Στη πρόσφατη (22/10/2024) Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την Ευρώπη (Regional Economic Outlook-Europe) που δημοσιεύτηκε με αφορμή την ετήσια σύνοδο στην Ουάσιγκτον σημειώνεται, μεταξύ άλλων, η δυσανάκαμψη στην Ευρώπη, η πληθωριστική αβεβαιότητα, οι γεωπολιτικές εντάσεις, κ.λ.π. Επίσης επισημαίνονται οι επερχόμενοι κίνδυνοι στην ευρωπαϊκή οικονομία, όπως οι ρυθμοί των πληθωριστικών πιέσεων, η διατήρηση του δυσμενούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος, ο συνδυασμός χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης και υψηλού επιπέδου χρέους και δημοσίου ελλείμματος, η γήρανση του πληθυσμού, το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων και οι χαμηλοί ρυθμοί βελτίωσης της παραγωγικότητας.
Παράλληλα όμως το ΔΝΤ παραλείποντας να διερευνήσει τόσο τα θεωρητικά-επιστημονικά, όσο και τα διαχειριστικά αίτια των δυσμενών αυτών κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων στην Ευρώπη στο παρόν και το μέλλον, διατυπώνει τη πεπατημένη πρόταση της πολιτικής της δημοσιονομικής πειθαρχίας καθώς όπως υποστηρίζει ο δημοσιονομικός χώρος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Έτσι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, μετά από χρόνια χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής σε πολλές χώρες, είναι η ώρα τώρα να σταθεροποιηθεί η δυναμική του χρέους και να αποκατασταθούν τα αναγκαία δημοσιονομικά «μαξιλάρια ασφαλείας».
Όμως, οι πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας που αποτελούν πλέον παραδοσιακό κεκτημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που επέφεραν, έχουν κατά βάση, ως θεωρητικό-επιστημονικό υπόβαθρο τόσο τον νεοκλασσικό κύκλο του μακρο-οικονομικού υποδείγματος της μακροχρόνιας οικονομικής μεγέθυνσης του R.Solow (1956), όσο και τον κύκλο του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος της δημοσιονομικής σταθερότητας. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες τρείς δεκαετίες, βασιζόμενες στα δύο αυτά θεωρητικά-επιστημονικά ρεύματα ουσιαστικά « φυλακίζουν», μεταξύ άλλων, τους πόρους της ευρωπαϊκής οικονομίας και τη διαδικασία παραγωγής τους στο δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Έτσι στερείται ο ευρωπαϊκός οικονομικός και κοινωνικός σχηματισμός από πόρους επενδύσεων, ανάπτυξης, απασχόλησης, κοινωνικού κράτους, κ.λ.π. που θα μπορούσαν αντικειμενικά να τροφοδοτήσουν τόσο την αποκλιμάκωση του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, όσο και την αντιμετώπιση των ανισοτήτων, της φτωχοποίησης και της διάβρωσης της κοινωνικής συνοχής. Επιπλέον, οι ασκούμενες κοινωνικο-οικονομικές ευρωπαϊκές πολιτικές, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, αποτελούν, μεταξύ άλλων, την ατμομηχανή των αντιφάσεων και των τάσεων κατακερματισμού, οικονομικής και κοινωνικής περιθωριοποίησης, παρά την επιδιωκόμενη πολιτική ενοποίηση και οικονομική-κοινωνική σύγκλιση και ευημερία της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Κατά συνέπεια η Ευρώπη, όπως έλεγε ο Jacques Delors, είναι «αγνώστου πολιτικής ταυτότητας» αλλά ταυτόχρονα είναι γνωστής και συγκεκριμένης οικονομικής και κοινωνικής ταυτότητας, η οποία υπονομεύει τις οικονομικές της επιδόσεις και την κοινωνική της αποτελεσματικότητα.
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το νεοκλασσικό μακρο-οικονομικό υπόδειγμα του R.Solow υπογραμμίζει τον ρόλο παραγόντων, όπως η συσσώρευση κεφαλαίου, η αύξηση του εργατικού δυναμικού και η τεχνολογική πρόοδος στην εξήγηση της μακροχρόνιας οικονομικής μεγέθυνσης, τονίζοντας ιδιαίτερα τη σημασία της τεχνολογικής προόδου και της καινοτομίας. Όμως η εφαρμογή του συγκεκριμένου υποδείγματος δεν συνάδει με τη σημερινή κοινωνικο-οικονομική, κλιματική, δημογραφική, κ.λπ. πραγματικότητα της Ευρώπης. Κι’ αυτό επειδή δεν λαμβάνει υπόψη, για παράδειγμα, τις επενδύσεις αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, καθώς κι’ αυτές της κλιματικής μετάβασης. Αγνοεί την ενέργεια ως βασικό συστατικό στοιχείο της παραγωγής και δεν λαμβάνει υπόψη άλλες σημερινές και μελλοντικές ευρωπαϊκές επιδιώξεις και προκλήσεις, όπως για παράδειγμα, την επαναβιομηχάνιση ή την ψηφιοποίηση ή την γήρανση του πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ο.Βodin-A.Grandjean, Alternatives Economiques, 4/10/2024).
Παράλληλα, ο δομικός διαχωρισμός πολιτικής και οικονομίας επιφέροντας τη πλήρη αυτονομία της δράσης τους, τροφοδότησε την αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης του νεοκλασσικού υποδείγματος αναδεικνύοντας το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσα από την αυτονόμηση των χρηματοπιστωτικών δομών, των μηχανισμών του ανταγωνισμού, των ιδιωτικοποιήσεων, της νομισματικής και δημοσιονομικής ηγεμονίας καθώς και της υποταγής της πραγματικής οικονομίας στους υπερεθνικούς οργανισμούς και τις χρηματο-πιστωτικές Αγορές. Στις συνθήκες αυτές η αξιολογική προσέγγιση (στόχοι-μέσα-αποτελέσματα) των ασκούμενων πολιτικών στην Ευρώπη αναδεικνύει την ύπαρξη της πλήρους απόκλισης μεταξύ των διακηρυγμένων στόχων και μέσων με τα αποτελέσματα της οικονομικής στασιμότητας, της υπερ-κερδοφορίας, των ανισοτήτων, της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, της φτωχοποίησης, κ.λ.π.
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ο σοβαρός προβληματισμός και η έντονη ανησυχία που αναπτύσσεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την ικανότητα της να επιτύχει τόσο τον αναγκαίο μετασχηματισμό του σχεδιασμού, των επενδύσεων και της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών που είναι απαραίτητη για την κυριαρχία και την αυτονομία της (Justin Delepine, Alternatives Economiques, 7/6/2024), όσο και την αναβάθμιση της ως ισχυρής οικονομικής και κοινωνικής δύναμης στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Όμως, η προώθηση αυτής της στρατηγικής προϋποθέτει ως θεωρητική-επιστημονική αφετηρία των ασκούμενων πολιτικών τα ενδογενή μοντέλα ανάπτυξης και την συνεπαγόμενη, μεταξύ άλλων, αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας καθώς και την αναβαθμισμένη πολιτική και δημόσια παρέμβαση στην οικονομία. Διαφορετικά συνεχίζοντας η Ευρωπαϊκή Ένωση την κακοτράχαλη για τους ευρωπαίους πολίτες πεπατημένη θα συναντήσει το 2050 την συμμετοχή της στο παγκόσμιο ΑΕΠ από 22% που είναι σήμερα να έχει μειωθεί σε 15% (P.Artus,2024), με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο των επόμενων γενεών στην Ευρώπη.