Του Prabhat Patnaik για το People’s Dispatch
Πηγή: Guernica
Κάθε βήμα προς την κατεύθυνση του ανοίγματος της γεωργίας στο παγκόσμιο εμπόριο, όπως αυτά που ανακοινώθηκαν της κυβέρνησης Modi, είναι ένα βήμα προς τη μείωση της εγχώριας διαθεσιμότητας τροφίμων.
Η τροπική περιοχή μπορεί να έχει μια ποικιλία καλλιεργειών, οι οποίες δεν μπορούν να καλλιεργηθούν είτε καθόλου είτε για μεγάλο μέρος του χρόνου, στις ψυχρές εύκρατες περιοχές του κόσμου όπου βρίσκεται ο μητροπολιτικός καπιταλισμός. Σε αυτές περιλαμβάνονται ποτά, ίνες, λαχανικά και φρούτα, και ποικιλία δημητριακών και ελαιούχων καλλιεργειών.
Η μάζα τροπικής γης, ωστόσο, έχει συγκεκριμένο σε μέγεθος και χρησιμοποιείται ήδη. Η αύξηση της παραγωγικότητας της γης που θα μπορούσε να αυξήσει την αποτελεσματικότητα απαιτεί κρατικές επενδύσεις (όπως παρατήρησε ο Marx με μεγάλη οξύτητα), τις οποίες δεν επιτρέπει η “δημοσιονομική ορθότητα” που απαιτεί ο μητροπολιτικός καπιταλισμός, βάσει των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και του νεοφιλελευθερισμού, όπου τα δημοσιονομικά ελλείμματα πρέπει να παραμείνουν κάτω από ένα ορισμένο ποσοστό του ΑΕΠ.
Το πρόβλημα του μητροπολιτικού καπιταλισμού, επομένως, είναι πώς θα αποκτήσει τον έλεγχο της χρήσης αυτής της τροπικής γης προκειμένου να αποκτήσει τα προϊόντα που χρειάζεται; Δεδομένου ότι ένας τέτοιος έλεγχος θα υπονόμευε αναγκαστικά την εγχώρια παραγωγή τροφίμων, το ζήτημα είναι να πειστούν οι κυβερνήσεις του Τρίτου Κόσμου να επιτρέψουν την εκτροπή της χρήσης γης σε καλλιέργειες τροφίμων που απαιτεί η μητρόπολη. Δηλαδή να τους πείσουν να ρίξουν την τροπική γεωργία στο παγκόσμιο εμπόριο, όπου η μεγαλύτερη ισχύς της μητροπολιτικής αγοραστικής δύναμης θα έκανε τα απαραίτητα.
Τα πράγματα ήταν εύκολα υπό την αποικιοκρατία, όταν το φορολογικό σύστημα χρησιμοποιούνταν για να περιοριστεί η εγχώρια ζήτηση τροφίμων, επιτρέποντας τη χρήση γης για προϊόντα που ζητούσε η μητρόπολη, αλλά και για να πάρει αυτά τα αγαθά για τη μητρόπολη χρησιμοποιώντας αυτά τα φορολογικά έσοδα για να πληρώσει για τα αγαθά που ζητούσε.
Μετά την Ανεξαρτησία, η αύξηση της παραγωγής τροφίμων απέκτησε προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις του Τρίτου Κόσμου. Ωστόσο, με τον νεοφιλελευθερισμό, επεβλήθη εκ νέου συμπίεση της ζήτησης με διάφορους τρόπους, ώστε να απελευθερωθεί τροπική γη προς χρήση των μητροπολιτικών κέντρων.
Ωστόσο, ακόμη και έτσι, η έμφαση στην παραγωγή τροφίμων δεν μπορούσε να αντιστραφεί στην Ινδία. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες άσκησαν μεγάλη πίεση στην Ινδία μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για να εμποδίσουν το σύστημα προμηθειών στην ελάχιστη τιμή εγγύησης για τα αγροτικά προϊόντα , το οποίο ήταν ένα κρίσιμο μέσο στήριξης της παραγωγής τροφίμων. Αλλά καμία κυβέρνηση της Ινδίας δεν υπέκυψε στις πιέσεις αυτές μέχρι τώρα.
Έτσι, ενώ η παραγωγή τροφίμων δεν μπορούσε να αποθαρρυνθεί (αν και η κατά κεφαλήν παραγωγή μειώθηκε μεταξύ 1991 και 2015-16), η ζήτηση των εργαζομένων μειώθηκε με διάφορους τρόπους, όπως μέσω της ιδιωτικοποίησης βασικών υπηρεσιών, μέσω περικοπών στις αγροτικές δαπάνες από την κυβέρνηση και μέσω της διάκρισης πάνω/κάτω από το όριο φτώχειας με αποτέλεσμα τη συσσώρευση μεγάλων αποθεμάτων τροφίμων και σημαντικές εξαγωγές σιτηρών. Τα αποθέματα αυτά έχουν πράγματι διασώσει τη χώρα εν μέσω της τρέχουσας κρίσης του κορονοϊού, όταν 77 εκατομμύρια τόνοι έχουν διατεθεί στην κυβέρνηση σε ελεύθερη διανομή μέσω του δημόσιου συστήματος διανομής.
Φυσικά, η χώρα δεν απαιτεί συνήθως τόσο μεγάλα αποθέματα τροφίμων, αλλά η λύση στο πρόβλημα των μεγάλων αποθεμάτων έγκειται στο να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, οι οποίοι συνεχίζουν να βιώνουν οξεία πείνα (η Ινδία βρίσκεται κοντά στην 100η θέση στο δείκτη πείνας μεταξύ ενός συνόλου 112 πιο φτωχών χωρών). Δεν έγκειται ούτε στην μείωση της παραγωγής τροφίμων που μπορεί εύκολα να ωθήσει τη χώρα σε κατάσταση λιμού σε περίπτωση αποτυχίας των καλλιεργειών.
Το ιμπεριαλιστικό επιχείρημα ήταν ότι η Ινδία θα έπρεπε να αφιερώσει τη γη της στις καλλιέργειες που ζητούνται στη μητρόπολη, και θα έπρεπε αντί αυτής να εισάγει σπόρους τροφίμων, ώστε να μην αντιμετωπίσει ποτέ έλλειψη τροφίμων. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό είναι εσφαλμένο για τρεις τουλάχιστον λόγους: πρώτον, όταν μια χώρα του μεγέθους της Ινδίας πηγαίνει στην παγκόσμια αγορά για να εισάγει σπόρους τροφίμων, οι τιμές των σιτηρών αυξάνονται αμέσως, έτσι ώστε αυτό που μπορεί να φαίνεται επιφανειακά συνετό από οικονομική άποψη, η παραγωγή δηλαδή καλλιεργειών εξαγωγών και εισαγωγή σπόρων τροφίμων, μπορεί να αποδειχθεί εμφανώς ασύνετο.
Δεύτερον, η παραγωγή τέτοιων εξαγωγικών καλλιεργειών απαιτεί συνήθως λιγότερη εργασία ανά έκταση, οπότε η στροφή προς αυτές τις καλλιέργειες θα μειώσει την απασχόληση και την αγοραστική δύναμη των αγροτών και των εργατών· Δεν θα μπορούν, επομένως, να έχουν τόσα σιτηρά όσα πριν, ακόμη και αν πολλοί σπόροι τροφίμων διατεθούν μέσω του εμπορίου.
Τρίτον, οι ιμπεριαλιστικές χώρες, αφού έπεισαν τις χώρες του Τρίτου Κόσμου να εγκαταλείψουν την παραγωγή τροφίμων προς όφελος των καλλιεργειών που χρειάζονται, ώστε στη συνέχεια να παίξουν πολιτικό ρόλο στην προμήθεια τροφίμων. Η άρνηση του φαγητού είναι ένα πολύ ισχυρό όπλο στο ιμπεριαλιστικό οπλοστάσιο, και το χρησιμοποιούν αδίστακτα. Δεν πρόκειται πλέον για “κανονικό” διεθνές εμπόριο.
Όλα αυτά έχουν φανεί ευρέως στην περίπτωση της Αφρικής, της οποίας η στροφή στην καλλιέργεια μη εδώδιμων καλλιεργειών αντί για διατροφικούς σπόρους αποτελεί κύριο λόγο για τους λιμούς που πλήττουν περιοδικά την υποσαχάρια Αφρική.
Οι ΗΠΑ είχαν τόσο δεμένη χειροπόδαρα την Ινδία στα μέσα της δεκαετίας του 1960 σε ότι αφορά την διάθεση τροφίμων, που η Ινδία πρακτικά αναγκάστηκε να αυξήσει την εγχώρια παραγωγή τροφίμων μέσω της Πράσινης Επανάστασης. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι καμία ινδική κυβέρνηση από τότε δεν σκέφτηκε ποτέ να εξαρτηθεί σημαντικά από τις εισαγωγές σπόρων τροφίμων ακόμη και εν μέσω μιας κακής περιόδου καλλιέργειας.
Ωστόσο, η κυβέρνηση του Κόμματος Bharatiya Janata αποτελεί εξαίρεση, όπως αναμένεται όταν άνθρωποι που έχουν επιδείξει μια μεσαιωνική νοοτροπία, ελάχιστη κατανόηση και καθόλου σεβασμό για την ειλικρινή άποψη των ανθρώπων του πνεύματος, τίθενται επικεφαλής μιας σύγχρονης οικονομίας. Η άγνοιά τους τους καθιστά παρασιτικούς στις ιμπεριαλιστικές ιδέες, και πολύ προβλέψιμα αρχίζουν να γίνονται πιόνια του ιμπεριαλισμού. Οι πρόσφατες αλλαγές που ανακοίνωσε η κυβέρνηση στη γεωργική πολιτική της, οι οποίες αντιπροσωπεύουν την πλήρη αντίθεση σε σύγκριση με την παραδοσιακή πολιτική της Ινδίας, αποτελούν απόδειξη αυτού.
Η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει τρεις διατάξεις. Η πρώτη είναι η κατάργηση των ορίων αποθέματος για τους εμπόρους γεωργικών προϊόντων, η δεύτερη είναι η κατάργηση του όρου ότι η εμπορία γεωργικών προϊόντων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε συγκεκριμένες τοποθεσίες (Επιτροπή Αγοράς Γεωργικών Προϊόντων), και η τρίτη η οποία επιτρέπει τη γεωργία βάση συμβάσεων.*
Όλες αυτές οι διατάξεις δεν σημαίνουν τίποτα λιγότερο από το πλήρες άνοιγμα της γεωργίας στο παγκόσμιο εμπόριο. Διευκολύνουν δηλαδή την απεριόριστη είσοδο ιδιωτών εμπόρων, συμπεριλαμβανομένων των ξένων εμπόρων στις αγορές γεωργικών προϊόντων, που είναι ένας τρόπος ανοίγματος της γεωργίας στο παγκόσμιο εμπόριο. Αυτό ακριβώς που απαιτούσε ο ιμπεριαλισμός εδώ και πολύ καιρό, μα μέχρι τώρα είχε απέναντί του αντίσταση. Η αντίσταση αυτή και το συμπληρωματικό στάδιο της στήριξης της εγχώριας παραγωγής τροφίμων, πραγματοποιήθηκαν μέσω ενός ορισμένου θεσμικού μηχανισμού. Οι κανονισμοί επιδιώκουν την απομάκρυνση σημαντικών τμημάτων αυτού του μηχανισμού.
Για παράδειγμα, η στήριξη για την παραγωγή τροφίμων παρασχέθηκε με την ανακοίνωση μιας σειράς ελάχιστων τιμών προμήθειας στις οποίες η κυβερνητική Εταιρεία Τροφίμων της Ινδίας θα μπορούσε να αγοράσει σπόρους από παραγωγούς σε συγκεκριμένες αγορές. Όταν αυτές οι αγορές μειωθούν σε σημασία, η παροχή στήριξης μέσω των τιμών των προμηθειών γίνεται δύσκολη. Παρομοίως, εάν προσφέρονται στους παραγωγούς συμβάσεις για εξαγωγικές καλλιέργειες, όπως στην εποχή της αποικιοκρατίας, τότε αυτές οι καλλιέργειες θα υποκαταστήσουν την παραγωγή τροφίμων με την πάροδο του χρόνου.
Αλλά μπορεί να τεθεί το ερώτημα: δεν είναι αυτό προς το συμφέρον των γεωργών;
Η απάντηση είναι ότι, πρώτον το σύστημα όπως είχε αναπτυχθεί παλαιότερα, ανταποκρινόταν στα συμφέροντα τόσο των γεωργών όσο και των καταναλωτών· Αυτός ο συγχρονισμός, ο οποίος έχει μεγάλη σημασία, καταστρέφεται.
Δεύτερον, ενώ σε ένα συγκεκριμένο έτος μπορεί να φαίνεται ότι οι αγρότες επωφελούνται από αυτά τα μέτρα, το να τίθενται για πάντα στην κυριαρχία των πολυεθνικών εμπόρων, όπως κάνουν αυτές οι διατάξεις, είναι επιζήμιο για τα συμφέροντά τους.
Το χαρακτηριστικό αυτών των τριών κανονισμών είναι ότι εκδόθηκαν χωρίς διαβούλευση με τις κυβερνήσεις των πολιτειών από την κεντρική κυβέρνηση, η οποία δεν έχει καμία δουλειά να το κάνει. Η γεωργία στην Ινδία είναι θέμα του κράτους· η κεντρική κυβέρνηση δεν μπαίνει στο κάδρο.
Η κεντρική κυβέρνηση υποστήριξε ότι το εμπόριο γεωργικών προϊόντων εμπίπτει στη δικαιοδοσία της, ως εκ τούτου δεν έχει παραβιάσει το Σύνταγμα. Αλλά εάν οι ριζικές αλλαγές πραγματοποιούνται έμμεσα σε ένα θέμα που ανήκει στην αρμοδιότητα των κυβερνήσεων των πολιτειών, αυτό ισοδυναμεί με καταπάτηση της κυριαρχίας των πολιτειών και παραβίαση των συνταγματικών ορίων της κεντρικής κυβέρνησης. Αλλά αυτό έχει γίνει πλέον συνήθης πρακτική υπό την κυβέρνηση του BJP, η οποία μετατρέπει την Ινδία σε ενιαίο κράτος.
Κάθε βήμα προς την κατεύθυνση του ανοίγματος της γεωργίας στο παγκόσμιο εμπόριο αποτελεί εκ των πραγμάτων ένα βήμα προς τη μείωση της εγχώριας διαθεσιμότητας τροφίμων. Η κυβέρνηση του BJP διαβεβαίωσε ότι σε χρόνια κατά τα οποία θα υπάρξει μείωση της παραγωγής των τροφίμων ή συνθήκες σοβαρής έλλειψης τροφίμων, θα επαναφέρει το όριο αποθέματος για το ιδιωτικό εμπόριο που μόλις έχει αρθεί, προκειμένου να αποτραπεί η συσσώρευση και η κερδοσκοπία.
Αλλά το πρόβλημα είναι ότι η πείνα μπορεί να εκφραστεί χωρίς αξιοσημείωτη αύξηση των τιμών των τροφίμων. Μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της συμπίεσης της ζήτησης από τους εργαζόμενους, όπως συνέβη συχνά στην εποχή της αποικιοκρατίας. Μεταξύ 1897-2002 και 1933-38, σημειώθηκε απότομη πτώση της κατά κεφαλήν διαθεσιμότητας τροφίμων κατά 20% περίπου. Ωστόσο, κατά την ίδια αυτή περίοδο των 36 ετών, ο δείκτης κόστους διαβίωσης των εργαζομένων (όπου κυριαρχούν οι τιμές των τροφίμων) αυξήθηκε μόνο κατά 23%.
Αυτές οι διαβεβαιώσεις, επομένως, είναι εντελώς ανούσιες. Η κυβέρνηση του BJP, με την επίμονη προσκόλληση της στον ιμπεριαλισμό, έχει στρώσει στον ινδικό λαό το δρόμο για αύξηση της πείνας και πιθανούς λιμούς.
*Σημείωμα μετάφρασης: Η γεωργία βάσει συμβάσεων είναι ένα σύστημα παραγωγής και εμπορίας/προμήθειας, στο πλαίσιο του οποίου οι παραγωγοί συμφωνούν να προβούν σε μια καλλιέργεια σε προσυμφωνημένη τιμή αγοράς για την προμήθεια από άλλο μέρος, συνήθως δημόσια ή ιδιωτική εταιρεία.