επαρκούν), υπάρχει πάντα το νέο παρατσούκλι του Μπάιντεν για να δείξει πόσο έχει ξεχειλίσει το ποτήρι — ο απερχόμενος πρόεδρος θα μείνει στην ιστορία ως «GenocideJoe» («Γενοκτόνος Τζο»).
«Γενοκτόνος Τζο»
Στην εξωτερική πολιτική, η κυβέρνηση Μπάιντεν απέδειξε όσο ίσως πουθενά ότι «το κράτος έχει συνέχεια». Ο προκάτοχός του δεν ήταν επουδενί φιλειρηνιστής, όπως θέλει να τον παρουσιάζει η μυθολογία των υποστηρικτών του — και ο Τζο όχι απλά συνέχισε, αλλά επέκτεινε το έργο του.
Μπορεί να μην συναντήθηκε με τον Κιμ ΓιονγκΟυν της Βόρειας Κορέας, αλλά συνέχισε τις χαρούλες στον πρίγκηπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας, προσφέροντάς του και προστασία από δίωξη για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι. Συνέχισε την ανάπτυξη κι επέκταση του αμερικανικού imperium (που ο προκάτοχός του ουδέποτε σταμάτησε), προσφέροντας κι αυτός αμύθητα δισεκατομμύρια δολάρια στους Αμερικανούς κατασκευαστές πολεμικού υλικού. Και φυσικά, συνέχισε τη διαχρονική προστασία του «μεγαλύτερου συμμάχου» των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Εκεί, όχι μόνο δεν ανέκρουσε πρύμναν στις προβοκάτσιες της κυβέρνησης Τραμπ, όπως η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και η εφαρμογή των «Συμφωνιών του Αβραάμ», αλλά έφτασε στη λήξη της θητείας του στο σημείο να εξοπλίζει, να προστατεύει διπλωματικά κι επικοινωνιακά, να δικαιολογεί και να διευκολύνει τη σφαγή δεκάδων χιλιάδων αμάχων στη Γάζα.
Οι εκπρόσωποι του αμερικανικού κράτους επί κυβέρνησης Μπάιντεν, αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρος, έχουν εμφανιστεί τους τελευταίους μήνες να χειρίζονται αξιοζήλευτα τη διγλωσσία, τον κυνισμό και τα κατάφωρα ψεύδη, υιοθετώντας πλήρως καταρριφθέντες ισχυρισμούς της ισραηλινής προπαγάνδας και παίζοντας με τις λέξεις την ώρα που σφάζονται αθώοι.
Χάριν της προστασίας μιας γενοκτονίας, ο Τζο εφάρμοσε και την πιο δρακόντεια καταστολή της θητείας του στο εσωτερικό της χώρας, απέναντι σε ένα κίνημα-συμμαχία φοιτητών και ακτιβιστών της αμερικανικής αριστεράς, με μεγάλη συμμετοχή Εβραίων Αμερικανών, που απαιτεί την αποεπένδυση και την αποκοπή δεσμών με ένα κράτος που εφαρμόζει στρατιωτική κατοχή και απαρτχάιντ, και εγκληματεί επί δεκαετίες κορυφώνοντας σήμερα τη γενοκτονία του παλαιστινιακού πληθυσμού στη Γάζα.
Η συνενοχή σε μία γενοκτονία δεν αναφέρεται πουθενά ως αιτία της απόσυρσης της υποψηφιότητας Μπάιντεν — και δεν θα αναφερθεί, καθώς το Δημοκρατικό κατεστημένο θα ήθελε πολύ να ξεχαστεί το παρατσούκλι «Γενοκτόνος Τζο», οι Ρεπουμπλικάνοι δεν διαφέρουν στη στήριξη της γενοκτονίας και οποιοσδήποτε επιλεχθεί να αντικαταστήσει τον Τζο θα συνεχίσει την πολιτική του.
Τώρα τι;
Το επερχόμενο συνέδριο των Δημοκρατικών θα αποφασίσει ποιος θα είναι ο διάδοχος υποψήφιος πρόεδρος. Αυτές τις πρώτες ώρες, δείχνει να έχει το λογικό προβάδισμα η αντιπρόεδρος, Κάμαλα Χάρις, μια έγχρωμη γυναίκα με μεταναστευτικές ρίζες που όμως ανελίχθηκε στην πολιτική ως «κορυφαία μπατσίνα», εφαρμόζοντας τιμωρητικές πολιτικές για χαμηλού επιπέδου εγκλήματα και αρνούμενη τη λογοδοσία της αστυνομίας, τη μείωση ποινών και την επανεξέταση προβληματικών καταδικών.
Στη θητεία της ως αντιπρόεδρος αποδείχτηκε πλήρως άχρωμη, αδύναμη (ή και απρόθυμη) να αναλάβει πρωτοβουλίες και να συμβάλλει στη χάραξη πολιτικής. Ως εκ τούτων, δεν εμπνέει ενθουσιασμό σε κανέναν — αλλά και ποιο στέλεχος των Δημοκρατικών το κάνει. Όλοι και όλες έχουν στιγματιστεί πλέον από μία τετραετία στην οποία τα προεκλογικά τσιτάτα αποδείχτηκαν ψέματα. Ούτε η (εντελώς απίθανη) επιλογή του αειθαλή ΜπέρνιΣάντερς θα προσέφερε την απαιτούμενη ενέργεια — και αυτός φέρει τη διακυβέρνηση Μπάιντεν και τα κομπρεμί με την «εταιρική Αμερική» που κράζει στις πλάτες του.
Αν και τρεισήμισι μήνες είναι θεωρητικά άπλετος πολιτικός χρόνος, επί του παρόντος καμία επιλογή του Δημοκρατικού κόμματος δεν δείχνει ικανή να σταματήσει μια δεύτερη θητεία Τραμπ — μια θητεία που, χάρη και στο εύφορο έδαφος που του αφήνουν οι Δημοκρατικοί, δεν θα είναι όπως η πρώτη.