16.9 C
Athens
Τετάρτη, 15 Οκτωβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Ελληνικό καλοκαίρι», θρύλος και νοσταλγία, του Παντελή Μπουκάλα

 

Πηγή: Καθημερινή

 

Βαθύς Ιούλιος ήδη. Τα τηλερεπορτάζ, με τον πάντα ανυποψίαστο ενθουσιασμό τους να εξαντλεί τα πατροπαράδοτα κλισέ, καταμετρούν με μακάρια ελαφρότητα τουριστικά ρεκόρ και πληρότητες καραβιών, ξενοδοχείων, φαγάδικων και του χώρου μπροστά από τον Αγνωστο, όπου 57 κεράκια περιμένουν μάταια δικαίωση. Και αρπάζονται από τον πρώτο διάσημο ξένο που φτάνει στις Κυκλάδες ή τα Επτάνησα για να υμνήσουν άλλη μία φορά τη «μαγευτική ελληνική μοναδικότητα».

Επιπλέον, εξοπλισμένα πάντα μ’ εκείνον τον πατριωτισμό της δεκάρας που συνεχίζει να πιστεύει πως η Ελλάδα και οι Ελληνες είναι ιδιόχειρο δημιούργημα του Θεού, με ξεχωριστή ποιότητα πηλού, καταχερίζουν οποιονδήποτε τουρίστα διανοηθεί να διαμαρτυρηθεί στα σόσιαλμίντια ή σε κάποια εφημερίδα της πατρίδας του για τις αυθαίρετα υψηλότατες τιμές· για τα σκουπίδια που στολίζουν πόλεις και χωριά· για τις αδέσποτες χωματερές, που λαμπαδιάζουν συχνότερα και από τα εργοστάσια ανακύκλωσης· για τις διαβόητες «μερίδες Ξου», που δεν έπαψαν ποτέ να σερβίρονται στους «κουτόφραγκους»· για τις ταξιτζίδικες κουτοπονηριές, που κι αυτές δεν λένε να λείψουν· για την αυθαίρετη χρέωση ποτών που κανένας δεν ήπιε και μεζέδων που κανένας δεν δοκίμασε… «Ανθέλληνας, τι περιμένεις, ψέματα λέει», «βαλτός, τίποτε Τούρκοι ανταγωνιστές μας θα τον εκμίσθωσαν, μπορεί και Αλβανοί, ακόμα δεν βγήκαν απ’ τ’ αυγό τους και θέλουν μερίδιο στο τουριστικό κεφάλαιο». Με τέτοια ψευτοαμυνόμαστε, αενάως βαυκαλιζόμενοι.

Το περίφημο «ελληνικό καλοκαίρι» ήταν πάντα ΚΑΙ όλα αυτά, τα κακά, τα γκρίζα, τα αρνητικά. Τα άξια και τα ωραία του όμως, τα ενάρετα και τα φιλόξενά του, ήταν πολύ περισσότερα. Μα τώρα πια το θέρος μας δυσκολεύεται όλο και πιο φανερά με κάθε νέα χρονιά να υπερασπίσει την αλήθεια του, μπλεγμένη στο ίδιο πυκνό κουβάρι με τον θρύλο του. Στα διαφημιστικά προγράμματα του τύπου «Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα» η λέξη «μύθος» έχει αποκτήσει ανάποδο περιεχόμενο, σχεδόν καγχαστικό.

Η νοσταλγία μας ζορίζεται ιδιαίτερα να ανακαλέσει ζωηρό και γλαφυρό το θρυλικό «ελληνικό καλοκαίρι». Να το αναπαραστήσει με όλα του τα χρώματα και όλες του τις γεύσεις, μεθυστικές μια φορά κι έναν καιρό. Στ’ αλήθεια τώρα, μά τον Δία και μά τον ΟΠΕΚΕΠΕ, πόσες φορές κερδίζουμε πια το στοίχημα της γεύσης του ροδάκινου ή του βερίκοκου; Και πόσες φορές μάς μεθάει η γεύση του πεπονιού και του καρπουζιού, που εμφανίζονται στην αγορά (τα δικά μας, όχι τα εισαγόμενα) πριν μεσιάσει η άνοιξη; Για την ντομάτα, και μάλιστα μιας «χωριάτικης» που αρνήθηκε ήδη τη φέτα και τις ελιές, περιττεύει ο πολύς λόγος. Η γευστική της ουδετερότητα διεκδικεί τα πρωτεία από την πατάτα, αδιάφορη για τους γευστικούς μας κάλυκες.

Αυτή τη νοσταλγία ολοένα και περισσότεροι δημοσίως φλυαρούντες, τη συγχέουν νοηματικά με τον «νόστο», εξισώνοντας τα μη εξισούμενα. Επειδή κάπου κάτι πήρε το αυτί τους, σπεύδουν να επιβιβαστούν στον συρμό της χρήσης εύηχων λέξεων. Νά, σαν τη «συμπερίληψη» ή την «ενσυναίσθηση». Που, το ξέρουμε πια, δεν είναι τίποτε παραπάνω από φο μπιζού.

Χιλιοτραγουδισμένο από ποιητές και πεζογράφους το ελληνικό καλοκαίρι, από κινηματογραφιστές και ζωγράφους, υπάγεται πλέον στη δικαιοδοσία των τικτόκερ και των ινφλουένσερ. Αυτοί θα κρίνουν, με τις μυριάδες των likes τους, τι «θα παίξει» φέτος και τι του χρόνου του παραχρόνου, ποιο νησί δηλαδή έχει σειρά να εκμυκονιστεί ή να εκσαντορινιστεί. Αυτοί και οι κατασκευαστές καταλόγων: «Τα πέντε ομορφότερα νησιά της Ελλάδας», «οι είκοσι γραφικότερες παραλίες», «τα δέκα αυθεντικότερα χωριά», «τα τριάντα στέκια με το γευστικότερο σουβλάκι», το τυλιχτό, εντάξει, ας μη σφαζόμαστε «Νότιοι» και «Βόρειοι» ακόμα και γι’ αυτό.

Ραγδαία η αλλαγή, σε κάθε πεδίο του μικροσύμπαντος με το όνομα Ελλάδα, αποκτά τα γνωρίσματα της αλλοίωσης όλο και βαθύτερα, όλο και στερεότερα. Σχεδόν τελεσίδικα – ας πιαστούμε από αυτό το «σχεδόν». Ας κρεμάσουμε πάνω του μια κάποια ελπίδα. Στο κάτω κάτω, έχουν και οι νεότερες γενιές το δικαίωμα να στήσουν ελεύθερα τη σκηνούλα τους, να ερωτευτούν στο φεγγαρόφωτο, ν’ ανάψουν φωτιά στην παραλία και να πουν τα τραγούδια τους, να κολυμπήσουν σε καθαρά νερά, χωρίς να αναγκαστούν να νοικιάσουν ξαπλώστρα και ομπρέλα. Κι ωστόσο, παρά τα κινήματα ανάκτησης του δημόσιου χώρου που εκδηλώθηκαν τα τελευταία χρόνια σε κάποια νησιά μας, το ζεύγος ξαπλώστρα – ομπρέλα παραμένει χωροκατακτητικότατο. Χάρη και στην προστασία που του παρέχει η μικρή και η μεγάλη εξουσία, η αυτοδιοικητική και η κυβερνητική.

Εχουν το δικαίωμα οι νεότεροι, αλλά και οι εργαζόμενοι κάθε ηλικίας, και οι συνταξιούχοι, να πιστεύουν ότι η Ελλάδα δεν είναι ένας τουριστικός προορισμός αποκλειστικά για τους «άλλους», με τους ίδιους «στην απέξω». Γιατί, και πάλι μά την αλήθεια, πόσο ελληνικό μπορεί να είναι ένα καλοκαίρι που αφορά όλο και λιγότερο τους Ελληνες; Που εμπεριέχει όλο και λιγότερους Ελληνες από χρόνο σε χρόνο, λόγω των υψηλών τιμών σε κάθε είδους αγαθό ή υπηρεσία, και, ταυτόχρονα, λόγω των μικρών μισθών και συντάξεων; «Λαϊκιστική γκρίνια»; Μάλιστα. «Το ταξίδι Αγγλία – Ολλανδία κοστίζει πολύ φθηνότερα από το Ιος – Νάξος», έτσι επιγραφόταν ένα τεκμηριωμένο άρθρο του Μιχάλη Σταυρόπουλου στην «Κ» της 15ης Ιουλίου. Και να ‘ταν μόνο τα ακτοπλοϊκά…

Υπάρχει Ελλάδα που αντέχει ακόμα, στεριανή και θαλασσινή. Αυτό εντούτοις δεν δικαιούμαστε να το μεταφράσουμε στην ιδέα ότι υπάρχει ακόμα Ελλάδα για ξόδεμα, για πούλημα, για εκποίηση, για απομυζητική εκμετάλλευση, για «αξιοποίηση». Ελεος πια με τον καταστροφικό πυρετό των «τουριστικών ρεκόρ», που πρέπει να τα καταρρίπτουμε κάθε μήνα, κάθε χρόνο, σε κάθε νησί, σε κάθε βουνό, γιατί τάχα αυτή είναι η βαριά βιομηχανία μας κι άλλο τίποτε δεν έχουμε για να βιοποριστούμε σαν έθνος.

Ελεος και με την παχυδερμική αδιαφορία για τα δεινά της κλιματικής κατάρρευσης. Οι συνέπειές της είναι ορατές στην Ελλάδα και στον κόσμο όλον, και μόνο ο Τραμπ και τα τραμποειδή του πλανήτη δεν τις βλέπουν. «Η κλιματική κρίση μετατρέπει την Ευρώπη σε έναν χαμένο καλοκαιρινό παράδεισο. Σε ολόκληρη την Ισπανία, την Ιταλία, την Ελλάδα, τη Γαλλία και αλλού οι κατακλυσμοί, η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης, η ασφυκτική ζέστη και οι τρομακτικές πυρκαγιές μετέτρεψαν τις ποθητές γωνιές της ηπείρου σε στενάχωρες τοποθεσίες που κανείς δεν θέλει να επισκεφθεί» έγραφε στην «Κ», στις 15 Ιουλίου, ο Τζέισον Χόροβιτς των «NewYorkTimes». Εντάξει, για την Ελλάδα τα παραλέει, δεν γίναμε ακόμα Ισπανία. Αλλά με τη νοοτροπία που μας δέρνει δεν θα μας πάρει πολύ.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ