13.6 C
Athens
Κυριακή, 16 Φεβρουαρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ικέτιδες φεμινίστριες, της Όλγας Μοσχοχωρίτου

ΙΚΕΤΙΔΕΣ του Αισχύλου: Μια συμπαραγωγή του «Θεάτρου Τέχνης – Κάρολος Κουν» και του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου», σε Μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη και Σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών

Το έργο κλείνει φέτος 60 χρόνια από την πρώτη του παρουσίαση.

Πρωτοανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο στις 25 Ιουλίου 1964 στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στην ίδια μετάφραση του Ιωάννη Γρυπάρη και σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού. Έπαιρναν μέρος μεταξύ άλλων οι, Άννα Συνοδινού, Ελένη Χατζηαργύρη, Κάκια Παναγιώτου, Θάνος Κωτσόπουλος, Λυκούργος Καλλέργης και άλλα άξια στελέχη του Εθνικού.

Οι Ικέτιδες του Αισχύλου δεν έχουν καμία σχέση με την ομώνυμη τραγωδία του Ευρυπίδη. Αναφέρεται στην ιστορία των Δαναΐδων, πενήντα κοριτσιών και του πατέρα τους, που προσήλθαν ικέτιδες στο Άργος για να αποφύγουν τον εξαναγκαστικό αιμομικτικό γάμο με τους γιούς του Αιγύπτου που ήταν πρώτα τους ξαδέρφια.

Ένα έργο ύμνος στην δημοκρατία, τους θεσμούς και την αξιοπρέπεια των γυναικών.

Θεωρείται ότι αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, με τις επόμενες να είναι οι «Αιγύπτιοι», οι «Δαναΐδες» και το σατυρικό δράμα «Αμυμώνη».

Η χρονολόγηση του έργου ορίσθηκε αρχικά περί το 490 π.Χ., μετά όμως από νεώτερες ανακαλύψεις έγινε δεκτό από την επιστημονική κοινότητα ότι παραστάθηκε περί το 463 ή 464 π.Χ.

Σημειώνεται ότι ο Αισχύλος υμνεί τους Αργείους και για πολιτικούς – διπλωματικούς λόγους, επειδή εκείνη την εποχή συμμαχούσαν με την Αθήνα κατά της Σπάρτης.

Οι κόρες του Δαναού λοιπόν έρχονται στην πόλη του Άργους να ζητήσουν άσυλο επειδή θεωρούν ότι κατάγονται από την Αργεία Ιώ, η οποία κυνηγημένη από την Ήρα έφτασε στην Αίγυπτο και γέννησε τον Έπαφο πρόγονο των Δαναΐδων. Επίσης ομιλούν την Ελληνική γλώσσα, γεγονός σημαντικό για να ζητήσουν προστασία από τον Πελασγό, στον οποίο κατέφυγαν κατά παρότρυνση και μετά από συμβουλές του πατέρα τους, του Δαναού.

Ο Πελασγός, παρότι γνωρίζει ότι διακινδυνεύει μια επιδρομή των Αιγυπτίων κατά της πόλης του, μετά από διαβούλευση με τους Αργείτες, προτιμάει να τιμήσει τους θεούς και τις αρχές της δημοκρατικής του πόλης και να παράσχει άσυλο στις Δαναΐδες που του έχουν δηλώσει πως προτιμούν το θάνατο από έναν ανόσιο γάμο.

Η τραγωδία ολοκληρώνεται με την υποχώρηση των Αιγυπτίων και την εγκατάσταση των Δαναΐδων στη Θήβα, οι οποίες ευχαριστούν την πόλη και τελειώνουν με ένα χορικό προς το Δία με το οποίο τον παρακαλούν να προφυλάσσει τις γυναίκες από γάμο αθέλητο. Σε αυτό το σημείο συνήθως τελειώνει και η παράσταση εφόσον η παρακάτω εξέλιξη είναι ασαφής και μάλλον απαισιόδοξη.

Σύμφωνα με το μύθο στη δεύτερη τραγωδία, τους «Αιγυπτίους», οι Δαναΐδες εξαναγκάζονται τελικά να παντρευτούν τους ξαδέρφους τους, έχοντας σχεδιάσει όμως να τους δολοφονήσουν την πρώτη νύχτα του γάμου τους.

Το τρίτο έργο « Δαναΐδες» αναφερόταν στην ιστορία της Υπερμνήστρας που ερωτεύτηκε τον σύζυγό της και σε αντίθεση με τις άλλες γυναίκες του έσωσε τελικά τη ζωή.

Να σημειώσουμε πως ο Αισχύλος με τις τραγωδίες του προσπαθεί να διαπαιδαγωγήσει τους συμπολίτες του.

Έτσι ο Πελασγός αποτελεί τον κατά Αισχύλο συνετό, δημοκράτη και ενάρετο Άρχοντα της πόλης, ενώ δεν του είναι αδιάφορο το έθιμο της εσωγαμίας, ήτοι του γάμου με συγγενή, κατά το οποίο αν μία μοναχοκόρη κληρονομούσε περιουσία υποχρεούνταν να παντρευτεί συγγενή της για να παραμείνει η περιουσία στην οικογένεια.

Φαίνεται λοιπόν πως ο ποιητής θέλει να φέρει στη συζήτηση το ταμπού της αιμομιξίας για να αρχίσει να γίνεται συνείδηση της πόλης η απαγόρευση τέτοιων ανόσιων γάμων.

Η σκηνοθέτης της παράστασης που εγώ παρακολούθησα στο ανανεωμένο θέατρο Λυκαβηττού (ωραία επανήλθαν στη μνήμη μας συναυλίες και παραστάσεις της νιότης μας, αλλά και η περίφημη ανηφόρα που παραμένει πρόβλημα), ουσιαστικά διασκεύασε το έργο με στόχο, αν μπορώ να την αναγνώσω σωστά, την γυναικεία οπτική ζωής γενικότερα και τη δικαίωσή της κατά της πατριαρχίας.

Έτσι παρότι η συγκεκριμένη τραγωδία έχει ως πρωταγωνιστή το χορό των γυναικών, δημιούργησε δύο πρόσωπα ξεχωριστά (που φυσικά τα πήρε από τον γενικότερο μύθο), την Υπερμνήστρα και την Αμυμώνη.

Στη σκηνή του Αιγύπτιου κήρυκα πρόσθεσε σατιρικούς στίχους για το θηλυκό γένος (στην ουσία καταδεικνύοντας το μισογυνισμό των ανδρών), προερχόμενους από τη λυρική ποίηση του Σιμωνίδη του Αμοργίνου (ο οποίος διακωμώδησε ποιητικά σχεδόν τα πάντα και το αριστούργημά του είναι ο ίαμβος «Κατά Γυναικών» που παραλληλίζει τις γυναίκες με τα ζώα) και του Ιππώνακτα και προοικονόμησε με ένα κείμενο τις εξελίξεις που προανέφερα και οι οποίες περιλαμβάνονται στα επόμενα έργα.

Η σκηνοθέτης μοιάζει να χρησιμοποιεί το έργο για μια φεμινιστική προσέγγιση της ιστορίας, υπονοώντας πως εάν θέσουμε υπό αμφισβήτηση το γάμο, θεσμό που συγκρατεί και καταπιέζει τις γυναίκες, θέτουμε σε αμφισβήτηση και το ίδιο το σύστημα της πατριαρχίας.

Πατριαρχία, βία κατά των γυναικών, προσφυγιά και παραχώρηση ασύλου στον κατατρεγμένο. Ναι, είναι βασικά θέματα που ακόμα ταλανίζουν την εποχή μας.

Βεβαίως, οι ποικίλες αναγνώσεις των αρχαίων δραμάτων είναι θεμιτές καθώς και η προσπάθεια να συναντήσουν τις σύγχρονες ανάγκες σε μια προέκταση των νοημάτων τους στο παρόν, αρκεί να δικαιολογούνται σκηνικά και αισθητικά.

Τον τελευταίο λόγο τον έχει η ποίηση επί σκηνής.

Σκηνικά λοιπόν η σκηνοθέτης έστησε ένα μεγάλο θέαμα. Άλλωστε η «θεατρικότητα» είναι το προσόν που έχει κατακτήσει.

Πολλές φορές όμως τα θεατρικά ευρήματα γίνονται αυτοσκοπός. Σκαλωσιές που υποδηλώνουν «φράχτες» ή σίδερα φυλακής, φουστάνια με ουρές και κόκκινα υφάσματα που τυλίγουν ή προσδιορίζουν τις αέρινες θηλυκές φύσεις, αλλά και αίμα και βία, σε συνδυασμό με τα κοστούμια του χορού που παρέπεμπαν σε ανατολίτικα φουστάνια αλλά φορούσαν και σοσονάκια μαθητριών, (Χριστίνα Κάλμπαρη) μουσική οπερετική (Χαράλαμπος Γώγος) και η ενδιαφέρουσα ερμηνεία και παρουσία της Μαρίνας Σάττι που όμως έστεκε ως ξέχωρη περσόνα που δεν συναντούσε πουθενά τις Δαναΐδες, δημιούργησαν μία χαοτική κατάσταση που προξενούσε από τη μια το ενδιαφέρον και έμενε πολλές φορές αδικαιολόγητη σκηνικά από την άλλη.

Εν ολίγοις, πολλά υλικά, διαφορετικά, όμορφα πολλές φορές, που όμως έμειναν αχώνευτα και μη ομογενοποιημένα, υποκρύπτοντας κάποιο θεατρικό ναρκισσισμό.

Μεγάλο προσόν της παράστασης βέβαια η έμπειρη χορογράφος Χριστίνα Σουγιουλτζή που όμως δεν κατάφερε να φέρει όλο το χορό σε μία δική του εσωτερική συνάφια. Η ίδια φυσικά υπήρξε μια ποιητική φιγούρα καθώς ανερχόταν στη σκαλωσιά με την ουρά του φουστανιού της να σέρνεται στο έδαφος, αλλά προς τί;

Μεγάλο ατού της παράστασης αποτέλεσαν οι κύριοι συντελεστές της, έμπειροι ηθοποιοί, που όμως έφεραν στη σκηνή ο καθένας τη δική του ερμηνευτική σχολή.

Φυσικά να σημειώσουμε την αισθαντική Λουκία Μιχαλοπούλου (Αμυμώνη), την εξαιρετική Λένα Παπαληγούρα (Υπερμνήστρα), τον σεμνό Άκη Σακελλαρίου (Δαναός) και τον Γιάννη Τσορτέκη πειστικό στο ρόλο του «κακού» της υπόθεσης. Τέλος, πιστεύω πως ο καλός ηθοποιός Γιάννης Τσορτέκης πρέπει να αρχίσει να αρνείται ρόλους που καλλιεργούν ένα είδος τυποποίησης. Αντέχει πολύ περισσότερα.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ