Ο Τραμπ εκλέχθηκε με το σύνθημα MAGA (Make America Great Again), σημαντικό μέρος του οποίου αφορά στην οικονομική πολιτική των ΗΠΑ. Είναι προφανές ότι θα υπάρξουν τομές στην πολιτική των ΗΠΑ οι οποίες θα επηρεάσουν τις διεθνείς εξελίξεις. Όμως χρειάζεται μια βαθύτερη εξέταση, πέρα από το επίπεδο μιας δημοσιογραφικής παρουσίασης των απόψεων ή των λεκτικών διατυπώσεων του Τραμπ. Η προσέγγιση που μένει στο επίπεδο ενός ιδιόμορφου ακροδεξιού, με νεομερκαντιλιστικες απόψεις που θα κηρύξει έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο για να πετύχει εμπορικά πλεονάσματα, είναι μάλλον επιφανειακή. Συγχρόνως χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια διατύπωση όπως «οξύνονται οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις» , οι οποίες έτσι και αλλιώς είναι ήδη οξυμένες. Η πολιτική Τραμπ πρέπει να ιδωθεί αφενός μέσα από το πρίσμα των συμφερόντων της αστικής τάξης των ΗΠΑ, όσο και από την ικανότητα του MAGA να αποτελέσει ένα ηγεμονικό μοντέλο, ένα παράδειγμα που θα ασπασθούν όσοι θέλουν να στοιχηθούν πίσω από τον «ηγεμόνα».
Κατ’ αρχή το σύνθημα MAGA υποδηλώνει την αγωνία των ΗΠΑ για μια πραγματικότητα, και αυτή είναι η υποχώρηση τους στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Οι ΗΠΑ είχαν φτάσει στο απόγειο της οικονομικής τους δύναμης στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όταν αποτελούσαν σχεδόν το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ, και στο απόγειο της πολιτικής τους δύναμης την περίοδο 1990-2000 μετα την διάλυση του αντίπαλου δέους από τα κομμουνιστικά κράτη. Σήμερα οι ΗΠΑ κατέχουν το 23% του παγκοσμίου ΑΕΠ, ενώ μια σειρά κρατών που δεν ανήκουν στο στενό περιβάλλον της λεγόμενης Δύσης έχουν αυξήσει την οικονομική και πολιτική τους αυτονομία. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να έχουν την πρωτοκαθεδρία στον χρηματοοικονομικό τομέα και στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες καθώς και σχετική υπεροχή στον στρατιωτικό, αλλά συνολικά υπάρχει συνεχής υποχώρηση.
Τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο οικονομίας οι ΗΠΑ εμφανίζουν ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ μεταξύ 2-3%, όταν οι υπόλοιπες 6 μεγαλύτερες οικονομίες της Δύσης εμφανίζουν στασιμότητα, όμως η Κίνα παρουσιάζει ανάπτυξη άνω του 5% και ο υπόλοιπος κόσμος άνω του 3%. Συγχρόνως όμως συσσωρεύονται αρνητικά στοιχεία, όπως η εκτίναξη του δημόσιου χρέους άνω του 100% του ΑΕΠ, και το μόνιμο έλλειμα στο εμπορικό ισοζύγιο 3-4% του ΑΕΠ ετησίως. Παρα την φιλολογία για τις τρομερές δυνατότητες ανάπτυξης και κερδοφορίας που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη, αυτή μέχρι στιγμής εκφράζεται στο χρηματιστηριακό ταμπλό και όχι στην πραγματική οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μηνύματα του 2024 για την κερδοφορία των εταιριών, μια πολύ σημαντική παράμετρο της καπιταλιστικής οικονομίας, δεν ήταν τόσο ευοίωνα.
Τα κέρδη των αμερικανικών εταιριών εμφανίζουν στασιμότητα το 2024, από τις 2.000 μεγαλύτερες εταιρίες των ΗΠΑ το 40% έχουν σχεδόν μηδενική κερδοφορία, ενώ η σχέση εταιρικών δανείων προς κέρδη είναι η υψηλότερη της δεκαετίας γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα πτωχεύσεων. Κάποιοι θα ανταπαντούσαν ότι το 2024 τα χρηματιστήρια των ΗΠΑ εμφάνισαν σημαντική άνοδο, όμως όπως παρατήρησε ο επικεφαλής του ιδρύματος Ροκφέλλερ, η αξία του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ είναι σχεδόν το 65% της αξίας όλων των χρηματιστηρίων, το οποίο είναι ένδειξη «υπερτιμημένων αξιών» όταν οι ΗΠΑ έχουν μόνο το 23% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ο καπιταλισμός συνολικά δεν λειτουργεί με την ίδια αποτελεσματικότητα όσο στο παρελθόν, δεν εμφανίζει επαρκείς ρυθμούς ανάκαμψης μετα την κρίση του 2008-9, και οι χώρες της λεγόμενης Δύσης «χάνουν έδαφος» ως προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Η οικονομική ατζέντα Τραμπ στο εσωτερικό επίπεδο αποσκοπεί να βελτιώσει την κερδοφορία του αμερικανικού κεφαλαίου και να συγκεντρώσει επενδύσεις από τον υπόλοιπο κόσμο στις ΗΠΑ. Σε αυτή την κατεύθυνση εξαγγέλλει μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, προωθεί αντεργατική νομοθεσία, εξαγγέλλει κρατικές ενισχύσεις στις εταιρίες και σε όσους επενδύσουν στις ΗΠΑ, προωθεί τις εξορύξεις υδρογονανθράκων που αποτελούν πιο αποτελεσματική μορφή παραγωγής ενέργειας υποτιμώντας τελείως την κλιματική κρίση, προχωρά σε περικοπή του κοινωνικού κράτους. Μοιάζει σαν μια σύγχρονη παραλλαγή των λεγόμενων Reaganomics των αρχών του ‘80, που αποτελούσαν απάντηση στην τότε κρίση του καπιταλισμού (οικονομική κρίση 1973-1979) και στην αναβάθμιση των ΗΠΑ ως επικεφαλής των χωρών της Δύσης απέναντι στο τότε μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τα Reaganomics ήταν ένας συνδυασμός του λεγόμενου νεοφιλεύθερου μοντέλου και της συγκέντρωσης κεφαλαίων στις ΗΠΑ μέσω ενός ισχυρού δολαρίου για την ανάκαμψη της Οικονομίας.
Το πρόβλημα με τα Trumponomics, συνίσταται ότι υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί σε σχέση με το παρελθόν. Οι εργασιακές σχέσεις και οι μισθοί δεν έχουν τα περιθώρια μείωσης και αποδιάρθρωσης που υπήρχαν την δεκαετία του ’80. Το δημόσιο χρέος είναι πολύ ψηλότερο ώστε να υποστηρίξει την μείωση φορολογίας και κρατικών ενισχύσεων στις εταιρίες. Ο Ρέιγκαν όταν εφάρμοζε την πολιτική του το 1980 είχε παραλάβει δημόσιο χρέος περίπου 30% του ΑΕΠ και το διπλασίασε όταν αποχώρησε, γεγονός αδύνατο με σημερινό χρέος των ΗΠΑ άνω του 100% του ΑΕΠ. Επίσης η πολιτική του Τραμπ για μείωση των εμπορικών ελλειμάτων έρχεται σε αντίθεση με ένα ισχυρό δολάριο, το οποίο ήταν μια βασική παράμετρος της συγκέντρωσης κεφαλαίου στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με μελέτες το 1/3 της αύξησης του ΑΕΠ των ΗΠΑ την τελευταία 5ετία, προέρχεται από την αύξηση του εργατικού δυναμικού μέσω της μετανάστευσης, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την πολιτική απέλασης των 11 εκατομμυρίων παράνομων μεταναστών στις ΗΠΑ. Τέλος, ο Ρέιγκαν μπορούσε να συνενώνει τις επιμέρους αστικές τάξεις στον κοινό σκοπό της καταπολέμησης του κομμουνισμού, εν αντιθέσει με την «ελαφρότητα» της επίκλησης του κινδύνου του κομμουνισμού από τον Τραμπ.
Σύμφωνα με την επικρατούσα δημοσιογραφική προσέγγιση, ο Τραμπ βάζει ένα τέλος στην «παγκοσμιοποίηση» που ευνόησε κυρίως τους ανταγωνιστές των ΗΠΑ και θα επιβάλλει δασμούς για να μειώσει το εμπορικό έλλειμα και να τονώσει την τοπική οικονομία. Κατ’ αρχή αυτή η προσέγγιση υπερβάλλει ως προς την λεγόμενη τομή που επιβάλλει η πολιτική Τραμπ. Μετα την κρίση του 2008, υπάρχει μια αντιστροφή στις διεθνείς κινήσεις εμπορευμάτων και κεφαλαίων, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έχουν οξυνθεί και υποσκάψει το δόγμα της περιόδου 1990-2008. Ούτε ο Τραμπ είναι ένας «νεομερκαντιλιστής», που θα βασιστεί σε ένα συνδυασμό «ασθενές δολάριο» και δασμοί, ώστε να πετύχει εμπορικά πλεονάσματα τα οποία θα οδηγήσουν σε εισροή κεφαλαίων που θα τονώσουν την αμερικανική οικονομία μακροπρόθεσμα. Υπάρχουν πολλές παράμετροι οι οποίες αναιρούν το παραπάνω σενάριο.
Πρώτη το δολάριο είναι ένα διεθνές «αποθεματικό νόμισμα» και η υποτίμηση του δημιουργεί αρνητικές επιπτώσεις για τις ΗΠΑ. Δεύτερη η επιβολή δασμών σε προϊόντα έχει μειωμένη επίδραση σε μια οικονομία που οι υπηρεσίες και ο «χρηματοοικονομικός τομέας» έχουν μεγάλο ποσοστό όπως των ΗΠΑ. Χαρακτηριστικά ο τομέας της μεταποίησης αποτελεί περίπου το 10% των ΗΠΑ. Επίσης θα αυξήσει τον πληθωρισμό και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτός δεν θα περάσει στις τιμές των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων. Τέλος η σχέση του διεθνούς εμπορίου ως προς το ΑΕΠ στις ΗΠΑ είναι πολύ μικρότερη από αυτή της Κίνας , της Ιαπωνίας, της Γερμανίας και άλλων ανεπτυγμένων κρατών. Το έλλειμα στο εμπορικό ισοζύγιο αποτελεί πρόβλημα για κάθε οικονομία, αλλά στην σημερινή συγκυρία και δεδομένου του ρόλου των ΗΠΑ στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας δεν είναι το κύριο.
Η διεθνής οικονομική του Τραμπ πρέπει να ιδωθεί στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών της σημερινής εποχής. Όπως τόνιζε ο Λένιν στον κλασσικό του έργο, είναι η εξαγωγή κεφαλαίων και η προσπάθεια να ελεγχθούν οικονομικές ζώνες η κύρια αιτία της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, και όχι απλώς οι ανταγωνισμοί για εμπορικά πλεονάσματα. Συγχρόνως, αυτό που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη σε σχέση με την εποχή πριν τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο είναι ότι σήμερα υπάρχει μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση μεταξύ των κύριων ιμπεριαλιστικών χωρών (πχ αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρίες στην Κίνα, κρατικό χρέος των ΗΠΑ σε Κίνα, κλπ.).
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, οι αντιφατικές δηλώσεις Τραμπ για την οικονομική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις (πχ επιβολές δασμών και επιθετικές δηλώσεις συγχρόνως με την ανάληψη το ρόλου του ειρηνοποιού) υποδηλώνουν ότι το επιτελείο Τραμπ ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο ενδεχόμενα. Το πρώτο είναι η προσπάθεια οικοδόμησης ενός πολυπολικού κόσμου με τις ΗΠΑ στην πρωτοκαθεδρία, και η δεύτερη μιας σκληρής αντιπαράθεσης με τον κύριο ανταγωνιστή, την Κίνα. Το κομβικό σημείο δεν θα είναι τόσο η επιβολή δασμών σε εμπορικά προϊόντα, αλλά η αντιμετώπιση της Κίνας και των συμμάχων της με μορφές οικονομικών κυρώσεων και αποκλεισμών της μορφής που επιβάλλει η Δύση στην Ρωσία σήμερα. Κοινό σημείο και στα δυο ενδεχόμενα είναι η οικοδόμηση μιας ετεροβαρούς συμμαχίας των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους, και με συνεκτικό ιστό την ακροδεξιά ατζέντα.
Σε αυτά τα πλαίσια η πολιτική Τραμπ εμφανίζει στοιχεία συνέχειας με το παρελθόν αλλά και τομών. Αν υπάρχει ένας χώρος που η τομή είναι έκδηλη είναι σε σχέση με την ΕΕ. Είναι η πρώτη φορά μεταπολεμικά που η κυβέρνηση των ΗΠΑ έρχεται σε τόση διάσταση με τα συμφέροντα των αστικών τάξεων της ΕΕ. Συνταυτίστηκαν την περίοδο 1945-1990 στην καταπολέμηση του κομμουνισμού. Συντονίστηκαν την περίοδο 1990-2008 στην αντίληψη για έναν διεθνοποιημένο κόσμο που θα κυριαρχούσαν οι δυτικές πολυεθνικές. Ακόμη και την πρόσφατη περίοδο που οι ΗΠΑ εξώθησαν την αντιπαράθεση με την Ρωσία, προσπαθούσαν να την εντάξουν σε ένα συνολικό σχεδιασμό της Δύσης. Σήμερα είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ απαξιώνουν ευθέως την ΕΕ, ανακοινώνουν την πρόθεση διμερών συμφωνιών με κάθε κράτος χωριστά, τους αποκαλούν ευθέως εμπορικούς ανταγωνιστές και απειλούν με δασμούς, με λίγα λόγια τους θεωρούν τα «σκυλάκια» που θα συρθούν πίσω τους.
Συγχρόνως, στο πολιτικό πεδίο η προώθηση από τον Τραμπ μιας ακροδεξιάς διεθνούς αμφισβητεί ευθέως την «συναίνεση των Βρυξελλών», δηλαδή την κυρίαρχη πολιτική της ΕΕ όπου Συντηρητικοί, Ακροκεντρώοι και Σοσιαλδημοκράτες, συμφωνούσαν στην βασική γραμμή και παζαρεύαν τις επιμέρους παραμέτρους. Δημιουργούνται αποκλίσεις που αφορούν τα συμφέροντα μεγάλων μερίδων των ευρωπαϊκών κεφαλαίων. Οι εμπορικοί πόλεμοι κοστίζουν όταν η ΕΕ και ιδιαίτερα ο πυρήνας των πλούσιων χωρών (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, κλπ.) έχουν μεγάλη αναλογία διεθνών εμπορικών συναλλαγών, καθώς και η μετακόμιση ευρωπαϊκών εταιρειών στις ΗΠΑ λόγω επιδοτήσεων. Είναι πρόβλημα η προώθηση διμερών συμφωνιών των ΗΠΑ με κάθε κράτος της Ευρώπης καθώς και η υπονόμευση των επενδύσεων σε «πράσινη ενέργεια» πόσο μάλλον όταν η ΕΕ υπολείπεται σε πηγές ενέργειας. Με λίγα λόγια στο τραπέζι εισέρχονται το ενδεχόμενο τόσο της διάλυσης ή αποδιάρθρωσης της ΕΕ, όσο και η δημιουργία αντίδρασης.
Σαν συμπέρασμα, η πολιτική του Τραμπ έχει πολλούς περιορισμούς να επιτύχει τον στόχο του MAGA, οι δε διακηρύξεις Τραμπ πρέπει να αντιμετωπίζονται όχι κατά γράμμα αλλά από την ένταξη τους σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Σε κάθε περίπτωση η οικονομική πολιτική Τραμπ θα είναι εις βάρος του λαού της Αμερικής αλλά και των λαών του κόσμου, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα παράξει ισχυρές αντιδράσεις. Οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις θα διχασθούν μεταξύ να ακολουθήσουν την πολιτική Τραμπ και το ακροδεξιό υπόδειγμα ή να αντιδράσουν. Στην τελευταία περίπτωση δεν αποκλείεται οι αστικές τάξεις ορισμένων χωρών να εκφραστούν πολιτικά μέσα από συνασπισμούς μιας μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας χωρίς τις φιλολαϊκές παραχωρήσεις του παρελθόντος.
Χωρίς τον «κίνδυνο» του σοσιαλισμού ή του λαϊκού κινήματος, οι αστικές τάξεις είναι πολύ πιο δεκτικές να προωθήσουν πλήρως ηγεμονευόμενους σχηματισμούς ενάντια στην ακροδεξιά καθώς και «γιαλαντζί» Λαϊκά Μέτωπα της σοσιαλδημοκρατίας με την συμμετοχή αφελών της «Αριστεράς» και επιτηδείων. Το στοίχημα είναι αφενός να ακυρωθούν τα σχέδια Τραμπ και η ακροδεξιά ατζέντα, αφετέρου η αντίδραση να έχει την σφραγίδα του λαϊκού παράγοντα και της Αριστεράς και να μην ηγεμονευτεί από τις επιλογές των αστικών τάξεων.
Ο Γιώργος Παυλόπουλος είναι οικονομολόγος, πρώην τραπεζικός