13.6 C
Athens
Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ξεπερνιέται η κρίση;

 

Πληθαίνουν οι αναφορές πολιτικών και οι οικονομικές ενδείξεις ότι η καπιταλιστική κρίση οδεύει προς το τέλος της. Τι αφήνει πίσω και τι ακριβώς σημαίνει ξεπέρασμά της; Του Λεωνίδα Βατικιώτη.

….

 

 

Αφήνοντας εκτός συζήτησης στοιχεία που αποτελούν προϊόντα λαθροχειριών (π.χ. πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού ή η …ανακοπή του ρυθμού αύξησης της ανεργίας) μεταξύ άλλων ξεχωρίζουμε: Πρώτο, τις προβλέψεις για επίτευξη το 2014 θετικών ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ (0,1% κατά την Τράπεζα Ελλάδας και 0,6% για την Κομισιόν) έπειτα από μια 6ετία μείωσης. Δεύτερο, την άνοδο της καταναλωτικής ζήτησης τον Απρίλιο του 2014, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια συνεχούς μείωσης, όπως απεικονίζεται στην αύξηση του δείκτη όγκου στο λιανικό εμπόριο τον Απρίλιο κατά 7,3% σε ετήσια βάση.

   

Πριν εξετάσουμε κατά πόσο αυτές οι εξελίξεις σηματοδοτούν το τέλος της κρίσης και πολύ περισσότερο το τέλος της λιτότητας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και της μεγάλης πλειοψηφίας, όπως διακηρύσσουν και πολύ συχνότερα υπαινίσσονται όσοι επαγγέλλονται το τέλος της κρίσης είναι απαραίτητη μια εννοιολογική αναφορά, θεωρητική προσέγγιση και ιστορική αναδρομή στο φαινόμενο.

   

Η κρίση, αναπόσπαστο στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ισοδυναμεί με τη βίαιη ανακοπή των ρυθμών συσσώρευσης του κεφαλαίου. Επομένως δεν μπορεί να διαρκεί επ’ άπειρον.

   

Η τρέχουσα κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, που στη διεθνή της διάσταση αποτελεί την τέταρτη μεγαλύτερη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, είναι συνέχεια αλλά κυρίως τομή της κρίσης που έπληξε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν στη θέση του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού αναδύθηκε το νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού: ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός.

   

Απώτερη αιτία της κρίσης είναι η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, όπως εμφανίστηκε στο έδαφος των κοσμοϊστορικών τεχνολογικών ανακαλύψεων και της ραγδαίας ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας, την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Η μειούμενη χρήση ζωντανής εργασίας ανά μονάδα προϊόντος εξαιτίας της αυξημένης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου οδήγησε στην κρίση των αρχών του ’70.

   

Όσο ακριβές είναι ότι από τότε μέχρι σήμερα ποτέ δεν επανήλθαν οι ρυθμοί κερδοφορίας της λεγόμενης χρυσής περιόδου, άλλο τόσο αληθές είναι ότι κι εκείνη η περίοδος δεν μπορεί να ιδωθεί στην ιστορία ανάπτυξης του καπιταλισμού ως μια ενιαία και αδιατάρακτη περίοδος, χωρίς κυκλικές διακυμάνσεις, απαλλαγμένη από κρίσεις.

   

Η πτώση του ποσοστού κέρδους που οδήγησε στην κρίση του ’70 αποτελεί αντανάκλαση της βαθύτερης αντίθεσης που διαπερνάει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: της σύγκρουσης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων. Μια αντίθεση που υπογραμμίζει όχι μόνο τα ιστορικά όρια και τον αντιδραστικό, οπισθοδρομικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, αλλά επίσης προδιαγράφει τον καταστροφικό, αντιλαϊκό χαρακτήρα των λύσεων που προκρίνονται από το κεφάλαιο για την υπέρβαση της κρίσης.

     

Ειδικότερα, μένοντας αμετάβλητο στην ουσία του (παρά τις τομές) το ασφυκτικό πλαίσιο των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, οι παραγωγικές δυνάμεις (δηλαδή τα μέσα παραγωγής κι ο εργαζόμενος άνθρωπος – παραγωγός του κοινωνικού πλούτου) ακρωτηριάζονται, διαστρέφονται κι εν τέλει θυσιάζονται. Ως αποτέλεσμα οι επαναστατικές δυνατότητες της εποχής μας (που θα μπορούσαν να εξαλείψουν την φτώχεια, την αποξένωση, τα εξαντλητικά ωράρια, κλπ.) παραμένουν μια οιωνεί δυνατότητα που ενώ είναι αδύνατο να ξεδιπλωθούν πλήρως στον καπιταλισμό, εν τούτοις ορίζουν, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, την απελευθερωτική δυναμική της εποχής μας.

   

Προς επίρρωση του αντιδραστικού κι επίσης αλυσιτελούς χαρακτήρα των μορφών εξόδου από την κρίση εντός του καπιταλισμού αρκεί μια αναδρομή στις λύσεις που προκρίθηκαν από τις αρχές του ’70 μέχρι σήμερα. Πρόκειται για λύσεις που απέτρεψαν μεν να λάβει η κρίση απειλητικές διαστάσεις, δηλαδή λειτούργησαν, απέτυχαν ωστόσο να σηματοδοτήσουν μια ουσιαστική ανάταξη του ποσοστού κέρδους, στα μεταπολεμικά επίπεδα. Εν συντομία: Λιτότητα, μείωση μισθών, αλλαγή εργασιακών σχέσεων, κατάργηση κράτους πρόνοιας, ιδιωτικοποιήσεις, συγκέντρωση/συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, πιστωτική επέκταση (χρηματιστικοποίηση), ολοκληρώσεις, παγκοσμιοποίηση/διεθνοποίηση δράσης του κεφαλαίου και στρατιωτικοποίηση.

     

Η κρίση που ξέσπασε το 2008 ανέδειξε τα όρια των παραπάνω μορφών, δηλαδή την αδυναμία τους να πυροδοτήσουν ένα νέο κύκλο διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα οι λύσεις που προκρίνονται σε όλο τον κόσμο και με καταιγιστικό ρυθμό στην Ελλάδα περιέχουν σε μεγαλύτερη πυκνότητα το ίδιο ακριβώς μείγμα πολιτικών (ο πιο καθαρόαιμος Ρηγκανισμός και Θατσερισμός χωρίς όρους και όρια) προοικονομώντας τον βαθύτερα αντιδραστικό χαρακτήρα του νέου κύκλου συσσώρευσης που ξεκινάει.

 

 

Το νέο πλαίσιο καπιταλιστικής ανάπτυξης

    

Στην Ελλάδα, ειδικότερα, ο νέος κύκλος συσσώρευσης του κεφαλαίου που ξεδιπλώνεται στο έδαφος της πρωτοφανούς βιαιότητας οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε, κι ως άμεσο αποτέλεσμα των αντιλαϊκών μέτρων που επέβαλαν τα Μνημόνια, ορίζεται από τις εξής παραμέτρους:

 

1. Εκτόξευση της ανεργίας: Τον Μάρτιο του 2014 η Ελλάδα με μια ανεργία στο επίπεδο του 26,8% συνέχισε να διατηρεί το πανευρωπαϊκό ρεκόρ όταν ο μ.ο. στην ΕΖ18 ήταν 11,6% (Eurostat, 1/7/2014). Σε ένα δεύτερο επίπεδο εξέτασης η ανεργία πλήττει περισσότερο με βάση το φύλλο τις γυναίκες, με βάση την ηλικία την ομάδα 15-24, με βάση την μόρφωση όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο ή έχουν βγάλει μερικές τάξεις του Δημοτικού και με βάση την γεωγραφική θέση την Δυτική Μακεδονία και το νότιο Αιγαίο.

 

2. Κάθετη πτώση των μισθών: Ο δείκτης μισθών το πρώτο τρίμηνο του 2014 ανέρχονταν στο 73,3% του 2008, ακολουθώντας μια πτωτική πορεία που ξεκίνησε το 2010. (Στοιχεία Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, 27/6/2014). Οι σημαντικότερες μειώσεις μισθών παρατηρήθηκαν στους εργαζόμενους των πρώην ΔΕΚΟ και στον δημόσιο τομέα.

 

3. Συρρίκνωση των επενδύσεων: Ο τριμηνιαίος ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου το πρώτο τρίμηνο του 2014 (σε τιμές έτους αναφοράς 2005) μειώθηκε στα πρωτοφανή για την τελευταία 15ετία επίπεδα των 4,7 δισ. ευρώ. Αξία που αντιστοιχεί στο ήμισυ των επενδύσεων του 2009 (α’ τριμ. 10,1 δισ.) και σχεδόν στο ένα τρίτο του 2007 (14,4 δισ.). Η σοβαρότερη μείωση παρατηρείται στις κατασκευές.

 

4. Ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων: Την 3ετία 2009-2012 αυξήθηκε κάθε μορφή ελαστικής εργασίας που από 21% το 2009 έφτασαν το 45% στο σύνολο του 2012. Οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης μειώθηκαν από 79% σε 55%. Ταυτόχρονα, η αδήλωτη εργασία από 25% το 2010 και 30% το 2011 έφτασε το 36%. (Έκθεση Επιθεωρητών Σώματος Εργασίας, 2013).

 

5. Επιταχυνόμενη αποβιομηχάνιση: Η ήδη αδύναμη βιομηχανική βάση της Ελλάδας (9% στο ΑΕΠ έναντι μ.ο. 15% στην Ευρώπη) το πρώτο τρίμηνο του 2014 ακολουθώντας μια συνεχή πτώση ως αποτέλεσμα της συρρικνούμενης καταναλωτικής ζήτησης, της αύξησης των φόρων και του αυξημένου ενεργειακού κόστους μειώθηκε παραπέρα φτάνοντας στο 67% του 2005.

 

6. Βαθύτερη χρηματιστικοποίηση: Η αναγκαία αναδιάρθρωση κλάδων και επιχειρήσεων εξ αιτίας της κρίσης μετατρέπει τις τράπεζες σε ρυθμιστή των διαδικασιών εξυγίανσης τους, με βασική μέθοδο την συμβολαιακή παραγωγή. Έτσι, παρότι η υπερχρέωση της ιδιωτικής οικονομίας περιορίζεται (214,35 δις. υπόλοιπο χρηματοδότησης ιδιωτικής οικονομίας τον Μάιος του 2014, έναντι 224,16 δις. τον Μάιο του 2013 και 253,19 τον Μάιο του 2011) η διείσδυση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή βαθαίνει και γίνεται πιο οργανική, αφορώντας στο εξής σχέσεις ιδιοκτησίας.

 

7. Μείωση τραπεζικών καταθέσεων. Στις 31 Δεκεμβρίου 2013 οι τραπεζικές καταθέσεις έφτασαν τα 163,2 δισ. ευρώ από 237,5 δισ. που ήταν τον Ιούνιο του 2009, όταν είχαν φτάσει στο υψηλότερο σημείο τους. Η πτώση οφείλεται τόσο στη φυγή κεφαλαίων από τμήματα της αστικής τάξης προς φορολογικούς παραδείσους, όσο και σε αναλήψεις μικρομεσαίων και φτωχών για να αντιμετωπιστούν φορολογικές υποχρεώσεις και καθημερινές ανάγκες.

 

8. Μόνιμη υπερχρέωση των δημόσιων οικονομικών: Παρά τη θεραπεία σοκ που εφαρμόστηκε με τα Μνημόνια με ζητούμενο την αντιμετώπιση του εκτροχιασμού των δημόσιων οικονομικών το δημόσιο χρέος ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια μια θεαματικά αυξητική πορεία: από 299 δισ. ευρώ (129% του ΑΕΠ) το 2009, σε 320 δισ. ευρώ (175% του ΑΕΠ) τον Μάρτιο του 2014.

 

9. Αυξανόμενη διεθνοποίηση: Η συμμετοχή των ξένων στο χρηματιστήριο ξεπέρασε το 60%, ανατρέποντας μια τάση που ήθελε τη συμμετοχή τους όλα τα προηγούμενα χρόνια γύρω στο 50%. Η αυξημένη παρουσία του διεθνούς κεφαλαίου αποτυπώνεται επίσης στις ιδιωτικοποιήσεις (COSCO, κ.α.) και τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης είναι όλο και λιγότερο η Ελλάδα να αποτελεί χώρα εξαγωγής κεφαλαίων (Βαλκάνια, κ.α.)

 

10. Εντεινόμενη συγκέντρωση/συγκεντροποίηση του κεφαλαίου: Το κλείσιμο περισσότερων από 250.000 κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων από το 2009 (εξ αιτίας της μείωσης της καταναλωτικής ζήτησης και της αύξησης της φορολογίας) έχει αλλάξει εκ βάθρων το πρότυπο της ελληνικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Η τάση πλέον είναι πόλωση προς τα άκρα, με δραματική συρρίκνωση των πολυπληθών μεσαίων στρωμάτων.

 

11. Νέοι τομείς δράσης του κεφαλαίου: Κυρίως μέσω των ιδιωτικοποιήσεων κι επίσης με την εμπορευματοποίηση τομέων κοινής ωφέλειας, το ίδιο το κράτος ανοίγει νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο (υγεία, τουρισμός, εφοδιαστικές αλυσίδες, συγκοινωνίες, υποδομές όπως λιμάνια και αυτοκινητόδρομοι), σε μια προσπάθεια να απεγκλωβιστεί από κορεσμένους τομείς χαμηλών αποδόσεων. Ζητούμενο παραμένει η στήριξη του ιδιωτικού κεφαλαίου με τον στόχο αύξησης των εσόδων (3,56 δισ. για το 2014) να αποτελεί την εύσχημο αφορμή για την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας.

 

 

Αντί συμπερασμάτων

      

Εν κατακλείδι ακόμη κι αν το 2014 σημάνει την έξοδο από την κρίση, θα συμβεί υπό τη βαριά σκιά των παραπάνω αναδιαρθρώσεων. Ως άμεση συνέπεια, πρώτο, η έξοδος από την κρίση και οι θετικοί ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ, δεν θα σημάνουν την επιστροφή της οικονομίας στα επίπεδα πριν την κρίση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι αναιμικοί, παλινδρομώντας διαρκώς στη στασιμότητα. Ο ελληνικός καπιταλισμός, δηλαδή, στο νέο κύκλο ανάπτυξής του, ισορροπεί σε ένα χαμηλότερο επίπεδο (21,48% είναι οι απώλειες στο ΑΕΠ μεταξύ 2008 και 2014, από 233,2 δισ. σε 183,1 δισ. ευρώ), με υποβαθμισμένη τη θέση του στο διεθνή καταμερισμό.

     

Δεύτερο, και πιο σημαντικό, η έξοδος από την κρίση δεν θα σημάνει την βελτίωση της θέσης της εργαζόμενης πλειοψηφίας, της νεολαίας και των συνταξιούχων, καθώς η έξοδος από την ύφεση συντελέστηκε χάρη στην κατακρεούργηση των δικαιωμάτων τους, η οποία θα συνεχίζεται επ’ άπειρο όσο δεν ανατρέπεται η επίθεση του κεφαλαίου. Ο νέος κύκλος συσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου θα είναι βαθιά αντιδραστικός προς όφελος αποκλειστικά και μόνο της πυραμίδας του κεφαλαίου.

 

 

 

Λεωνίδας Βατικιώτης 

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ