6.3 C
Athens
Παρασκευή, 21 Φεβρουαρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Εμ. Τοντ: Η ήττα της Δύσης, ένα τολμηρό βιβλίο, του Θανάση Σκαμνάκη

 

«Στο σημερινό πολιτικό κλίμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες διακινδυνεύουν πολλά. Η οικονομική τους εξάρτηση από τον υπόλοιπο κόσμο έχει γιγαντωθεί· η κοινωνία τους διαλύεται. Τα δύο φαινόμενα αλληλεπιδρούν. Η απώλεια του ελέγχου των εξωτερικών πόρων της θα οδηγούσε σε μια πτώση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού, το οποίο ήδη δεν είναι λαμπρό. Ωστόσο χαρακτηριστικό μιας αυτοκρατορίας είναι ότι δεν μπορεί πλέον να διαχωρίσει στην ανάπτυξή της το εσωτερικό από το εξωτερικό…». Αυτά συμπεραίνει μεταξύ πολλών άλλων ο Εμμανουέλ Τοντ στο πρόσφατο βιβλίο του «Η ήττα της Δύσης» που εκδόθηκε πριν μερικές ημέρες από τις εκδόσεις Πεδίο σε μετάφραση Σοφίας Σφυρόερα.

Είναι ένα τολμηρό βιβλίο το οποίο, με κέντρο τον πόλεμο της Ουκρανίας, αναλύει τις γεωπολιτικές σχέσεις και την εσωτερική κατάσταση των χωρών που πρωταγωνιστούν.

Έχω αρκετές ενστάσεις, θεμελιώδεις αντιρρήσεις καλύτερα, με τη μεθοδολογική γραμμή του συγγραφέα. Όμως, σε μια Δύση που χαρακτηρίζει όποιον διαφοροποιείται, πολύ περισσότερο διαφωνεί, από την κυρίαρχη αφήγηση ως πράκτορα του Πούτιν, η πολιτική ανάλυση και τα συμπεράσματα του Τοντ είναι εξόχως χρήσιμα και δικαιολογούν το χαρακτηρισμό τολμηρά.

Εισαγωγικά, ο Ε.Τ.  κάνει λόγο για τις δέκα εκπλήξεις που προκάλεσε ο πόλεμος:

Πρώτη, το ίδιο το ξέσπασμα του πολέμου, δεύτερη, το πως οι δυο αντίπαλοι σε αυτόν τον πόλεμο είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία, τρίτη, η στρατιωτική αντίσταση της Ουκρανίας, τέταρτη, η οικονομική ανθεκτικότητα της Ρωσίας, πέμπτη, η κατάρρευση κάθε ευρωπαϊκής βούλησης, έκτη, η ανάδειξη της Μεγάλης Βρετανίας ως αντιρωσικού πυραύλου, έβδομη, το πως η Νορβηγία, οι Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία έγιναν πρόθυμοι μεσάζοντες του πολέμου, όγδοη, το πως η στρατιωτική βιομηχανία των ΗΠΑ αποδείχθηκε ελλιπής, καθώς δεν μπορεί να εξασφαλίσει την προμήθεια οβίδων στην Ουκρανία, ένατη, η ιδεολογική μοναξιά της Δύσης και η άγνοια της απομόνωσης της, δέκατη, η ήττα της Δύσης, έτοιμη να υλοποιηθεί, όπως γράφει.

Θεωρεί πως η Ουκρανία είναι μια παγίδα στην οποία έχουν εμπλακεί οι Αμερικανοί που σηματοδοτεί την παρακμή της λεγόμενης Δύσης η οποία οδηγείται σε μια ιστορικής σημασίας ήττα, και όχι μόνο στο μέτωπο της Ουκρανίας.

«Η Δύση δεν είναι πια ένας κόσμος φιλελεύθερων δημοκρατιών. Είναι πολύ νωρίς για να πούμε σε τι έχει εξελιχθεί, αλλά οι συμπτώσεις ως προς τις αξίες μεταξύ την Ουκρανίας και της Δύσης, παρ’ όλο που οι αξίες αυτές δεν είναι ούτε φιλελεύθερες ούτε δημοκρατικές, είναι πολλές και βαθιές».

Ο τρόπος και το βάθος της ανάλυσης μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τα γεγονότα που οδήγησαν στον Τραμπ, ως μια βαθύτερη κοινωνική και πολιτική διεργασία στο κοινωνικό σώμα της χώρας. Μπορώ να επισημάνω ιδιαίτερα την αναφορά πως ο προστατευτισμός, που με τον Τραμπ παίρνει τη μορφή του MAGA (να ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη), ξεκίνησε με την προεδρία Ομπάμα, καθώς οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις θύελλες της παγκοσμιοποίησης που έσπειραν.

Σχετικά με την Ουκρανία, σημειώνει πως τα γεγονότα «ευνόησαν την άνοδο μιας συγκεντρωτικής δομής που δεν είναι κράτος αυτό καθαυτό, αλλά μια στρατιωτικο-αστυνομική οργάνωση που χρηματοδοτείται από την Ουάσιγκτον… [Καθώς] η οικονομική ανασυγκρότηση ήταν αδύνατη ο πόλεμος [που χρηματοδοτείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση] θα μπορούσε να γίνει ένας λόγος για να ζήσει κανείς, αλλά και ένα μέσο…»

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ως κεντρική επισήμανση και στάση απέναντι στα τρέχοντα γεγονότα, είναι η πρότασή του για το πως πρέπει να λυθεί η παρούσα κρίση:

«Αναγνωρίζοντας ότι Ρώσοι και Ουκρανοί δεν μπορούσαν πια να τα βρουν, η Ουκρανία θα μπορούσε να αφήσει τις πραγματικές ρωσικές περιοχές [εννοεί την Κριμαία και το Ντονμπάς] να αποσχιστούν από αυτήν και να επικεντρωθεί στην οικοδόμηση ενός πραγματικού ουκρανικού έθνους-κράτους, αναγνωρισμένου από όλους και βοηθούμενου από κάποιους. Παρ’ όλα αυτά, μετά το 2014 (η Ουκρανία) συνέχισε τον πόλεμο για την ανακατάληψη του Ντονμπάς και του ρωσικού πληθυσμού του, και δεν σταμάτησε ποτέ να διεκδικεί την Κριμαία και τον ρωσικό πληθυσμό της· ήθελε να διατηρήσει την κυριαρχία της επί των πληθυσμών ενός άλλου έθνους, και μάλιστα ενός έθνους πολύ ισχυρότερου από την ίδια. Στον συνειδητό και ορθολογικό κόσμο των διεθνών σχέσεων, το σχέδιο ήταν αυτοκτονικό και η σημερινή πραγματικότητα δείχνει ότι η Ουκρανία αυτοκτονεί ως κράτος».

Οι επισημάνσεις είναι πολλές και ενδιαφέρουσες, καθώς ακόμη κι αν δεν τις συμμεριζόμαστε εξ ολοκλήρου ή ακόμη κι αν επισημαίνουμε ορισμένες ανακρίβειες, του τύπου πως ο Λευκός Οίκος δεν ήταν χορηγός του πολέμου όταν ξεκίνησε αλλά βρέθηκε παγιδευμένος, δεν παύουν να έχουν ιδιαίτερη σημασία για έναν κόσμο που αλλάζει με ραγδαίο τρόπο.

Αντιφατικό είναι το συμπέρασμά του σε σχέση με τη Γερμανία, με το οποίο και κλείνει το βιβλίο:  «Οι εφήμερες στρατιωτικές επιτυχίες του ουκρανικού εθνικισμού οδήγησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια κλιμάκωση από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν, με την απειλή να υποστούν μια ήττα που δεν είναι πλέον απλώς τοπική αλλά παγκόσμια: στρατιωτική, οικονομική και ιδεολογική. Η ήττα τώρα θα σημάνει την προσέγγιση Γερμανίας-Ρωσίας, την αποδολαριοποίηση του κόσμου, το τέλος στις εισαγωγές που πληρώνονται με «εσωτερική έκδοση χρήματος» και ακραία φτώχεια».

Ομοίως εγείρουν πολλές αμφιβολίες οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Ο Ε.Τ. αποδίδει τις κυρίαρχες τάσεις των διάφορων χωρών στις παραδοσιακές οικογενειακές δομές, οικογένεια κορμός ή οικογένεια πυρήνας, και ακολούθως θεωρεί πηγή της παρακμής την κατάρρευση της προτεσταντικής, και γενικότερα της χριστιανικής πίστης, την πτώση του εκπαιδευτικού επιπέδου (που προκύπτει από την πτώση του προτεσταντισμού) και την κατάρρευση της μεσαίας τάξης, στην οποία περιλαμβάνει και την εργατική, τα οποία οδηγούν στον μηδενισμό.

Όχι με μια τυπική θρησκευτική αντίληψη, αλλά πρωτίστως ως υποχώρηση των ηθικών αντιλήψεων και αξιών, ως του ιδεολογικού πλαισίου δηλαδή εντός του οποίου και πάνω στο οποίο συγκροτήθηκαν τα δυτικά κράτη-έθνη. Το πλαίσιο αυτό αποσυντίθεται.

Με αυτή τη μέθοδο δεν μπορεί να φτάσει ως το βάθος των συγκρούσεων και των μεταβολών που συντελούνται, να δει την φθορά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως συνόλου και ως αιτίας που γεννάει πόλεμο.

Η έκπληξη του βιβλίου όμως βρίσκεται στην αρχή και είναι αρνητική.

Πρόκειται για την εισαγωγή του επιμελητή της έκδοσης. Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου, Σωτήρης Ντάλης, ουσιαστικά αναιρεί, με αξιωματικό τρόπο, τις βασικές εκτιμήσεις του Ε.Τ. Σαν να θέλει να πει στον αναγνώστη να μην πάρει στα σοβαρά το περιεχόμενο του βιβλίου, ή να πει, και προς τον αναγνώστη και προς τους ποικίλως κρίνοντες, πως ο ίδιος έχει μεν την επιστημονική επιμέλεια, αλλά δεν συμφωνεί κιόλας.

Το πρώτο που μπορώ να παρατηρήσω είναι πως κάτι τέτοιο είναι εντελώς ασυνήθιστο και θα έλεγα καθόλου πρέπον με τον τρόπο που γίνεται.

Αναπαράγοντας τα βασικά επιχειρήματα της δυτικής προπαγάνδας, ακριβώς ό,τι αναιρεί ο Τοντ, ο Σ.ΝΤ. γράφει π.χ.: «Το βάρβαρο εγχείρημα της εισβολής στην Ουκρανία υπήρξε τμήμα του τοξικού αφηγήματος του Πούτιν για τη Μεγάλη Ρωσία που έχει απήχηση στο ρωσικό εθνικιστικό κοινό, αλλά και στους απολογητές της ρωσικής εισβολής». Καθώς, όπως λέει πιο κάτω οι Δυτικές χώρες «υποτίμησαν τον αναδυόμενο ρόλο της Ρωσίας και δεν κατάφεραν να οικοδομήσουν ένα αξιόπιστο σύστημα ασφαλείας και συνεργασίας στην Ευρώπη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που να περιλαμβάνει και τη Ρωσία».

Πως η εισβολή της Ρωσίας μας ανάγκασε «να ξανασκεφτούμε τις θεμελιώδεις έννοιες και αρχές που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις και την οργάνωση των κρατών, όπως είναι η κρατική-εθνική και η εδαφική ακεραιότητα των χωρών».

Όχι η διάλυση και οι βομβαρδισμοί της Γιουγκοσλαβίας, οι επεμβάσεις στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Λιβύη, τη Συρία κ.λπ., όχι η επέκταση του ΝΑΤΟ και η εγκατάσταση πυραύλων στα σύνορα μιας χώρας, αυτά όλα συνιστούσαν σεβασμό στην εδαφική ακεραιότητα των κρατών.

Και μας συμβουλεύει να σφίξουμε το ζωνάρι γιατί θα χρειαστεί να αυξήσουμε, ως Ευρώπη, τις πολεμικές δαπάνες (αμυντικές τις γράφει), καθώς η ΕΕ πήρε «γενναίες αποφάσεις με τεράστιο κόστος για τις οικονομίες των κρατών-μελών (κι όταν μιλάνε για οικονομίες ξέρουμε ποιός καλείται να τις πληρώσει), κι αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται» (να πανηγυρίζουμε κι από πάνω για τους γενναίους!).

Και για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία καταλήγει: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι υποχρεωμένη να στρατιωτικοποιηθεί άμεσα με ό,τι αυτό σημαίνει για το κοινωνικό κράτος και τις πολιτικές συνοχής, και να βιώσει ακόμα πιο έντονα την γεωπολιτική της ενηλικίωση που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία…».

Όταν θα ’ρχονται οι λογαριασμοί του αερίου και του ρεύματος και τα λοιπά μαντάτα, να μη βαρυγκωμήσουμε, αλλά να σκεφτόμαστε με υπερηφάνεια πως αυτό είναι για το καλό της πολεμικής βιομηχανίας της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ.

Οι ειδήσεις της Παρασκευής 14 Φεβρουαρίου του 2025 ανέφεραν πως η ΕΕ θα πληρώσει 3,1 τρισεκατομμύρια δολάρια (το 3,5% του ΑΕΠ) την επόμενη δεκαετία για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο επιστημονικός επιμελητής, επιβεβαιώνει, αν και θέλει το ακριβώς αντίθετο, τις βασικές εκτιμήσεις του Τοντ, για την παρακμή και τον εκφυλισμό της Δύσης και ιδιαίτερα των διανοουμένων που ενσωματώνονται στο κυρίαρχο δόγμα.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ