Στις 20 Ιανουαρίου συμπληρώνονται 104 χρόνια από την εκστρατεία του ελληνικού κράτους στην Ουκρανία. Πρόκειται για μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία του που συνδέεται άμεσα με την «Μεγάλη Ιδέα» και την κορύφωσή της, την εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Το kommon.gr δημοσιεύει από το βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου «Μεγάλη Ιδέα: 1844 -1922». Το Α΄ μέρος αναφέρεται στις συνθήκες, διεθνείς και εσωτερικές, που οδήγησαν σε αυτήν την επιλογή την κυβέρνηση Βενιζέλου ενώ στο Β΄ μέρος θα παρουσιαστεί η επιχείρηση του ελληνικού στρατού στην Ουκρανία.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει η επίσημη ελληνική ιστοριογραφία την εκστρατεία του 1919 στην Ουκρανία θυμίζει αυτόν με τον οποίο οι Αλμπέρ Ουντερζό και Ρενέ Γκοσινί, οι δημιουργοί του θρυλικού Αστερίξ, σατιρί-ζουν την άρνηση των Γαλατών να μιλήσουν για τη μάχη της Αλέζια και την ήττα του Βερσιζεντορίξ. «Αξιοκατάκριτος σοβινισμός», σχολιάζουν οι δύο Γάλλοι καλλιτέχνες, «αίσθημα ντροπής και έλλειψη οποιασδήποτε δικαιολογίας», θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε εμείς επιχειρώντας να εξηγήσουμε τη σιωπή ή την αμηχανία της επίσημης ιστορίας. Κατανοητά και τα δύο αυτά συναισθήματα, πώς να δικαιολογήσει κάποιος το ότι μια χώρα, έπειτα από επτά χρόνια πολέμου, διάστημα στο οποίο βίωσε δύο Βαλκανικούς Πολέμους, διπλή κατοχή του μεγαλύτερου τμήματός της, έναν εμφύλιο και έναν Παγκόσμιο Πόλεμο, προσφέρεται εθελοντικά να συμμετάσχει σε εκστρατεία στη Νότια Ρωσία εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, χώρα με την οποία δεν είχε κάποια διαφορά;
Η χουντική Πολεμική ιστορία των Ελλήνων, την οποία εξέδωσε το 1970 το αρχηγείο ενόπλων δυνάμεων, αφιερώνει στην «εκστρατεία της μεσημβρινής Ρωσίας» λιγότερη από μισή σελίδα. Το πιο αποδεκτό συστημικό έργο, η Ιστορία του ελληνικού έθνους αφιερώνει λιγότερη από μία σελίδα. Στο έργο των Γεωργίου Μαλούχου και Αντώνη Παπαγιαννίδη Αγώνες των Ελλήνων 1847-1947, το οποίο προβλήθηκε ως εκδοτικό γεγονός από εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, υπάρχουν μόνο… φωτογραφίες, χωρίς κάποια επεξήγηση! Το βιβλίο προλογίζουν ο τότε υπουργός Άμυνας Ευ. Μεϊμαράκης και ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑΙ. Γράψας. Στο συλλογικό έργο Εμείς οι Έλληνες: πολεμική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, με επιμελητές τους Θάνο Βερέμη και Μιχάλη Κατσίγερα, το οποίο εξέδωσε ο ΣΚΑΪ, η εκστρατεία αποσιωπάται τελείως! Τρεις τόμοι είναι το έργο και δεν περίσσεψε ούτε μία παράγραφος…
Στις προηγούμενες περιπτώσεις πολεμικών ή διπλωματικών περιπετειών υπήρχε ως δικαιολογία η Μεγάλη Ιδέα, σε μικρές ή μεγάλες δόσεις. Στην Ουκρανία όμως; Ποιου ήρωα του εθνικού μας φαντασιακού «ξακουστή χώρα» ήταν η Ουκρανία, ποια «σκλαβωμένα αδέρφια» θα απελευθερώναμε; Σε αυτήν την περίπτωση είχαμε την ανοιχτή, κυνική παραδοχή της επιλογής της ελληνικής αστικής τάξης να αποτελέσει η Ελλάδα πρόθυμο «χωροφύλακα» των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων σε μια ευρύτατη περιοχή. Η ιδεολογία της εκούσιας εξάρτησης, εγγενές στοιχείο του ελληνικού κράτους, διεκδικούσε την αναβάθμισή της από το επίπεδο της «προστασίας» στο επίπεδο του ενεργού κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, με την προσδοκία και ανάλογων ανταλλαγμάτων. […]
Για να κατανοήσουμε ποιους «υπερασπιστές της ελευθερίας» υποτίθεται πως συνδράμαν οι ελληνικές μεραρχίες στην Ουκρανία, αξίζει να σημειώσουμε ότι στις περιοχές που καταλάμβαναν τα στρατεύματα του (στρατηγού των Λευκών) Ντενίκιν επιδίδονταν σε σφαγές και λεηλασίες, συναγωνιζόμενα τα εθνικιστικά στρατεύματα του Ουκρανού εθνικιστή Σιμόν Πετλιούρα. Ιδιαίτερο μίσος επιδείκνυαν κατά του εβραϊκού πληθυσμού. Ταυτισμένοι με τους μπολσεβίκους ή τους κομμουνιστές, οι Εβραίοι θεωρούνταν–περισσότερο από ποτέ– από τους νοσταλγούς του τσαρικού καθεστώτος ως ένα ξένο σώμα που προσπαθεί να ανατρέψει εκ των έσω την κοινωνική δομή. Στην προπαγάνδα των Λευκών και των εθνικιστών Ουκρανών, οι λέξεις «μπολσεβίκος» και «Εβραίος» ήταν συνώνυμες.[…]
Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε πολιτικό πρόβλημα στις κυβερνήσεις των αποικιοκρατικών χωρών της Δύσης. Ήδη ενίσχυαν υλικά τους αντεπαναστάτες, τσαρικούς και εθνικιστές, και οι ειδήσεις για τις θηριωδίες που διέπρατταν ακύρωνε την προπαγάνδα που τους παρουσίαζε ως «μαχητές της ελευθερίας».[…]
Πιο σαφής ήταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, υπουργός Στρατιωτικών τότε,στο μήνυμά του προς τον Ντενίκιν: «Ο στόχος μου να κερδίσω υποστήριξη στο Κοινοβούλιο υπέρ του ρωσικού εθνικιστικού σκοπού θα είναι απείρως δυσκολότερος αν αποδεδειγμένα γνήσιες καταγγελίες συνεχίσουν να λαμβάνονται από Εβραίους στη ζώνη των εθελοντικών στρατών». Ο Τσόρτσιλ δεν ένιωθε κάποια λύπη για τα θύματα των πογκρόμ, στις αγγλικές αποικίες που έδρασε συμμετείχε σε χειρότερες ωμότητες.Όμως ήταν ένας οξυδερκής πολιτικός, ο οποίος συνειδητοποιούσε τη ζημιά που προκαλούσαν στον πολιτικό του στόχο οι τσαρικοί δολοφόνοι.
Καλή η ιδεολογία, καλύτερες οι επενδύσεις
Η υλική στήριξη των αντεπαναστατών ήταν δεδομένη, όμως η απόφαση για ανοιχτή στρατιωτική παρέμβαση δεν ήταν εύκολη. Η ανάγκη να ανατραπεί η κυβέρνηση των μπολσεβίκων ήταν ζωτική για τους Δυτικούς, ήδη το παράδειγμά τους εξαπλωνόταν σαν τη φωτιά σε έναν κόσμο που έβγαινε από τον πιο φρικτό πόλεμο και βίωνε την οικονομική, πολιτική ηθική και ιδεολογική κατάρρευση κάθε κατεστημένου. Ακριβώς αυτά τα στοιχεία καθιστούσαν δύσκολη την αποστολή στρατευμάτων. Ύστερα από τόσο αίμα που είχε χυθεί δεν υπήρχαν στη Δύση πρόθυμοι ηλίθιοι να θυσιαστούν. Υπήρχε όμως και επιπλέον ένας παράγοντας που καθιστούσε την αποστολή στρατευμάτων επιτακτική, ειδικά για τη Γαλλία. Στα τέλη του 19ου αιώνα η επιλογή της τσαρικής εξουσίας για την προώθηση ενός προγράμματος ταχείας εκβιομηχάνισης δημιούργησε την ανάγκη εισροής κεφαλαίων. Η ανάγκη αυτή θεωρήθηκε μεγάλη ευκαιρία από τους Γάλλους κεφαλαιούχους, ένα ευρωπαϊκό «Ελ Ντοράντο» και οδήγησε στην ιλιγγιώδη επέκταση των γαλλικών επενδύσεων στη ρωσική κεφαλαιαγορά, στη βιομηχανία, στον τραπεζικό και ασφαλιστικό τομέα.
Οι μεγαλύτερες γαλλικές τράπεζες, όπως η Société Générale, η Banque de Paris et des Pays-Bas και η Banque de l’Union Parisienne, μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα και Γάλλοι κεφαλαιούχοι είχαν επενδύσει τεράστια ποσά μέχρι το 1914 σε κάθε λογής επιχειρήσεις (ρωσικές τράπεζες, εξορυκτικές, μεταλλουργικές και βιομηχανικές μονάδες), οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν συγκεντρωμένες στην περιοχή της Ουκρανίας και στην κοιλάδα του ποταμού Ντον.
Μία από τις πρώτες ενέργειες της σοβιετικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1918, μετά την κατάργηση των τσαρικών χρεών, ήταν η εθνικοποίηση του τραπεζικού και βιομηχανικού κλάδου της οικονομίας.Για τους Γάλλους κεφαλαιούχους αυτή ήταν αληθινή καταστροφή και πλέον η επιλογή για βίαιη ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος έπαιρνε χαρακτήρα άμεσου υλικού συμφέροντος. Η υλική στήριξη των αντεπαναστατικών συμμοριών ήταν η πρώτη ενέργεια, γρήγορα όμως αποδείχτηκε ατελέσφορη, οπότε ωρίμαζε η επιλογή της στρατιωτικής επέμβασης, επιλογή που απαιτούσε συμμαχίες. […]
Την ίδια στιγμή το Παρίσι είχε πλημμυρίσει από τσαρικούς «εμιγκρέδες», πρώην αριστοκράτες, που διέφυγαν όταν ξέσπασε η επανάσταση. Πίεζαν για στρατιωτική επέμβαση ώστε να επιστρέψουν και να ανακτήσουν τον αμύθητο πλούτο που έχασαν. Δελέαζαν τους Γάλλους κεφαλαιούχους και την κυβέρνηση με το άνοιγμα νέων αγορών στη Νότια Ρωσία για τα βιομηχανικά προϊόντα της και στην εξασφάλιση μιας σίγουρης και σταθερής πηγής πρώτων υλών και σίτου, απαραίτητη για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο γαλλικής οικονομίας.
Ζητούνται «πρόθυμοι» για εκστρατεία…
Στα θεάρεστα αυτά σχέδια υπήρχε μόνο ένα αγκάθι: οι Γάλλοι κεφαλαιούχοι και τα ράκη της τσαρικής αριστοκρατίας που έβγαζαν πύρινους λόγους και εκπονούσαν σχέδια από τα μπιστρό και τα καφέ του Παρισιού, προφανώς δεν είχαν διάθεση να εκστρατεύσουν οι ίδιοι. Αναζητούνταν λοιπόν αυτοί που, για να επανακτηθούν τα χρεόγραφα και τα παλάτια που είχαν εθνικοποιήσει οι μπολσεβίκοι, θα άφηναν τα κόκαλά τους στις πεδιάδες της Νότιας Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Κριμαίας.
Προκειμένου να βρεθούν αυτοί οι «πρόθυμοι», η κυβέρνηση Κλεμανσό και η γαλλική άρχουσα τάξη επιχείρησαν να προσδώσουν ιδεολογικά και ηθικά χαρακτηριστικά στην επικείμενη εκστρατεία. Οι μπολσεβίκοι παρουσιάζονταν στο Κοινοβούλιο και στον αστικό Τύπο ως η μάστιγα της ανθρωπότητας και οι Γάλλοι ως υπερασπιστές της ελευθερίας του ρωσικού λαού. Η αστειότητα αυτή δύσκολα θα είχε αποτελέσματα ακόμη και σε ειρηνικές περιόδους. Τώρα, μόνο λίγες εβδομάδες μετά το τέλος της «κόλασης των χαρακωμάτων», όπου θάφτηκαν 1.375.000 νέοι Γάλλοι, χωρίς να υπολογίζουμε τους τραυματίες και τους αναπήρους, μόνο οργή προκάλεσε στη γαλλική κοινωνία και πολύ περισσότερο στους στρατιώτες που περίμεναν ανυπόμονα το απολυτήριό τους.
Ο Έλληνας ακόλουθος στο Βουκουρέστι Βασίλης Δενδραμής, στις 3 Δεκεμβρίου 1918, μετέφερε στον στενό συνεργάτη του Βενιζέλου, τον Ιωάννη Πολίτη, τη συνομιλία του με τον Γάλλο στρατηγό Ντεσόρτ. Σε αυτήν καταγράφεται η καθολική άρνηση των Γάλλων στρατιωτών να συμμετάσχουν σε εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Αντίστοιχη ήταν η εικόνα που μετέφερε και ο γενικός διοικητής της Μακεδονίας, ο Κωνσταντίνος Αδοσίδης, σχετικά με το ηθικό των γαλλικών στραευμάτων: «ενταύθα γαλλικόν στρατηγείον δεν αποβλέπει ευχαρίστως εις μελετωμένην εκστρατείαν, […] έχω λόγους να νομίζω ότι τοιαύτη διάθεσις δεν είναι άσχετος και προς δυσφορίαν ην εξέφρασαν γαλλικά στρατεύματα μεταβώσι Ρωσσίαν».
Τελικά από την πλευρά άλλης Γαλλίας εστάλη μια ομάδα μεραρχιών που σε καμία περίπτωση δεν επαρκούσε για να αντιμετωπίσει τον Κόκκινο Στρατό. Το αρχικό σχέδιο ήταν να σταλούν δεκατέσσερις, αλλά τελικά έγιναν έξι και αυτές με ελλιπή στελέχωση. Απαραίτητη ήταν η συμβολή και άλλης χώρας που θα παρείχε αξιόμαχες δυνάμεις. Και αυτή η άλλη χώρα ήταν η Ελλάδα.
Η Μεγάλη Ιδέα πάει Ουκρανία…
«Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η αναλογία ενεργούς συμμετοχής στη συμμαχική νίκη και μεταπολεμικών κερδών επρόκειτο να αποτελέσει τον “χρυσό κανόνα” για τη διαμόρφωση του μεταπολεμικού κόσμου». Η εκτίμηση αυτή του Κωνσταντίνου Διώγου αποτελούσε την κυνική λογική με την οποία θεωρητικά ξαναμοιραζόταν ο κόσμος μετά τη λήξη του πολέμου και λογική την οποία είχε αποδεχτεί η κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο ίδιος εκτιμούσε πως η στρατιωτική συνεισφορά της Ελλάδας στο Μακεδονικό Μέτωπο κρινόταν ανεπαρκής για να στηρίξει τις «εθνικές διεκδικήσεις». Η εκτίμηση αυτή βασιζόταν στην άποψη πως λόγω του διχασμού «η Ελλάς εισήλθε στον πόλεμον την 12ην ώραν». Βέβαια, παρά τις δυσκολίες κατά τη διαδικασία της επιστράτευσης, στη συμμαχική επίθεση του Σεπτεμβρίου του 1918 κατόρθωσε να παρατάξει δύναμη 105.000 αντρών, το 34% του συνόλου των συμμαχικών δυνάμεων.
Στις αρχές Νοεμβρίου 1918 όλα τα θέματα που, θεωρητικά, αποτελούσαν τους λόγους συμμετοχής στον Α΄ Π.Π. (Ανατολική Μακεδονία, Δυτική και Ανατολική Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Βόρεια Ήπειρος, Δωδεκάνησα, Κύπρος) ήταν ανοιχτά, εκκρεμή και υπό συνεχή διαπραγμάτευση. Η συμμετοχή είχε στηριχτεί σε αόριστες υποσχέσειςτων συμμάχων. Σε αυτήν τη συγκυρία κατατέθηκε από τη Γαλλία η πρόταση προς την Ελλάδα να αναλάβει το κύριο βάρος της εκστρατείας στην Ουκρανία. Ο Βενιζέλος απάντησε άμεσα δίνοντας εντολή στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Άθω Ρωμάνο να μεταφέρει στον Κλεμανσό το εξής μήνυμα: «Ο ελληνικός στρατός είναι εις διάθεσιν των συμμάχων και δύναται χρησιμοποιηθή διά κοινόν αγώνα πανταχού όπου αποστολή του ήθελε κριθή αναγκαία».
Στις 27 Νοεμβρίου 1918 ο Βενιζέλος μετέβη στο Παρίσι, για να συναντηθεί με τον Κλεμανσό. Στόχος του ήταν να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Γαλλίας στο ζήτημα της Θράκης και, υπό προϋποθέσεις, την ευμένειά της στο ζήτημα της Σμύρνης. Αυτή η προφορική εγγύηση ήταν η ελπίδα στην οποία βασίστηκε η ελληνική συμμετοχή στη σχεδιαζόμενη εκστρατεία! Ακόμη και αν κάποιος αποδεχτεί τη λογική του μοιράσματος του κόσμου από τους ιμπεριαλιστές, τέτοιες «εγγυήσεις» σίγουρα δεν προκαλούσαν ενθουσιασμό, παρότι το περιβάλλον του και ο φιλικός Τύπος διέρρεαν παντού τη φράση «Ο δρόμος για τη Μικρά Ασία περνά από την Ουκρανία». Για αυτήν τη συνάντηση ο Σπύρος Μαρκεζίνης σχολιάζει: «Ο Κλεμανσώ ευθέως εζήτησεν την συμμετοχήν των Ελλήνων εις την επέμβασιν εις την Ρωσίαν.Εις την πραγματικότηταδεν επρόκειτο περί αιτήσεως, αλλά περί αξιώσεως».
Κατά την επιστροφή του στην Αθήνα ο Βενιζέλος απέκρυψε τις συνομιλίες και έδωσε σαφείς εντολές να υποβαθμιστεί το θέμα. Μάλιστα, μιλώντας στη Βουλή στις 6 Δεκεμβρίου 1918, προανήγγειλε έμμεσα τη συνέχιση των επιχειρήσεων και έκανε λόγο «διά την προθυμίαν προς σταθεράς θυσίας της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού». Από πού πρόκυπτε η βεβαιότητα πως ο ελληνικός λαός ήταν «πρόθυμος για θυσίες», και μάλιστα σταθερές (!), ο «εθνάρχης» δεν το ξεκαθάρισε.
Η απόφαση προκάλεσε πολιτικές αντιδράσεις, κυρίως από το νεοσύστατο ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα Ελλάδος), τον πρόδρομο του ΚΚΕ. Στις 12 του μηνός οι σοσιαλιστές βουλευτές Θεσσαλονίκης Αριστοτέλης Σίδερις και Αλμπέρτο Κουριέλ κατέθεσαν επερώτηση στη Βουλή: «Αν επιβεβαιούται η φήμη περί συμμετοχής ελληνικών στρατευμάτων εις την κατά της Ρωσσίας εκστρατείαν και ποία συμφέροντα του ελληνικού λαού απαντούσι ταύτην». Τοποθετούμενος, ο Σίδερις τόνιζε πως δεν έπρεπε«[…] να αναμιχθώμεν εις τα εσωτερικά άλλου λαού, […] ο πραγματικός στόχος είναι η υποστήριξις των συμφερόντων εκείνων οι οποίοι είναισυνδεδεμένοι με οικονομικά χρηματιστικά συμφέροντα. […] Εγώ όμως δεν δύναμαι να ακολουθήσω εις τούτο την πλειοψηφίαν και δηλώ ότι διαμαρτύρομαι κατά της εκστρατείας αυτής, διότι την ευρίσκω και άδικον και ασύμφορον προς το συμφέρον του κράτους και του έθνους».
Η απάντηση του αντιπρόεδρου της κυβέρνησης Εμμ. Ρέπουλη αποτελεί μνημείο πολιτικής υποκρισίας. Ενώ λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 2 Δεκεμβρίου, ο Βενιζέλος σε συνάντησή του στη Θεσσαλονίκη με τον Γάλλο στρατηγό Φρανσουά ντ’ Εσπερί ρύθμιζε και τις τελευταίες λεπτομέρειες (μέχρι και την επιμελητεία των ελληνικών μεραρχιών συμφώνησαν), ο Ρέπουλης στη Βουλή δήλωνε ανερυθρίαστα: «Δεν υπάρχει έδαφος όπως αναπτυχθεί η επερώτησις εφόσον δεν υπάρχει τοιούτον γεγονός».
Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι η φιλομοναρχική, αντιβενιζελική αντιπολίτευση σε αυτήν την περίπτωση ήταν πολύ φειδωλή στις αντιδράσεις της. Η υποταγή στα ιμπεριαλιστικά κελεύσματα αποτελούσε κοινό τόπο και για τους δύο άσπονδους εχθρούς. Η αντιπαράθεση γινόταν σε ζητήματα τακτικής, ποιος θα ανταποκρινόταν καλύτερα σε αυτά τα κελεύσματα.[…]
Υπήρχε, βέβαια, και ένας βαθύτερος προβληματισμός που τον διατύπωσε με σαφήνεια ο πρέσβης στο Παρίσι Άθως Ρωμάνος: Παρακαλώ να δηλώσητε εις Γάλλον αρχιστράτηγον ότι φόβος μεταδόσεως πνεύματος μπολσεβικισμού κάμνει κυβέρνησιν να ενδοιάζη ως προς αποστολήν ελληνικού στρατού εις Ρωσσίαν και να αναμείνη άφιξιν προέδρου [σ.σ. του Βενιζέλου], όπως συνεννοηθή μετ’ αυτού, πριν εγκρίνη τοιαύτην αποστολήν. Θα προσθέσετε δε ότι στρατεύματά μας είναι πάντοτε εις διάθεσιν αρχιστρατήγου διά οιανδήποτε άλλην αποστολήν.» Όπως θα δούμε, είχαν δίκιο να φοβούνται το «πνεύμα μπολσεβικισμού»…