Οι ενέργειες των ΗΠΑ προφανώς έχουν ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά την παγκόσμια οικονομία. Ο λόγος δεν είναι μόνο το βάρος της οικονομίας της, αλλά και διότι όποιος θέλει να ηγεμονεύει στον καπιταλιστικό κόσμο πρέπει συγχρόνως να έχει και ένα σχέδιο για το πως πρέπει να πάνε τα πράγματα. Στα πλαίσια αυτά οι ΗΠΑ τον τελευταίο χρόνο έχουν εφαρμόσει δυο κύριες κατευθύνσεις. Πρώτο την αντιστροφή της τάσης της πιστωτικής επέκτασης, η οποία ήταν η οικονομική «συνταγή» άλλοτε για να προωθήσουν την οικονομία και άλλοτε για να αντιμετωπίσουν κρίσεις όπως την οικονομική του 2007-8, και της πανδημίας πρόσφατα. Τους τελευταίους 18 μήνες και με αφορμή τον πληθωρισμό εφαρμόζεται ανακοπή της πιστωτικής επέκτασης, και άνοδος των επιτοκίων. Η δεύτερη επιλογή είναι η όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, όπου οι ΗΠΑ ανέλαβαν τον ρόλο του σταυροφόρου των λεγόμενων δυτικών χωρών απέναντι στην οικονομική άνοδο των χωρών που αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία τους. Σε μια περίοδο που οι δείκτες της παγκόσμιας οικονομίας δεν εμφανίζουν την αναμενόμενη ανάκαμψή μετα την κρίση του 2007-8, αυτές οι δυο επιλογές των ΗΠΑ ενισχύουν την παγκόσμια οικονομική αστάθεια.
Η ΗΠΑ ήταν η πρώτη χώρα που ξεκίνησε την αντιστροφή της πολιτικής νομισματικής επέκτασης μέσω συνεχών αυξήσεων των επιτοκίων, με επίσημη δικαιολογία την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Φυσικά η προηγούμενη πολιτική δεν μπορούσε να συνεχίζεται επ άπειρον, το θέμα είναι ότι οι ΗΠΑ επέλεξαν την δραστική αναστροφή της και σαν συνέπεια ακολούθησαν και άλλες χώρες , όπως ΕΕ, κλπ. Στην επίσημη οικονομική ορθοδοξία ο χαμηλός πληθωρισμός θεωρείται σαν βασικός οικονομικός στόχος, ανώτερος από οικονομικές παραμέτρους όπως Ανάπτυξη, Ανεργία, κατανομή εισοδήματος , κλπ. Ας δεχθούμε προσωρινά το αφήγημα της οικονομικής ορθοδοξίας για την σπουδαιότητα καταπολέμησης του πληθωρισμού. Υποτίθεται ότι η άνοδος των επιτοκίων περιορίζει την Ζήτηση, άρα ρίχνει τις τιμές. Αρνητικό παρεπόμενο είναι ότι μαζί με την μείωση των τιμών , την λεγόμενη «αποθέρμανση» της οικονομίας, έχουμε συνήθως οικονομική συρρίκνωση, δηλαδή ύφεση την οποία όμως θεωρούν ότι θα είναι προσωρινή και ελεγχόμενη.
Το πρώτο πρόβλημα δημιουργείται αν ο πληθωρισμός δεν προκύπτει από την πλευρά της Ζήτησης αλλά της Προσφοράς, και όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι ο τρέχων πληθωρισμός οφείλεται κυρίως στο δεύτερο. Το μεγαλύτερο μέρος του τρέχοντος πληθωρισμού οφείλεται σε άνοδο των τιμών από τις επιχειρήσεις, που προκύπτει είτε από αύξηση των κερδών τους (mark up prices) είτε από διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα. Δηλαδή οι επιχειρήσεις είτε πήγαν να βγάλουν τα «σπασμένα» της πανδημίας είτε με αφορμή την επαναφορά της οικονομίας μετα την πανδημία βρήκαν αφορμή να ανεβάσουν τις τιμές. Το ότι ακόμη και επίσημοι οικονομικοί κύκλοι μιλούν για «πληθωρισμό απληστίας» δεν αφήνει αμφιβολίες για την αιτία, αν και η αύξηση των κερδών (ακόμη και η υπερβολική) δεν είναι αντίθετη με την ηθική του καπιταλισμού. Το παραπάνω φαινόμενο εντάθηκε λόγω του πολέμου της Ουκρανίας, τον οποίο επίσης οι ΗΠΑ προώθησαν.
Αν ισχύουν τα παραπάνω , η άνοδος των επιτοκίων έχει μικρή επίπτωση στην μείωση του πληθωρισμού βραχυπρόθεσμα, ενώ αντίθετα αυξάνει την αστάθεια της οικονομίας. Στο σημείο αυτό ακόμη και επιφανείς κευνσιανοί , όπως ο Στίγκλιτς , Κρουγκμαν, κλπ., έκαναν κριτική στον Μπαιντεν υποστηρίζοντας ότι θα πληρωθεί μεγάλο οικονομικό τίμημα και η μείωση του πληθωρισμού θα είναι αρκετά αργή. Οι κίνδυνοι δεν προκύπτουν μόνο από ενδεχόμενα υφεσιακά φαινόμενα που ήδη παρατηρούνται σε μεγάλες οικονομίες όπως των ΗΠΑ κ της Γερμανίας, αλλά και από αύξηση των πιθανοτήτων χρεωκοπιών. Η παρατηρούμενη αστάθεια στο τραπεζικό σύστημα από την αρχή του έτους , με χρεωκοπίες μεγάλων τραπεζών στις ΗΠΑ κ Ευρώπη, είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο αυτής της τάσης. Η άνοδος των επιτοκίων μειώνει την αξία περιουσιακών στοιχείων που έχουν στο χαρτοφυλάκιο τους οι τράπεζες (ομόλογα, κλπ.) και αυξάνει τον κίνδυνο χρεωκοπιών ιδιαίτερα υπερδανεισμένων επιχειρήσεων ,κλπ. Φυσικά τα αρνητικά φαινόμενα δεν περιορίζονται μόνο στον χρηματικοοικονομικο τομέα αλλά αφορούν και την πραγματική οικονομία με πρώτα υποψήφια θύματα στις αγορές διαρκών αγαθών όπως τα ακίνητα, έως και κράτη με υψηλό Χρέος. Η οικονομική αστάθεια αυξάνει γιατί οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας επιτείνονται από κινήσεις στον νομισματικό τομέα.
Προφανώς τα παραπάνω είναι σε πλήρη γνώση των κυβερνήσεων όλων των καπιταλιστικών χωρών και ιδίως της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Οι επιλογές δεν υπαγορεύονται όμως μόνο από μια στενή οικονομική αντίληψη για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Πίσω από τα επίσημα αφηγήματα υπάρχουν συνήθως άλλες αιτίες. Εξάλλου ας μη διαφεύγει της προσοχής ότι ένας ελεγχόμενος πληθωρισμός είναι ένας τρόπος να μειώνεται το Χρέος, και οι δυτικές χώρες όπως οι ΗΠΑ έχουν σήμερα μεγάλα ποσοστά Δημόσιου Χρέους.
Το γεγονός που πάντα συσκοτίζουν τα αστικά επιτελεία όταν επικαλούνται την καταπολέμηση του πληθωρισμού είναι ότι όλες οι πολιτικές που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού την αγορά εργασίας. Η σημερινή δραστική άνοδος των επιτοκίων στην μεταφορά πίεσης στην αγορά εργασίας αποσκοπεί. Τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων που παρατηρήθηκαν το 2022 λόγω αυξήσεων των τιμών δεν μπορούν να επαναλαμβάνονται στο μέλλον με τον ίδιο ρυθμό. Συγχρόνως όμως οι αστικές κυβερνήσεις γνωρίζουν ότι η μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων λόγω πληθωρισμού θα μετατρέπετο σε επανάκαμψη διεκδικήσεων για αυξήσεις μισθών. Η αποτροπή των εργατικών διεκδικήσεων είναι ένας από τους βασικούς στόχους της περιοριστικής πολιτικής. Εξάλλου ακόμη και σε καθεστώς πιστωτικής συρρίκνωσης , δεν σταματούν οι κρατικές ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις, απλώς τώρα δίνονται πιο στοχευμένα.
Όπως προαναφέραμε , η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική έχει σημαντικές αρνητικές παρενέργειες. Καθοριστικός παράγοντας που γέρνει την πλάστιγγά στις επιλογές της κυβέρνησης των ΗΠΑ, αποτελεί επιπλέον η απόφαση να οξύνουν τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό γιατί εκτιμούν ότι μακροπρόθεσμα οι όροι θα είναι πιο δυσμενείς. Η άνοδος των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ αφορά την ενίσχυση του ρόλου του δολαρίου. Οι ΗΠΑ ( και η λεγόμενη Δύση) απολαμβάνει πρωτοκαθεδρία στον χρηματοπιστωτικό τομέα δυσανάλογη με την οικονομική της βαρύτητα, ενώ το δολάριο αποτελεί διεθνές συναλλακτικό κ αποθεματικό νόμισμα.
Η άνοδος των επιτοκίων συνεπάγεται ανατίμηση του δολαρίου, και ενίσχυση του σαν αποθεματικό νόμισμα την ώρα που πολλές χώρες αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία του , μέσω συμφωνιών παράκαμψης του σε διεθνείς συναλλαγές. Συγχρόνως επειδή τα περισσότερα χρέη των αναπτυσσόμενων χωρών είναι σε δολάρια, η άνοδος του δημιουργεί δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του. Αυτό αυξάνει την πιθανότητα αθέτησης πληρωμών όμως ταυτόχρονα αποτελεί και ένα εργαλείο εκβιασμού ώστε οι χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου να συνταχθούν με τα γεωπολιτικά σχέδια των ΗΠΑ. Η παρατηρούμενη φυγή Κεφαλαίων από χώρες του τρίτου κόσμου προς τις ΗΠΑ και ισχυρές χώρες της Δύσης, και η εν συνεχεία διαπραγμάτευση των όρων επαναχορήγησης τους είναι η ακολουθούμενη τάση.
Η πολιτική ταχείας ανόδου των επιτοκίων στις ΗΠΑ θυμίζει μια παραλλαγή της πολιτικής του Ρέιγκαν το 1980. Τότε η κυβέρνηση των ΗΠΑ με πρόσχημα τον υψηλό πληθωρισμό, προέβη σε μια σημαντική άνοδο των επιτοκίων από 5% σε 22% για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό που ανερχόταν σε 14%. Με αφορμή την καταπολέμηση του πληθωρισμού δημιούργησαν ύφεση , αύξηση της ανεργίας, και ανατίμηση του δολαρίου. Το σχέδιο πίσω από την πολιτική Ρέιγκαν ήταν το τσάκισμα του συνδικαλισμού και της υποβάθμισης των εργαζόμενων σαν παράγοντα μακροπρόθεσμης ανάκαμψης των κερδών των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το να «μαζέψει το χρήμα» στις ΗΠΑ μέσω της ανατίμησης του δολαρίου. Όλα αυτά, μαζί με την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, ήταν ενταγμένα στην απόφαση να ηγηθούν οι ΗΠΑ των δυτικών χωρών σε δυο κατευθύνσεις. Εσωτερικά να επαναφέρουν την κερδοφορία του Κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας και εξωτερικά να ηγηθούν σε εκστρατεία εναντίον της «αυτοκρατορίας του κακού» που αντιπροσώπευαν οι χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού.
Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι ΗΠΑ αποτελούν αυτή την στιγμή το παράγοντα που ξαναπροσπαθεί να επιλύσει όπως το 1980 την κρίση χαμηλής κερδοφορίας του καπιταλισμού εξυπηρετώντας ένα σχέδιο για την δική της ηγεμονία. Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι σε σχέση με την δεκαετία του ’80 τα περιθώρια μείωσης της εργατικής δύναμης σαν μεσο επαναφοράς της κερδοφορίας είναι πιο περιορισμένα. Δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η σημερινή διεθνής οικονομική βαρύτητα των ΗΠΑ (και της Δύσης) είναι μειωμένη σε σχέση με το 1980 και δεν υπάρχει το ενοποιητικό στοιχείο της πάλης ενάντια στον κομμουνισμό με τις υπόλοιπες αστικές τάξεις. Αντίθετα αυτή η επιλογή δημιουργεί τριβές όπως φαίνεται από τις σχέσεις με χώρες της Ε.Ε, με χώρες που παραδοσιακά ανήκαν στην επιρροή της όπως στην Μέση Ανατολή, ακόμη και στον τρίτο κόσμο που δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει για μια ακόμα φορά τα ιμπεριαλιστικά παιγνίδια των ΗΠΑ. Επιπλέον των ανωτέρω το συνολικό Χρέος σήμερα έχει διπλασιασθεί σαν ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με το 1980. Είναι πολύ πιθανό αντί για την επαναφορά του ηγεμονικού ρόλου των ΗΠΑ και επίλυσης των δυσκολιών του καπιταλισμού να καταλήξουμε σε μια νέα κρίση. Στην χώρα μας είναι φυσικό η κυβέρνηση της ΝΔ που ακολουθεί σαν πιστό σκυλί τις ΗΠΑ, να μην ασχολείται με αυτή την πιθανότητα. Το ανησυχητικό είναι ότι και οι δυνάμεις της Αριστεράς συνεχίζουν να κινούνται χωρίς να εξετάζουν επι της ουσίας ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
*τ Συνδικαλιστής, εργαζόμενος στον τραπεζικό τομέα.