Ο χώρος των εκδόσεων άνοιξε πυρ κατά της Amazon. Στις ΗΠΑ εννιακόσιοι συγγραφείς κατήγγειλαν τις πρακτικές του κολοσσού των online πωλήσεων δίνοντας συνέχεια στη διαμάχη της εταιρείας με γαλλικό εκδοτικό οίκο. Διαβάζουμε το άρθρο της Audrey Fournier, από τη Monde.
….
Η Amazon βρίσκεται εδώ και μήνες στα μαχαίρια με τις γαλλικές εκδόσεις Hachette, που αρνούνται να μειώσουν τις τιμές των ψηφιακών τους βιβλίων στην αμερικανική αγορά. Η Amazon που θα επιθυμούσε να επιβάλει την ενιαία τιμή των 9,99 δολ. (7,5 ευρώ) στα ηλεκτρονικά βιβλία του Hachette, έχει πράγματι πολλά να κερδίσει, γιατί αυτό θα της επέτρεπε να δώσει κίνητρα στους πελάτες της να χρησιμοποιούν τη δική της ταμπλέτα ανάγνωσης, το kindle.
Αυτό που ξεκίνησε σαν μια απλή εμπορική διαμάχη, σιγά σιγά πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς η Amazon προχώρησε σε αντίποινα: επιμήκυνε τις προθεσμίες παράδοσης, κατάργησε τη δυνατότητα προπαραγγελίας, καθώς και τις πιθανές εκπτώσεις στα βιβλία του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου.
Η απάντηση ήρθε από την κίνηση 900 συγγραφέων να δημοσιεύσουν δισέλιδη καταχώριση στους New York Times καταγγέλλοντας αυτές τις πρακτικές. Ανάμεσα στους υπογράφοντες βρίσκονται σημαντικά ονόματα της λογοτεχνίας όπως οι Paul Auster, John Grisham, Stephen King, Donna Tartt, αλλά και η γαλλόφωνη Καναδή Nancy Huston.
Η Φουρνιέ στο άρθρο της σημειώνει ότι η εμπορική δραστηριότητα της Amazon δεν μπορεί να συγκριθεί με το αντίστοιχο μέγεθος ενός εκδοτικού οίκου όπως ο Hachette. Αν η Amazon, η οποία έχει μερίδιο 60% στην αμερικανική αγορά του βιβλίου, υποχωρήσει στο θέμα της τιμής των ηλεκτρονικών βιβλίων, ο αντίκτυπος στα κέρδη της θα είναι μικρός. Οι επιπτώσεις για τον Hachette αντίθετα θα ήταν σαφώς πολύ μεγαλύτερες.
Το άρθρο δίνει πληροφορίες για την αγορά του ηλεκτρονικού βιβλίου η οποία παραμένει σχετικά περιορισμένη (5% της αγοράς στη Γαλλία, αλλά πάνω από 20% στις ΗΠΑ), ωστόσο η πώληση μέσω διαδικτύου αυξάνεται σταθερά: στη Γαλλία το 2013 σημείωσε αύξηση 6%. Η Amazon κατέχει σημαντική θέση στο χώρο ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’90, καθώς προσφέρει μεγάλο εύρος επιλογής και πολύ γρήγορη αποστολή.
Αναζητώντας τρόπους να πέσουν οι τιμές στη γαλλική αγορά παρακάμπτοντας το εμπόδιο που βάζει ο νόμος σχετικά με την ενιαία τιμή βιβλίου, η Amazon δοκίμασε να εκμηδενίσει τα έξοδα αποστολής. Η Fnac τη μιμήθηκε. Το Γαλλικό Κοινοβούλιο απάντησε την περασμένη άνοιξη με τον επονομαζόμενο “νόμο αντι-Amazon”, με στόχο να εμποδίσει τον συμψηφισμό της δωρεάν αποστολής με την έκπτωση του 5%. Η απάντηση των ενδιαφερομένων ήταν να μετατρέψουν τα έξοδα αποστολής από 0 σε 1 λεπτό του ευρώ “στις αποστολές που περιέχουν βιβλία”.
Στόχος της συγκεκριμένης νομοθετικής παρέμβασης, που παρακάμφθηκε αμέσως, ήταν να προστατευτεί ο χώρος του βιβλίου παγώνοντας τις τιμές. Μόνο που η ελκυστικότητα της Amazon δεν οφείλεται μονάχα στις χαμηλές τιμές, αλλά επίσης, και κυρίως, στο μέγεθος του καταλόγου της, και στις δυνατότητες των υπηρεσιών της που εξασφαλίζουν την ταχύτατη παράδοση. Και σε αυτούς τους τομείς, τα μέσα που χρησιμοποιεί η Amazon είναι σαφώς δυσανάλογα σε σχέση με εκείνα των ανεξάρτητων βιβλιοπωλών, κυρίως διότι επενδύει μαζικά στις υποδομές.
Επιπλέον το άρθρο αναφέρεται στις καταγγελίες που δέχεται η Amazon για τη φορολογική της πρακτική. Σημειώνεται ότι η εταιρία πληρώνει φόρους σαφώς κατώτερους από όσο θα έπρεπε, λαμβάνοντας υπόψη τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιεί σε γαλλικό έδαφος.
Έχοντας την πρωτοκαθεδρία στις χαμηλές τιμές, μέχρι τη θεσμοθέτηση της ενιαίας τιμής το 1981, η Fnac επιχειρεί να παίξει επί ίσοις όροις με την Amazon, βασιζόμενη στο μεγάλο δίκτυο καταστημάτων που διαθέτει και στο Kobo, την οικιακή συσκευή ανάγνωσης που είναι ενσωματωμένη στη δική της πλατφόρμα διανομής ηλεκτρονικών βιβλίων. Ο όμιλος δημοσίευσε θετικά νούμερα στις αρχές του χρόνου, αποτέλεσμα σοβαρών περικοπών και ενός κοινωνικού προγράμματος. (ΣτΜ: ad hoc πρόγραμμα αποκατάστασης απολυμένων εργαζομένων, σε περίπτωση που μια εταιρία κάνει μαζικές περικοπές στο προσωπικό της.)
Ο στόχος ήταν να αποστέλλει τα προϊόντα της εξίσου γρήγορα με την Amazon, διατηρώντας τις ελκυστικές τιμές, και να επεκταθεί και σε άλλα προϊόντα (πχ. ηλεκτρικές συσκευές). Αυτή η στρατηγική διαφαίνεται πως, βραχυπρόθεσμα, είναι αποδοτική.
Αντιθέτως, το δίκτυο βιβλιοπωλείων Chapitre, το δεύτερο μεγαλύτερο στη Γαλλία μετά τη Fnac, έβαλε λουκέτο στις αρχές του χρόνου. Είχε ιδρυθεί από ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία που συνενώθηκαν για να επιβιώσουν, αλλά δεν κατάφερε να αυξήσει τον κύκλο εργασιών του και τα 57 καταστήματά του πωλήθηκαν, ώστε να μετατραπούν σε “δίκτυο ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων”. Η στρατηγική του ομίλου, που συνίστατο στην ενιαιοποίηση των βιβλιοπωλείων, και στη συμμετοχή τους στο France Loisirs (γαλλική ιστοσελίδα online πωλήσεων http://www.franceloisirs.com/), δεν ήταν πειστική για τους πελάτες.
Η Γαλλία είναι η μόνη χώρα που αντιστέκεται; Όχι. Μεγάλα αμερικανικά βιβλιοπωλεία επίσης δοκιμάζονται από τον ανταγωνισμό της Amazon. To Barnes&Noble για παράδειγμα είδε τον κύκλο εργασιών του να πέφτει κατά 10% μέσα σε δυο χρόνια: ήταν θύμα της ανόδου του online εμπορίου και της ανάπτυξης των ψηφιακών βιβλίων, σε μια χώρα όπου η ανάγνωση σε τάμπλετ έχει πλέον γίνει συνήθεια. Για να επιβιώσει το Barnes&Noble, μόλις ανακοίνωσε ότι δεσμεύτηκε σε μια συνεργασία με την Google για την αποστολή προϊόντων, ώστε να κατορθώσει να επιταχύνει τη διανομή, χρησιμοποιώντας την υπηρεσία Google Shopping Express.
Το βιβλιοπωλείο αναγκάστηκε επίσης να εγκαταλείψει τη δική του συσκευή ανάγνωσης, το Nook, και ξεκίνησε συνεργασία με τη Samsung με στόχο να συνδέσει την πλατφόρμα ηλεκτρονικών βιβλίων του με τις ταμπλέτες της κορεάτικης εταιρίας. Μέσα σε πέντε χρόνια, το Barnes&Noble αναγκάστηκε να κλείσει καμιά εξηνταριά καταστήματα στις ΗΠΑ, αλλά κατάφερε επίσης να ισοσταθμίσει τον τζίρο του, κάνοντας περικοπές στις δαπάνες.
Επιμέλεια: Κροτ.