15.4 C
Athens
Δευτέρα, 2 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο δρόμος για το Ιλιντέν, του Σπύρου Αλεξίου


Συμπληρώνονται 120 χρόνια από την εξέγερση στη Μακεδονία που έμεινε στην ιστορία ως «εξέγερση του Ίλιντεν», λόγω της έναρξής της τη μέρα της γιορτής του προφήτη Ηλία. Το kommonδημοσιεύει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου «Μεγάλη Ιδέα 1844 -1922»

 

Η πρώτη δυναμική εμφάνιση της βουλγαρικής Μεγάλης Ιδέας έγινε στις 12 Ιουλίου 1895: ο έφεδρος υπολοχαγός του βουλγαρικού στρατού Μπόρις Σαράφοφ εισέβαλε στο Μελένικο, επικεφαλής περίπου εξήντα αντρών. Ήταν η κορύφωση της αντάρτικης δραστηριότητας κατά την περίοδο Ιούλιος-Αύγουστος 1895 στη Βορειοανατολική Μακεδονία –και ιδιαίτερα στις περιοχές των Μελένικο, Νευροκοπίου, Πετριτσίουκαι Στρωμνίτσης. Η δραστηριότητα αυτή είχε την ανοιχτή στήριξη της Σόφιας και ένας από τους στόχους ήταν η πρωτοκαθεδρία απέναντι στην ΕΜΕΟ, που την ίδια περίοδο δεν είχε ως επιλογή την ανοιχτή ένοπλη εξέγερση. Το απόσπασμα του Σαράφοφ, το οποίο αποτελούνταν κυρίως από φοιτητές και μαθητές βουλγαρικών σχολών, κατέλαβε το τηλεγραφείο και πυρπόλησε τη μικρή τουρκική συνοικία. Το κίνημα δεν μπόρεσε να εξαπλωθεί και αντιμετωπίστηκε εύκολα από τον οθωμανικό στρατό.

Η εύκολη επικράτηση στον πόλεμο με την Ελλάδα το 1897 ενίσχυσε την αποφασιστικότητα του οθωμανικού κράτους. Στη Μακεδονία εντάθηκαν οι επιθέσεις του τακτικού στρατού και μουσουλμανικών συμμοριών κατά των αυτονομιστών αλλά και κατά «ύποπτων» χωριών. Την ίδια περίοδο (1898), η καθοδηγούμενη από τη Σόφια Ανώτατη Μακεδονική Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει σε οργανωμένη ένοπλη δράση. Οι συνθήκες αυτές έφεραν την ΕΜΕΟ μπροστά στην ανάγκη δυναμικής παρέμβασης. Η εξέγερση τελικά αποφασίστηκε στο συνέδριο της οργάνωσης, που συγκλήθηκε σε συνθήκες παρανομίας στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές Ιανουαρίου του 1903. Η απόφαση δεν πάρθηκε εύκολα, καθώς μεγάλομέρος των στελεχών της αριστερής πτέρυγας, όπως ο Ντέλτσεφ, αντιμετώπιζαν αρνητικά μια τέτοια προοπτική, τη θεωρούσαν βεβιασμένη και χωρίς πιθανότητες επιτυχίας.

Το κλίμα βάραινε με την παρουσία στελεχών της επιτροπής, όπως ο συνταγματάρχης Αναστάς Γιάνκοφ, στη Μακεδονία που όχι μόνο προσπαθούσαν να προκαλέσουν μια –από κάθε άποψη– πρόωρη εξέγερση, αλλά ταυτόχρονα συκοφαντούσαν καιτα στελέχη της ΕΜΕΟ. Σε προκήρυξη που δημοσίευσε η τελευταία τις παραμονές της εξέγερσης αναφέρεται:

«[…] Καθ’ ον χρόνον διαφωτίζετε τα πνεύματα των πολεμιστών δεν πρέπει να παραμελήτε να επισύρητε την προσοχήν αυτών επί του Μακεδονικού Ζητήματος υπό έποψιν διεθνή. Πρέπει να εθίσητε αυτούς να μηναναμένωσι καμμίαν βοήθειαν παρά της Ρωσίας, Αυστρίας, Βουλγαρίας,

Σερβίας και Ελλάδος, αλλά να βασίζωνται επί της ιδίας αυτών δυνάμεως.Πρέπει να αναπτύξητε αυτοίς ότι η ελευθερία δεν δίδεται ως ελεημοσύνη εις τους λαούς, αλλ’ αυτή αποκτάται διά των όπλων· και όσον το όπλον ευρίσκεται πλησιεστέρον εις την χείρα τόσον και η δύναμις αυξάνει.»

Το έναυσμα έδωσαν οι περίφημοι Βαρκάρηδες της Θεσσαλονίκης, μια ολιγομελής αναρχική ομάδα νέων Βουλγάρων, αποφοίτων του Εξαρχικού Γυμνασίου αρρένων Θεσσαλονίκης. Οι ίδιοι αυτοαποκα-λούνταν «γκεμιτζήδες».

Η ομάδα δημιουργήθηκε το 1897, αρχικά σχετιζόταν με την ΕΜΕΟ, όμως σύντομα ανεξαρτητοποιήθηκε. Αριθμούσε περίπου τριάντα με σαράντα μέλη. Στις 28-29 Απριλίου τοποθέτησαν εκρηκτικά στο γαλλικό επιβατηγό πλοίο «Γουανταλκιβίρ». Ακολούθησαν βομβιστικές επιθέσεις σε επιβατικό τρένο από την Αδριανούπολη καθώς και στο εργοστάσιο φωταερίου της Θεσσαλονίκης. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν με την ανατίναξη της οθωμανικής τράπεζας και της γερμανικής λέσχης που βρισκόταν κοντά στο κτίριο.

Ακολούθησαν έντονες συγκρούσεις της βουλγαρικής και της τουρκικής κοινότητας της πόλης,

οι οποίες οδήγησαν σε συλλήψεις και φυλακίσεις Βούλγαρων πολιτών. Τα περισσότερα μέλη των «γκεμιτζήδων» σκοτώθηκαν, οι ελάχιστοιπου γλίτωσαν συνελήφθησαν. Ο μόνος που διέφυγε τη σύλληψη ήταν ο Πάβελ Σάτεφ. Το 1910 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και εργάστηκε

ως καθηγητής. Αξίζει να αναφερθεί πως στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμου πήρξε συνεργάτης του Τίτο.

Λίγες ημέρες μετά τις επιθέσεις των «γκεμιτζήδων», η αριστερή πτέρυγα της ΕΜΕΟ δέχτηκε ένα αποφασιστικό πλήγμα. Στις 4 Μαΐου 1903σκοτώθηκε σε συμπλοκή με την οθωμανική πολιτοφυλακή, κοντά στο χωριό Μπάνιτσα των Σερρών, ο Γκότσε Ντέλτσεφ, η πιο χαρισματική

προσωπικότητα της οργάνωσης. Είχε αντιταχτεί στην ιδέα της ένοπλης εξέγερσης και όταν αυτή αποφασίστηκε πέτυχε να την καθυστερήσει, ώστε να προετοιμαστεί καλύτερα. Με αυτά τα δεδομένα και με εμφανή την πίεση της Σόφιας, πίεση που άγγιζε τα όρια της προβοκάτσιας, η

ΕΜΕΟ προχώρησε στην εξέγερση.

 

Η εξέγερση του Ιλιντέν

Τη νύχτα της 20ής Ιουλίου 1903 το σύνθημα της εξέγερσης δόθηκε μεμια αλυσίδα φλεγόμενων θημωνιών στον κάμπο του Μοναστηρίου. Ανκαι το αρχικό σχέδιο προέβλεπε την καθολική εξέγερση στην τουρκο-κρατούμενη Μακεδονία και Θράκη, τελικά πραγματική εξέγερση είχαμε

μόνο στο βιλαέτι του Μοναστηρίου και μικρές εστίες σε άλλες περιοχές. Η εξέγερση κηρύχτηκε επίσημα στις εκκλησίες των περισσοτέρωνχωριών του βιλαετίου και ξεκίνησε με δολιοφθορές και καταστροφή γεφυριών, σιδηροδρομικών γραμμών και τηλεγραφικών υποδομών.

Χαρακτηρίζεται δε από την επίσημη ελληνική ιστοριογραφία ως «ψευδεπανάσταση». Δεν είχαν όμως την ίδια γνώμη οι πρωταγωνιστές του ελληνικού «μακεδονικού αγώνα» που έζησαν τα γεγονότα. Πέντε ημέρες μετά το ξέσπασμά της, ο Ίων Δραγούμης, γραμματέας τότε του ελληνικού προξενείου στο Μοναστήρι, γράφει σε επιστολή στον πατέρα του Στέφανο Δραγούμη:

«Αγαπητέ μπαμπά, έχομεν Σλαυικήν επανάστασιν εν Μακεδονία. Τούτοαρκεί διά να εννοήση ο πονών και γιγνώσκων. Άπαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το κομιτάτον, ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλείστοι εκουσίως. Καταλαμβάνονται υπό των επαναστατών αι κωμοπόλεις και τα χωρία τα κατοικούμενα υπό βλαχοφώνων και αλβανοφώνων Κρούσοβον, Πισοδέριον, Νεβέσκα κ.λπ. Μανθάνω ταύτην την στιγμήν ότι κατελήφθη η Κλεισούρα. Δεν είμαι βέβαιος αν συμφέρη πλέον ν’αντιδρώμεν εις το κίνημα. Οι Τούρκοι ανικανώτατοι, δεν βοηθούν ημάς.»

Σύμφωνα με αναλυτικό πίνακα του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου, ο οποίος συντάχτηκε στις 16 Μαΐου 1906, εκατόν τριάντα από τα εκατόν τριάντα τρία χριστιανικά χωριά των καζάδων Φλώριναςκαι Καστοριάς και δεκαέξι από τα είκοσι δύο του καζά Καϊλαρίων, της σημερινής Πτολεμαΐδας, μετείχαν ενεργά στην εξέγερση. Ο μακεδονομάχος Πέτρος Σουγαράκης γράφει για την περιοχή του Μορίχοβου:

«Εκείνην την ημέραν επαναστάτησεν όλος ο κόσμος και εξεγέρθη κενεναντίον του τουρκικού ζυγού, άλλοι με τσεκούρια, άλλοι με δρεπάνια, κόσες και δίκαννα κυνηγετικά, και με ελάχιστα όπλα γκρα».

Την ίδια εκτίμηση είχαν και οι οθωμανικές αρχές. Σύμφωνα με την υπηρεσιακή στατιστική αποτίμηση της εξέγερσης του Ιλιντέν από το αρχείο του Χουσεΐν Χιλμί Πασά, σε πέντε από τους εννέα καζάδες του βιλαετίου(Μοναστηρίου, Οχρίδας, Κίτσεβο, Φλώρινας, Καστοριάς) η συμμετοχή του χριστιανικού πληθυσμού εκτιμάται ως καθολική.

Οι πηγές περιγράφουν μια εξέγερση που είχε ως βασικό χαρακτηριστικό την προσμονή μιας εύκολης επικράτησης, προσμονή μη ρεαλιστική. Ήταν περισσότερο ένα κοινωνικό ξέσπασμα που εκφραζόταν με ενθουσιασμό και βιαιότητα απέναντι όχι μόνο στην οθωμανική διοίκηση αλλά και στην τάξη των τσιφλικάδων – ασχέτως εθνικότητας. Είναι ενδεικτική η πυρπόληση του αγροκτήματος του Έλληνα τσιφλικά Χρηστάκη στην περιοχή της Φλώρινας.

Η κορυφαία στιγμή της εξέγερσης ήταν η κατάληψη του Κρουσόβου και η συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης, στην οποία συμμετείχαν από δύο εκπρόσωποι της «ρωμαίικης» πατριαρχικής, της «βουλγαρικής» εξαρχικής και της «ρουμανικής» εθνότητας.

Η απάντηση του οθωμανικού κράτους ήταν άμεση. Το Κρούσοβο ανακαταλήφθηκε στις 30 Ιουλίου και παραδόθηκε στις φλόγες.

Από τις11 Αυγούστου ο οθωμανικός στρατός, ενισχυμένος με 60.000 άντρες (!)από άλλες περιοχές, προχώρησε σε μαζική εκκαθάριση. Κάηκαν περίπου 120 χωριά, οι νεκροί ξεπέρασαν τους 2.000, ενώ πάνω από 60.000 πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Μπροστά σε αυτήν την

κατάσταση το αρχηγείο της ΕΜΕΟ ζήτησε στις 9 Σεπτεμβρίου από τη Σόφια να κηρύξει τον πόλεμο στην Πύλη, «εν ονόματι των υπόδουλων Βουλγάρων», και στις 19 του μηνός συνθηκολόγησε, καλώντας τους εξεγερμένους χωρικούς να δεχτούν την προσφορά αμνηστίας των οθωμανικών αρχών την ώρα που οι περισσότεροι οργανωμένοι μαχητές

κατέφευγαν κυρίως στη Βουλγαρία.

Η εξέγερση του Ιλιντέν είχε προδιαγεγραμμένη κατάληξη, δεν υπήρχε πιθανότητα επιτυχίας. Είχε πολύ αρνητικές συνέπειες, ιδιαίτερα τον τραγικό απολογισμό της βίας εκ μέρους του οθωμανικού στρατού. Υπήρξαν όμως και μεγάλες πολιτικές συνέπειες, που γέννησαν έναν νέο αιματηρό κύκλο βίας τα επόμενα χρόνια στη Μακεδονία.

Αρχικά, το Ιλιντέν υπήρξε το κύκνειο άσμα της ΕΜΕΟ ως επαναστατικής οργάνωσης, έστω

και με τα αντιφατικά χαρακτηριστικά της, καθώς απώλεσε την πλειονότητα των στελεχών και των μελών της καθώς και την υποστήριξη τωνφτωχών αγροτικών πληθυσμών, οι οποίοι βίωσαν μια αληθινή τραγωδία εξαιτίας του τυχοδιωκτικού χαρακτήρα της εξέγερσης.

Για τα εναπομείναντα στελέχη της φάνταζε μονόδρομος η πλήρης ταύτιση με τις επιδιώξεις του βουλγαρικού κράτους και προς αυτήν τηνκατεύθυνση κινήθηκαν, σε κλίμα εμφύλιας διαμάχης.

Είναι χαρακτηριστικό πως το 1907 στην ηγεσία της βρέθηκε ο Σαράφοφ, εκφραστής της

πολιτικής της Σόφιας, ο οποίος δολοφονήθηκε με πρωτοβουλία του Γιάνε Σαντάνσκι, της παλιάς φρουράς .Ο ίδιος ο Σαντάνσκι συνεργάστηκε στη συνέχεια με τους Νεότουρκους. Οι περισσότεροι από τους διασωθέντες αυτονομιστές εντάχτηκαν τελικά στις γραμμές του βουλγαρικού εθνικισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Βασίλ (Τσίλιος) Τσακαλάροφ,

ένα από τα πιο μαχητικά στελέχη της αριστερής πτέρυγας και πρωταγωνιστής στις συγκρούσεις με τους βερχοβιστές: κατέληξε να καθοδηγεί παραστρατιωτικές μονάδες στο πλευρό του βουλγαρικού στρατού και σκοτώθηκε το 1913 στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο.

Ακόμη μία συνέπεια ήταν η όξυνση στις σχέσεις των υπόδουλων εθνοτήτων της Μακεδονίας. Για μια σειρά από λόγους η εξέγερση δεντις αγκάλιασε όλες. Είναι χαρακτηριστικό πως στο ίδιο το Κρούσοβο η πλειονότητα των Ελλήνων κατοίκων, οι «εχέφρονες» όπως αποκλήθηκαν,

κράτησαν αρνητική στάση απέναντι στην εξέγερση, χωρίς αυτό να τους προφυλάξει όμως από τις θηριωδίες του οθωμανικού στρατού.Γιααυτό φέρει σοβαρή ευθύνη η ΕΜΕΟ με την –σε μεγάλο βαθμό– ταύτισή της με τις βουλγαρικές επιδιώξεις, η οποία γεννούσε καχυποψία στις

υπόλοιπες εθνότητες. Καχυποψία που, φυσικά, έσπευδαν να καλλιεργήσουν οι φορείς των άλλων Μεγάλων Ιδεών, κυρίως της ελληνικής.

Οι επίσημοι φορείς του ελληνικού κράτους και της εκκλησίας όχι μόνο στάθηκαν εχθρικοί απέναντι στην εξέγερση, αλλά προχώρησαν και σε ανοιχτή συνεργασία με τις οθωμανικές αρχές. Οι πανηγυρικές φωτογραφίες του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη με τον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Χουσεΐν Χουσνί Μπέη είναι ενδεικτικές. Αυτό δεν ήταν επιλογή μόνο ακραίων εθνικιστικών κύκλων. Στις 27 Ιουλίου 1903, λίγες ημέρες μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης, αντιπροσωπία των φοιτητών του Πανεπιστήμιου Αθηνών επισκέφθηκε την τουρκική πρεσβεία. Το αίτημά τους; Όπως έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός»

την επομένη (28 Ιουλίου 1903), ζήτησαν από την πρεσβεία «όπως μεσολαβήση παρά τω σουλτάνω και επιτραπή εις αυτούς να μεταβούν ειςτην Μακεδονίαν και να πολεμήσουν εναντίον των Βουλγάρων παρά το πλευρόν του τουρκικού στρατού»!

Υπήρχε όμως και η θεωρητική τεκμηρίωση. Στην «Ακρόπολη»της 10ης Αυγούστου 1903 αναδημοσιεύτηκαν οι δηλώσεις του Έλληνα επιτετραμμένου στη Ρώμη Χρίστου Μητσόπουλου:

«Ο κλονισμός της Τουρκίας θα συνεπιφέρη και τον κλονισμόν της Ελλάδος,

διότι μετά της Τουρκίας αποτελούμεν έν όλον, διότι οι Τούρκοι είμεθα εμείς. […] Το οσμανικόν κράτος είνε το αρχαίον Βυζάντιον υπό άλλον κυρίαρχον και άλλο όνομα. Το πράγμα όμως παρέμεινε το ίδιον. Αντίμιας φυλής εξωτερικεύουσι το κράτος δύο. Οι Τούρκοι είνε οι κυρίαρχοι του κράτους τούτου πολιτικώς, ημείς δε κοινωνικώς.»

Περίεργη άποψη για έναν ένθερμο θιασώτη της Μεγάλης Ιδέας…

Η ουσία είναι πως το Ιλιντέν είχε και μία παράπλευρη συνέπεια: την αφύπνιση και του ελληνικού εθνικισμού, όχι απλώς ως διακήρυξη ή ως εκκλήσεις κάποιων φανατικών της Μεγάλης Ιδέας, αλλά ως επίσημη κρατική πολιτική. Πλέον η αντιπαράθεση ήταν κυρίως μεταξύ Βούλγαρων και Ελλήνων, με τις οθωμανικές αρχές να την υποδαυλίζουν για προφανείς λόγους. Κι έτσι ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος στη Μακεδονία.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ