ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΕΣΗΕΑ – 17.12.2025
Στην Ελλάδα κυβερνήσεις και ιδιωτικά συμφέροντα εργάζονται, κυρίως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, με σταθερό προσανατολισμό την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του κύκλου του νερού.
Το νερό αποτελεί σήμερα το μοναδικό βασικό κοινωνικό αγαθό που παρέμεινε δημόσιο, καθολικά προσβάσιμο, ποιοτικό και φθηνό. Αυτό δεν συνέβη τυχαία. Συνέβη γιατί υπήρξαν συγκρούσεις κοινωνικές και πολιτικές
Οι μεγάλες νίκες του κινήματος για το δημόσιο νερό με τις αποφάσεις του ΣτΕ απέτρεψαν:
- την ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ
- την ιδιωτικοποίηση του ΕΥΣ
- την νομοθέτηση της εμπορευματοποίησης του νερού μέσα από την ΚΥΑ για την τιμολόγησή του.
Παρά τις αποφάσεις του ΣτΕ η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει μέσω της ΡΑΑΕΥ, της νέας ΚΥΑ για την τιμολόγηση και της μετατροπής των ΔΕΥΑ σε κερδοσκοπικές εταιρείες την προσπάθεια για να παραδώσει σε ιδιωτικά συμφέροντα και εργολάβους τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και την διαχείριση των δικτύων επεξεργασίας και διανομής.
Το νερό, έως σήμερα, δεν ιδιωτικοποιήθηκε επειδή δεν μπόρεσαν.
Και ακριβώς γι’ αυτό, βρίσκεται διαρκώς στο στόχαστρο και για οικονομικούς αλλά και για βαθιά πολιτικούς λόγους. Είναι ένας από τους ελάχιστους τομείς όπου τα κινήματα επέβαλαν το δημόσιο συμφέρον απέναντι στις «αγορές», δηλαδή τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για τη λεγόμενη «λειψυδρία» δεν είναι ούτε τεχνικά ουδέτερη, ούτε πολιτικά αθώα.
Η διαδικασία κήρυξης της Αττικής σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης λειψυδρίας» δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα αιφνίδιας υδρολογικής κατάρρευσης, αλλά ενεργοποιήθηκε μέσα από θεσμικές επιλογές, που μεταθέτουν την ευθύνη της απόφασης σε ρυθμιστικό επίπεδο (ΡΑΑΕΥ).
Η επιλογή αυτή είχε ως άμεση συνέπεια την ενεργοποίηση εξαιρετικών διαδικασιών υλοποίησης έργων, με περιορισμένες δικλίδες ελέγχου, σε ένα περιβάλλον όπου κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς πλήρη δημόσια διαβούλευση και χωρίς να έχει προηγηθεί εξάντληση εναλλακτικών λύσεων χαμηλότερου κόστους και περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Η επίκληση της «έκτακτης ανάγκης» δεν συνδέεται αυτομάτως με τεκμηριωμένη υδρολογική αστοχία. Λειτουργεί ως θεσμικός επιταχυντής αποφάσεων. Δημιουργεί ένα πλαίσιο όπου έργα μεγάλης κλίμακας προωθούνται με διαδικασίες κατεπείγοντος, παρακάμπτοντας τον κανονικό κύκλο ελέγχου, ιεράρχησης και κοινωνικής λογοδοσίας. Με άλλα λόγια, η κρίση δεν περιγράφεται απλώς — αξιοποιείται.
Ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται το πρόβλημα καθορίζει και τις λύσεις που προκρίνονται.
Αν η λειψυδρία παρουσιαστεί αποκλειστικά ως φυσικό φαινόμενο, ως αποτέλεσμα ανομβρίας ή κλιματικής κρίσης, τότε η «απάντηση» επιχειρείται να προβληθεί ως αυτονόητη: περισσότερα έργα, περισσότερες εκτροπές, περισσότερες αφαλατώσεις, περισσότερα εκατομμύρια.
Αν όμως τη δούμε ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα — ένα πρόβλημα διαχείρισης, προτεραιοτήτων και μοντέλου ανάπτυξης — τότε η εικόνα αλλάζει ριζικά.
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι μόνο πόσο νερό διαθέτουμε, αλλά πώς και για ποιες χρήσεις το καταναλώνουμε.
Στην Αττική εφαρμόζεται εδώ και χρόνια ένα μοντέλο διαβίωσης και ανάπτυξης που είναι δομικά υδροβόρο: εκτεταμένες πολεοδομικές επεκτάσεις, μεγάλης κλίμακας real estate projects, συγκέντρωση δραστηριοτήτων υψηλής κατανάλωσης νερού και ενέργειας, όπως data centers, καθώς και ένα πρότυπο υπερτουρισμού (πισίνες-γκαζόν, κλπ) που αυξάνει απότομα τη ζήτηση χωρίς αντίστοιχο σχεδιασμό υποδομών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περαιτέρω επιβάρυνση του υδατικού ισοζυγίου από εμβληματικές επενδύσεις αστικής ανάπτυξης, όπως το Ελληνικό, οι οποίες σχεδιάζονται και υλοποιούνται χωρίς να εντάσσονται σε έναν συνολικό υδατικό σχεδιασμό για το λεκανοπέδιο.
Την ίδια στιγμή, η κατανάλωση νερού για χρήσεις που δεν απαιτούν πόσιμο νερό συνεχίζει να καλύπτεται από το ίδιο υδροδοτικό σύστημα, επιβαρύνοντας περαιτέρω τους ταμιευτήρες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η λειψυδρία δεν «έτυχε».
Είναι το αποτέλεσμα ενός αναπτυξιακού μοντέλου που αυξάνει συνεχώς τη ζήτηση, χωρίς να επενδύει αντίστοιχα στη διαχείριση, την εξοικονόμηση και την ανακατανομή των υδατικών πόρων.
Σήμερα δεν μιλάμε για μια κοινωνία που, απλά, δεν έχει νερό.
Μιλάμε για μια κοινωνία που χάνει νερό, το σπαταλά, το κατανέμει άνισα και το διαχειρίζεται με όρους κόστους–οφέλους, όχι κοινωνικής ανάγκης.
Στην Αττική, αλλά και πανελλαδικά, σημαντικό ποσοστό του νερού χάνεται πριν φτάσει στον καταναλωτή, λόγω παλαιών δικτύων, ανεπαρκούς συντήρησης και ελλείψεων προσωπικού.
Την ίδια στιγμή, τεράστιες ποσότητες βρόχινου νερού χάνονται ανεξέλεγκτα αντί να συγκρατούνται – απορροφούνται, ενώ επεξεργασμένα λύματα καταλήγουν στη θάλασσα αντί να επαναχρησιμοποιούνται.
Αυτά δεν είναι φυσικά φαινόμενα. Είναι πολιτικές επιλογές.
Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται και το ζήτημα της τιμολόγησης του νερού, το οποίο δεν είναι τεχνικό εργαλείο, αλλά πολιτική επιλογή.
Τα στοιχεία είναι σαφή: η αγροτική χρήση απορροφά περίπου το 85% των υδατικών πόρων της χώρας, ενώ η οικιακή κατανάλωση αντιστοιχεί μόλις στο 15%.
Παρά ταύτα, η δημόσια συζήτηση εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στον οικιακό καταναλωτή, καλλιεργώντας την εντύπωση ότι η λειψυδρία είναι αποτέλεσμα ατομικής συμπεριφοράς και όχι δομικής δυσλειτουργίας.
Η ακύρωση από το κίνημα για το δημόσιο νερό της πρώτης Κοινής Υπουργικής Απόφασης για την τιμολόγηση του νερού αποτέλεσε έμπρακτη και ουσιαστική παρέμβαση υπέρ των αγροτών και της κοινωνικής συνοχής.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει αποσιώπηση του πραγματικού προβλήματος.
Στο αγροτικό δίκτυο καταγράφονται απώλειες που σε πολλές περιοχές υπερβαίνουν το 40%. Εκεί βρίσκεται το μεγάλο, αόρατο απόθεμα νερού.
Χωρίς μαζικές δημόσιες επενδύσεις σε κλειστά και ελεγχόμενα αρδευτικά δίκτυα, και στρατηγικές επιλογές για το είδος και τον τρόπο της αγροτικής παραγωγής (μη υδροβόρες καλλιέργειες, τρόπος ποτίσματος, νέες τεχνολογίες κ.λ.π.) οποιαδήποτε συζήτηση για τιμολόγηση είναι άδικη και αναποτελεσματική.
Η λύση δεν είναι να πληρώνει περισσότερο ο αγρότης ή ο οικιακός καταναλωτής.
Η λύση είναι να αξιοποιούνται ορθά και με φειδώ τα υδατικά διαθέσιμα, να «χάνεται» άρα λιγότερο νερό.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζεται ένα σχέδιο 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, με αιχμή το έργο «Εύρυτος» και τη δημιουργία δύο «πυλώνων» διαχείρισης, την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ.
Το έργο «Εύρυτος» βασίζεται σε μια λογική εκτροπής υδατικών πόρων από μία λεκάνη απορροής σε άλλη. Πρόκειται για μια προσέγγιση παλιά, υψηλού κόστους, με αμφίβολη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα. Ταυτόχρονα, το σχέδιο αντιμετωπίζει το πρόβλημα σχεδόν αποκλειστικά από την πλευρά της προσφοράς.
Δεν υπάρχει μελέτη σκοπιμότητας ούτε τεχνικός σχεδιασμός για να αξιολογηθεί.
Έχει ζητηθεί η γνώμη επιστημονικών ιδρυμάτων, όπως το ΕΜΠ; Και αν ναι, υπάρχει τεκμηριωμένη συμφωνία;
Η πολιτική της κυβέρνησης δεν απαντά πειστικά στο ερώτημα τι κάνουμε με το νερό που ήδη έχουμε και χάνουμε.
Και εδώ έρχεται ο ρόλος της ΕΥΔΑΠ. Η ΕΥΔΑΠ επιδιώκουν να παρουσιαστεί και ως «εθνικός πυλώνας» διαχείρισης. Κανένας δημόσιος φορέας δεν μπορεί να σηκώσει περισσότερες αρμοδιότητες αν πρώτα δεν ενισχυθεί ουσιαστικά.
Η ΕΥΔΑΠ το 1999 πριν μπει στο χρηματιστήριο διέθετε περίπου 5.000 εργαζόμενους. Σήμερα ο αριθμός αυτός έχει μειωθεί σε περίπου 2.000. Η μείωση του προσωπικού έχει οδηγήσει σε εργολαβοποίηση των υπηρεσιών της. Η επέκταση της ΕΥΔΑΠ χωρίς μόνιμες προσλήψεις του αναγκαίου προσωπικού επιδιώκει την δημιουργία μιας ΕΥΔΑΠ κέλυφος ιδιωτικών συμφερόντων με στόχο τη διανομή κερδών στους μετόχους.
Η εμπειρία και διεθνώς δείχνει ότι όταν το νερό αντιμετωπίζεται ως οικονομικό προϊόν, ακριβαίνει.
Το νερό δεν είναι επενδυτικό πεδίο. Είναι κοινωνικό αγαθό. Η λειψυδρία δεν αντιμετωπίζεται με φόβο και βιασύνη. Αντιμετωπίζεται με σχέδιο, γνώση και δημοκρατία.
Το νερό, βασικό φυσικό και κοινωνικό αγαθό, είναι είδος εν ανεπαρκεία και ανήκει στην κοινωνία.
Ο Πέτρος Μπαστέας είναι συνδικαλιστής ΕΥΔΑΠ, Μέλος Γραμματείας ΣΕΚΕΣ για Δημόσια ΕΥΔΑΠ στην Υπηρεσία της Κοινωνίας

