Νέο ρεκόρ έκαναν οι παγκόσμιες πωλήσεις όπλων σε συνθήκες συρρίκνωσης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Κορυφαίες επιχειρήσεις της Silicon Valley, όπως η Google, η Microsoft και η Oracle επιχειρούν να διεισδύσουν στην αμυντική βιομηχανία. Το φαινόμενο εξαπλώνεται σε όλες τις χώρες.
Στα ύψη έφθασε επίσης η εξαγορά πολιτικών.
Αυτά είναι τα τρία κύρια συμπεράσματα που προκύπτουν από την έρευνα (Δεκέμβριος 21) του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη (SIPRI) με έδρα τη Στοκχόλμη,.
Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου ο τζίρος των 100 μεγαλύτερων ομίλων όπλων βρίσκεται σε συνεχή άνοδο από το 2015, αθροιστικά η άνοδος έχει φτάσει στο 17%. Αν και το ΔΝΤ έθεσε την παγκόσμια οικονομική συρρίκνωση το 2020 στο 3,1% οι πωλήσεις όπλων των 100 κορυφαίων εταιρειών αυξήθηκαν κατά 1,3%. Ο κύκλος εργασιών αυτών των ομίλων, σημειώνει το SIPRI, έφτασε το 2020 στα 531 δισ. δολάρια (470 δισ. ευρώ) , ποσό που υπερβαίνει το συνολικό ΑΕΠ του Βελγίου.
Οι μισές και πλέον από τις βιομηχανίες αυτές έχουν έδρα τον μεγαλύτερο έμπορο και λαθρέμπορο όπλων, τις ΗΠΑ, το 54% των παραγγελιών μοιράζονται 41 αμερικανικές επιχειρήσεις. Μόνο ο τζίρος της Lockheed Martin για το 2020 ξεπερνά τα 58 δισ. δολάρια, ποσό μεγαλύτερο από το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της Λιθουανίας.
Το άθροισμα των πωλήσεων όπλων και στρατιωτικών υπηρεσιών σε διεθνές επίπεδο αυξήθηκε κατά 1,3%, την ώρα που η παγκόσμια οικονομία συρρικνωνόταν κατά πάνω από 3%, σημειώνει το Ινστιτούτο.
Εξαιρουμένων μόνο ορισμένων ρωσικών (ο τζίρος τους υποχώρησε κατά 6,5%) και γαλλικών (-7,7%) ομίλων, οι πολεμικές βιομηχανίες άλλων χωρών κατέγραψαν αύξηση πωλήσεων.
Πέντε αμερικανικοί γίγαντες μονοπωλούν για άλλη μια φορά τις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης. Από αυτές η «Lockheed Martin» (μαχητικά αεροσκάφη «F-35», πύραυλοι κ.λπ.) εδραιώθηκε στην πρώτη θέση, με πωλήσεις 58,2 δισ. δολαρίων.
Η βρετανική «BAE Systems» βρίσκεται στην υψηλότερη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών ομίλων (6η παγκόσμια), ακολουθούμενη από την «Airbus» (11η).
Οι κινεζικές «Norinco» (7η), AVIC (8η) και CETC (9η) και η αμερικανική «L3 Harris» (10η) συμπληρώνουν την πρώτη δεκάδα.
26 ευρωπαϊκές εταιρείες εξασφάλισαν το 21% των συνολικών πωλήσεων. Τις ακολούθησαν οι κινεζικές (13% του συνόλου με 5 εταιρείες) και οι ρωσικές (5% με 9 εταιρείες).
Σύμφωνα με το ινστιτούτο, το γεγονός ότι οι μεγάλες εταιρείες όπλων αντιπαρήλθαν τη δυσμενή συγκυρία του 2020 εξηγείται κυρίως από τις κυβερνητικές δημοσιονομικές πολιτικές στήριξης τους μπροστά στις επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν για την ανάσχεσή της πανδημίας. Η μόνη επίπτωση των περιοριστικών μέτρων είναι οι καθυστερήσεις που προκλήθηκαν στις αλυσίδες εφοδιασμού σημειώνει το SIPRI.
Η Γερμανική Ευρώπη της «ειρήνης» και η εκατοντάδα του θανάτου
Στην κορυφαία εκατοντάδα των ομίλων του θανάτου οι 41 είναι αμερικανικές επιχειρήσεις, 26 ευρωπαϊκές εταιρείες (εξασφάλισαν το 21% των συνολικών πωλήσεων) και ακολουθούν οι κινεζικές (13% του συνόλου, πέντε εταιρείες) και οι ρωσικές (5%, εννέα εταιρείες).
Ήδη το 2019, τελευταίο έτος πριν από την πανδημία, η ευρωπαϊκή πολεμική βιομηχανία είχε καταγράψει ρεκόρ εξαγωγών. Στις 100 κορυφαίες επιχειρήσεις του κλάδου παγκοσμίως η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία έχει μερίδιο αγοράς 21%, ήτοι 109 δισεκατομμύρια δολάρια. Εννέα δισ. δολάρια αντιστοιχούν στις τέσσερις κορυφαίες γερμανικές επιχειρήσεις της αμυντικής βιομηχανίας.
Υπάρχουν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Airbus, η οποία το 2020 κατάφερε να αυξήσει τον τζίρο της στους εξοπλισμούς κατά 5%, στα 12 δισ. δολάρια.
Ο πολιτικός επιστήμων Μάρκους Μπάγερ εκτιμά ότι οι Ευρωπαίοι θα εντείνουν τις προσπάθειες για περισσότερες συμπαραγωγές στην αμυντική βιομηχανία, ώστε να περιορίσουν το κόστος σε τεχνολογίες αιχμής που αφορούν νέα οπλικά συστήματα, όπως το ‘Next Generation Weapon System’ και το ‘Future Combat Air System’.
Η αναλύτρια του Ιδρύματος Ερευνών για την Ειρήνη στο κρατίδιο της Έσσης (HSFK), Σιμόνε Βισότσκι συμφωνεί ότι οι συμπαραγωγές μειώνουν το κόστος παραγωγής, επισημαίνει όμως ότι δεν λύνουν το πρόβλημα του ελέγχου στις εξαγωγές όπλων. Ως παράδειγμα αναφέρει το νέο Eurofighter Typhoon, συμπαραγωγή της Γερμανίας, της Μ. Βρετανίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. «Κατά κανόνα τα εξοπλιστικά προγράμματα απευθύνονται σε συμμαχικά στρατεύματα, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις», λέει η Σιμόνε Βισότσκι. «Το βλέπουμε με το Eurofighter Typhoon, το οποίο έχει πωληθεί και σε μία τρίτη χώρα, όπως η Σαουδική Αραβία, που διεξάγει πόλεμο με την Υεμένη»
Οι καιροί αλλάζουν
«Οι μεγάλες αμερικανικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν μονοπωλούν πλέον τους εξοπλισμούς, επισημαίνει η Σιμόνε Βισότσκι. Προσωπικά, με εξέπληξε το γεγονός ότι αμυντικές βιομηχανίες από το νότιο ημισφαίριο αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ινδία».
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Ινστιτούτου SIPRI τρεις επιχειρηματικοί όμιλοι από την Ινδία εμφανίζονται πλέον στους εκατό κορυφαίους παγκοσμίως, αν και το μερίδιο αγοράς δεν ξεπερνά το 1,2%, ίσο με εκείνο της Νότιας Κορέας, η οποία τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται επίσης με επιτυχία στην αμυντική βιομηχανία.
Ιδιαίτερης βαρύτητας είναι το γεγονός πως το κολοσσιαίο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων δίνει τεράστια ώθηση στην κινέζικη πολεμική βιομηχανία. Επιπλέον, «Οι κινεζικές επιχειρήσεις, λέει η αναλύτρια Αλεξάντρα Μαρκστάινερ, επωφελούνται από το γεγονός ότι μερικές φορές είναι δυσδιάκριτος ο διαχωρισμός ανάμεσα σε στρατιωτικές και μη στρατιωτικές χρήσεις. Για παράδειγμα η εταιρία NORINCO έχει κερδίσει πολλά χρήματα συμμετέχοντας στην ανάπτυξη ενός συστήματος δορυφόρων, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς, αλλά και για μη στρατιωτικούς σκοπούς».
Οι καιροί έχουν αλλάξει λοιπόν, ειδικά την τελευταία τριακονταετία, οι όροι και τα μέσα διεξαγωγής του πολέμου έχουν αλλάξει.
Συμπτύσσονται οι στρατιωτικοί και μη στρατιωτικοί συντελεστές.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, εκτός από τις ΗΠΑ όπου κορυφαίες, προαναφερθείσες, επιχειρήσεις των νέων τεχνολογιών της Silicon Valley συμπλέκονται με την πολεμική βιομηχανία, αντίστοιχη τάση παρατηρείται και στην Κίνα.
Η σύμπτυξη στρατιωτικών και μη στρατιωτικών χρήσεων δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της Κίνας ή των ΗΠΑ σημειώνει η Σιμόνς Βισότσκι καθώς «η τεχνολογία της πληροφορικής δύσκολα πλέον διαχωρίζεται από την τεχνογνωσία της αμυντικής βιομηχανίας».
Στις νέες τεχνολογίες, είτε πρόκειται για τεχνητή νοημοσύνη είτε για μηχανική μάθηση ή υπολογιστικό νέφος, η τεχνογνωσία αυτών των εταιρειών γίνεται προσπάθεια, επιτυχής ομολογουμένως, να ενταχθεί στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστικών πολέμων.
… Η αστική τάξη τις επαναστατικοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις τις ιδιοποιείται και τις διαστρέφει.
Η γενικευμένη σύμπλευση νέων τεχνολογιών – πολεμικής βιομηχανίας είναι το δεύτερο κύριο και σημαντικό στοιχείο που αποκαλύπτει η έκθεση.
Οι αναλυτές του SIPRI επισημαίνουν ότι ο καθορισμός των πολεμικών μεγεθών και των προεκτάσεών τους εξ αιτίας αυτής της διαπλοκής γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκος.
Η σύντηξη αστικής πολιτικής και βιομηχανικού συμπλέγματος
Οι καιροί έχουν αλλάξει, η άμεση και ευέλικτη παρέμβαση του κεφαλαίου σε όλες τις δραστηριότητες της κοινωνικής ζωής αποκτά νέες διαστάσεις. Και αυτό είναι το τρίτο συμπέρασμα.
Ο Μάρκους Μπάγερ, πολιτικός επιστήμονας και συνεργάτης του International Center for Conflict Studies (BICC) με έδρα τη Βόννη, τονίζει ότι, σύμφωνα με στοιχεία της αμερικανικής ΜΚΟ Open Secrets, τα προηγούμενα 20 χρόνια οι κορυφαίες επιχειρήσεις του κλάδου είχαν διαθέσει 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια για να εξαγοράσουν πολιτικούς, για τις λεγόμενες «δραστηριότητες λόμπι». Με άλλα 285 εκατομμύρια δολάρια. συμμετείχαν επίσης στη χρηματοδότηση της προεκλογικής καμπάνιας υποψηφίων της αρεσκείας τους
Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής, εκτιμά η Αλεξάντρα Μαρκστάινερ από το Ινστιτούτο SIPRI, ήταν μία εξαιρετικά ευμενής μεταχείριση του κλάδου από το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας στο πρώτο έτος της πανδημίας. «Για παράδειγμα, επισημαίνει, οι εργαζόμενοι στην πολεμική βιομηχανία εξαιρέθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την υποχρέωση να δουλεύουν από το σπίτι. Ένα άλλο παράδειγμα: κάποια συμβόλαια είχαν προβλέψει να γίνονται οι πληρωμές προς τις επιχειρήσεις πιο νωρίς, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια».
Οι δαπάνες θέλουν πολέμους
Η φορά των εξελίξεων σε ότι αφορά τις πολεμικές δαπάνες, όπως αυτές περιγράφονται με ενάργεια στην έκθεση του Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών της Στοκχόλμης, οδηγεί σε υπερτοπικούς πολέμους. Σε περιόδους συνεχόμενης ανόδου των πολεμικών δαπανών, κράτη και λαοί δεν οδηγήθηκαν πουθενά αλλού. Πολύ περισσότερο που η κινητικότητα και η δημιουργία συμμαχιών στρατηγικού χαρακτήρα ανάμεσα σε ισχυρές στρατιωτικά χώρες – ανά τρεις και πάνω – δεν έχει προηγούμενο.
Σαν να σχηματίζονται τα αντίπαλα στρατόπεδα.
Οι δράσεις επομένως και οι αποκαλύψεις, από τη σκοπιά ενός σύγχρονου αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, για τον εξοπλισμό και την ενίσχυση του κινήματος της αποτροπής του πολέμου αποκτούν πλέον επιτακτικό χαρακτήρα.