Πηγή: SLpress
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ο ρόλος της εργασίας στην παραγωγική διαδικασία σταδιακά περιορίζεται, με την επέκταση και την ένταση της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών: Tου αυτοματισμού, των ρομπότ, της τεχνητής νοημοσύνης και της νανοτεχνολογίας. Κεντρικός στόχος, μεταξύ των άλλων, η βελτίωση του επιπέδου παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και των οικονομικών σχηματισμών, στο πλαίσιο των νέων συνθηκών ανάπτυξης του διεθνούς και ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μία διαδικασία συρρίκνωσης της “ζωντανής εργασίας” σε όφελος της “νεκρής εργασίας” (τεχνολογία, κανόνες οργάνωσης, λογιστικά συστήματα, τεχνητή νοημοσύνη κλπ). Αυτή, μεταξύ των άλλων, επιβάλλει σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, τη δημοκρατία στην παραγωγική διαδικασία, δεδομένου ότι με την επέκταση της “νεκρής εργασίας”, αναπτύσσονται τυποποιημένα συστήματα ελέγχου της εργασίας, περιορισμού της αυτόνομης και δημιουργικής δραστηριότητας των εργαζομένων και της δημοκρατικής λειτουργίας τους στους χώρους παραγωγής.
Παράλληλα, αναπτύσσεται μία πρόσθετη αντίφαση στον πυρήνα της παραγωγικής διαδικασίας, η οποία συνίσταται στην επιδίωξη περιορισμού της “ζωντανής εργασίας”. Ταυτόχρονα, οι όροι και οι ανάγκες της παραγωγής προϋποθέτουν την επέκταση της, δεδομένου ότι η “ζωντανή εργασία” είναι αναγκαία τόσο για την παραγωγή και την κερδοφορία, όσο και για τη ζήτηση και την κατανάλωση των παραγόμενων προϊόντων.
Διαφορετικά, σε όρους πολιτικής οικονομίας, θα επέλθει μία σοβαρότερη κρίση στον πυρήνα της πραγματικής οικονομίας από ό,τι, για παράδειγμα από την χρηματοπιστωτική κρίση. Κι αυτό, επειδή το μοντέλο υποταγής της “ζωντανής” στην “νεκρή” εργασία προκαλεί συνθήκες σύγκρουσης των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων στη διεθνή και ευρωπαϊκή οικονομία.
Η μονομερής προσήλωση των επιχειρήσεων και των ασκούμενων μακροοικονομικών επιλογών (δημοσιονομική εξυγίανση, στασιμότητα, ευελιξία) και των αναπτυξιακών και οικονομικών πολιτικών στην τεχνολογική αναδιάρθρωση και την οργάνωση της εργασίας, ανεξάρτητα από την εργασιακή και κοινωνική υποβάθμιση, συνεπάγεται, εκτός από το εργασιακό κόστος και σημαντικό κοινωνικοοικονομικό κόστος για την διεθνή και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Το ΔΝΤ για την τεχνητή νοημοσύνη
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) η τεχνητή νοημοσύνη πρόκειται να επηρεάσει σχεδόν το 40% όλων των θέσεων εργασίας, με την γενική διευθύντρια του να αναφέρει ότι «στα περισσότερα σενάρια, η τεχνητή νοημοσύνη θα επιδεινώσει πιθανότατα τη συνολική ανισότητα». Η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα επισημαίνει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την «ανησυχητική τάση» για να «αποτρέψουν την περαιτέρω υποδαύλιση των κοινωνικών εντάσεων από την τεχνολογία».
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το μεγαλύτερο ποσοστό των θέσεων εργασίας στις προηγμένες οικονομίες (της τάξης του 60%) θα επηρεαστεί από την τεχνητή νοημοσύνη, όχι απαραίτητα αρνητικά, καθώς η παραγωγικότητα στο μισό εξ’ αυτών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί. Από την άλλη, όμως, το Ταμείο επισημαίνει πως η διάδοση της ενδέχεται να μειώσει τη ζήτηση για εργασία επηρεάζοντας τους μισθούς και οδηγώντας στην εξάλειψη θέσεων εργασίας.
Την ίδια στιγμή, το 26% των θέσεων εργασίας στις χώρες με χαμηλό εισόδημα, αναμένεται να επηρεαστεί από την διάδοση της τεχνητής νοημοσύνης, με την Georgieva να επισημαίνει ότι «πολλές από αυτές τις χώρες δεν διαθέτουν τις υποδομές ή το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό για να αξιοποιήσουν τα οφέλη της τεχνητής νοημοσύνης, αυξάνοντας τον κίνδυνο ότι με την πάροδο του χρόνου η τεχνολογία θα μπορούσε να επιδεινώσει την ανισότητα μεταξύ των εθνών». Το Ταμείο εκτιμά ότι οι εργαζόμενοι με χαμηλότερο εισόδημα και οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας ενδέχεται να χάσουν από την τεχνητή νοημοσύνη, στον αντίποδα των νεότερων εργαζομένων και αυτών με το υψηλότερο εισόδημα που εκτιμάται πως θα βγουν ωφελημένοι.
Οριζόντια συνεργασία
Αυτές οι εξελίξεις ουσιαστικά συμβάλουν, στον βαθμό που τις αφορά, στην αύξηση της ανεργίας, στην απώλεια φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και στη διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Επιβάλλεται, λοιπόν, οι νέες παραγωγικές και τεχνολογικές συνθήκες του αυτοματισμού, να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη μίας εναλλακτικής μακροοικονομικής επιλογής (αγοραστική δύναμη, ανάπτυξη, απασχόληση) και μίας ποιοτικής και αναβαθμισμένης οργάνωσης της εργασίας, συνυφασμένης με τη βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.
Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται, η εγκαθίδρυση στους χώρους παραγωγής, μοντέλων συλλογικότητας της απασχόλησης, συλλογικότητας της νοημοσύνης και οριζόντιας συνεργασίας. Αυτά με σκοπό να αποτραπεί το εργασιακό όραμα της ευελιξίας, της απασχολησιμότητας μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων, της περιθωριοποίησης και της υποβάθμισης της εργασίας.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η συνύπαρξη συνθηκών εκδημοκρατισμού των όρων εργασίας προϋποθέτει, μεταξύ των άλλων, την προετοιμασία οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας στην εβδομάδα των 32 ωρών και των τεσσάρων ημερών, καθώς και του ελεύθερου χρόνου εκατομμυρίων πολιτών (μία συζήτηση που έχει πλέον ανοίξει σε χώρες της ΕΕ και όχι μόνο). Αυτό είναι αναγκαίο επειδή οι σημερινές θέσεις εργασίας διεθνώς θα καταργηθούν τα επόμενα χρόνια, σε ένα ποσοστό τουλάχιστον κατά 45%. Διαφορετικά, η επόμενη δεκαετία στην Ευρώπη θα καταγραφεί ως δεκαετία «κοινωνικού πόνου και οργής», με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την οικονομία και τη δημοκρατία στη Γηραιά Ήπειρο.